Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Pynchonized

(Σημείωση: Η ακόλουθη ανάρτηση αριθμεί περί τις 4200 λέξεις. Αν ποτέ σκοπεύεις να διαβάσεις τα έργα του Πύντσον, ετούτη εδώ η ανάρτηση ίσως είναι μια καλή προπόνηση – αν μη τι άλλο, έχει τις δυνατότητες να αποδειχθεί εξίσου παραληρηματική!)

Ή, για να το καταλάβουν και οι αλλόγλωσσοι αναγνώστες μας, πυντσονίστηκα, πώς αλλιώς να το πω! Τους τελευταίους μήνες συγχρονίστηκα (εκ του synchronized) ολότελα μαζί του. Τι κατάλαβα που έχω τόσο καιρό τα βιβλία του Πύντσον αδιάβαστα; Για να με κατηγορούν ότι είμαι ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία του; Τουλάχιστον, ας γίνω ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον ενώ τα έχει διαβάσει!


Όταν ξεκινάς να διαβάζεις Πύντσον (και κυρίως το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”), στις πρώτες 15 σελίδες θα έχεις βρει τον λόγο που θα σε κάνει να σταματήσεις. Να είναι η απαιτητική γλώσσα του κειμένου; Να είναι η παρανοϊκή ιστορία που αχνοφαίνεται και τίποτα δεν προμηνύει ότι μπορεί να καλυτερέψει στην πορεία του ογκώδους αυτού βιβλίου; Να είναι οι χαρακτήρες του Πύντσον, για τους οποίους έχεις ακούσει να λέγεται ότι είναι υπερβολικά χάρτινοι, και αυτό το βρίσκεις ασυγχώρητο ελάττωμα για ένα βιβλίο από χαρτί!! Ό,τι και αν σκαρφιστείς, θα είναι μια φθηνή δικαιολογία, εκτός και αν προφέρεις την μαγική φράση των νομοταγών αναγνωστών, “Απλώς, δεν μου αρέσει”, οπότε όλα σου συγχωρούνται διαμιάς χωρίς δευτερολογίες.


Η γραφή του είναι απαράμιλλης ομορφιάς. Ίσως, δεν έχετε ξαναδιαβάσει πιο ακαταμάχητες ακατανοησίες! Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Πύντσον στην εισαγωγή του, στη συλλογή διηγημάτων “Βραδείας καύσεως”, του αρέσει πολύ να συνδυάζει λέξεις που κανονικά δεν θα συνυπήρχαν, δημιουργώντας παράλογα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματάς την ανάγνωση και αναρωτιέσαι πώς γίνεται η λέξη Α να ακολουθεί τη λέξη Β τις οποίες ακολουθεί η λέξη Γ και το τελικό αποτέλεσμα να είναι εντελώς αντίθετο απ' ό,τι προμήνυε ο συγκερασμός αυτών των άχαρων μεμονωμένων λέξεων! Αυτό είναι σπουδαίο επίτευγμα, που δεν μπορείς παρά μόνο να θαυμάσεις. Όμως, αρκεί αυτό για να κάνει την γραφή του Πύντσον τόσο απαιτητική;

Το βιβλίο διατρέχει διαδοχικά τις εξάρσεις και τις υφέσεις μιας μανιοκαταθλιπτικής γραφής. Στις υφέσεις της γραφής, ο λόγος γίνεται περισσότερο στοχαστικός, μπορείς να ακολουθήσεις ένα μέρος της ιστορίας, να δεις τους ήρωες με την ησυχία σου και να εμβαθύνεις στα συναισθήματά τους για όσο (περιορισμένο) διάστημα σού επιτρέπεται η πρόσβαση. Στις περιόδους μανίας, ο λόγος εξακοντίζεται, γίνεται παραληρηματικός, πυρετικός. Σε προσπερνά, σε φτάνει στα όριά σου, η καμπύλη της ακατανοησίας υψώνεται επικίνδυνα και μόλις είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, ακολουθεί μια μικρή ύφεση, μια οικεία κοιλότητα, σαν κάτι να σου λέει, «Στάσου, να κοίτα, ο Σλόθροπ πάλι! Δε θες να μάθεις τι θα γίνει με την πάρτη του;»

Ως άνθρωπος που λατρεύω το σκάκι, καθώς διάβαζα το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”, σκέφτηκα ακόμα μία παρομοίωση για να περιγράψω τον τρόπο που γράφει ο Πύντσον. Φαντάστηκα τον Πύντσον ως έναν μεγάλο σκακιστή, ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε μέσα στο μυαλό του όλες εκείνες τις ακατανόητες (για τους περισσότερους από μας) βαριάντες που περνούν από το κεφάλι του και μετά από έντονη σκέψη, συμπυκνώνονται σε μία και μοναδική κίνηση που πραγματοποιείται πάνω στη σκακιέρα. Οι περισσότεροι αναγνώστες διακρίνουν στα βιβλία του, αυτή την μοναδική κίνηση που σπρώχνει την ανάγνωση/παρτίδα ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος της, ή αν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με την λογοτεχνία, διακρίνουν και κάποιες τακτικές/στρατηγικές βλέψεις πίσω της. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να δουν όλες τις παραλλαγές που υπαγορεύουν εντέλει όλες αυτές τις κινήσεις. Ο Πύντσον όμως επιμένει να μας τα δείξει όλα ή τουλάχιστον, περισσότερα απ' όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Μερικές σελίδες παρακάτω, συνάντησα τα ίδια τα λόγια του Πύντσον και αναπόφευκτα χαμογέλασα:

«Σκεφτείτε το σαν σκάκι», έλεγε τις πρώτες μέρες του στην πρωτεύουσα, ψάχνοντας για μια σύγκριση που θα κατανοούσαν καλύτερα οι Ρώσοι, «μια εξωφρενική παρτίδα σκάκι».


Μία από τις παράλληλες απολαύσεις που μπορείς να πάρεις από τα βιβλία του Πύντσον, είναι η δημιουργία παρομοιώσεων καθώς προσπαθείς να εξηγήσεις στο εαυτό σου, τι είναι αυτό που διαβάζεις! Η μεγαλύτερη όμως απόλαυση είναι η ίδια η γραφή, και κατά πόδας ακολουθούν το χιούμορ και η πολιτικοκοινωνική κριτική. Είναι αστείο να ισχυριστεί κάποιος ότι τα βιβλία του Πύντσον δεν έχουν χιούμορ. Και μόνο το γεγονός ότι γράφει όπως γράφει, αρκεί για να το αποδείξει! Πέραν αυτού, πολλά αποσπάσματα μαρτυρούν την αδιαμφισβήτητη παρουσία του. Μη μου ζητάτε να σας παραθέσω αποσπάσματα, το χιούμορ του Πύντσον δεν είναι αποσπασματικό, έκτος του ότι έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι είναι πανταχού παρόν σαν σαρδόνιο γέλιο, επιπροσθέτως συνδέεται άρρηκτα με την υπόλοιπη ιστορία, ακολουθεί μια δεδομένη πορεία και εμφανίζεται όταν είσαι παντελώς ανυποψίαστος και το μόνο που δεν περιμένεις να σου συμβεί το επόμενο δευτερόλεπτο, είναι να γελάσεις δυνατά. Το ξέρω, σου μοιάζει τερατώδες αυτό που σου λέω, όταν εσύ συνήθως κλαις από οργή στην προσπάθεια να τελειώσεις τα βιβλία του, όμως, δες το σαν εξιλέωση του συγγραφέα απέναντί σου, δεν είναι χαιρεκακία από μέρους του, είναι απλώς αναγνώριση και εκτίμηση της προσπάθειας που κατέβαλες.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η καμουφλαρισμένη σε χρώματα παραλλαγής και διάσπαρτη σαν θραύσματα από χειροβομβίδα διασποράς, πολιτικοκοινωνική κριτική. Την αισθάνεσαι σε κάθε παράγραφο αλλά δεν την συναντάς παρά μόνο σποραδικά και ακανόνιστα. Μέσα στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” συνάντησα πολύ λίγα αποσπάσματα που να έχουν ξεκάθαρο, σαφή και αιχμηρό σχόλιο απέναντι σε πολιτικές ή κοινωνικές δομές. Ένα χαρακτηριστικό, δυνατό απόσπασμα ακολουθεί:

[...] Μην ξεχνάς ότι το πραγματικό αντικείμενο του Πολέμου είναι η αγορά και η πώληση. Ο φόνος και η βία είναι αυτο-αστυνόμευση, και μπορούν να ανατεθούν σε μη-επαγγελματίες. Η μαζική φύση του θανάτου σε περίοδο πολέμου είναι χρήσιμη κατά πολλές έννοιες. Χρησιμεύει ως θέαμα, ως αντιπερισπασμός από τις πραγματικές κινήσεις του Πολέμου. Προμηθεύει πρώτη ύλη η οποία θα καταγραφεί στην Ιστορία, έτσι ώστε τα παιδιά να διδάσκονται την Ιστορία ως αλληλουχία βίας, μάχη με μάχη, και να προετοιμάζονται για τον κόσμο των μεγάλων. Και, το καλύτερο απ' όλα, ο μαζικός θάνατος είναι ένα ερέθισμα για τον απλό κοσμάκη, τα ανθρωπάκια, για να προσπαθούν να αρπάξουν ένα κομμάτι από την Πίτα όσο βρίσκονται εδώ για να το καταπιούν. Ο πραγματικός πόλεμος είναι ένα πανηγύρι αγορών.

...από την άλλη, ούτε οι χαρακτήρες βοηθούν, ανήμποροι καθώς σου παρουσιάζονται, να σε μπάσουν στα τρίσβαθα της ψυχής τους. Από τους εκατοντάδες χαρακτήρες, μόνο ο Σλόθροπ σέρνει κουτσά στραβά τα πόδια του ως το τέλος του βίβλου. Τι μένει τότε από το βιβλίο όταν δεν το διαβάζουμε πια; Μένει η αίσθηση ότι γίναμε κοινωνοί μιας εκπληκτικής βιωματικής (η λογοτεχνία είναι βίωμα) εμπειρίας, ότι ακραγγίξαμε την Παράνοια, όπως όταν περάσαμε σαν αγχόνη στο λαιμό μας την Αγωνία που μας μετέδωσε ο Κάφκα, ή όπως όταν σφιχταγκαλιάσαμε τον Θάνατο μαζί με τα τρεμάμενα χέρια του Πόε και... so it goes! Τα ογκώδη βιβλία του Πύντσον προσφέρουν μια βαθύτατη γνώση του κόσμου που σε περιβάλλει, του κόσμου όπως είναι ή όπως μπορεί να γίνει, χωρίς να χρειάζεται να φιλτραριστούν οι σκέψεις μέσα από τους χάρτινους ήρωές του, εσύ είσαι ο ήρωας των βιβλίων του, και η γλώσσα του είναι το ασφαλέστερο και γρηγορότερο μέσο συνειδητοποίησης.

