Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κάψε το σενάριο


Και πρέπει να γίνει 9 στις 10 φορές· αυτό ισχυρίζεται ο Ρόμπερτ ΜακΚί στην εμβριθή μελέτη του. Γιατί πολύ απλά, αν δεν παίξεις καλά το χαρτί σου τότε θα αποδειχθεί καμένο χαρτί. Τώρα με την καραντίνα όλοι οι επίδοξοι γραφιάδες θα στύψουν το μυαλό τους και την πέτρα για να μας δώσουν τα έργα τους – επίτηδες δεν αναφέρομαι στις άλλες τέχνες γιατί εκείνες χρειάζονται δεξιότητες, η γραφή όχι, τα ξέρουμε αυτά! «Αν το όνειρό σας είναι να συνθέσετε μουσική, θα λέγατε στον εαυτό σας: “Έχω ακούσει πολλές συμφωνίες… Επίσης παίζω πιάνο… Λέω να σκαρφιστώ μία το Σαββατοκύριακο”; Όχι. Όμως έτσι ακριβώς ξεκινούν αρκετοί σεναριογράφοι: “Έχω δει πολλές ταινίες, άλλες καλές και άλλες κακές… Έχω άριστα στα φιλολογικά… Πλησιάζουν και οι διακοπές…”» – και αν όλα πάνε καλά (που δεν θα πάνε) θα έχουμε να επιλέξουμε από ένα πλήθος αριστουργημάτων. Αλλά σκεφτείτε το λίγο, ποιος θα ήθελε να φύγει από μια επιβεβλημένη πλήξη για να πέσει σε μία άλλη; Να θυμάστε τούτο: η αύξηση στην αταλαντοσύνη είναι πάντα εκθετική.
 
ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ

(Προσφέροντας στον Τζακ μια κούπα)
Καλέ μου, θέλεις
αυτή την κούπα καφέ;


Οι θεατές βλέπουν ότι κρατάει μια κούπα καφέ· η χειρονομία λέει «τη θέλεις;»· η ηθοποιός αισθάνεται τον άλλο ως «καλό» της. Διαισθανόμενη πως ουκ εν τω πολλώ το ευ, η ηθοποιός θα στραφεί στον σκηνοθέτη και θα πει: «Λάρρυ, πρέπει πραγματικά να πω “Καλέ μου, θέλεις αυτή την κούπα;”. Θέλω να πω, αφού του τη δίνω, διάολε, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε απλά να κόψουμε την ατάκα;”». Η ατάκα κόβεται, η ηθοποιός βάζει φωτιά στην οθόνη προσφέροντας σιωπηλά την κούπα στον τύπο, ενώ ο σεναριογράφος ουρλιάζει: «Τσεκουρώνουν τους διαλόγους μου!». 
 
Ο Ρόμπερτ ΜακΚί είναι πρωτίστως ένας δάσκαλος, και όπως συνήθως συμβαίνει, θα βρεθούν κάποιοι πικρόχολοι να πουν, χμμ άλλος ένας μέτριος σεναριογράφος έτοιμος να μας κουνήσει το δάχτυλο. Όμως, όπως ακριβώς υπάρχουν αριστουργηματικοί σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, μουσικοί, λογοτέχνες, ζωγράφοι, κ.α., με τον ίδιο τρόπο υπάρχουν και αριστουργηματικοί δάσκαλοι. Θέλω να πω, γιατί πάντα χαρακτηρίζουμε τους θεωρητικούς ως αποτυχημένους καλλιτέχνες, ενώ ποτέ, τους καλλιτέχνες ως αποτυχημένους δασκάλους (κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει και απευχόμαστε βαθιά); Από την άλλη, το καλό είναι ότι ούτε μία στιγμή δεν θα νιώσετε μαθητές (εκτός και αν το θελήσετε οι ίδιοι). Το εκτενές πολυσέλιδο βιβλίο του ΜακΚί, μας αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο γιατί η αφήγηση είναι το βασικότερο στοιχείο μιας ιστορίας. Και το διαπιστώνουμε έκπληκτοι στο τέλος, όταν θα έχουμε απολαύσει με κομμένη την ανάσα, την ιστορία που μας αφηγήθηκε – την ιστορία του πώς δημιουργούνται τα καλά σενάρια. Ίσως να σας φαίνεται χλωμή η πλοκή, αλλά η αφήγηση αποζημιώνει.
 
Ένα απόφθεγμα του αγαπημένου μου Λίχντενμπεργκ που ανακαλώ από μνήμης με μεγάλη ευκολία και απόλαυση είναι τούτο: «Ακόμα και αν το λιγουλάκι σου δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, λέγε το τουλάχιστον λιγουλάκι ιδιαίτερα» (καταλαβαίνω ότι η μαγεία του αποσπάσματος οφείλεται και στην εμπνευσμένη μετάφραση και χρήση των λέξεων «λιγουλάκι» και «ιδιαίτερο», θα μπορούσε να αποδοθεί και πιο περιφραστικά χάνοντας μέρος της ομορφιάς του). Ο λόγος που το αναφέρω εδώ είναι γιατί αναδεικνύει το προφανές, αν κάποιος κατέχει τα εργαλεία της τέχνης του, μπορεί να φτιάξει κάτι ουσιώδες, που δεν θα περίμενες να το πετύχει, βλέποντας τα αρχικά υλικά.
 
