Θεέ μου, πόσες σελίδες ξόδεψες για να μην δούμε τι είναι το χιούμορ! Εξάλλου, το χιούμορ είναι μια θεότητα που κάποιοι την αντικρίζουν εμπρός τους εκστασιασμένοι και κάποιοι άλλοι βάρβαροι αρνούνται την ύπαρξή της. Επίσης, σας το έχω ξαναπεί από αυτό εδώ το ταπεινό μετερίζι: ποτέ μα ποτέ μην μπαίνετε σε κόντρα για το χιούμορ… όποιος έχει χιούμορ βγαίνει πάντα χαμένος – και με μηνύσεις στην πλάτη του! «Έτσι και ο Πιραντέλλο ως καλλιτέχνης, αποκρίνεται ότι η δουλειά του εργάτη της τέχνης δεν είναι άλλη από το να προσδιορίζει και να αναπαριστά ψυχικές εκφράσεις. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει «…ή εγώ δεν ξέρω να γράφω ή ο Croce δεν ξέρει να διαβάζει…», καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «…Όλα τούτα μου προκαλούν αληθινά τον οίκτο». Το συμπέρασμα βεβαίως, υποδηλώνει τη συνειδητοποίηση ότι η διαμάχη τους έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα ακαδημαϊκά πλαίσια και ότι κινδυνεύουν να γίνουν και οι δύο ο περίγελος των πάντων, δεδομένου ότι βρίσκονται πλησίον του να αποτελέσουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του χιούμορ». Πέρα από την πλάκα, τι είναι τελικά το κατά Πιραντέλλο χιούμορ; Στα εξαίσια βιβλία του νιώθουμε κάθε τόσο ότι το αντιλαμβανόμαστε με ευκολία αλλά μπορούμε να το απομονώσουμε και να το εξετάσουμε εργαστηριακά; Σίγουρα, μέσα σε έναν ξενιστή-αναγνώστη λειτουργεί πολύ καλύτερα απ’ ό,τι σε αποστειρωμένα κριτικά εργαστήρια.
Το ανά χείρας βιβλίο έχει 465 σελίδες, εκ των οποίων οι 95 είναι βιβλιογραφία, οι 76 εισαγωγή ενώ οι υποσημειώσεις φτάνουν το ιλιγγιώδες νούμερο 656! Μέσα σε όλες αυτές τις σελίδες, ο ορισμός του χιούμορ του Πιραντέλλο δίνεται εντελώς σχηματικά – με μια υπέροχη εικόνα όμως, που θα περιγράψω παρακάτω – σε μόλις δυο παραγράφους! Εξού και το ξόδεμα που ανέφερα πιο πάνω· ωστόσο, το βιβλίο του Πιραντέλλο είναι μια μελέτη περί αισθητικής με σκοπό την διεκδίκηση μίας θέσης καθηγητή σε κάποιο πανεπιστήμιο. Περιέχει συγκαιρινές του φιλοσοφικές διαμάχες με διανοητικούς αντιπάλους που απασχόλησαν τον τύπο της εποχής, καθώς και μία οπισθοπορία στους αιώνες ώστε να ισχυροποιήσει την συλλογιστική του για το χιούμορ. Μέσα εκεί λοιπόν, ο αναγνώστης θα βρει κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις μεν, αλλά μαζί και χιλιάδες αναφορές σε άγνωστα έργα και συμπεράσματα φιλοσοφικών μελετών που εν πολλοίς αγνοεί, και ο Πιραντέλλο δεν μπαίνει και πολύ στο κόπο να επεξηγήσει. Τι μας πέρασες ρε Πιραντέλλο, διανοούμενους; Σερβιτόροι δουλεύουμε! Έκανα δεκάδες αναζητήσεις σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία για να δω αν υπάρχουν μεταφρασμένοι κάποιοι συγγραφείς που μου κίνησαν το ενδιαφέρον και δεν βρήκα κανέναν. Μου κόπηκε το γέλιο απότομα!
«Το μόνο που επιθυμώ να πράξω σε τούτο το πρώτο μέρος της δουλειάς μου, είναι ν’ αντιτεθώ σε όσους προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι το χιούμορ αποτελεί ένα φαινόμενο αποκλειστικά μοντέρνο και σχεδόν προνόμιο των αγγλογερμανικών λαών». Ο Πιραντέλλο χωρίζει το χιούμορ σε εκείνο με την γενική έννοια (ειρωνεία, σάτιρα, παρωδία, τεχνικές, εκφάνσεις και υποείδη της κωμικότητας) που μπορείς να συναντήσεις σε πολλούς – το οποίο μπορεί να αποδώσει μέχρι και στον Αριστοφάνη – και σε εκείνο με την ειδική έννοια (που θα μας αποκαλύψει πολύ αργότερα) που μπορείς να συναντήσεις σε μια χούφτα συγγραφείς – το οποίο, αν πάμε πολύ πίσω, θα το απέδιδε αυτή την φορά στον Σωκράτη. Επίσης, μέσα στην έρευνά του κάνει μια ωραία επισήμανση, αποδίδοντας τα credits σε αυτόν που την διατύπωσε, που αφορά στον τρόπο που ο καθένας μας βλέπει την γλώσσα του· επικρίνει δηλαδή τους συμπατριώτες του που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το χιούμορ (με την ειδική έννοια, το αληθινό) στους Ιταλούς συγγραφείς ενώ το αναγνωρίζουν στους άλλους, που ίσως και να υπάρχει σε υποδεέστερη και ατελή μορφή. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα το ίδιο μένουν! Δεν μπορώ να αντισταθώ και να μην αντιγράψω αυτό το εκπληκτικό απόσπασμα.
[…] «Υπάρχει – λέει ο Pascoli – σε κάθε γλώσσα και σε κάθε λογοτεχνία, ένα ιδιαίτερο quid που δεν δύναται να μεταφραστεί και που λίγοι μπορούν να κατανοήσουν βαθιά στην γλώσσα και τη λογοτεχνία τους, ενώ αντίθετα μπορούν να το διαγνώσουν σ’ εκείνες των άλλων λαών. Η κάθε ξένη γλώσσα, ακόμα και αυτές που δεν γνωρίζετε, σας χτυπά στο αυτί πιο εύηχα από τη δική σας. Ένα ξένο διήγημα ή ποίημα φαντάζει πιο ωραίο, ακόμα και αν είναι πολύ πιο μέτριο από πολλά δικά μας δημιουργήματα. Η εντύπωσή μας γίνεται ακόμα πιο ζωηρή, όταν στα διηγήματα διατηρείται το εθνικό στοιχείο. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, μην σκεφτείτε ότι και η δική μας γλώσσα και λογοτεχνία δεν παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον στους άλλους, όπως ακριβώς και των άλλων σ’ εμάς».
Το κατά Πιραντέλλο χιούμορ λοιπόν, το αληθινό, το πρωτογενές – γιατί το κούρασα και εγώ με την φλυαρία! – δίνεται σχηματικά με την εξής εικόνα: φανταστείτε μία ηλικιωμένη γυναίκα που φοράει στενά νεανικά ρούχα, έχει βαμμένα έντονα νύχια, βαμμένα μαλλιά, κλπ. Φυσικά, βγαίνει… και σε άντρα, μην μου κολλήσετε εκεί. Πόσους τέτοιους ανθρώπους δεν έχουμε συναντήσει σε λεωφορεία! Η πρώτη αντίδραση είναι το αυθόρμητο γέλιο, μια επιφανειακή κατάσταση, το επίπεδο της κωμικότητας, δηλαδή. Το χιούμορ θα γεννηθεί μόλις γεννηθεί μέσα μας το επονομαζόμενο αίσθημα της αντίθεσης, η περίσκεψη που θα μετατρέψει την παραπάνω εικόνα που αποτελεί την αντίληψη της αντίθεσης, σε κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει. Όταν δηλαδή στοχαστούμε πάνω στους λόγους που κάνουν αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα να συμπεριφέρεται με αυτόν τον, αρχικά κωμικό, τρόπο. Η κινητήρια δύναμη του χιούμορ για τον Πιραντέλλο κρύβεται μέσα στο υπέροχο απόφθεγμα του Τζορντάνο Μπρούνο (που ο Πιραντέλλο θεωρούσε και δεν θεωρούσε αληθινό χιουμοριστή συγγραφέα): «In tristitia hilaris, in hilaritate tristis» («Ιλαρός στη θλίψη, θλιμμένος στην ιλαρότητα»)!
Το δοκίμιο του Πιραντέλλο είναι σπουδαίο για την τόλμη του αλλά και βαρετό σε αρκετά σημεία του μέχρι να κορυφώσει την συλλογιστική του, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω (ακαδημαϊκή διατριβή, έλλειψη πηγών, φιλολογικές κόντρες, κλπ). Από την άλλη, γίνεται και διασκεδαστικό γιατί τα χώνει στους διανοητικούς αντιπάλους του με το γάντι – απαραίτητο αυτή την εποχή – αλλά καμιά φορά και χωρίς αυτό για να ακουστεί καλύτερα η σφαλιάρα! Ωστόσο, η μελέτη της Κατερίνας Κωστίου περιλαμβάνει την βασική γραμμή της χιουμοριστικής θεωρίας του Πιραντέλλο, συν άλλες οπτικές που αφορούν στην ποιητική της ανατροπής – το βιβλίο της, πάντως, έτσι όπως είναι δομημένο μοιάζει περισσότερο με σημειώσεις που θα διάβαζε ένας φοιτητής και όχι με διατριβή που θα κατέθετε κάποιος για διεκδίκηση καθηγητικής θέσης. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να μειώσω την δουλειά της Κωστίου, είναι αξιανάγνωστη μελέτη, εξάλλου σε αυτήν θα επιστρέφω και γω από δω και πέρα, απλώς θέλω να καταδείξω σχηματικά το υποτιθέμενο κοινό που θα τραβούσε η μια και η άλλη μελέτη· ελπίζω να γίνομαι σαφής, αν ρίξετε μια ματιά στα περιεχόμενα θα καταλάβετε τις διαφορές. Επίσης, παρότι και τα δυο είναι εξαντλημένα, το πιθανότερο να βρείτε κάποιο είναι η μελέτη της Κωστίου – εγώ την βρήκα με σχετική άνεση στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης πέρυσι.
Η έκδοση από το «Πολύτροπον» είναι αισθητικά όμορφη και πολύ εμπεριστατωμένη. Η μετάφραση και η εκτενής εισαγωγή (αξίζει να διαβαστεί δυο φορές, καθώς συνοψίζει κάθε κεφάλαιο της μελέτης και σας κατευθύνει ανάλογα με το τι θέλετε να διαβάσετε κάθε φορά) ανήκουν στην Ελίνα Νταρακλίτσα και είναι πολύ καλές. Παρόλα αυτά, μια μικρή επιμέλεια, θα εξάλειφε κάτι χαζά λαθάκια (ας πούμε, σε όλο το κείμενο όπου αναφέρεται η λέξη «πάραυτα» υπονοείται η λέξη «παρόλα αυτά», το καταλαβαίνεις από το νόημα ή την έλλειψή του, ίσως να πρόκειται για μια βιαστική αντικατάσταση λέξης· και κάτι άλλα ψιλά που δεν ενοχλούν και ιδιαίτερα). Το δοκίμιο γράφτηκε μεταξύ 1907-1908, αφότου είχε γράψει το βιβλίο του «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» που το θεωρούσε το επιστέγασμα της θεωρίας του για το χιούμορ. Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να το διαβάσετε όλοι, προσπαθώντας να καταλάβετε πώς λειτουργεί αυτό το αίσθημα της αντίθεσης. Για να σας βοηθήσω λίγο ακόμα θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα τον Δον Κιχώτη, το πλέον αναγνωρίσιμο έργο του στο δοκίμιο του – μας φλόμωσε στο ανθυπο-namedropping ο Λουίτζι, δεν φταίω εγώ!
[…] «Αφού θα έχουμε ολοκληρώσει την πρώτη ανάγνωση και θα έχουμε σχηματίσει την πρώτη εικόνα, θα δώσουμε προσοχή στο συναίσθημα που μας διακατέχει εκείνη την στιγμή έτσι ώστε να αντιληφθούμε πώς ακριβώς επιθυμούσε να μας συγκινήσει ο συγγραφέας. Ποια είναι η συναισθηματική μας κατάσταση; Θα θέλαμε να γελάσουμε με όλα τα εναπομείναντα κωμικά στοιχεία της παρουσίας του καημενούλη παράφρονα που επικαλύπτει τον εαυτό και τους άλλους με την μάσκα της τρέλας. Θα θέλαμε να γελάσουμε, αλλά το γέλιο μας δεν είναι πηγαίο και ειλικρινές. Αισθανόμαστε ότι κάτι το διαταράσσει και το παρενοχλεί. Και αυτό το κάτι είναι το δίσημο συναίσθημα του οίκτου και του θαυμασμού. Μολονότι οι ηρωικές περιπέτειες του καημένου ιδαλγού είναι γελοιότατες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σε όλη του τη γελοιότητα είναι αληθινά ηρωικός».
Υ.Γ. 2666 Ευχαριστώ πολύ τη φίλη Rosa Mund που μου το έκανε δώρο, όπως και το «Σενάριο» που παρουσίασα τις προάλλες. Ενώ όμως το «Σενάριο» θα το έβρισκα σχετικά εύκολα και μόνος μου, ετούτο εδώ δεν θα το έβρισκα με τίποτα· και είναι κρίμα να μην μπορεί κάποιος να βρει το χιούμορ… ίσως ακόμα πιο θλιβερό από το να το είχε βρει κάποτε και τώρα να το έχασε!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.