Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Λόρδος και ο Αλήτης


 
Αν δεν ήταν Λάρσον δεν πρόκειται να έβαζα το χέρι μου στην τσέπη για να πάρω βιβλίο με τόσο αδιάφορο τίτλο – ίσως να το έκανα για δοκίμιο, με επιφύλαξη πάντα. Με τίτλο «Οι μέρες που έχτισαν την Ιστορία»… δεν πουλάς, για να το πούμε με τα λόγια της εκδοτικής πιάτσας. Αναζήτησα μέσα στο βιβλίο τον πρωτότυπο τίτλο γιατί είχα απορία πώς ο ευφυής Λάρσον χρησιμοποίησε τέτοιον άθλιο τίτλο· το «The splendid and the ville» [sic] έγινε αυτό που έγινε. Χωρίς και ο ίδιος ο Λάρσον να στοχεύει στην απολυτή πρωτοτυπία με την επιλογή των τίτλων του, τουλάχιστον πάντοτε διατηρεί μια υποδόρια νότα ειρωνείας που ενισχύεται και από την ακόλουθη ανάγνωση των εκπληκτικών βιβλίων του. Οι μεταφράσεις των τίτλων προγενέστερων βιβλίων του διατηρούσαν αυτή την ειρωνεία, εδώ όμως παραδόθηκε αμαχητί. Ας το έκαναν «Μεγαλοπρέπεια και αθλιότητα», «Ο εξαίσιος και ο άξεστος» η έστω, «Ο Λόρδος και ο Αλήτης» όπως προτείνει χιουμοριστικά το παρόν μπλογκ. Τέλος πάντων, σύμφωνα και με το κλισέ, χάθηκε μια μάχη αλλά όχι ο πόλεμος. «“Το να μη συμπυκνώνει κανείς τις σκέψεις του είναι σημάδι οκνηρίας”, έλεγε».
 
Έχω σκυλοβαρεθεί τα βιβλία με θέμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με αυτόν αλλά κυρίως πολλοί αδιάφοροι συγγραφείς που έφεραν ως μοναδικό παράσημο κάποιας συγγραφικής τόλμης, την όποια ενασχόλησή τους με αυτό το θέμα. Δεν αντέχω πια, παραδίνομαι. Δεν θέλω να τα βλέπω στην λογοτεχνία, στρέφω το βλέμμα αλλού, τα καταγράφω πλέον σε ένα ιδιότυπο και εφιαλτικό φάκελο απόδρασης από τον οποίο προσπαθώ να ξεφύγω. Επέλεξα να διαβάσω τον Λάρσον αφ’ ενός επειδή είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας και αφ’ ετέρου επειδή με συναρπάζει ο τρόπος που γράφει τα βιβλία του. Κάθε τόσο παρασύρεσαι και πιστεύεις ότι πρόκειται για καθαρή και ατόφια επινόηση ενώ εκείνος διατείνεται, ορκίζεται καλύτερα, ότι κάθε λέξη που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι αποτέλεσμα πρωτογενών (και ίσως δευτερευόντως, δευτερευουσών) πηγών, αρχείων, ημερολογίων, κλπ. Ακόμα και αν το έχεις αυτό στο μυαλό σου καθώς διαβάζεις – που δεν το έχεις, γιατί η αφήγηση σε παρασύρει γρήγορα και ολοκληρωτικά – η σειρά με την οποία επιλέγει να παραθέσει τα γεγονότα, από τα πιο ασήμαντα έως τα πιο σημαντικά, είναι ίδιον μεγάλου συγγραφέα. Γι’ αυτό τον αγαπώ και τον συστήνω με κάθε αφορμή. 
 

Τα περισσότερα βιβλία τα διαβάζω με το μυαλό, κάποια λίγα με την καρδιά και ένα μόνο κατάφερα να το διαβάσω με το στομάχι. […] «Ο αεροπορικός πόλεμος εναντίον της Βρετανίας αναζωπυρώθηκε για ένα σύντομο διάστημα όταν το 1944 ήρθαν η ιπτάμενη βόμβα V-1 και η ρουκέτα V-2, τα όπλα «Εκδίκησης» του Χίτλερ, που έφεραν έναν νέο τρόμο στο Λονδίνο, αλλά αυτό ήταν μια τελική επίθεση που είχε ξεκινήσει με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει θάνατο και καταστροφή πριν από την αναπόφευκτη ήττα της Γερμανίας». Το σοκαριστικά ανεπανάληπτο «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» εκκινεί την ιστορία του από το τέλος του πολέμου και ο τρόμος είναι ένα συναίσθημα που γουργουρίζει απειλητικό στο στομάχι σου καθώς εσύ φαινομενικά κάθεσαι αραχτός και ήρεμος στην πολυθρόνα σου. Ουδέποτε γράφτηκε καλύτερο βιβλίο για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.- Εδώ, ο Έρικ Λάρσον, εκκινεί και τελειώνει την ιστορία του κατά την διάρκεια της πρώτης αεροπορικής επιδρομής εναντίον του Λονδίνου, το 1940-1941, και μαζί καταγράφει και τον πρώτο χρόνο στην Πρωθυπουργία της Αγγλίας του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Όσοι αναζητάτε μέσα στο βιβλίο εκείνη την πληθωρική και σαρωτική μορφή του Τσόρτσιλ που του χάρισε κάποτε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, πριν αυτό παραδοθεί φέτος στον έφεδρο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, θα απογοητευτείτε – όπως ακριβώς και εγώ. 
 
Η μορφή του Τσόρτσιλ έχει υποστεί εκατοντάδες μεταμορφώσεις στο πέρασμα των χρόνων και όλοι θα ανακαλύψουν μια περσόνα του με την οποία θα μείνουν ευχαριστημένοι, αρκεί να διαβάσουν τα σωστά ή και τα λάθος βιβλία, το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει στο τέλος. Ο Λάρσον την είδε λίγο πιο οικογενειακά την φάση και μάζεψε όλο το σκυλολόι του (μπουλντόγκ) Τσόρτσιλ για να μας δείξει πόσο τρομακτική μπορεί να είναι η εμπειρία να πέφτουν βόμβες και έξω από μια οικογενειακή εστία! Ο Τσόρτσιλ και οι παρατρεχάμενοί του, μαζί με μια ολόκληρη χώρα που αναθάρρευε διαρκώς στην αγκαλιά του και στην όψη της πατρικής του φιγούρας (οποιαδήποτε ομοιότητα με πατερούληδες εκείνης της περιόδου είναι εντελώς συμπτωματική), δημιούργησαν μέσα από την πένα του ευφυούς Λάρσον μια εκτεταμένη οικογενειακή εποποιία που συναρπάζει. Το χρονικό πλαίσιο είναι περιορισμένο και η δράση μοιάζει τέτοια επίσης (χάρη στη μονοτονία της) αλλά οι 700 σελίδες μεγάλου σχήματος δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να σε καθηλώνουν κάθε στιγμή.
 
[…] «Για τον Κόλβιλ, αυτή ήταν μια παράξενη στιγμή. Άλλο να ζεις τον πόλεμο από υπουργική απόσταση, και εντελώς διαφορετικό να βλέπεις από κοντά την απόδειξη της βίας και του κόστους του. Εδώ υπήρχε ένα γερμανικό βομβαρδιστικό πεσμένο σε μια εξοχή τόσο κλασικά αγγλική όσο θα μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε ταξιδιώτης, ένα κυματιστό τοπίο από βοσκοτόπια, δάση και χωράφια που κατηφόριζαν απαλά προς τον νότο, με ίχνη από ένα μεσαιωνικό δάσος που κάποτε το χρησιμοποιούσαν για το κυνήγι και για την ξυλεία. Πώς ακριβώς είχε καταλήξει εδώ το βομβαρδιστικό, ο Κόλβιλ δεν ήξερε. Αλλά ήταν εδώ, μια ξένη μηχανική παρουσία, με σκούρο πράσινο κύτος, φτερά με γκρίζα κάτω επιφάνεια, και κίτρινα και μπλε εμβλήματα εδώ κι εκεί, σαν λουλούδια πεταμένα τυχαία. Ένας λευκός αστερίας γυάλιζε στο κέντρο μιας μπλε ασπίδας. Κάποτε τρομακτικό σύμβολο του σύγχρονου πολέμου, το βομβαρδιστικό ήταν πεσμένο και άχρηστο σ’ ένα χωράφι, ένα απλό απομεινάρι για να δει κανείς πριν επιστρέψει στο σπίτι του για τσάι».
 
Στο βιογραφικό του συγγραφέα στο αυτί του βιβλίου αναφέρεται ότι το παρόν βιβλίο καθώς και το προηγούμενο του, το «Dead Wake» βρέθηκαν στο Νο1 της λίστας των «New York Times». Πιο κάτω αναφέρεται και στο βιβλίο του, «Ο Διάβολος στη Λευκή Πόλη» που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις τους. Κανείς δεν περιμένει ένας εκδότης να διαφημίζει βιβλία άλλων εκδοτικών, δεν είναι απαραίτητο (εξάλλου εκείνο που είχε κυκλοφορήσει παλιότερα από «Μεταίχμιο» το έθαψαν), αλλά από την στιγμή που αναφέρεσαι για δικούς σου λόγους στο προηγούμενο βιβλίο του, θα έπρεπε να το αναφέρεις με τον μεταφρασμένο του τίτλο, «Βουβό κύμα» δηλαδή, όπως κυκλοφόρησε από τον «Ίκαρο» πριν από 4 χρόνια. Αυτές είναι χαζομικρότητες και ψωροπερηφάνιες που δεν προσφέρουν κανένα στρατηγικό πλεονέκτημα όπως θα σας έλεγε και ο Τσόρτσιλ. Οι εκδότες πρέπει να καταλάβετε ότι δεν πουλάει το ένα βιβλίο ενός συγγραφέα (συνήθως αυτό που έχετε εκδώσει εσείς) παραπάνω από τα υπόλοιπα – αν αξίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, πουλάνε όλα! Μάλιστα, πριν λίγες μέρες που ήταν η Black Friday η «Διόπτρα» πρωτοπορώντας ΔΙΑΔΟΣΕ ένα πολύ ζουζουνιάρικο μήνυμα στο διαδίκτυο που κέρδισε αμέσως την συμπάθειά μας και τις καρδιές μας: να πάτε στα βιβλιοπωλεία της γειτονιάς σας για να σας προτείνουν βιβλία με έκπτωση είτε δικά μας (προφανώς και πρωτίστως) είτε και άλλων εκδοτών· γιατί εμείς δεν πρόκειται να το κάνουμε – τουλάχιστον το δεύτερο!
 
Ένα λάθοs της έκδοσηs που το αντιλήφθηκα πρώτη φορά περίπου στην 120 σελίδα και ωs το τέλοs τηs δεν μπόρεσα να το βγάλω από το μυαλό μου είναι ότι το τελικό σίγμα που χρησιμοποιείται δεν είναι το ελληνικό αλλά το αγγλικό. Ξενομανία, τι να πειs! Κατά τ’ άλλα, η έκδοση της «Διόπτρας» είναι πολύ όμορφη και το ίδιο φαίνεται να είναι και η μετάφραση του Αλέκου Αντωνίου. Το βιβλίο του Λάρσον είναι ένα συλλογικό ημερολόγιο μεμονωμένων ανθρώπων, με όλες τις συναισθηματικές παλινωδίες, τα αποσπάσματα ετεροντροπής (κάπως cringe λέξη!)*, αλλά και τις στιγμές θάρρους, τις αναμνήσεις που θέλεις να θυμάσαι, μαζί με εκείνες που ενδεχομένως θέλεις να χαθούν διαπαντός, ένα σύνολο στιγμών στις οποίες σπανίως ανατρέχεις, σκονίζονται σε μια άκρη απαρηγόρητες αλλά και που θα στεναχωρηθείς βαθιά αν κάποτε γίνονταν στάχτη – και ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί.
 

[…] «Έκανε έναν κατάλογο των βιβλίων, τουλάχιστον εκείνων που μπορούσε να θυμηθεί. Ήταν, έγραψε αργότερα σ’ ένα δοκίμιο, “ο πιο θλιβερός κατάλογος· ίσως ένας κατάλογος που δεν θα έπρεπε να κάνει κανείς”. Κάπου κάπου θυμόταν έναν τίτλο που είχε παραλείψει, σαν την γνώριμη χειρονομία ενός χαμένου αγαπητού προσώπου. “Συνεχίζω να θυμάμαι κάποιο παράξενο βιβλιαράκι που είχα· δεν είναι δυνατόν να τα συμπεριλάβω όλα και είναι καλύτερα να τα ξεχάσω τώρα που έγιναν στάχτη”».
 
* Το κατάκλεψα από φίλο και δεν ετεροντρέπομαι καθόλου.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!