Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Υποβρύχιες καταστροφές


Ωραίο το υποβρύχιο να το τρως, λιγότερο ωραίο να το πίνεις – ειδικά μετά από δυο τρία – σχετικά ωραίο και να το ακούς αν σου αρέσουν ακόμα οι Beatles και φαντάζεσαι όλο τον κόσμο να ζει ειρηνικά, με ή χωρίς πανδημίες, αλλά την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν καταστροφικό όπλο που μπορούσε να σου χαλάσει τις ειδυλλιακές διακοπές σου πάνω στο υπερωκεάνιο! Κατάφερα να λατρέψω τον Έρικ Λάρσον από το μοναδικό βιβλίο του που είχα διαβάσει κατά τύχη παλιότερα, εγώ που στάζω χολή στο μαξιλάρι κάθε πρωί που ξυπνάω, και τον θεωρώ πλέον έναν μέγιστο συγγραφέα. Κατά κανόνα βαριέμαι, αν δεν αποστρέφομαι κιόλας, εκείνα τα βιβλία που βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα προσπαθώντας να πασαλείψουν λίγη λογοτεχνία γύρω τους, κυρίως γιατί εμμένουν περισσότερο στην ιστορική οπτική ή ακόμα χειρότερα γιατί είναι λιγότερο μυθιοστοριογράφοι οι συγγραφείς τους και περισσότερο οτιδήποτε άλλο. Αλλά και ο Λάρσον διατείνεται ότι δεν γράφει μυθιστορήματα! Πώς λοιπόν γίνεται και μου αρέσει; Ο Λάρσον έχει πλήρη εποπτεία όσων μας παρουσιάζει αλλά ταυτόχρονα μας τοποθετεί τεχνηέντως στην αγωνιώδη και αγχωτική θέση του θεατή που έχει κολλημένο το σκεπτικιστικό μάτι του στο περισκόπιο που περιορίζει την οπτική μας σε προκαθορισμένες όψεις, «η οπτική που πρόσφερε το περισκόπιο ήταν το λιγότερο στρεβλή» και πριν καν το καταλάβουμε, απελευθερώνει τις τορπίλες του.

[…] «Ένας επιβάτης, ο σκηνογράφος Όλιβερ Μπέρναρντ, κρατούσε σημειώσεις. «Ο πλοίαρχος Τέρνερ», έγραψε αργότερα, «παραμέλησε το καθήκον του στην αποβάθρα της Νέας Υόρκης μια χρονική στιγμή που το πλοίο θα έπρεπε ήδη να ταξιδεύει, επειδή είχε επιβιβαστεί, χωρίς να θέλει να ταξιδέψει, μια συγγενής του». Τη στιγμή που ο Μπέρναρντ έκανε τη συγκεκριμένη καταγγελία, είχε καταφέρει να κατανοήσει αυτό που ελάχιστοι φαίνονταν να αντιλαμβάνονται, ότι δηλαδή σε αυτό ειδικά το ταξίδι, με δεδομένη τη σύγκλιση αντικρουόμενων δυνάμεων, ο χρόνος ήταν το παν. Ακόμη και η πιο μικρή καθυστέρηση μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας».



Χωρίς άλλη καθυστέρηση πρέπει να διαβάσετε και εσείς αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Ας πούμε ότι σε εμένα το επέβαλαν οι συγκυρίες: στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που διοργανώθηκε διαδικτυακά παρακολούθησα ένα ολιγόλεπτο animation φιλμάκι – φημολογείται ότι είναι από τα πρώτα animation που γυρίστηκαν, γενικώς – για το ναυάγιο του Λουζιτάνια και λίγο αργότερα έπεσα και στο βιβλίο του Λάρσον (το οποίο είχα μπανίσει από καιρό αλλά μόλις τότε συνειδητοποιούσα ότι σκιαγραφούσε όλη την περιπέτεια του Λουζιτάνια). Κάπως αντίστοιχα, ανάλογες συγκυρίες – απείρως πιο περίπλοκες – έγραψαν την ιστορία σχετικά με την βύθιση του σχεδόν μυθικού πλοίου. Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούν την βύθιση του Λουζιτάνια στις 7 Μαΐου 1915 από γερμανικό υποβρύχιο έξω από τις βρετανικές ακτές, ως την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ώθησε την Αμερική να μπει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων· αν και αυτό, στην πραγματικότητα, έγινε δυο χρόνια αργότερα. «Όταν πληροφορήθηκε ότι η εκστρατεία ενημέρωσης της Γερμανίας σχετικά με τη δραστηριότητα των υποβρυχίων της είχε απότομα μειώσει την κίνηση των πλοίων από την Αμερική, ο Τσόρτσιλ είπε στον Ράνσιμαν: “Από την πλευρά μας, θέλουμε να υπάρχει κίνηση. Όσο μεγαλύτερη τόσο το καλύτερο· και αν κάποιο από τα πλοία αντιμετωπίσει καμιά δυσάρεστη κατάσταση, ακόμη καλύτερα”».

Τα βιβλία του Έρικ Λάρσον ασκούν μία απαράμιλλη γοητεία στους αναγνώστες τους. Εκκινούν από κάτι αρχικώς αμερικανικό που όμως πολύ σύντομα παίρνει παγκόσμιες διαστάσεις και μέσω της αφηγηματικής του επιδεξιότητας δημιουργούν μία αγωνιώδη και καθηλωτική ιστορία είτε μιλούν για τον απόπλου ενός υπερωκεανίου από την Αμερική είτε για τον διορισμό ενός Αμερικανού πρέσβη στο Βερολίνο είτε για την Διεθνή Έκθεση του Σικάγου. Βασισμένος σχεδόν ολοκληρωτικά σε πηγές δημιουργεί, με έναν αξεδιάλυτο για μένα τρόπο, ένα απίστευτο κάθε φορά μυθιστόρημα που, το λιγότερο, συναρπάζει. Ελάχιστοι διαθέτουν αυτό το ταλέντο. «Αυτό που με προσέλκυσε ειδικότερα ήταν το πλούσιο φάσμα του διαθέσιμου υλικού, το οποίο θα με βοηθούσε να αφηγηθώ την ιστορία με τον πιο ζωντανό κατά το δυνατόν τρόπο – αρχειακοί θησαυροί, όπως τηλεγραφήματα, υποκλαπέντα ασύρματα μηνύματα, καταθέσεις διασωθέντων, αναφορές των μυστικών υπηρεσιών, το Ημερολόγιο Πολέμου του Kapitan-leutnant Σβίγκερ, οι ερωτικές επιστολές της Ίντιθ Γκαλτ, ακόμη και μια ταινία από τον τελευταίο απόπλου του Λουζιτάνια από τη Νέα Υόρκη. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια παλέτα με τα πιο ζωντανά χρώματα. Ελπίζω μόνο να τα χρησιμοποίησα όπως έπρεπε, ώστε να δώσω το καλύτερο αποτέλεσμα».

Νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να περιγράψω τι κρύβει μέσα του αυτό το βιβλίο. Είναι τόσο πολλά και διαφορετικά τα γεγονότα που κάθε υφής και απόχρωσης αναγνώστες θα βρουν κάτι για να εντυπωσιαστούν και να συγκινηθούν. Το βιβλίο απλώνει τα δίκτυα του παντού και μας προσφέρει ψήγματα ζωών από πολλές κατευθύνσεις και όψεις. Εκείνο που ξεχωρίζω στον Λάρσον είναι ότι παρόλο που δεν λειτουργεί ως… μυθιοστοριογράφος, αρνούμενος να δώσει εμφανές βάθος στους χαρακτήρες του, καταφέρνει μέσα από ρωγμές, ανεπαισθήτως που λέει και ο Καβάφης, να μας βάλει εντός των τειχών της πολύπλοκης ψυχοσύνθεσής τους, χωρίς καν να ακούσουμε ήχο κτιστών κλπ κλπ. Το πιο συναισθηματικό κομμάτι του βιβλίου είναι σαφέστατα κατά την διάρκεια της βύθισης του πλοίου, αλλά πιστέψτε με, στο τέλος θα έχετε ψυχανεμιστεί το βάθος της ζωής κάθε χαρακτήρα που περνάει από αυτό το βιβλίο, ακόμα και αν δεν έχει σταυρώσει κουβέντα.

[…] «Η καμπίνα της βρισκόταν στη δεύτερη θέση, προς την πρύμνη του στεγασμένου Καταστρώματος C. Πριν από το γεύμα είχε αφήσει την κόρη της σε μια «παιδική χαρά» στο πάνω κατάστρωμα, και ύστερα έβαλε τον γιο της για ύπνο στην καμπίνα τους και τον άφησε εκεί.

Όταν χτύπησε το πλοίο η τορπίλη, βρισκόταν στη σκάλα ανάμεσα στα δύο καταστρώματα. Πάγωσε. Δεν είχε ιδέα πού να πρωτοπάει – στο πάνω κατάστρωμα για να πάρει το μωρό της ή ένα κατάστρωμα πιο κάτω για να μαζέψει τον γιο της που κοιμόταν; Όλες οι λάμπες έσβησαν. Το πλοίο έγειρε ξαφνικά και την πέταξε από τη μια πλευρά της σκάλας στην άλλη.

Έτρεξε για το μωρό της».

Return of the Mayflower, Bernard Gribble


Η έκδοση του «Ίκαρου» είναι καταπληκτική και πρέπει να τονιστεί αυτό. Το βιβλίο κοστίζει μόλις 17 ευρώ, μία τιμή εξαιρετικά χαμηλή για την ποιότητα αυτή της συγκεκριμένης έκδοσης. Όταν το είδα, λέω μου κάνουν πλάκα. Αμέσως, με χτύπησε σαν κύμα η σκέψη όλων εκείνων των κακοφτιαγμένων εκδόσεων – ασχέτως αξίας του περιεχομένου, που εδώ που τα λέμε, όσο πιο άξιο το περιεχόμενο τόσο πιο καταγέλαστη αναδεικνύεται η προχειρότητα της έκδοσης – που δίνουμε έναν σκασμό λεφτά για βιβλία που οι σελίδες τους αξίζουν μόνο για να καθαρίζεις τις μπαλκονόπορτες. Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά είναι επίσης καταπληκτική. Όπως και επιμέλειες, εξώφυλλα, κλπ – ωραία συνολική δουλειά. Το βιβλίο εμπλουτίζεται με πλούσια βιβλιογραφία, πηγές, ευρετήριο. Τουλάχιστον εξωτερικά, καταφέρνει να σου φτιάχνει την διάθεση κάθε στιγμή.

«Αργότερα ένας επιβάτης ανέφερε ότι είδε μια γυναίκα να γεννάει μέσα στο νερό. Η ιδέα πως η γυναίκα αυτή μπορεί να ήταν η μητέρα του θα κατέτρυχε το αγόρι για το υπόλοιπο της ζωής του».

Εκεί όμως που σου σφίγγει την καρδιά, λίγο αργότερα κάπου αλλού στην απέραντη λεκτική θάλασσά του σε αποφορτίζει με εκείνη την ανακουφιστική διαπίστωση που δείχνει τελικά πόσο μικρή είναι η απόκλιση ανάμεσα στην τραγικότητα και την κωμικότητα. Πρόκειται για αριστουργηματικό βιβλίο. Μην περιμένετε να το δείτε να επιπλέει δίπλα σας· κλείστε πρώτη θέση στη λογοτεχνία και βυθιστείτε στις σελίδες του.

[…] «Ο Ντουάιτ Χάρις απομακρύνθηκε από το πλοίο κολυμπώντας. «Δεν είχα κανένα αίσθημα φόβου όταν βρέθηκα στη θάλασσα». Ένιωθε τόσο άνετα, όσο και αν βρισκόταν σε πισίνα – τόσο νηφάλιος, που όταν ήρθε προς το μέρος του ένα βιβλίο που επέπλεε, το πήρε και το εξέτασε».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !