Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κάψε το σενάριο


Και πρέπει να γίνει 9 στις 10 φορές· αυτό ισχυρίζεται ο Ρόμπερτ ΜακΚί στην εμβριθή μελέτη του. Γιατί πολύ απλά, αν δεν παίξεις καλά το χαρτί σου τότε θα αποδειχθεί καμένο χαρτί. Τώρα με την καραντίνα όλοι οι επίδοξοι γραφιάδες θα στύψουν το μυαλό τους και την πέτρα για να μας δώσουν τα έργα τους – επίτηδες δεν αναφέρομαι στις άλλες τέχνες γιατί εκείνες χρειάζονται δεξιότητες, η γραφή όχι, τα ξέρουμε αυτά! «Αν το όνειρό σας είναι να συνθέσετε μουσική, θα λέγατε στον εαυτό σας: “Έχω ακούσει πολλές συμφωνίες… Επίσης παίζω πιάνο… Λέω να σκαρφιστώ μία το Σαββατοκύριακο”; Όχι. Όμως έτσι ακριβώς ξεκινούν αρκετοί σεναριογράφοι: “Έχω δει πολλές ταινίες, άλλες καλές και άλλες κακές… Έχω άριστα στα φιλολογικά… Πλησιάζουν και οι διακοπές…”» – και αν όλα πάνε καλά (που δεν θα πάνε) θα έχουμε να επιλέξουμε από ένα πλήθος αριστουργημάτων. Αλλά σκεφτείτε το λίγο, ποιος θα ήθελε να φύγει από μια επιβεβλημένη πλήξη για να πέσει σε μία άλλη; Να θυμάστε τούτο: η αύξηση στην αταλαντοσύνη είναι πάντα εκθετική.
 
ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ

(Προσφέροντας στον Τζακ μια κούπα)
Καλέ μου, θέλεις
αυτή την κούπα καφέ;


Οι θεατές βλέπουν ότι κρατάει μια κούπα καφέ· η χειρονομία λέει «τη θέλεις;»· η ηθοποιός αισθάνεται τον άλλο ως «καλό» της. Διαισθανόμενη πως ουκ εν τω πολλώ το ευ, η ηθοποιός θα στραφεί στον σκηνοθέτη και θα πει: «Λάρρυ, πρέπει πραγματικά να πω “Καλέ μου, θέλεις αυτή την κούπα;”. Θέλω να πω, αφού του τη δίνω, διάολε, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε απλά να κόψουμε την ατάκα;”». Η ατάκα κόβεται, η ηθοποιός βάζει φωτιά στην οθόνη προσφέροντας σιωπηλά την κούπα στον τύπο, ενώ ο σεναριογράφος ουρλιάζει: «Τσεκουρώνουν τους διαλόγους μου!». 
 
Ο Ρόμπερτ ΜακΚί είναι πρωτίστως ένας δάσκαλος, και όπως συνήθως συμβαίνει, θα βρεθούν κάποιοι πικρόχολοι να πουν, χμμ άλλος ένας μέτριος σεναριογράφος έτοιμος να μας κουνήσει το δάχτυλο. Όμως, όπως ακριβώς υπάρχουν αριστουργηματικοί σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, μουσικοί, λογοτέχνες, ζωγράφοι, κ.α., με τον ίδιο τρόπο υπάρχουν και αριστουργηματικοί δάσκαλοι. Θέλω να πω, γιατί πάντα χαρακτηρίζουμε τους θεωρητικούς ως αποτυχημένους καλλιτέχνες, ενώ ποτέ, τους καλλιτέχνες ως αποτυχημένους δασκάλους (κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει και απευχόμαστε βαθιά); Από την άλλη, το καλό είναι ότι ούτε μία στιγμή δεν θα νιώσετε μαθητές (εκτός και αν το θελήσετε οι ίδιοι). Το εκτενές πολυσέλιδο βιβλίο του ΜακΚί, μας αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο γιατί η αφήγηση είναι το βασικότερο στοιχείο μιας ιστορίας. Και το διαπιστώνουμε έκπληκτοι στο τέλος, όταν θα έχουμε απολαύσει με κομμένη την ανάσα, την ιστορία που μας αφηγήθηκε – την ιστορία του πώς δημιουργούνται τα καλά σενάρια. Ίσως να σας φαίνεται χλωμή η πλοκή, αλλά η αφήγηση αποζημιώνει.
 
Ένα απόφθεγμα του αγαπημένου μου Λίχντενμπεργκ που ανακαλώ από μνήμης με μεγάλη ευκολία και απόλαυση είναι τούτο: «Ακόμα και αν το λιγουλάκι σου δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, λέγε το τουλάχιστον λιγουλάκι ιδιαίτερα» (καταλαβαίνω ότι η μαγεία του αποσπάσματος οφείλεται και στην εμπνευσμένη μετάφραση και χρήση των λέξεων «λιγουλάκι» και «ιδιαίτερο», θα μπορούσε να αποδοθεί και πιο περιφραστικά χάνοντας μέρος της ομορφιάς του). Ο λόγος που το αναφέρω εδώ είναι γιατί αναδεικνύει το προφανές, αν κάποιος κατέχει τα εργαλεία της τέχνης του, μπορεί να φτιάξει κάτι ουσιώδες, που δεν θα περίμενες να το πετύχει, βλέποντας τα αρχικά υλικά.
 
