Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ώστε θέλω να γίνω συγγραφέας;


Η συζήτηση άνοιξε πάλι σαν χαίνουσα πληγή –πωωω τα σπάω με τις ευφάνταστες παρομοιώσεις, είμαι έτοιμος για συγγραφέας! – για την Δημουλίδου και την κάθε Δημουλίδου ετούτου του κόσμου, και κατά πόσο κρατάνε σαν Άτλαντες στους ώμους τους την παγκόσμια εκδοτική παραγωγή. Όταν επενδύεις, κατά κόρον, στο μελό και στο επιφανειακό φτηνό πηχτό συναίσθημα των αναγνωστών/ανθρώπων, μην τους ζητάς μετά όταν θα ζορίσουν να πράγματα, να οπλιστούν με κριτική σκέψη γιατί θα βάλουν τα κλάματα – και δικαίως! Γιατί αν αναλογιστούν έστω για λίγο τι φούμαρα τους πούλαγες τόσα χρόνια, δύσκολα θα πειστούν να σε βοηθήσουν όταν θα το έχεις ανάγκη. Και μεις παλιά βλέπαμε «Τόλμη και Γοητεία» αλλά είχαμε την τόλμη (ενδεχομένως και τη γοητεία) να αναζητήσουμε και κάτι καλύτερο. «Μου αρέσει η ιδέα ότι το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται μέσα στο μελανοδοχείο». Δεν είμαι δημοσιοσχεσίτης αλλά… και ο «Πατάκης» έχει βγάλει ροζ λογοτεχνία! Ναι συμφωνώ, μας φλόμωσε χρόνια τώρα στην φτηνή λογοτεχνία και θυμήθηκε ξαφνικά μέσα στην κρίση που περνάμε να το παίξει ευαίσθητος εκδίδοντας Τζόυς. Σε τα μας ρε Πατάκη!

«Ο συναισθηματισμός δεν είναι ποτέ σταθερός, ούτε μπορεί να είναι· αλλά τείνει προς μια χλιαρή και βολική θολούρα […] Το πάθος δημιουργεί και καταστρέφει, όμως ο συναισθηματισμός είναι ένα αντιμάμαλο όπου έχουν μαζευτεί κάθε λογής σκουπίδια, και δεν καταφέρνω να σκεφτώ ούτε ένα συναισθηματικό έργο που να έχει αντέξει για περισσότερες από δύο γενιές. Η ωμή βία είναι προτιμότερη· τουλάχιστον έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτογενές».

Η αρχική μου πρόθεση – οι αναγνώσεις μου τον τελευταίο καιρό είναι ένα σύνολο ματαιωμένων προθέσεων – ήταν να μιλήσω για το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου», εφοδιασμένος με κεκτημένη ταχύτητα από την ανάγνωση του βιβλίου του Ρόμπερτ ΜακΚί «Το σενάριο». Φρέναρα απότομα όμως, γιατί εμφανίστηκε εμπρός μου το τέρας της συνειδητοποίησης που μου έδειξε ότι αλλιώς είναι ο δάσκαλος που εμπνέει και αλλιώς ο δάσκαλος που διδάσκει. Δεν ήταν κακό το βιβλίο, κάθε άλλο, μόνο λίγο θεωρητικό για τα γούστα μου της τωρινής περιόδου. Από την άλλη, έχω παρατηρήσει ότι όσοι μιλούν παραπλεύρως για την τέχνη έχουν και τις λιγότερες απώλειες – παραδείγματος χάριν, ο Ναμπόκοφ μέσα από την πρόσφατη μελέτη του. Εξάλλου, δεν υπάρχει η λογοτεχνία στην πραγματικότητα, όλα είναι ένα κόλπο για να μας ελέγχουν! Παίρνοντας την εκδοτική σκυτάλη από τον Ναμπόκοφ περίμενα ότι και η έκδοση για τον Τζόυς θα διέθετε ανάλογες επιδόσεις, αλλά μας έπεσε η σκυτάλη από τα χέρια και χάσαμε την κούρσα.



«Μου φαίνεται ότι μπερδεύεις τη ρομαντική διαίσθηση με την έμπνευση. Η έμπνευση που εγώ θαυμάζω δεν είναι η έμπνευση του ευερέθιστου ταμπεραμέντου, αλλά η σταθερή ακολουθία της οργανωμένης σκέψης, όπως είναι στα Ταξίδια του Γκάλλιβερ, στον Ντεφόε, ακόμα και στον Ραμπελαί. Όμως η γραφή του Λαμαρτίνου ήταν απλώς ένας χείμαρρος συναισθηματισμού».

Όλοι είμαστε αρχάριοι μπροστά στον Τζόυς αλλά κάποιοι είμαστε πιο αρχάριοι από κάποιους άλλους! Κάπως έτσι θα σκέφτηκε ο «Πατάκης» και σου λέει κάτσε να δημιουργήσω μερικούς ακόμα αναγνώστες, λες και δεν είναι ήδη αρκετοί, που θα νομίζουν ότι διάβασαν Τζόυς! «Δυσκολεύομαι να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά, όπως συμβαίνει και στους αναγνώστες των αριστουργημάτων μου». Το βιβλίο αποτελεί ένα συμπίλημα (δε θα βρω άλλη ευκαιρία να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη) σκέψεων του Τζόυς από διάφορες πηγές με μία υποτυπώδη κατηγοριοποίηση που δεν πείθει και πολύ – η «ανάλυση» στην αδιάφορη εισαγωγή είναι δυο φορές αδιάφορη. Θέλει να ευχαριστήσει τους πάντες και όπως θα έπρεπε να γνωρίζει ήδη ο επιμελητής του βιβλίου από την μεγάλη τέχνη, αυτό δεν πετυχαίνει σχεδόν ποτέ! Όσοι έχουν διαβάσει έστω και δέκα αράδες από Τζόυς ξέρουν ότι η παρμένη φράση από τον «Οδυσσέα», «Κάθε λέξη έχει πολύ μεγάλο βάθος», δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο. Όπως και τα δεκάδες αποσπάσματα από τα βιβλία του, μιας και πολλοί αναγνώστες του τα έχουν σημειώσει από χρόνια μόνοι τους, και το μόνο που εξυπηρετούν πλέον είναι να δώσουν μια ευκαιρία στους αρχάριους… αρχάριους να τα ποστάρουν στο facebook πλάι σε ένα irish coffee!

«Ένας ποιητής […] που περικλείει μέσα του το πνεύμα μιας εποχής και μιας χώρας δε φιλοδοξεί να δημιουργεί για να ψυχαγωγήσει τον ερασιτέχνη, αλλά για να μεταβιβάσει, με πολύ έντονο τρόπο, την εμψυχωτική ιδέα της ζωής του στους οπαδούς του».

Το ίδιο ισχύει και για τις αρκετές επιστολές που ανθολογούνται σε αυτόν τον τόμο και είναι εν πολλοίς γνωστές από την «Βιογραφία» που έγραψε ο Ρίτσαρντ Έλμαν. Όσοι δεν έχουν διαβάσει την «Βιογραφία», μπορούν να πάρουν μια ιδέα εδώ αλλά έξω από το συγκείμενό τους όλες αυτές οι σκέψεις μπορεί να παραπλανούν παρά να διαφωτίζουν. Τα μόνα αποσπάσματα που διάβασα με ενδιαφέρον είναι τα προερχόμενα από τα «Δοκίμια» του Τζόυς και από το βιβλίο του Άρθουρ Πάουερ «Conversations with James Joyce» – ειλικρινά απορώ γιατί ο «Πατάκης» δεν έβγαλε σε πλήρη μορφή κάποιο από αυτά τα δύο, αν και πιστεύω ότι σύντομα θα το κάνει, είναι ο μοναδικός εκδότης που μου προσφέρει πλέον αυτή την επιθανάτια ελπίδα – τα οποία αποσπάσματα όμως, και πάλι ακρωτηριασμένα από το συγκείμενό τους, δεν κατάφερναν να ανθίσουν (Bloom!) ολοκληρωτικά.

«Οι επιθέσεις των κριτικών (κατά την γνώμη μου) αρέσκονται περισσότερο στο να επιτίθενται σε συγγραφείς παρά σε εκδότες· και σε διαβεβαιώνω, οι επιθέσεις τους εναντίον μου δε θα μπορούσαν κατά κανένα τρόπο να επιταχύνουν τον θάνατό μου. Επιπλέον, από την άποψη της εμπορικής επιτυχίας, μου φαίνεται κάτι παραπάνω από πιθανό ότι μια επίθεση του Τύπου στο βιβλίο, ακόμα και μια άγρια και οργανωμένη επίθεση, θα είχε ως αποτέλεσμα να στρέψει το ενδιαφέρον του κοινού προς αυτό πολύ περισσότερο απ’ ό, τι η χλιαρή χορωδία των σχολίων με τα οποία το σώμα των κριτικών εγκρίνει και χαιρετίζει την εμφάνιση κάθε βιβλίου που δεν αποτελεί κίνδυνο για την πίστη ή την ηθική».

Η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου είναι πολύ καλή και η γενική αίσθηση της έκδοσης αρκετά ικανοποιητική παρά τις όποιες ενστάσεις μου που περισσότερο έχουν να κάνουν με τον τρόπο δόμησης του περιεχομένου και με την προσωπική μου απογοήτευση επειδή περίμενα κάτι εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο, αρκετές από τις θέσεις του Τζόυς εντυπωσιάζουν και φανερώνουν το πόσο σημαντικό είναι ακόμα και σήμερα να εκδοθούν αυτούσια τα δοκίμιά του ή και να βγουν έγκριτες μελέτες που έχουν γραφτεί για αυτόν. Καλλιτέχνης σαν τον Τζόυς σπανίζει και αν κάποιοι εκνευρίζονται με το κέντρο των μυθιστορημάτων του, πιστεύω ότι θα αντλήσουν απόλαυση από τις παρυφές των θεωρητικών του στοχασμών.



«Συχνά σου εξομολογήθηκα την έκπληξή μου για το ενδεχόμενο να υπάρχει οτιδήποτε εκπληκτικό στο γράψιμό μου, και μόνο κάποιες στιγμές, δηλαδή όταν αφήνω κάτω το βιβλίο κάποιου άλλου, αυτό δε μου φαίνεται τελικά και τόσο απίθανο».

Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος αποτελεί παραλλαγή σε ένα ποίημα του Μπουκόφσκι.

«Αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να είμαι άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά, να πάρει η ευχή, δεν έχω βρει ακόμα την ευκαιρία».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!