Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Dogs never bite me. Just humans.


 
 
Ψόφια πράγματα το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – τουλάχιστον οι επιλογές μου – αλλά μόλις είδα ότι θα προβληθεί «Η εξουσία του σκύλου», που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Σάβατζ, ήξερα ότι θα ρεφάρω γιατί κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Και έτσι έγινε, η ταινία δεν με απογοήτευσε και μου θύμισε πόσο είχα αγαπήσει εκείνο το βιβλίο. Μια παραγωγή του Νέτφλιξ που θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα από την 1 Δεκεμβρίου ώστε να προλάβει να κάνει τον κύκλο της στις αίθουσες, με τον Κάμπερμπατς στον ρόλο του Φιλ, τον σωσία του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στον ρόλο του Τζορτζ και την ωραία Κίρστεν Ντανστ ως Ρόουζ. Η ταινία, όπως και το βιβλίο, σε πολλούς θα φανούν αργά, αδιάφορα και αλλόκοτα, λόγω του περιεχομένου αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για αριστοτεχνικές δημιουργίες με βάθος. Αντιγράφω εδώ το κείμενο που είχα γράψει στο «Διαβάζοντας» για να θυμάμαι ότι εκείνη η ανάγνωση μετράει ακόμα μέσα μου· σπάνιο, ομολογουμένως.

Γνώρισα τον Τόμας Σάβατζ και το βιβλίο του «Η εξουσία του σκύλου» μέσα από το δοκίμιο του Ζαν Μπερτράν-Πονταλίς «Αδελφός του προηγούμενου». Στο δοκίμιο περιγράφονται οι σχέσεις – συχνότατα οδυνηρές – μεταξύ αδερφών, διατρέχοντας κυρίως λογοτεχνικά περιβάλλοντα. Ο Πονταλίς έκανε εγκωμιαστικά σχόλια για το βιβλίο του Σάβατζ, κάνοντας μνεία στην σκληρότητα των ηρώων του βιβλίου, χρησιμοποιώντας και ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη savage που σημαίνει βάναυσος/ άγριος
 

Ανακάλυψα ότι ο Σάβατζ έχει πλούσια βιβλιογραφία αλλά ισχνή μεταφραστική παραγωγή στη χώρα μας, με μόλις ένα βιβλίο μεταφρασμένο, που για καλή μου τύχη είναι η «Εξουσία του σκύλου»! Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι τα δύο αδέρφια, πλούσιοι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ράντσου της περιοχής· ο Φιλ και ο Τζορτζ. Ο Φιλ είναι ψιλόλιγνος και έξυπνος, δεινός ιππέας, επιδέξιος με τις σκληρές δουλειές του ράντσου που τις διεκπεραιώνει πάντα χωρίς γάντια και γι' αυτό γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους εργάτες. Επίσης, είναι πολύ αλαζόνας, «δίνει αξία εκεί που υπάρχει αξία» όπως λέει, περιφρονητικός απέναντι σε συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν ταιριάζουν στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Αντίθετα, ο Τζορτζ είναι κοντόχοντρος (χοντρομπαλάς, κατά τα λεγόμενα του Φιλ) και αργόστροφος, μιλάει λίγο και η παρουσία του και μόνο αρκεί να πνίξει στην βαρυθυμία μια εύθυμη παρέα εργατών.
 
Τα δυο αδέρφια (πλέον σχεδόν 40 χρονών) κοιμούνται ακόμα στο ίδιο δωμάτιο, κυρίως από συνήθεια, που δεν μπορεί να διαταράξει ούτε η αχανής έκταση του σπιτιού με τα δεκαέξι δωμάτια. Το ράντσο είναι ανδροκρατούμενο από ιδρωμένους άντρες που δουλεύουν εξαντλητικά κουμαντάρωντας τα εκατοντάδες βοοειδή, με μόνη θηλυκή παρουσία την γηραιά μαγείρισσα Λιούις που τους σερβίρει το πλούσιο πρωινό πριν την έναρξη της εργασίας. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Τζορτζ αποφασίζει να παντρευτεί μυστικά την όμορφη ιδιοκτήτρια του πανδοχείου της γειτονικής πόλης όπου κάθε χρόνο τα δυο αδέρφια πηγαίνουν να πουλήσουν τα βόδια τους. Η Ρόουζ είναι η χήρα γυναίκα του αλκοολικού γιατρού της πόλης, ο οποίος αυτοκτονεί από ντροπή και εξευτελισμό όταν δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τον γιο του από τα ειρωνικά σχόλια του Φιλ στο μπαρ της πόλης, που ισχυρίστηκε ότι ο Πίτερ είναι «αδερφή» σύμφωνα και με τα κουτσομπολιά που διαδίδονται στην πόλη. 
 
 
Ο Πίτερ είναι πράγματι ασυνήθιστο παιδί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αρκετά μοναχικός, αρέσκεται σε περιπάτους πλάι στην λίμνη και σε συνθέσεις χάρτινων λουλουδιών που έμαθε από την μητέρα του. Μια τέτοια χάρτινη σύνθεση (ανεπίτρεπτο για έναν άντρα!) γίνεται η αφορμή, να ειρωνευτεί χρόνια αργότερα, ξανά ο Φιλ, τον περήφανο έφηβο Πίτερ που ονειρεύεται να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, προκαλώντας τα συναισθήματα συμπόνοιας του Τζορτζ, ο οποίος επιστρέφει στο πανδοχείο για να ζητήσει συγγνώμη από την στενοχωρημένη Ρόουζ.
 
Η Ρόουζ εγκαθίσταται στο ράντσο των αδερφών και ο Τζορτζ εγκαταλείπει για πρώτη φορά το παιδικό δωμάτιο. Ο Φιλ γίνεται ο δαίμονας της Ρόουζ, η οποία μην αντέχοντας την σιωπή του και την περιφρόνησή του για αυτήν, την επιτήδεια (κατά τον Φιλ) γυναίκα που εποφθαλμιά τα χρήματα τους αλλά και τον αργόστροφο Τζορτζ που δεν μπορεί να διαβλέψει το σχέδιο, οδηγείται σιγά σιγά προς τον αλκοολισμό. Ο Φιλ αναγνωρίζει τα σημάδια και αναμένει την στιγμή που θα το καταλάβει και ο Τζορτζ και θα την διώξει επιτέλους από το σπίτι. Το καλοκαίρι έρχεται και ο Πίτερ στο ράντσο, όπου μέσα από λεπτές κινήσεις, αντάξιες ενός σπουδαίου χειρουργού που ονειρεύεται να γίνει, δίνει την τελική λύση στο δράμα που βιώνει η μητέρα του. 
 
 
[...] «Είχε συλλογιστεί ο Τζορτζ πως όταν το καλοκαίρι το παιδί θα μπαινοβγαίνει στο σπίτι, θα είναι μιας συνεχής υπενθύμιση πως ο Τζόρτζι δεν ήταν ο πρώτος που της έμαθε τα κόλπα; Είχε την αίσθηση ότι ο Τζορτζ απεχθανόταν τις αδερφούλες τόσο όσο και αυτός, και τώρα θα υπήρχε μια τέτοια ανάμεσά τους, στο σπίτι τους, να σαχλαμαρίζει, ν' αφουγκράζεται τα πάντα. Ο Φιλ αντιπαθούσε στο έπακρο τον τρόπο που περπατούσαν και που μιλούσαν».
 
Το βιβλίο διαθέτει εξαιρετική πλοκή και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αποδεικνύονται εξίσου ενδιαφέροντες με τους κεντρικούς. Οι εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων είναι θαυμαστές. Με αιχμαλώτιζαν τόσο κατά την ανάγνωση, ώστε σε μερικά σημεία που παρεμβάλλονται παράταιρα περιστατικά (η πορεία ενός ινδιάνου με το γιο του από το καταυλισμό που τους έχουν περιορισμένους, στην γη των προγόνων τους, εκεί που τώρα βρίσκεται το ράντσο), τα οποία αργότερα θα εξυπηρετούσαν περισσότερο την πλοκή, μου φάνηκαν σαν αδιανόητη διακοπή, διαφημίσεις σε μια καθηλωτική ταινία!
 
Το φόντο της ιστορίας μού θύμιζε τον «Γητευτή των αλόγων» που είχα διαβάσει αναγκαστικά (αλλά όπως αποδείχθηκε με αρκετή ευχαρίστηση) για την εξεταστική κάποιου εξαμήνου. Φυσικά, οι δυο ιστορίες δεν έχουν καμία σχέση! Ίσως, να θυμίζει και λίγο Φώκνερ ή Στάινμπεκ. Το επίμετρο είναι της Άννι Πρου που έγραψε το «Μυστικό του Brokeback Mountain» και οι επιρροές της δύσκολα κρύβονται. Κάποιες κριτικές που ακολούθησαν το βιβλίο αυτό του Σάβατζ, κάνουν λόγο για μια καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του Φιλ, που καμουφλάρεται κάτω από το προσωπείο του πραγματικού άντρα που απαιτεί η δουλειά σε ένα ράντσο, καθώς και μέσα από την περιφρόνηση που επιφυλάσσει στις «αδερφές». Μέσα από την επαφή του Πίτερ με τον Φιλ, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, φαίνεται να ετεροπροσδιορίζεται η καταπιεσμένη φύση του Φιλ. 
 
 
Μέχρι να διαβάσω το επίμετρο δε μου είχε γίνει διακριτή, μέσα από την αφήγηση, αυτή η σκέψη. Ωστόσο, καθώς ανατρέχω σε κάποια κομμάτια της αφήγησης, διακρίνω πλέον μερικές ενδείξεις. Όπως και να' χει, αυτό το βιβλίο υπήρξε τομή στην αποδόμηση των ιστοριών που είχαν ως ήρωες, καουμπόηδες της άγριας δύσης και αποτέλεσε κοινωνικό σχόλιο εναντίον της πατριαρχικής κοινωνίας.
 
Η έκδοση της «Άγκυρας» είναι πολύ όμορφη και η μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων, από όσο θυμάμαι πια, αρκετά λειτουργική. «Η εξουσία του σκύλου» είναι θαυμάσιο βιβλίο και για 3.50 ευρώ που κοστίζει η αγορά του, θα λάβετε περίσσευμα εγγυημένης απόλαυσης. Προλάβετε πριν εξαντληθεί!
 
Υ.Γ. 2666  Η φράση «Dogs never bite me. Just humans» αποδίδεται στην Μέριλυν Μονρόε και την βρήκα πολύ ταιριαστή με τον τίτλο του βιβλίου του Σάβατζ, για τον οποίο δεν μαθαίνουμε την σημασία του παρά μόνο στην τελευταία σελίδα. Ωστόσο, όλη η προηγούμενη αφήγηση, ερμηνεύει ποικιλοτρόπως τον διφορούμενο τίτλο, εστιασμένη περισσότερο στην σκληρότητα των χαρακτήρων, από και προς όλες κατευθύνσεις.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».