Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γελάσαμε πάλι


Θεέ μου, πόσες σελίδες ξόδεψες για να μην δούμε τι είναι το χιούμορ! Εξάλλου, το χιούμορ είναι μια θεότητα που κάποιοι την αντικρίζουν εμπρός τους εκστασιασμένοι και κάποιοι άλλοι βάρβαροι αρνούνται την ύπαρξή της. Επίσης, σας το έχω ξαναπεί από αυτό εδώ το ταπεινό μετερίζι: ποτέ μα ποτέ μην μπαίνετε σε κόντρα για το χιούμορ… όποιος έχει χιούμορ βγαίνει πάντα χαμένος – και με μηνύσεις στην πλάτη του! «Έτσι και ο Πιραντέλλο ως καλλιτέχνης, αποκρίνεται ότι η δουλειά του εργάτη της τέχνης δεν είναι άλλη από το να προσδιορίζει και να αναπαριστά ψυχικές εκφράσεις. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει «…ή εγώ δεν ξέρω να γράφω ή ο Croce δεν ξέρει να διαβάζει…», καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «…Όλα τούτα μου προκαλούν αληθινά τον οίκτο». Το συμπέρασμα βεβαίως, υποδηλώνει τη συνειδητοποίηση ότι η διαμάχη τους έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα ακαδημαϊκά πλαίσια και ότι κινδυνεύουν να γίνουν και οι δύο ο περίγελος των πάντων, δεδομένου ότι βρίσκονται πλησίον του να αποτελέσουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του χιούμορ». Πέρα από την πλάκα, τι είναι τελικά το κατά Πιραντέλλο χιούμορ; Στα εξαίσια βιβλία του νιώθουμε κάθε τόσο ότι το αντιλαμβανόμαστε με ευκολία αλλά μπορούμε να το απομονώσουμε και να το εξετάσουμε εργαστηριακά; Σίγουρα, μέσα σε έναν ξενιστή-αναγνώστη λειτουργεί πολύ καλύτερα απ’ ό,τι σε αποστειρωμένα κριτικά εργαστήρια.

Το ανά χείρας βιβλίο έχει 465 σελίδες, εκ των οποίων οι 95 είναι βιβλιογραφία, οι 76 εισαγωγή ενώ οι υποσημειώσεις φτάνουν το ιλιγγιώδες νούμερο 656! Μέσα σε όλες αυτές τις σελίδες, ο ορισμός του χιούμορ του Πιραντέλλο δίνεται εντελώς σχηματικά – με μια υπέροχη εικόνα όμως, που θα περιγράψω παρακάτω – σε μόλις δυο παραγράφους! Εξού και το ξόδεμα που ανέφερα πιο πάνω· ωστόσο, το βιβλίο του Πιραντέλλο είναι μια μελέτη περί αισθητικής με σκοπό την διεκδίκηση μίας θέσης καθηγητή σε κάποιο πανεπιστήμιο. Περιέχει συγκαιρινές του φιλοσοφικές διαμάχες με διανοητικούς αντιπάλους που απασχόλησαν τον τύπο της εποχής, καθώς και μία οπισθοπορία στους αιώνες ώστε να ισχυροποιήσει την συλλογιστική του για το χιούμορ. Μέσα εκεί λοιπόν, ο αναγνώστης θα βρει κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις μεν, αλλά μαζί και χιλιάδες αναφορές σε άγνωστα έργα και συμπεράσματα φιλοσοφικών μελετών που εν πολλοίς αγνοεί, και ο Πιραντέλλο δεν μπαίνει και πολύ στο κόπο να επεξηγήσει. Τι μας πέρασες ρε Πιραντέλλο, διανοούμενους; Σερβιτόροι δουλεύουμε! Έκανα δεκάδες αναζητήσεις σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία για να δω αν υπάρχουν μεταφρασμένοι κάποιοι συγγραφείς που μου κίνησαν το ενδιαφέρον και δεν βρήκα κανέναν. Μου κόπηκε το γέλιο απότομα! 

