Η συζήτηση άνοιξε πάλι σαν χαίνουσα πληγή –πωωω τα σπάω με τις ευφάνταστες παρομοιώσεις, είμαι έτοιμος για συγγραφέας! – για την Δημουλίδου και την κάθε Δημουλίδου ετούτου του κόσμου, και κατά πόσο κρατάνε σαν Άτλαντες στους ώμους τους την παγκόσμια εκδοτική παραγωγή. Όταν επενδύεις, κατά κόρον, στο μελό και στο επιφανειακό φτηνό πηχτό συναίσθημα των αναγνωστών/ανθρώπων, μην τους ζητάς μετά όταν θα ζορίσουν να πράγματα, να οπλιστούν με κριτική σκέψη γιατί θα βάλουν τα κλάματα – και δικαίως! Γιατί αν αναλογιστούν έστω για λίγο τι φούμαρα τους πούλαγες τόσα χρόνια, δύσκολα θα πειστούν να σε βοηθήσουν όταν θα το έχεις ανάγκη. Και μεις παλιά βλέπαμε «Τόλμη και Γοητεία» αλλά είχαμε την τόλμη (ενδεχομένως και τη γοητεία) να αναζητήσουμε και κάτι καλύτερο. «Μου αρέσει η ιδέα ότι το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται μέσα στο μελανοδοχείο». Δεν είμαι δημοσιοσχεσίτης αλλά… και ο «Πατάκης» έχει βγάλει ροζ λογοτεχνία! Ναι συμφωνώ, μας φλόμωσε χρόνια τώρα στην φτηνή λογοτεχνία και θυμήθηκε ξαφνικά μέσα στην κρίση που περνάμε να το παίξει ευαίσθητος εκδίδοντας Τζόυς. Σε τα μας ρε Πατάκη!
«Ο συναισθηματισμός δεν είναι ποτέ σταθερός, ούτε μπορεί να είναι· αλλά τείνει προς μια χλιαρή και βολική θολούρα […] Το πάθος δημιουργεί και καταστρέφει, όμως ο συναισθηματισμός είναι ένα αντιμάμαλο όπου έχουν μαζευτεί κάθε λογής σκουπίδια, και δεν καταφέρνω να σκεφτώ ούτε ένα συναισθηματικό έργο που να έχει αντέξει για περισσότερες από δύο γενιές. Η ωμή βία είναι προτιμότερη· τουλάχιστον έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτογενές».
Η αρχική μου πρόθεση – οι αναγνώσεις μου τον τελευταίο καιρό είναι ένα σύνολο ματαιωμένων προθέσεων – ήταν να μιλήσω για το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου», εφοδιασμένος με κεκτημένη ταχύτητα από την ανάγνωση του βιβλίου του Ρόμπερτ ΜακΚί «Το σενάριο». Φρέναρα απότομα όμως, γιατί εμφανίστηκε εμπρός μου το τέρας της συνειδητοποίησης που μου έδειξε ότι αλλιώς είναι ο δάσκαλος που εμπνέει και αλλιώς ο δάσκαλος που διδάσκει. Δεν ήταν κακό το βιβλίο, κάθε άλλο, μόνο λίγο θεωρητικό για τα γούστα μου της τωρινής περιόδου. Από την άλλη, έχω παρατηρήσει ότι όσοι μιλούν παραπλεύρως για την τέχνη έχουν και τις λιγότερες απώλειες – παραδείγματος χάριν, ο Ναμπόκοφ μέσα από την πρόσφατη μελέτη του. Εξάλλου, δεν υπάρχει η λογοτεχνία στην πραγματικότητα, όλα είναι ένα κόλπο για να μας ελέγχουν! Παίρνοντας την εκδοτική σκυτάλη από τον Ναμπόκοφ περίμενα ότι και η έκδοση για τον Τζόυς θα διέθετε ανάλογες επιδόσεις, αλλά μας έπεσε η σκυτάλη από τα χέρια και χάσαμε την κούρσα.
«Μου φαίνεται ότι μπερδεύεις τη ρομαντική διαίσθηση με την έμπνευση. Η έμπνευση που εγώ θαυμάζω δεν είναι η έμπνευση του ευερέθιστου ταμπεραμέντου, αλλά η σταθερή ακολουθία της οργανωμένης σκέψης, όπως είναι στα Ταξίδια του Γκάλλιβερ, στον Ντεφόε, ακόμα και στον Ραμπελαί. Όμως η γραφή του Λαμαρτίνου ήταν απλώς ένας χείμαρρος συναισθηματισμού».
Όλοι είμαστε αρχάριοι μπροστά στον Τζόυς αλλά κάποιοι είμαστε πιο αρχάριοι από κάποιους άλλους! Κάπως έτσι θα σκέφτηκε ο «Πατάκης» και σου λέει κάτσε να δημιουργήσω μερικούς ακόμα αναγνώστες, λες και δεν είναι ήδη αρκετοί, που θα νομίζουν ότι διάβασαν Τζόυς! «Δυσκολεύομαι να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά, όπως συμβαίνει και στους αναγνώστες των αριστουργημάτων μου». Το βιβλίο αποτελεί ένα συμπίλημα (δε θα βρω άλλη ευκαιρία να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη) σκέψεων του Τζόυς από διάφορες πηγές με μία υποτυπώδη κατηγοριοποίηση που δεν πείθει και πολύ – η «ανάλυση» στην αδιάφορη εισαγωγή είναι δυο φορές αδιάφορη. Θέλει να ευχαριστήσει τους πάντες και όπως θα έπρεπε να γνωρίζει ήδη ο επιμελητής του βιβλίου από την μεγάλη τέχνη, αυτό δεν πετυχαίνει σχεδόν ποτέ! Όσοι έχουν διαβάσει έστω και δέκα αράδες από Τζόυς ξέρουν ότι η παρμένη φράση από τον «Οδυσσέα», «Κάθε λέξη έχει πολύ μεγάλο βάθος», δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο. Όπως και τα δεκάδες αποσπάσματα από τα βιβλία του, μιας και πολλοί αναγνώστες του τα έχουν σημειώσει από χρόνια μόνοι τους, και το μόνο που εξυπηρετούν πλέον είναι να δώσουν μια ευκαιρία στους αρχάριους… αρχάριους να τα ποστάρουν στο facebook πλάι σε ένα irish coffee!
«Ένας ποιητής […] που περικλείει μέσα του το πνεύμα μιας εποχής και μιας χώρας δε φιλοδοξεί να δημιουργεί για να ψυχαγωγήσει τον ερασιτέχνη, αλλά για να μεταβιβάσει, με πολύ έντονο τρόπο, την εμψυχωτική ιδέα της ζωής του στους οπαδούς του».
Το ίδιο ισχύει και για τις αρκετές επιστολές που ανθολογούνται σε αυτόν τον τόμο και είναι εν πολλοίς γνωστές από την «Βιογραφία» που έγραψε ο Ρίτσαρντ Έλμαν. Όσοι δεν έχουν διαβάσει την «Βιογραφία», μπορούν να πάρουν μια ιδέα εδώ αλλά έξω από το συγκείμενό τους όλες αυτές οι σκέψεις μπορεί να παραπλανούν παρά να διαφωτίζουν. Τα μόνα αποσπάσματα που διάβασα με ενδιαφέρον είναι τα προερχόμενα από τα «Δοκίμια» του Τζόυς και από το βιβλίο του Άρθουρ Πάουερ «Conversations with James Joyce» – ειλικρινά απορώ γιατί ο «Πατάκης» δεν έβγαλε σε πλήρη μορφή κάποιο από αυτά τα δύο, αν και πιστεύω ότι σύντομα θα το κάνει, είναι ο μοναδικός εκδότης που μου προσφέρει πλέον αυτή την επιθανάτια ελπίδα – τα οποία αποσπάσματα όμως, και πάλι ακρωτηριασμένα από το συγκείμενό τους, δεν κατάφερναν να ανθίσουν (Bloom!) ολοκληρωτικά.
«Οι επιθέσεις των κριτικών (κατά την γνώμη μου) αρέσκονται περισσότερο στο να επιτίθενται σε συγγραφείς παρά σε εκδότες· και σε διαβεβαιώνω, οι επιθέσεις τους εναντίον μου δε θα μπορούσαν κατά κανένα τρόπο να επιταχύνουν τον θάνατό μου. Επιπλέον, από την άποψη της εμπορικής επιτυχίας, μου φαίνεται κάτι παραπάνω από πιθανό ότι μια επίθεση του Τύπου στο βιβλίο, ακόμα και μια άγρια και οργανωμένη επίθεση, θα είχε ως αποτέλεσμα να στρέψει το ενδιαφέρον του κοινού προς αυτό πολύ περισσότερο απ’ ό, τι η χλιαρή χορωδία των σχολίων με τα οποία το σώμα των κριτικών εγκρίνει και χαιρετίζει την εμφάνιση κάθε βιβλίου που δεν αποτελεί κίνδυνο για την πίστη ή την ηθική».
Η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου είναι πολύ καλή και η γενική αίσθηση της έκδοσης αρκετά ικανοποιητική παρά τις όποιες ενστάσεις μου που περισσότερο έχουν να κάνουν με τον τρόπο δόμησης του περιεχομένου και με την προσωπική μου απογοήτευση επειδή περίμενα κάτι εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο, αρκετές από τις θέσεις του Τζόυς εντυπωσιάζουν και φανερώνουν το πόσο σημαντικό είναι ακόμα και σήμερα να εκδοθούν αυτούσια τα δοκίμιά του ή και να βγουν έγκριτες μελέτες που έχουν γραφτεί για αυτόν. Καλλιτέχνης σαν τον Τζόυς σπανίζει και αν κάποιοι εκνευρίζονται με το κέντρο των μυθιστορημάτων του, πιστεύω ότι θα αντλήσουν απόλαυση από τις παρυφές των θεωρητικών του στοχασμών.
«Συχνά σου εξομολογήθηκα την έκπληξή μου για το ενδεχόμενο να υπάρχει οτιδήποτε εκπληκτικό στο γράψιμό μου, και μόνο κάποιες στιγμές, δηλαδή όταν αφήνω κάτω το βιβλίο κάποιου άλλου, αυτό δε μου φαίνεται τελικά και τόσο απίθανο».
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος αποτελεί παραλλαγή σε ένα ποίημα του Μπουκόφσκι.
«Αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να είμαι άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά, να πάρει η ευχή, δεν έχω βρει ακόμα την ευκαιρία».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.