[…] «Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το σενάριο δεν είναι μυθιστόρημα. Οι συγγραφείς μπορούν να εισχωρούν άμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα των χαρακτήρων. Εμείς όχι. Άρα οι συγγραφείς μπορούν να ενδίδουν στην πολυτέλεια του εσωτερικού μονολόγου. Εμείς όχι. Ο συγγραφέας πρόζας μπορεί, αν το επιθυμεί, να βάλει τον χαρακτήρα του να περνά από μια βιτρίνα, να κοιτά μέσα και να θυμάται όλη την παιδική του ηλικία».
 
Ο ΜακΚί γνωρίζει ότι η σωστή αναλογία για ένα καλό σενάριο είναι 80% οπτικό αποτέλεσμα και 20% ηχητικό (διάλογοι). Οι αναλογίες αλλάζουν για το θεατρικό ή το μυθιστόρημα. Ωστόσο αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι η επιθυμία των αποδεκτών να απολαύσουν την αφήγηση. Και η αφηγηματολογία έχει κανόνες· ή για να το θέσω πιο ορθά, έχει μοτίβα. Όπως και στο σκάκι, το να ξέρεις τους κανόνες δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να αναγνωρίζεις και να χρησιμοποιείς επιδέξια τα μοτίβα που θα ολοκληρώσουν τον στόχο σου. Και πάλι, όπως στο σκάκι, η κινητήρια δύναμη είναι… η σύγκρουση! Από κει και πέρα το χάος. Αυτό το χάος λοιπόν, ο Ρόμπερτ ΜακΚί προσπαθεί να το αναδιατάξει και να μας το επιστρέψει με ένα εύτακτο τρόπο ώστε να καταλάβουμε λίγο καλύτερα πώς παίζεται το παιχνίδι.
 
Αρχικά, βλέποντας το βιβλίο θεωρείς ότι απευθύνεται σε σπουδαστές συγγραφής σεναρίου. Ύστερα, αντιλαμβάνεσαι ότι θα μπορούσε να δώσει κάποιες σημαντικές συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς λογοτεχνίας. Πολύ γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι άλλο· μια αφηγηματική σύνθεση γεμάτη χιούμορ, συγκίνηση, εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη, ευρηματικές σκέψεις, σημεία καμπής, ημι-κορυφώσεις, κορυφώσεις που δεν αποτελούν απλώς ψευδο-τίτλους κεφαλαίων, αλλά είναι ενεργά συνθετικά μέρη. Ένα λεκτικό στολίδι! Όσοι, βέβαια, αγαπάτε και τον κινηματογράφο, θα δείτε γνωστές και άγνωστες ταινίες να ξεδιπλώνονται μπροστά σας με έναν νέο τρόπο (όπως έλεγε και ένα ακόμα απόφθεγμα του Λίχτενπεργκ: «Να κοιτάς από παλιές τρύπες με νέα μάτια») που θα σας κάνει να εκτιμήσετε περισσότερο αυτή την σπουδαία τέχνη. Η σκαμπρόζικη μετάφραση είναι του Αντώνη Καλοκύρη, η επιμέλεια της Εύας Στεφανή, και η γενική σύνθεση, των εκδόσεων «Πατάκη». Στο τέλος του βιβλίου, περιλαμβάνονται ευρετήριο καθώς και εκτενής κατάλογος φιλμογραφίας ώστε να #μείνετε_σπίτι και να διαλέξετε ποια ταινία θα δείτε. Όλα στο πιάτο σάς τα δίνουμε πια – τα σνακ και λοιπά μπινελίκια (διπλής ανάγνωσης) να τα προσθέσετε μόνοι σας! 
 

 
Συγχέοντας τις ιδιότητές μου, του θεατή/αναγνώστη και του κριτικού/τρομάρα μου, έχω να δηλώσω το εξής και ρίχνω οριστικά τίτλους τέλους.
 
[…] «Όμως σχεδόν σε κάθε κριτική που διάβασα, σε κάποιο σημείο ο κριτικός ανέφερε: «…ωστόσο οι θεατές φάνηκαν να το απολαμβάνουν». Κωδικοποιημένη φράση που σημαίνει: «… όπως και ο κριτικός». Οι κριτικοί δεν αναφέρονται ποτέ στην απόλαυση των θεατών, παρά μόνο αν τη συμμερίζονται. Παρά τη σκανδαλισμένη ευαισθησία τους, η ταινία τούς άρεσε».

Σχόλια

  1. Το έχω στην λίστα μου και θα ενδώσω. Αυτό που με ελκύει βλέποντας ταινίες και διαβάζοντας είναι οι μηχανισμοί που κάνουν την αφήγηση να λειτουργεί. Ξεκινάς να γράψεις ας πούμε ένα σενάριο, τρως τα μούτρα σου, και τότε κάνεις την εξής τραγική συνειδητοποίηση: ως καταναλωτής, δεν έχεις ιδεάς γιατί σου αρέσει κάτι, γιατί λειτουργεί κάτι και κάτι άλλο όχι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Sileon, συγγνώμη που είδα καθυστερημένα το σχόλιό σου. Να ενδώσεις, ναι. Είναι υπέροχο βιβλίο, ακόμα και στα πιο «τεχνικά» του κομμάτια.

      Έτσι ακριβώς είναι. Όπως θα σου πει και ο ΜακΚι υπάρχουν ελαχιστότατες περιπτώσεις μεγάλων δημιουργών που τα πράγματα μπορούν να δουλέψουν και άλλιως, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των έργων, οι μηχανισμοί που τα καθιστούν ελκυστικά, ή έστω λειτουργικά, στο κοινό είναι πολύ συγκεκριμένοι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».