«Το μόνο που επιθυμώ να πράξω σε τούτο το πρώτο μέρος της δουλειάς μου, είναι ν’ αντιτεθώ σε όσους προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι το χιούμορ αποτελεί ένα φαινόμενο αποκλειστικά μοντέρνο και σχεδόν προνόμιο των αγγλογερμανικών λαών». Ο Πιραντέλλο χωρίζει το χιούμορ σε εκείνο με την γενική έννοια (ειρωνεία, σάτιρα, παρωδία, τεχνικές, εκφάνσεις και υποείδη της κωμικότητας) που μπορείς να συναντήσεις σε πολλούς – το οποίο μπορεί να αποδώσει μέχρι και στον Αριστοφάνη – και σε εκείνο με την ειδική έννοια (που θα μας αποκαλύψει πολύ αργότερα) που μπορείς να συναντήσεις σε μια χούφτα συγγραφείς – το οποίο, αν πάμε πολύ πίσω, θα το απέδιδε αυτή την φορά στον Σωκράτη. Επίσης, μέσα στην έρευνά του κάνει μια ωραία επισήμανση, αποδίδοντας τα credits σε αυτόν που την διατύπωσε, που αφορά στον τρόπο που ο καθένας μας βλέπει την γλώσσα του· επικρίνει δηλαδή τους συμπατριώτες του που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το χιούμορ (με την ειδική έννοια, το αληθινό) στους Ιταλούς συγγραφείς ενώ το αναγνωρίζουν στους άλλους, που ίσως και να υπάρχει σε υποδεέστερη και ατελή μορφή. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα το ίδιο μένουν! Δεν μπορώ να αντισταθώ και να μην αντιγράψω αυτό το εκπληκτικό απόσπασμα. 

[…] «Υπάρχει – λέει ο Pascoli – σε κάθε γλώσσα και σε κάθε λογοτεχνία, ένα ιδιαίτερο quid που δεν δύναται να μεταφραστεί και που λίγοι μπορούν να κατανοήσουν βαθιά στην γλώσσα και τη λογοτεχνία τους, ενώ αντίθετα μπορούν να το διαγνώσουν σ’ εκείνες των άλλων λαών. Η κάθε ξένη γλώσσα, ακόμα και αυτές που δεν γνωρίζετε, σας χτυπά στο αυτί πιο εύηχα από τη δική σας. Ένα ξένο διήγημα ή ποίημα φαντάζει πιο ωραίο, ακόμα και αν είναι πολύ πιο μέτριο από πολλά δικά μας δημιουργήματα. Η εντύπωσή μας γίνεται ακόμα πιο ζωηρή, όταν στα διηγήματα διατηρείται το εθνικό στοιχείο. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, μην σκεφτείτε ότι και η δική μας γλώσσα και λογοτεχνία δεν παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον στους άλλους, όπως ακριβώς και των άλλων σ’ εμάς».
 
Το κατά Πιραντέλλο χιούμορ λοιπόν, το αληθινό, το πρωτογενές – γιατί το κούρασα και εγώ με την φλυαρία! – δίνεται σχηματικά με την εξής εικόνα: φανταστείτε μία ηλικιωμένη γυναίκα που φοράει στενά νεανικά ρούχα, έχει βαμμένα έντονα νύχια, βαμμένα μαλλιά, κλπ. Φυσικά, βγαίνει… και σε άντρα, μην μου κολλήσετε εκεί. Πόσους τέτοιους ανθρώπους δεν έχουμε συναντήσει σε λεωφορεία! Η πρώτη αντίδραση είναι το αυθόρμητο γέλιο, μια επιφανειακή κατάσταση, το επίπεδο της κωμικότητας, δηλαδή. Το χιούμορ θα γεννηθεί μόλις γεννηθεί μέσα μας το επονομαζόμενο αίσθημα της αντίθεσης, η περίσκεψη που θα μετατρέψει την παραπάνω εικόνα που αποτελεί την αντίληψη της αντίθεσης, σε κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει. Όταν δηλαδή στοχαστούμε πάνω στους λόγους που κάνουν αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα να συμπεριφέρεται με αυτόν τον, αρχικά κωμικό, τρόπο. Η κινητήρια δύναμη του χιούμορ για τον Πιραντέλλο κρύβεται μέσα στο υπέροχο απόφθεγμα του Τζορντάνο Μπρούνο (που ο Πιραντέλλο θεωρούσε και δεν θεωρούσε αληθινό χιουμοριστή συγγραφέα): «In tristitia hilaris, in hilaritate tristis» («Ιλαρός στη θλίψη, θλιμμένος στην ιλαρότητα»)! 


Το δοκίμιο του Πιραντέλλο είναι σπουδαίο για την τόλμη του αλλά και βαρετό σε αρκετά σημεία του μέχρι να κορυφώσει την συλλογιστική του, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω (ακαδημαϊκή διατριβή, έλλειψη πηγών, φιλολογικές κόντρες, κλπ). Από την άλλη, γίνεται και διασκεδαστικό γιατί τα χώνει στους διανοητικούς αντιπάλους του με το γάντι – απαραίτητο αυτή την εποχή – αλλά καμιά φορά και χωρίς αυτό για να ακουστεί καλύτερα η σφαλιάρα! Ωστόσο, η μελέτη της Κατερίνας Κωστίου περιλαμβάνει την βασική γραμμή της χιουμοριστικής θεωρίας του Πιραντέλλο, συν άλλες οπτικές που αφορούν στην ποιητική της ανατροπής – το βιβλίο της, πάντως, έτσι όπως είναι δομημένο μοιάζει περισσότερο με σημειώσεις που θα διάβαζε ένας φοιτητής και όχι με διατριβή που θα κατέθετε κάποιος για διεκδίκηση καθηγητικής θέσης. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να μειώσω την δουλειά της Κωστίου, είναι αξιανάγνωστη μελέτη, εξάλλου σε αυτήν θα επιστρέφω και γω από δω και πέρα, απλώς θέλω να καταδείξω σχηματικά το υποτιθέμενο κοινό που θα τραβούσε η μια και η άλλη μελέτη· ελπίζω να γίνομαι σαφής, αν ρίξετε μια ματιά στα περιεχόμενα θα καταλάβετε τις διαφορές. Επίσης, παρότι και τα δυο είναι εξαντλημένα, το πιθανότερο να βρείτε κάποιο είναι η μελέτη της Κωστίου – εγώ την βρήκα με σχετική άνεση στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης πέρυσι. 

Η έκδοση από το «Πολύτροπον» είναι αισθητικά όμορφη και πολύ εμπεριστατωμένη. Η μετάφραση και η εκτενής εισαγωγή (αξίζει να διαβαστεί δυο φορές, καθώς συνοψίζει κάθε κεφάλαιο της μελέτης και σας κατευθύνει ανάλογα με το τι θέλετε να διαβάσετε κάθε φορά) ανήκουν στην Ελίνα Νταρακλίτσα και είναι πολύ καλές. Παρόλα αυτά, μια μικρή επιμέλεια, θα εξάλειφε κάτι χαζά λαθάκια (ας πούμε, σε όλο το κείμενο όπου αναφέρεται η λέξη «πάραυτα» υπονοείται η λέξη «παρόλα αυτά», το καταλαβαίνεις από το νόημα ή την έλλειψή του, ίσως να πρόκειται για μια βιαστική αντικατάσταση λέξης· και κάτι άλλα ψιλά που δεν ενοχλούν και ιδιαίτερα). Το δοκίμιο γράφτηκε μεταξύ 1907-1908, αφότου είχε γράψει το βιβλίο του «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» που το θεωρούσε το επιστέγασμα της θεωρίας του για το χιούμορ. Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να το διαβάσετε όλοι, προσπαθώντας να καταλάβετε πώς λειτουργεί αυτό το αίσθημα της αντίθεσης. Για να σας βοηθήσω λίγο ακόμα θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα τον Δον Κιχώτη, το πλέον αναγνωρίσιμο έργο του στο δοκίμιο του – μας φλόμωσε στο ανθυπο-namedropping ο Λουίτζι, δεν φταίω εγώ! 

[…] «Αφού θα έχουμε ολοκληρώσει την πρώτη ανάγνωση και θα έχουμε σχηματίσει την πρώτη εικόνα, θα δώσουμε προσοχή στο συναίσθημα που μας διακατέχει εκείνη την στιγμή έτσι ώστε να αντιληφθούμε πώς ακριβώς επιθυμούσε να μας συγκινήσει ο συγγραφέας. Ποια είναι η συναισθηματική μας κατάσταση; Θα θέλαμε να γελάσουμε με όλα τα εναπομείναντα κωμικά στοιχεία της παρουσίας του καημενούλη παράφρονα που επικαλύπτει τον εαυτό και τους άλλους με την μάσκα της τρέλας. Θα θέλαμε να γελάσουμε, αλλά το γέλιο μας δεν είναι πηγαίο και ειλικρινές. Αισθανόμαστε ότι κάτι το διαταράσσει και το παρενοχλεί. Και αυτό το κάτι είναι το δίσημο συναίσθημα του οίκτου και του θαυμασμού. Μολονότι οι ηρωικές περιπέτειες του καημένου ιδαλγού είναι γελοιότατες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σε όλη του τη γελοιότητα είναι αληθινά ηρωικός».


Υ.Γ. 2666 Ευχαριστώ πολύ τη φίλη Rosa Mund που μου το έκανε δώρο, όπως και το «Σενάριο» που παρουσίασα τις προάλλες. Ενώ όμως το «Σενάριο» θα το έβρισκα σχετικά εύκολα και μόνος μου, ετούτο εδώ δεν θα το έβρισκα με τίποτα· και είναι κρίμα να μην μπορεί κάποιος να βρει το χιούμορ… ίσως ακόμα πιο θλιβερό από το να το είχε βρει κάποτε και τώρα να το έχασε!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».