Δεν χρειάζεσαι ισχυρά δόντια για να καταναλώσεις την λογοτεχνία του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου μήτε γερό στομάχι για να την αντέξεις. Ίσως μόνο ευαίσθητο ουρανίσκο, για την λεπτή επίγευση. Η λογοτεχνία του είναι ηλιόλουστη αλλά με κάτι παγερό εντός της· μια μνήμη που δαγκώνει, ένα παρελθόν που σε κατασπαράζει, μια κατάσταση που σου χαμογελάει ειρωνικά. Έχει τέτοια η ζωή. Κάθε διήγημα διαρκεί όσο και ένα σωστό βούρτσισμα δοντιών σύμφωνα με τους ειδικούς, περίπου 2 λεπτά. Αλλά η φρεσκάδα τους θα μείνει λίγο παραπάνω. Το πρωί η ωραία αίσθηση θα χαθεί αλλά αυτή η αναπόφευκτη και περιοδική εξασθένιση ποτέ δεν απέκλεισε κανέναν από το να τα βουρτσίσει ξανά. Αν οι οδοντόκρεμες ήταν άγευστες, άχρωμες και άοσμες, δεν θα πλέναμε τα δόντια μας – το ίδιο ισχύει και για την λογοτεχνία.
[…] «Ο Πρόδρομος ξερόβηξε, ο Γιώργος χαμογέλασε κάπως αινιγματικά και ρούφηξε κάμποσο κονιάκ, έλα, ρε Πρόδρομε, του λέει, διάβασέ μας και κείνο το διήγημα που έγραψες.
Ο Πρόδρομος πήρε αμέσως από το τραπέζι ένα μάτσο χειρόγραφα. Εγώ πήρα το ποτήρι μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι, μου είναι γενικά ανυπόφορο να ακούω να διαβάζουν οτιδήποτε και επί πλέον ο Πρόδρομος διάβαζε απαίσια. Ο τίτλος, όμως, του διηγήματος μού έκανε εντύπωση, λεγόταν Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, ποτέ μου δεν θα μπορούσα να βρω έναν τόσο υποβλητικό τίτλο και ζήλευα κατ΄εξοχήν τον Γιώργο, που τους ξεφούρνιζε και κείνος με τέτοια ευκολία».
Ο Πρόδρομος πήρε αμέσως από το τραπέζι ένα μάτσο χειρόγραφα. Εγώ πήρα το ποτήρι μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι, μου είναι γενικά ανυπόφορο να ακούω να διαβάζουν οτιδήποτε και επί πλέον ο Πρόδρομος διάβαζε απαίσια. Ο τίτλος, όμως, του διηγήματος μού έκανε εντύπωση, λεγόταν Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, ποτέ μου δεν θα μπορούσα να βρω έναν τόσο υποβλητικό τίτλο και ζήλευα κατ΄εξοχήν τον Γιώργο, που τους ξεφούρνιζε και κείνος με τέτοια ευκολία».
Δεν μπορώ να ξέρω αν ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος εδώ αυτοτρολάρεται ή είναι θύτης λογοκλοπής αλλά το σίγουρο είναι ότι αυτός ο τίτλος είναι όντως τόσο υποβλητικός (και εμβληματικός) που μου είχε εντυπωθεί όταν τον είχα πρωτακούσει και τώρα που επανακυκλοφόρησε από «Κίχλη» τον γεύτηκα – χωρίς βέβαια να καταπιώ την οδοντόκρεμα, παιδιά είμαστε; Δεν μπορείς να πεις πολλά για αυτά τα διηγήματα γιατί είναι απίστευτα λιτά· η γλυκιά γεύση ενός σύκου, η γλυκόπικρη ενός παιδικού έρωτα, η πικρή ενός οδυνηρού πολέμου. Κάποιοι συγγραφείς χρειάζονται μόνο αυτά για να φτιάξουν κάτι όμορφο. Η έκδοση της «Κίχλης» δεν έχει τίποτα το πρόσθετο που θα χαλούσε αυτή την γοητευτική λιτότητα πάρα μόνο το πολυτονικό που μας είναι πλέον περιττό (Ωωωωωωωωωω… Α… Α!). Τα γνώριμα λιτά σκίτσα της Εύης Τσακνιά ενισχύουν την περιρρέουσα λιτότητα.
[…] «Μιλώντας καμιά φορά με τον αδελφό μου, λέμε πως πρέπει να κατέβουμε στην πατρίδα, να ταχτοποιήσουμε τον τάφο και τον σταυρό. Ναι, απαντά ο αδελφός μου, να βρούμε μιαν ευκαιρία να κατέβουμε. Τα παιδιά ακούν αδιάφορα, πώς να αγαπήσουν κάποιον που δεν γνώρισαν; Και εγώ, όταν η γυναίκα μου μού μιλάει για τον δικό της πατέρα, δύσκολα παρακολουθώ την αφήγηση, βαριέμαι, κι ούτε που ξέρω πού βρίσκονται τα κόκκαλα του μακαρίτη. Έχει τέτοια η ζωή».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.