[...] Στα μισά της σκάλας, ο Σλόθροπ ξαφνιάζεται στη θέα μιας λαμπρής σειράς δοντιών, που χαμογελούν μέσα από μια σκοτεινή μπουκαπόρτα. «Σας έβλεπα. Ελπίζω να μην σας πειράζει». Φαίνεται πως είναι αυτός ο Γιαπωνέζος πάλι, που τώρα συστήνεται ως σημαιοφόρος Μοριτούρι, του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού.

«Ναι, μωρέ...» γιατί μιλάει έτσι χύμα ο Σλόθροπ; «Σε είδα που κοίταζες... και χτες βράδυ, φιλάρα...».

«Νομίζεις πως είμαι ηδονοβλεψίας. Έτσι νομίζεις. Αλλά δεν πρόκειται γι' αυτό. Θέλω να πω, δεν συγκινούμαι απ' αυτό. Αλλά, όταν κοιτάζω ανθρώπους, νιώθω λιγότερο μόνος».

«Τι διάολο, ρε σημαιοφόρε... και γιατί δεν... έμπαινες μέσα κι εσύ; Εκείνοι οι τύποι πάντα γουστάρουνε... παρέα».
«Μη χειρότερα», λέει, και φοράει ένα από εκείνα τα μεγάλα, πολυεδρικά γιαπωνέζικα χαμόγελα, «τότε θα ένιωθα περισσότερο μόνος».

Τα βιβλία του Πύντσον δεν είναι παρανοϊκά (με τον ίδιο τρόπο που τα κείμενα του Κάφκα δεν είναι αγωνιώδη και τα διηγήματα του Πόε πεισιθάνατα), υπάρχει μια λεπτή διαφορά, δεν μιλούν απλώς για παράνοια αλλά την σκιαγραφούν με τον πλέον πειστικό τρόπο. Σε κάθε βιβλίο που έχει ως θέμα του τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφιλοχωρεί αναπόφευκτα και μια μικροποσότητα παράνοιας. Στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” όμως, η παράνοια είναι το αίτιο και ο πόλεμος το αιτιατό, και όχι το αντίθετο. Πόλεμος και παράνοια ταιριάζουν καλά μαζί (θα μπορούσαμε κάλλιστα να μνημονεύουμε και τον πόλεμο ως Δεύτερη Παγκόσμια Παράνοια, μια χαρά μού ακούγεται!) και αυτό φαίνεται από το εκπληκτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζει το συγκεκριμένο βιβλίο στα μάτια του αναγνώστη. Ωστόσο, ο Πύντσον χρησιμοποιεί την Παράνοια σε κάθε βιβλίο του με ανάλογα εκπληκτικά αποτελέσματα.

[...] Όπως και άλλα είδη παράνοιας, δεν είναι παρά η απαρχή της ανακάλυψης ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους, τα πάντα μέσα στη Δημιουργία, πρόκειται για μια δευτερεύουσα φώτιση – δεν είναι η εκτυφλωτική συνειδητοποίηση ότι όλα είναι Ένα, αλλά ότι τουλάχιστον συνδέονται.

Γι' αυτό παρατηρούμε προς το τέλος του βιβλίου, μια προσπάθεια του Πύντσον να επαναφέρει χαρακτήρες που παρατήσαμε 100, 200 ακόμα και 600(!) σελίδες πίσω. Όλοι έρχονται να συνδεθούν με όλα, να ενισχύσουν την παράνοια που ήδη από την αρχή, την αισθανόμασταν αβάσταχτη. Ο Πύντσον έχει “κατηγορηθεί” ότι χρησιμοποιεί στα βιβλία του θεωρίες συνωμοσίας και ισχυρούς πόλους εξουσίας που ελέγχουν και κατευθύνουν την ζωή των χαρακτήρων εν αγνοία τους, κάτι που ίσως θεωρείται υπερβολικά “αμερικάνικο” για τον υπόλοιπο κόσμο;; Τώρα πια, όλοι είναι πιο υποψιασμένοι, ένας τέτοιος κόσμος δεν είναι ουτοπικός και ανεδαφικός, έχει προσγειωθεί στην πραγματικότητά μας και μπορεί να φωλιάσει κάτω από την κουβέρτα μας χωρίς να τον κλωτσήσουμε με οργή, τα αντανακλαστικά μας έχουν αμβλυνθεί. Διαβάζεις τον Πύντσον με περισσότερη κατανόηση, δεν θεωρείς αυτά που σου περιγράφει δυσνόητα και ξένα, ούτε θες να παρατήσεις την ανάγνωση τόσο εύκολα, όση εξάντληση και αν σου προκαλεί, γιατί πλέον μετατράπηκε σε κάτι που σε αφορά όλο και περισσότερο. Ο Πύντσον καθώς περνούν τα χρόνια δεν σου μοιάζει τόσο παρανοϊκός όσο παλιότερα, θες να του γνέψεις με συγκατάβαση για όσα γνώριζε πριν από σένα, να έχεις πάντα ένα πρόχειρο χαμόγελο πίσω απ' τα χείλη για να το σκάσεις όταν θα εμφανιστεί μπροστά σου δια ζώσης, δεν ξέρεις πότε τι γίνεται στον κόσμο που ζούμε! 


Αν οι πιθανότητες να παρατήσεις το “Ενάντια στη μέρα” εξαιτίας της γραφής του είναι 1 στις 10000, οι αντίστοιχες πιθανότητες να παρατήσεις το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”είναι 1 στις 2! Από την άλλη, οι πιθανότητες να επιστρέψεις στα παραπάνω βιβλία ύστερα από σύντομη διακοπή της ανάγνωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογες! Στο “Ενάντια στη μέρα”, ο Πύντσον δεν παρουσιάζεται καλύτερος ή χειρότερος, ευκολότερος ή δυσκολότερος – απλώς, ωρίμασε, αυτό είναι όλο. Τα δυο βιβλία τα χωρίζουν κάτι παραπάνω από τριάντα χρόνια, στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” ο λόγος είναι πιο εκρηκτικός, αυθάδικος, ερωτογενής. Στο “Ενάντια στη μέρα” όλα παρουσιάζονται πιο ήπια και πιο μεστά. Βέβαια, βοηθάει σ' αυτό και η αστραπιαία ωρίμανση του αναγνώστη, από βιβλίο σε βιβλίο, αν διαβαστεί πρώτα το προγενέστερο τότε όσα θα ακολουθήσουν θα είναι επαναληπτικές αποδείξεις της ευτυχίας, σε αντίθετη περίπτωση, θα είσαι στην ευχάριστη θέση να είσαι λιγάκι υποψιασμένος, διόλου αμελητέο προνόμιο! Ο Πύντσον όμως, θα συνεχίζει να παραμένει ο εαυτός του, ενοχλητικά αναγνωρίσιμος! Το “Ενάντια στη μέρα” είναι μια μεγαλειώδης αφήγηση, μια περιπέτεια λόγου και καταστάσεων που φανερώνει τα θέλγητρά της από την αρχή. Αν η τελευταία φορά που πετάξατε με αερόστατο ήταν πάνω από το Μυστηριώδες Νησί, τότε ήρθε ο καιρός να επιβιβαστείτε στο αερόπλοιο Ινκονβήνιενς και να θαυμάσετε την πρόοδο της λογοτεχνίας από ψηλά, η θέα (ενίοτε ζαλίζει αλλά κυρίως) μαγεύει!

[...] Σαν να του εκμυστηρευόταν ένα μυστικό που ο Λιου κατάλαβε ότι για κάποιον άγνωστο λόγο ήταν πλέον έτοιμος να το ακούσει, ο Δάσκαλος είπε: «Είμαστε φως, βλέπεις, όλο φως – είμαστε το φως που προσφέρεται στον σφαιριστή στο τέλος της μέρας, τα λαμπερά μάτια ενός αγαπημένου προσώπου, η φλόγα του σπίρτου στο παράθυρο ψηλά στην πόλη, τα άστρα και τα νεφελώματα που λάμπουν τα μεσάνυχτα, το φεγγάρι που σηκώνεται μέσα από τα καλώδια του τραμ, η λάμπα νάφθας που τρεμοφέγγει στη χειράμαξα του πλανόδιου μικροπωλητή... Όταν χάσαμε το αιθερικό σώμα μας και ενσαρκωθήκαμε, γίναμε αργοί, πηχτοί, στερεοποιηθήκαμε σε» – έπιασε τα μάγουλά του και τα κούνησε πέρα-δώθε – «αυτό. Η ψυχή είναι μια μνήμη που κουβαλάμε, και που μας θυμίζει ότι κάποτε κινούμασταν με την ταχύτητα και την πυκνότητα του φωτός. Το πρώτο βήμα στην εκπαίδευσή μας εδώ είναι να μάθουμε πώς θα επανακτήσουμε αυτή την αραιότητα, αυτή την κατάσταση του φωτός, έτσι ώστε να γίνουμε ξανά ικανοί να περνάμε απ' όπου θέλουμε, μέσα από γυαλί λάμπας, από τζάμι παραθύρου, και κάποια στιγμή, παρόλο που κινδυνεύουμε να χωριστούμε στα δυο, μέσα από ισλανδική κρύσταλλο, η οποία είναι μια κρυσταλλική έκφραση της ταχύτητας της Γης μέσα στον αιθέρα, που μεταβάλλει τις διαστάσεις και δημιουργεί διπλή διάθλαση...» Στάθηκε στην πόρτα. «Σε κάθε περίπτωση, η εξιλέωση έρχεται αργότερα στο ταξίδι. Φάε κάτι, έλα, μπράβο».

Το μόνο ελάττωμα του βιβλίου είναι το 1 κιλό και 350 γραμμάριά του! Πιο πολύ με κούρασε να το κρατάω παρά να το διαβάζω! Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” αποδείχτηκε ελαφρύτερο και ταυτόχρονα, βαρύτερο! Όσον αφορά την “Υπεραιχμή”, επειδή είναι γραμμένη και εκτυπωμένη με την τελευταία λέξη της λογοτεχνίας και της τυπογραφίας, δεν κουράζει ούτε το μυαλό ούτε το χέρι! (Κατά έναν περίεργο λόγο, η ανομοιότητα στις σελίδες δεν φαίνεται να παίζει κανέναν απολύτως ρόλο)! Δεν εννοώ ότι είναι κατώτερο ως βιβλίο σε σύγκριση με τα άλλα δύο, απλώς το θέμα του είναι πιο σύγχρονο, λίγο πολύ όλοι θα συμφωνήσετε ότι ο κόσμος του διαδικτύου είναι εξ' ορισμού παρανοϊκός, οπότε είμαστε σε γνώριμα νερά.
Τώρα τελευταία, ολοένα και περισσότερο, με ενδιαφέρει πώς οι σπουδαίοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ιδιωτικότητας που πλήττεται από την ανεξέλεγκτη και εν πολλοίς αποδεκτή, επεκτασιμότητα του διαδικτύου. Συνεχώς επιχειρείται άρση της ιδιωτικότητάς μας είτε με την συναίνεσή μας είτε χωρίς αυτήν. Ο κάθε χρήστης είναι δυνάμει θύμα αλλά και δυνάμει θύτης. Με αυτά κατά νου, προσέγγισα την “Υπεραιχμή” με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έντονη προσήλωση. Ο Τόμας Πύντσον, ειδήμων εδώ και χρόνια στην προάσπιση της ιδιωτικότητάς του, μοιάζει να είναι ο ιδανικός για να μιλήσει για τις επιθέσεις που μπορεί να δεχθεί η ιδιωτικότητα ενός ανθρώπου μέσα στο διαδικτυακό κόσμο. Αναλογιζόμενος τα βιβλία που γράφει ο Πύντσον, με τις δαιδαλώδεις δομές και τις παρανοϊκές παρεκτροπές τους, σκέφτομαι ότι θυμίζουν έντονα σε μικρογραφία, το συνονθύλευμα πληροφοριών που δέχεται τώρα πια ένας μέσος χρήστης διαδικτύου κάθε μέρα: πληθώρα πληροφοριών, άχρηστων, παρανοϊκών, ηλίθιων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών και αναφορά ονομάτων, εξίσου άχρηστων, παρανοϊκών, ηλιθίων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών ανθρώπων.

Στην “Υπεραιχμή” ο Πύντσον σάς δίνει και το περιεχόμενο εκείνο που θα σας βοηθήσει να ταυτιστείτε περισσότερο με το θέμα. Τοποθετεί την ιστορία στο 2001 στη Νέα Υόρκη, χώρος και χρόνος, ιδιαίτερα σημαίνοντες για όλη την ανθρωπότητα, σκορπίζει νοσταλγία μέσω της αναφοράς τεχνολογικών επιτευγμάτων που πλέον θεωρούνται απελπιστικά παρωχημένα, και σας αφήνει να αναλογιστείτε το τεράστιο μερίδιο ευθύνης που αποτινάξατε από τις πλάτες σας σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Το διαδίκτυο δεν είναι παιχνίδι. Ή μήπως είναι;


Παιχνίδι εξουσιών, σίγουρα! Και κάτι τέτοια ο Πύντσον τα χειρίζεται περίφημα μέσα στα βιβλία του!

[...] οι ημερήσιες δουλειές με συσκέψεις επί συσκέψεων και ανίδεα αφεντικά, οι εξωπραγματικές σειρές μηδενικών, τα επιχειρηματικά μοντέλα που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, τα πάρτι εγκαινίων νέων εταιρειών κάθε νύχτα της εβδομάδας και ακόμα περισσότερο τις Πέμπτες, όταν πια χάνεις τον λογαριασμό, ποιο απ' αυτά τα πρόσωπα που τόσο έχουν παραδοθεί στους καιρούς, στην εποχή που το τέλος της γιόρταζαν όλη νύχτα – ποιο απ' αυτά μπορεί να κοιτάξει μπροστά, ανάμεσα στα μικροκλίματα των δυαδικών, που διατρέχουν ολόκληρη τη Γη μέσα από σκοτεινές οπτικές ίνες και τυλιγμένα ζεύγη καλωδίων και τώρα πια ασύρματα μέσα από χώρους ιδιωτικούς και δημόσιους, οπουδήποτε ανάμεσα σε κυβερνοσκλαβοπάζαρα όπου οι βελόνες λαμπυρίζουν και δεν μένουν ποτέ ακίνητες, σε εκείνο το ταραγμένο και απέραντο ραμμένο και ξηλωμένο υφαντό που όλοι τους κάποια στιγμή έχουν σακατευτεί για να το υπηρετήσουν – και να δει το σχήμα της επικείμενης μέρας, μια διαδικασία που περιμένει να εκτελεστεί, που πρόκειται να αποκαλυφθεί, ένα αποτέλεσμα αναζήτησης χωρίς οδηγίες για το πώς να ψάξεις γι' αυτό...

Σε αντίθεση με το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” το οποίο σε βάζει εξ' αρχής στα βαθιά με την περιπλοκότητά του, στο “Ενάντια στη μέρα” και στην “Υπεραιχμή” η αρχή είναι πιο ήπια, πιο “ρηχή” (για Πύντσον). Υποψιάζεσαι ότι αυτό που διαβάζεις ίσως είναι Πύντσον αλλά για 50-60 σελίδες, πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι και οποιοσδήποτε άλλος. Από κει και ύστερα, η ιστορία περιπλέκεται και γοητεύει τόσο πολύ, που μόνο ο αυθεντικός Πύντσον θα μπορούσε να επινοήσει και να διαχειριστεί με τόση μαεστρία. Σε μια προσπάθεια να τεστάρω την μνήμη μου (ένα ανώφελο χαζοπαιχνίδι που ενδεχομένως να μπείτε και σεις στο πειρασμό να το παίξετε), προσπάθησα να θυμηθώ ποια ονόματα χαρακτήρων από τα χιλιάδες που χρησιμοποιούνται, αναφέρονται και σε κάποιο από τα άλλα βιβλία. Χωρίς χαρτί και μολύβι, ανακάλυψα ότι ο Μίσα και ο Γκρίσα (Ρώσοι κακοποιοί στο “Ενάντια στη μέρα”) κλωνοποιούνται στην “Υπεραιχμή” (Ρώσοι χακεράδες, εκεί). Οι ομοιότητες είναι προφανείς και το δίδυμο που αναφέρεται παντού μαζί, αποτελεί ικανό μοτίβο για να χαρακτεί ανεξίτηλα στην μνήμη.


Για αρκετές σελίδες, ξεχνάς συνεχώς τα ονόματα των χαρακτήρων (είναι τόσα πολλά) και τι έκανε ο καθένας μέχρι εκείνο το σημείο, δεν έχεις την διάθεση και το κουράγιο να γυρίσεις πίσω τις σελίδες και να ψάξεις λεπτομέρειες και απλώς αρκείσαι σε όσες συνδέσεις θα κάνει ο Πύντσον (αν θέλει!) με πρόσωπα και καταστάσεις. Όμως, μετά από 100-200 σελίδες (στα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ίσως και παραπάνω) παρατηρείται μια μεταστροφή, όλα τα ονόματα φωτίζονται και λάμπουν μέσα το μυαλό σου, μην βιαστείς να δώσεις τα εύσημα στην ακμαία μνήμη σου, το φαινόμενο αυτό ανήκει στην χαρισματική ιδιότητα του συγγραφέα, οι συνδέσεις των χαρακτήρων με τα πεπραγμένα της πλοκής είναι πλέον εντυπωσιακά καθαρές, μια μικρή μελετημένη φράση μπορεί να επαναφέρει έναν ολόκληρο κόσμο καταστάσεων που νόμιζες ότι είχες ξεχάσει για πάντα. Δεν επιχειρείται σύνδεση με μεγάλες φράσεις που επαναλαμβάνουν με άχαρο τρόπο όσα ήδη έχουν ειπωθεί και καθυστερούν την μελλοντική πορεία της αφήγησης. Μικρές, κοφτές, λεπιδόσχημες φράσεις. Αυτό είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό τέχνασμα, που ακόμα και σε μικρότερης κλίμακας μυθιστορήματα είναι αξιομνημόνευτο, πόσο μάλλον όταν τα μυθιστορήματα διαχειρίζονται ένα χειμαρρώδη λόγο, τουλάχιστον 700 σελίδων, κατά μέσο όρο. Στην “Υπεραιχμή” επειδή η Μαξίν είναι ιδιωτική ερευνήτρια υποθέσεων απάτης και το βιβλίο διατηρεί από την αρχή ως το τέλος μια θαμπή αίσθηση αστυνομικού βιβλίου, όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω της, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το προσκήνιο. Στα άλλα μυθιστορήματα, οι χαρακτήρες χάνονται από τα μάτια σου για πολλές σελίδες και όταν έρχεται η ώρα να επανεμφανιστούν με όλο το βαρυσήμαντο παρελθόν τους, απαιτείται μια τεχνική επανασυγκόλλησης που να ελαχιστοποιεί τις απώλειες και τα νεκρά σημεία, όπως αυτή που περιέγραψα παραπάνω.

Τα βιβλία του Πύντσον αξίζουν τα λεφτά τους μέχρι το τελευταίο σέντσι, γι' αυτό και ένιωσα φρικτές τύψεις πρώτη φορά στη ζωή μου που αγόρασα ένα βιβλίο σε προσφορά! Το εμβληματικό “Ενάντια στη μέρα” περίπου 7 ευρώ. Σου ζητώ συγγνώμη, Καστανιώτη! Τα βιβλία του στην Ελλάδα μπορούν επιεικώς να χαρακτηριστούν εκδοτικές αποτυχίες – αν και ολοένα και περισσότεροι νεοφώτιστοι προσηλυτίζονται στο μεγάλο συγγραφικό Δόγμα – όμως ταυτόχρονα, αποδεικνύονται (παραβλέποντας το οξύμωρο του πράγματος) μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες... επιτυχίες θάρρους και εκδήλωσης αφοσίωσης απέναντι στην πραγματική λογοτεχνία που αξίζει να διαβάζεται από όλους, και αν μη τι άλλο, ενθαρρύνουν και τους συγγραφείς στην προσπάθειά τους να συνεχίζουν να την γράφουν. Παρά τις όποιες αναγνωστικές αντιρρήσεις έχω με τους εκδοτικούς οίκους για όσα βιβλία θέλω να διαβάσω στα ελληνικά αλλά δεν εκδίδονται ή για όσα εκδίδονται εις βάρος άλλων σημαντικότερων, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους εκδότες (με σειρά εμφάνισης): Χατζηνικολή, Καστανιώτη και Ψυχογιό.

Το ξανάπαμε, η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο προσόν των βιβλίων του Πύντσον και όχι η (περι)πλοκή τους. Ο κόσμος που οικοδομεί η γλώσσα του είναι ένας κόσμος παράνοιας και μέσα σ' αυτόν γρήγορα παύεις τις προσπάθειες να “ορθολογικοποιήσεις” όσα συμβαίνουν γύρω σου. Για ποιον λόγο, άλλωστε, αφού είσαι παρανοϊκός! Εντούτοις, ενώ με άλλους συγγραφείς συνηθίζω να κάνω επεμβάσεις στο κείμενο που διαβάζω με το σταθερό χειρουργικό μάτι του αναγνώστη... αυτές οι 50 σελίδες είναι κακοήθης όγκος λέξεων, θα τον αφαιρέσουμε αμέσως... ετούτος εδώ ο χαρακτήρας νοσεί άσχημα από την αρχή του βιβλίου, γιατί ο συγγραφέας τον αφήνει να αργοπεθαίνει, κρίμα... στον Πύντσον, ένιωθα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω τέτοιου είδους κριτικές αποτιμήσεις και (θα το θεωρούσα τουλάχιστον παράξενο, αν μου το έλεγε κανείς πριν αρχίσω το διάβασμα) ούτε το θέλησα σε κανένα σημείο της εξαντλητικής ανάγνωσης.

Κοινό στοιχείο και των τριών βιβλίων (όχι όμως σε ισόποσες δόσεις) είναι η αίσθηση ότι γράφτηκαν στην τύχη! Σε πολλά σημεία της ανάγνωσης, ο αναγνώστης έχει αυτή την αίσθηση, ίσως είναι μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την σύγχυση που κατά περιόδους νιώθει. Όμως, καθώς αναπτύσσεται όλο το γλωσσικό οικοδόμημα του Πύντσον, καταλαβαίνεις ότι το καθετί είναι δουλεμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, καμιά λέξη δεν περισσεύει, ούτε όμως και ο αναγνώστης περισσεύει, δεν θέλει να σε αφήσει απ' έξω και προσέχει πολύ για να μην συμβεί, ασχέτως αν πάλι έχεις την αίσθηση, ότι σου βροντούν συχνότατα την πόρτα στα μούτρα!

Πρέπει να πούμε δυο λόγια και για την μετάφραση, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί μέσα στην υποκειμενικότητά μας, δεν νομίζετε; Μα τι να πεις που να μην ακουστεί λίγο; Η μετάφραση είναι άψογη, εξαιρετική, άθλος, κτλ, είναι χλιαρές κοινοτοπίες που καλό θα ήταν να τις αποφύγουμε σε ετούτη εδώ την ανάρτηση. Ο Γιώργος Κυριαζής δημιούργησε ένα μπλογκ αφιερωμένο σε κείνον καθώς και έναν χρήσιμο Πυντσονικό οδηγό για όποιον θέλει να βγάλει μια άκρη με τις χιλιάδες αναφορές με τις οποίες βασανίζει μεταφραστές και αναγνώστες ο Αμερικανός συγγραφέας. Σίγουρα, ο Πύντσον είναι ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς (αν όχι ο αγαπημένος). Σκέψου μονάχα τούτο: να μεταφράζεις τον αγαπημένο σου συγγραφέα! Έναν άνθρωπο που θαυμάζεις και αγαπάς, και δεν έχεις καμιά διάθεση να “καπελώσεις”, να παραποιήσεις ή να ανταγωνιστείς. Ο Γιώργος Κυριαζής θαυμάζει τον Τόμας Πύντσον και εγώ, ο ανοιχτόμαυλος(!) ο αναγνώστης, το καταλάβαινα σε κάθε σελίδα που διάβαζα.


Ο Τόμας Πύντσον αποτελεί το συγγραφικό μου πρότυπο. Πρώτα και κύρια, είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να γράφει – γιατί χάσκετε έκπληκτοι, συμβαίνει που και που αυτό το φαινόμενο! Δευτερευόντως, δεν ξεχνά να απομονωθεί – πέρα από τις όποιες επικοινωνιακές του ανασφάλειες (ή ασφάλειες;) – για να γράψει. Τα βιβλία δεν γράφονται παρέα με τους μελλοντικούς αναγνώστες τους, ούτε προσφέρονται σαν κεράσματα μέσα από κοινωνικά δίκτυα, γιατί τότε οι έννοιες “κεραστούμε” και “κορεστούμε” γίνονται αξεδιάλυτες και επικίνδυνα ασαφείς. Ούτε γελοίες υπογραφές σε αντίτυπα σε φαντασμαγορικές εκδηλώσεις φλεγμονής του καρπιαίου σωλήνα, ούτε συνεντεύξεις εφ' όλης της ύλης του βιβλίου, στις οποίες σχεδόν όλοι οι συγγραφείς παρουσιάζονται απελπιστικά αδιάβαστοι. Μα, οι σύγχρονοι τρόποι προώθησης αυτά επιτάσσουν, οι σύγχρονοι συγγραφείς πρέπει αναγκαστικά να συμβιβαστούν. Κοίτα τον Πύντσον, σου μοιάζει απαρχαιωμένος; Φυσικά και όχι. Ο Πύντσον επενδύει στην λογοτεχνία και εκείνη τον τοκίζει αναλόγως. Σύγχρονη είναι η φωνή του, όχι η εμφάνισή του. Όταν ξαναβρεθείς σε παρουσίαση βιβλίου και διαβάσεις αργότερα και το βιβλίο του τιμώμενου συγγραφέα, σκέψου με την ησυχία του, τι απόλαυσες περισσότερο από τα δύο και βγάλε τα συμπεράσματά σου. Και μην παραμυθιάσεις τον εαυτό σου ότι τα απόλαυσες εξίσου το ίδιο, γιατί ακούγεται ήδη σαν μεγάλο ψέμα.

Δε θέλω να κάνω συστάσεις και υποδείξεις για εκείνο το βιβλίο του Πύντσον που είναι πιο βατό και άρα μια εύκολη και πολλά υποσχόμενη αρχή. Περισσότερο, δεν θέλω να μου κάνουν οι άλλοι συστάσεις. Τι σημαίνει, με ποιο βιβλίο του θα ήταν καλό να ξεκινήσεις; Μα φυσικά, με το δυσκολότερο! Αν θες να βελτιώσεις τις αντοχές σου απέναντι στην Λογοτεχνία, πάντα από αυτά θα πρέπει να ξεκινάς! Στην βιβλιοθήκη σου, δίπλα από τις επιτυχίες πρέπει να αφήνεις χώρο και για τις αποτυχίες. Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” πριν τιθασευτεί και γίνει “επιτυχία”, με κοιτούσε βλοσυρό από το ράφι, “Ηλίθιε, τι με ταλαιπωρείς, κρατώντας με εδώ;” και εγώ του ανταπέδιδα, “Γαμημένο, θα σε διαβάσω”! Τελικά, το διάβασα και αυτό ήταν μια μικρή μικρή νίκη, ότι τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο απέκτησε μια προσωρινή άδεια παραμονής στην βιβλιοθήκη μου – άλλα είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα επαναστατήσει, θα ψάξει και θα βρει τις αφορμές που θα το βοηθήσουν να ανακαλύψει αν του αξίζει αυτή η θέση, και αν όχι, θα επαναδιαπραγματευτεί σκληρά τους αρχικούς όρους.

Ο συγγραφέας Πύντσον σχεδόν με κάθε συγγραφική του απόπειρα δημιουργεί και από ένα ολοκληρωτικό μυθιστόρημα, που πατάει στα χνάρια των Μόμπι Ντικ, Τρίστραμ Σάντι, Δον Κιχώτη, Οδύσσεια (Ομήρου/ Τζόυς), 2666. Κάθε βιβλίο του είναι μια ωδή στη χαρά της γραφής και μια οδύνη που θρηνεί για την κατάντια του κόσμου μας. Ύστερα από την ανάγνωση ενός βιβλίου του βγαίνεις ρακένδυτος και εξαντλημένος, ύστερα από τρεις απανωτές, ημιθανής και... ημίθεος! Κόπωση και ενόραση συνυπάρχουν μέσα στο μυαλό σου και η κάθε μια “κανιβαλίζει” το σώμα της άλλης. Η κόπωση της ανάγνωσης γρήγορα θα καταλαγιάσει και σύντομα θα πάρει τη θέση της μια κόπωση μόνιμη, μια κόπωση που αντανακλάται πάνω στο πρόσωπό σου από μια θέαση του κόσμου που πλέον είναι ορατή και σε καίει με την αλλόφρονη θέρμη της.


...θυμάμαι ξανά τον Ταιρόν Σλόθροπ, τον οποίο λίγο πριν πέσει μια βόμβα V2 τον προειδοποιούσε μια αναπάντεχη στύση. Τελικά, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια αν ισχυριστώ ότι και η ανάγνωση του Πύντσον κάτι παρόμοιο επιδιώκει, είναι μια συνεχής προειδοποίηση, ή θα σε καταστήσει για πάντα ανίκανο ή θα σου χαρίσει τις εντονότερες στύσεις!

Υ.Γ. Αφιερώνεται στον άνθρωπο που μου πρωτομίλησε για τον Πύντσον.
Υ.Γ. 2666 Αυτό το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στο μπλογκ Διαβάζοντας. Εδώ, το απολαμβάνετε στην πιο παχυντική εκδοχή του.  Ο Γιώργος Κυριαζής με είχε ενημερώσει ότι η αναφορά για την δημιουργία του πυντσονικού περιοδικού The Zone, την οποία απέδιδα στον ίδιο, είναι λανθασμένη. Έτσι αφαίρεσα το απόσπασμα από το κείμενο και αποδίδω τα credits από το υστερόγραφο. Το περιοδικό The Zone είναι έμπνευση και δημιουργία του Βασίλη Δρόλια. Η ανάρτηση συνεχίζει να αφιερώνεται στον ίδιο άνθρωπο.

Σχόλια

  1. Εξαιρετική παρουσίαση. Πάνω που ξεκίνησα με το Ενάντια στη μέρα και ψάχνω κουράγιο να το συνεχίσω. Μου θυμίζει λίγο Ουμπέρτο Έκο, πάντως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Νίκο!

      Σ' ευχαριστώ πολύ. Δε ξέρω κατά πόσο θυμίζει Ουμπέρτο Έκο, πάνε πόλλα χρόνια που είχα διαβάσει το Όνομα του Ρόδου. Μάλλον, θα καταλήξεις και εσύ εκεί που καταλήγουν όλοι οι αναγνώστες που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν ένα βιβλίο του, ότι σαν τον Πύντσον δεν μοιάζει τίποτα από όσα έχουν διαβάσει και πιθανότατα δεν θα καταφέρουν να βρουν και τίποτα παρόμοιο στο μέλλον!

      Ελπίζω η ανάρτησή μου να σου φανεί βοηθητική. Το "Ενάντια στη μέρα" είναι μεγαλειώδης αφήγηση και έρχεται δεύτερο σε πολυπλοκότητα και μαγεία μετά το "Ουάρανιο τόξο της βαρύτητας" -- με αυξημένες όμως πιθανότητες να το φτάσεις ως το τέλος, κάτι που δεν ισχύει για το "Ουράνιο τόξο..." το οποίο συνήθως συνθλίβει τους αναγνώστες που αποφασίζουν να ξεκινήσουν από αυτό.

      Να θυμάσαι όμως ότι η αφήγηση είναι πυκνότατη και πολυσέλιδη, και θέλει τα κουράγια της. Μην λιποψυχάς! Επίσης, να θυμάσαι ότι πριν φτάσεις στην σελίδα που αναφέρεται η Θεσσαλονίκη και ακούγεται το τραγούδι της Ρόζα Εσκενάζυ, δεν σου επιτρέπεται να σταματήσεις :p

      Απόλαυσέ το!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !