Και πρέπει να γίνει 9 στις 10 φορές· αυτό ισχυρίζεται ο Ρόμπερτ ΜακΚί στην εμβριθή μελέτη του. Γιατί πολύ απλά, αν δεν παίξεις καλά το χαρτί σου τότε θα αποδειχθεί καμένο χαρτί. Τώρα με την καραντίνα όλοι οι επίδοξοι γραφιάδες θα στύψουν το μυαλό τους και την πέτρα για να μας δώσουν τα έργα τους – επίτηδες δεν αναφέρομαι στις άλλες τέχνες γιατί εκείνες χρειάζονται δεξιότητες, η γραφή όχι, τα ξέρουμε αυτά! «Αν το όνειρό σας είναι να συνθέσετε μουσική, θα λέγατε στον εαυτό σας: “Έχω ακούσει πολλές συμφωνίες… Επίσης παίζω πιάνο… Λέω να σκαρφιστώ μία το Σαββατοκύριακο”; Όχι. Όμως έτσι ακριβώς ξεκινούν αρκετοί σεναριογράφοι: “Έχω δει πολλές ταινίες, άλλες καλές και άλλες κακές… Έχω άριστα στα φιλολογικά… Πλησιάζουν και οι διακοπές…”» – και αν όλα πάνε καλά (που δεν θα πάνε) θα έχουμε να επιλέξουμε από ένα πλήθος αριστουργημάτων. Αλλά σκεφτείτε το λίγο, ποιος θα ήθελε να φύγει από μια επιβεβλημένη πλήξη για να πέσει σε μία άλλη; Να θυμάστε τούτο: η αύξηση στην αταλαντοσύνη είναι πάντα εκθετική.
ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ
(Προσφέροντας στον Τζακ μια κούπα)
Καλέ μου, θέλεις
αυτή την κούπα καφέ;
Οι θεατές βλέπουν ότι κρατάει μια κούπα καφέ· η χειρονομία λέει «τη θέλεις;»· η ηθοποιός αισθάνεται τον άλλο ως «καλό» της. Διαισθανόμενη πως ουκ εν τω πολλώ το ευ, η ηθοποιός θα στραφεί στον σκηνοθέτη και θα πει: «Λάρρυ, πρέπει πραγματικά να πω “Καλέ μου, θέλεις αυτή την κούπα;”. Θέλω να πω, αφού του τη δίνω, διάολε, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε απλά να κόψουμε την ατάκα;”». Η ατάκα κόβεται, η ηθοποιός βάζει φωτιά στην οθόνη προσφέροντας σιωπηλά την κούπα στον τύπο, ενώ ο σεναριογράφος ουρλιάζει: «Τσεκουρώνουν τους διαλόγους μου!».
(Προσφέροντας στον Τζακ μια κούπα)
Καλέ μου, θέλεις
αυτή την κούπα καφέ;
Οι θεατές βλέπουν ότι κρατάει μια κούπα καφέ· η χειρονομία λέει «τη θέλεις;»· η ηθοποιός αισθάνεται τον άλλο ως «καλό» της. Διαισθανόμενη πως ουκ εν τω πολλώ το ευ, η ηθοποιός θα στραφεί στον σκηνοθέτη και θα πει: «Λάρρυ, πρέπει πραγματικά να πω “Καλέ μου, θέλεις αυτή την κούπα;”. Θέλω να πω, αφού του τη δίνω, διάολε, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε απλά να κόψουμε την ατάκα;”». Η ατάκα κόβεται, η ηθοποιός βάζει φωτιά στην οθόνη προσφέροντας σιωπηλά την κούπα στον τύπο, ενώ ο σεναριογράφος ουρλιάζει: «Τσεκουρώνουν τους διαλόγους μου!».
Ο Ρόμπερτ ΜακΚί είναι πρωτίστως ένας δάσκαλος, και όπως συνήθως συμβαίνει, θα βρεθούν κάποιοι πικρόχολοι να πουν, χμμ άλλος ένας μέτριος σεναριογράφος έτοιμος να μας κουνήσει το δάχτυλο. Όμως, όπως ακριβώς υπάρχουν αριστουργηματικοί σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, μουσικοί, λογοτέχνες, ζωγράφοι, κ.α., με τον ίδιο τρόπο υπάρχουν και αριστουργηματικοί δάσκαλοι. Θέλω να πω, γιατί πάντα χαρακτηρίζουμε τους θεωρητικούς ως αποτυχημένους καλλιτέχνες, ενώ ποτέ, τους καλλιτέχνες ως αποτυχημένους δασκάλους (κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει και απευχόμαστε βαθιά); Από την άλλη, το καλό είναι ότι ούτε μία στιγμή δεν θα νιώσετε μαθητές (εκτός και αν το θελήσετε οι ίδιοι). Το εκτενές πολυσέλιδο βιβλίο του ΜακΚί, μας αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο γιατί η αφήγηση είναι το βασικότερο στοιχείο μιας ιστορίας. Και το διαπιστώνουμε έκπληκτοι στο τέλος, όταν θα έχουμε απολαύσει με κομμένη την ανάσα, την ιστορία που μας αφηγήθηκε – την ιστορία του πώς δημιουργούνται τα καλά σενάρια. Ίσως να σας φαίνεται χλωμή η πλοκή, αλλά η αφήγηση αποζημιώνει.
Ένα απόφθεγμα του αγαπημένου μου Λίχντενμπεργκ που ανακαλώ από μνήμης με μεγάλη ευκολία και απόλαυση είναι τούτο: «Ακόμα και αν το λιγουλάκι σου δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, λέγε το τουλάχιστον λιγουλάκι ιδιαίτερα» (καταλαβαίνω ότι η μαγεία του αποσπάσματος οφείλεται και στην εμπνευσμένη μετάφραση και χρήση των λέξεων «λιγουλάκι» και «ιδιαίτερο», θα μπορούσε να αποδοθεί και πιο περιφραστικά χάνοντας μέρος της ομορφιάς του). Ο λόγος που το αναφέρω εδώ είναι γιατί αναδεικνύει το προφανές, αν κάποιος κατέχει τα εργαλεία της τέχνης του, μπορεί να φτιάξει κάτι ουσιώδες, που δεν θα περίμενες να το πετύχει, βλέποντας τα αρχικά υλικά.
[…] «Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το σενάριο δεν είναι μυθιστόρημα. Οι συγγραφείς μπορούν να εισχωρούν άμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα των χαρακτήρων. Εμείς όχι. Άρα οι συγγραφείς μπορούν να ενδίδουν στην πολυτέλεια του εσωτερικού μονολόγου. Εμείς όχι. Ο συγγραφέας πρόζας μπορεί, αν το επιθυμεί, να βάλει τον χαρακτήρα του να περνά από μια βιτρίνα, να κοιτά μέσα και να θυμάται όλη την παιδική του ηλικία».
Ο ΜακΚί γνωρίζει ότι η σωστή αναλογία για ένα καλό σενάριο είναι 80% οπτικό αποτέλεσμα και 20% ηχητικό (διάλογοι). Οι αναλογίες αλλάζουν για το θεατρικό ή το μυθιστόρημα. Ωστόσο αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι η επιθυμία των αποδεκτών να απολαύσουν την αφήγηση. Και η αφηγηματολογία έχει κανόνες· ή για να το θέσω πιο ορθά, έχει μοτίβα. Όπως και στο σκάκι, το να ξέρεις τους κανόνες δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να αναγνωρίζεις και να χρησιμοποιείς επιδέξια τα μοτίβα που θα ολοκληρώσουν τον στόχο σου. Και πάλι, όπως στο σκάκι, η κινητήρια δύναμη είναι… η σύγκρουση! Από κει και πέρα το χάος. Αυτό το χάος λοιπόν, ο Ρόμπερτ ΜακΚί προσπαθεί να το αναδιατάξει και να μας το επιστρέψει με ένα εύτακτο τρόπο ώστε να καταλάβουμε λίγο καλύτερα πώς παίζεται το παιχνίδι.
Αρχικά, βλέποντας το βιβλίο θεωρείς ότι απευθύνεται σε σπουδαστές συγγραφής σεναρίου. Ύστερα, αντιλαμβάνεσαι ότι θα μπορούσε να δώσει κάποιες σημαντικές συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς λογοτεχνίας. Πολύ γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι άλλο· μια αφηγηματική σύνθεση γεμάτη χιούμορ, συγκίνηση, εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη, ευρηματικές σκέψεις, σημεία καμπής, ημι-κορυφώσεις, κορυφώσεις που δεν αποτελούν απλώς ψευδο-τίτλους κεφαλαίων, αλλά είναι ενεργά συνθετικά μέρη. Ένα λεκτικό στολίδι! Όσοι, βέβαια, αγαπάτε και τον κινηματογράφο, θα δείτε γνωστές και άγνωστες ταινίες να ξεδιπλώνονται μπροστά σας με έναν νέο τρόπο (όπως έλεγε και ένα ακόμα απόφθεγμα του Λίχτενπεργκ: «Να κοιτάς από παλιές τρύπες με νέα μάτια») που θα σας κάνει να εκτιμήσετε περισσότερο αυτή την σπουδαία τέχνη. Η σκαμπρόζικη μετάφραση είναι του Αντώνη Καλοκύρη, η επιμέλεια της Εύας Στεφανή, και η γενική σύνθεση, των εκδόσεων «Πατάκη». Στο τέλος του βιβλίου, περιλαμβάνονται ευρετήριο καθώς και εκτενής κατάλογος φιλμογραφίας ώστε να #μείνετε_σπίτι και να διαλέξετε ποια ταινία θα δείτε. Όλα στο πιάτο σάς τα δίνουμε πια – τα σνακ και λοιπά μπινελίκια (διπλής ανάγνωσης) να τα προσθέσετε μόνοι σας!
Συγχέοντας τις ιδιότητές μου, του θεατή/αναγνώστη και του κριτικού/τρομάρα μου, έχω να δηλώσω το εξής και ρίχνω οριστικά τίτλους τέλους.
[…] «Όμως σχεδόν σε κάθε κριτική που διάβασα, σε κάποιο σημείο ο κριτικός ανέφερε: «…ωστόσο οι θεατές φάνηκαν να το απολαμβάνουν». Κωδικοποιημένη φράση που σημαίνει: «… όπως και ο κριτικός». Οι κριτικοί δεν αναφέρονται ποτέ στην απόλαυση των θεατών, παρά μόνο αν τη συμμερίζονται. Παρά τη σκανδαλισμένη ευαισθησία τους, η ταινία τούς άρεσε».
Το έχω στην λίστα μου και θα ενδώσω. Αυτό που με ελκύει βλέποντας ταινίες και διαβάζοντας είναι οι μηχανισμοί που κάνουν την αφήγηση να λειτουργεί. Ξεκινάς να γράψεις ας πούμε ένα σενάριο, τρως τα μούτρα σου, και τότε κάνεις την εξής τραγική συνειδητοποίηση: ως καταναλωτής, δεν έχεις ιδεάς γιατί σου αρέσει κάτι, γιατί λειτουργεί κάτι και κάτι άλλο όχι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Sileon, συγγνώμη που είδα καθυστερημένα το σχόλιό σου. Να ενδώσεις, ναι. Είναι υπέροχο βιβλίο, ακόμα και στα πιο «τεχνικά» του κομμάτια.
ΔιαγραφήΈτσι ακριβώς είναι. Όπως θα σου πει και ο ΜακΚι υπάρχουν ελαχιστότατες περιπτώσεις μεγάλων δημιουργών που τα πράγματα μπορούν να δουλέψουν και άλλιως, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των έργων, οι μηχανισμοί που τα καθιστούν ελκυστικά, ή έστω λειτουργικά, στο κοινό είναι πολύ συγκεκριμένοι.