[…] «Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το σενάριο δεν είναι μυθιστόρημα. Οι συγγραφείς μπορούν να εισχωρούν άμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα των χαρακτήρων. Εμείς όχι. Άρα οι συγγραφείς μπορούν να ενδίδουν στην πολυτέλεια του εσωτερικού μονολόγου. Εμείς όχι. Ο συγγραφέας πρόζας μπορεί, αν το επιθυμεί, να βάλει τον χαρακτήρα του να περνά από μια βιτρίνα, να κοιτά μέσα και να θυμάται όλη την παιδική του ηλικία».
 
Ο ΜακΚί γνωρίζει ότι η σωστή αναλογία για ένα καλό σενάριο είναι 80% οπτικό αποτέλεσμα και 20% ηχητικό (διάλογοι). Οι αναλογίες αλλάζουν για το θεατρικό ή το μυθιστόρημα. Ωστόσο αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι η επιθυμία των αποδεκτών να απολαύσουν την αφήγηση. Και η αφηγηματολογία έχει κανόνες· ή για να το θέσω πιο ορθά, έχει μοτίβα. Όπως και στο σκάκι, το να ξέρεις τους κανόνες δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να αναγνωρίζεις και να χρησιμοποιείς επιδέξια τα μοτίβα που θα ολοκληρώσουν τον στόχο σου. Και πάλι, όπως στο σκάκι, η κινητήρια δύναμη είναι… η σύγκρουση! Από κει και πέρα το χάος. Αυτό το χάος λοιπόν, ο Ρόμπερτ ΜακΚί προσπαθεί να το αναδιατάξει και να μας το επιστρέψει με ένα εύτακτο τρόπο ώστε να καταλάβουμε λίγο καλύτερα πώς παίζεται το παιχνίδι.
 
Αρχικά, βλέποντας το βιβλίο θεωρείς ότι απευθύνεται σε σπουδαστές συγγραφής σεναρίου. Ύστερα, αντιλαμβάνεσαι ότι θα μπορούσε να δώσει κάποιες σημαντικές συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς λογοτεχνίας. Πολύ γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι άλλο· μια αφηγηματική σύνθεση γεμάτη χιούμορ, συγκίνηση, εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη, ευρηματικές σκέψεις, σημεία καμπής, ημι-κορυφώσεις, κορυφώσεις που δεν αποτελούν απλώς ψευδο-τίτλους κεφαλαίων, αλλά είναι ενεργά συνθετικά μέρη. Ένα λεκτικό στολίδι! Όσοι, βέβαια, αγαπάτε και τον κινηματογράφο, θα δείτε γνωστές και άγνωστες ταινίες να ξεδιπλώνονται μπροστά σας με έναν νέο τρόπο (όπως έλεγε και ένα ακόμα απόφθεγμα του Λίχτενπεργκ: «Να κοιτάς από παλιές τρύπες με νέα μάτια») που θα σας κάνει να εκτιμήσετε περισσότερο αυτή την σπουδαία τέχνη. Η σκαμπρόζικη μετάφραση είναι του Αντώνη Καλοκύρη, η επιμέλεια της Εύας Στεφανή, και η γενική σύνθεση, των εκδόσεων «Πατάκη». Στο τέλος του βιβλίου, περιλαμβάνονται ευρετήριο καθώς και εκτενής κατάλογος φιλμογραφίας ώστε να #μείνετε_σπίτι και να διαλέξετε ποια ταινία θα δείτε. Όλα στο πιάτο σάς τα δίνουμε πια – τα σνακ και λοιπά μπινελίκια (διπλής ανάγνωσης) να τα προσθέσετε μόνοι σας! 
 

 
Συγχέοντας τις ιδιότητές μου, του θεατή/αναγνώστη και του κριτικού/τρομάρα μου, έχω να δηλώσω το εξής και ρίχνω οριστικά τίτλους τέλους.
 
[…] «Όμως σχεδόν σε κάθε κριτική που διάβασα, σε κάποιο σημείο ο κριτικός ανέφερε: «…ωστόσο οι θεατές φάνηκαν να το απολαμβάνουν». Κωδικοποιημένη φράση που σημαίνει: «… όπως και ο κριτικός». Οι κριτικοί δεν αναφέρονται ποτέ στην απόλαυση των θεατών, παρά μόνο αν τη συμμερίζονται. Παρά τη σκανδαλισμένη ευαισθησία τους, η ταινία τούς άρεσε».

Σχόλια

  1. Το έχω στην λίστα μου και θα ενδώσω. Αυτό που με ελκύει βλέποντας ταινίες και διαβάζοντας είναι οι μηχανισμοί που κάνουν την αφήγηση να λειτουργεί. Ξεκινάς να γράψεις ας πούμε ένα σενάριο, τρως τα μούτρα σου, και τότε κάνεις την εξής τραγική συνειδητοποίηση: ως καταναλωτής, δεν έχεις ιδεάς γιατί σου αρέσει κάτι, γιατί λειτουργεί κάτι και κάτι άλλο όχι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Sileon, συγγνώμη που είδα καθυστερημένα το σχόλιό σου. Να ενδώσεις, ναι. Είναι υπέροχο βιβλίο, ακόμα και στα πιο «τεχνικά» του κομμάτια.

      Έτσι ακριβώς είναι. Όπως θα σου πει και ο ΜακΚι υπάρχουν ελαχιστότατες περιπτώσεις μεγάλων δημιουργών που τα πράγματα μπορούν να δουλέψουν και άλλιως, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των έργων, οι μηχανισμοί που τα καθιστούν ελκυστικά, ή έστω λειτουργικά, στο κοινό είναι πολύ συγκεκριμένοι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Γελοιότητες

Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας» . 

Όντα και μη όντα

  Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24 , γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή « Ιστορίες της μέρας και της νύχτας » – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνετ