Καλέ μην τσιμπάτε, clickbait είναι ο τίτλος. Σιγά μην μιλούσα για την υπερεκτιμημένη λογοτεχνική μπούρδα του Καμπρέ που μπορούσε να πάει 500 χρόνια μπρος πίσω μες στην ίδια πρόταση – και μεις πήγαμε 500 χρόνια πίσω με την πανδημία αλλά δεν το κάνουμε και θέμα! Στον αντίποδα, ευτυχώς να λέμε που έχουμε συγγραφείς όπως ο Τζόυς και μπορούμε να κοιτάμε λογοτεχνικά μπροστά για καμιά 200αριά χρόνια ακόμα. Εκατό και βάλε χρόνια έχουν περάσει και ακόμα προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τα ίδια δίχτυα που πάλευε και ο Τζόυς: την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια – συν την πανδημία! Τι θα γίνει με μας, δεν ξέρω. «– Έννοια σας και θα τα θυμάται όλα αυτά όταν θα μεγαλώσει! είπε η Ντάντη με έξαψη. Τα λόγια που άκουσε κατά του Θεού και της θρησκείας και των ιερέων, μες στο ίδιο του το σπίτι! – Ας θυμάται επίσης, της φώναξε ο κύριος Κέισυ από την άλλη άκρη του τραπεζιού, τα λόγια που είπανε για τον Παρνέλ οι παπάδες και τα τσιράκια τους, τα λόγια που του ράγισαν την καρδιά και τον έστειλαν τελικά στον τάφο! Ας τα θυμάται κι αυτά όταν μεγαλώσει!» Μνημονικό που είχε ο πούστης, τίποτα δεν ξέχασε!
Αυτά διαμείφθηκαν στο εναρκτήριο κεφάλαιο του «Πορτραίτου του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία», όταν ο Στήβεν ήταν πολύ μικρός για να συμμετέχει αλλά αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνει, γύρω από ένα τυπικό ιρλανδέζικο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που σε τίποτα δεν διαφέρει, πιστέψτε με, από ένα τυπικό ελληνικό πασχαλιάτικο τραπέζι – γι’ αυτό μην κλαίγεστε, μεγάλη κωλοφαρδία το φετινό Πάσχα! Πρώτα απ’ όλα θέλω να κάνω την δική μου εξομολόγηση, μέρες άγιες που είναι: κάθε φορά που διαβάζω Τζόυς, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί από την πλειονότητα των αναγνωστών θεωρείται δύσκολος συγγραφέας. Κατανοώ, φυσικά, κάποιες καινοτόμες αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί (έχουμε δει πάμπολλες από πάμπολλους) αλλά είναι ένας συγγραφέας τόσο σαρωτικός, με τέτοια δυναμική και απόλυτη αίσθηση για το πώς πρέπει να τοποθετηθούν οι λέξεις για να δώσουν το μέγιστο αισθητικό αποτέλεσμα, που σε παρασέρνει εντελώς χωρίς να σου αφήνει το περιθώριο να αμφιβάλεις. «Ήταν η ισορροπία και το ζύγιασμα της ίδιας της φράσης».
Πάντοτε πίστευα ότι το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία» είναι, κατά έναν μυστήριο τρόπο, πιο δύσκολο κείμενο από τον «Οδυσσέα» – και μετά την δεύτερη ανάγνωση εξακολουθώ να το πιστεύω. Ο «Οδυσσέας» αν εξαιρέσεις κάποιες τεχνικές καινοτομίες που πλέον ένας επαρκής αναγνώστης έχει διαβάσει αρκετά βιβλία ώστε να τις προσπελάσει με σχετική ευκολία, είναι ένα κατεξοχήν αστείο βιβλίο, κατά δήλωση και του συγγραφέα του. Στον αντίποδα, το «Πορτραίτο…» είναι ένα κρυπτικό κείμενο, θλιμμένο, εσωτερικευμένο, αμφίθυμο. Αυτό μπορείτε να το αντιληφθείτε εύκολα αν συγκρίνετε τα 3 πρώτα κεφάλαια του «Οδυσσέα» – που αποτελούν, ας πούμε, συνέχεια του «Πορτραίτου…» – καθώς και κάποιες ακόμα σποραδικές εμφανίσεις του Στήβεν, με τον ευφρόσυνο χαρακτήρα του Λεοπόλδου Μπλουμ που καταλαμβάνει το υπόλοιπο βιβλίο, παρά τις κακουχίες που περνάει και αυτός. Προσωπικά, αγαπώ πολύ και την πιο χαρούμενη εκδοχή του «Πορταίτου…», το προσχέδιό του, όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο «Στήβεν ο ήρωας». Αν και το προσχέδιο υπολείπεται καλλιτεχνικά έναντι του μεταγενέστερου κειμένου, θα άξιζε κάποιος αναγνώστης να τα διαβάσει και τα δύο. Πολλά ζητάω, θα μου πείτε!
Στο ψητό λοιπόν (όχι το αρνί, ρε!), πρόκειται για ένα καλλιτέχνη σε σύγχυση – προσοχή, όχι συγγραφέα σε σύγχυση, από δαύτους έχουμε πολλούς δεν θέλουμε άλλους! Είναι ένας ήρωας προς την μετάβαση στην ωριμότητα και στην καλλιτεχνική (πνευματική) πλήρωση – αυτό που με λογοτεχνικούς όρους, ονομάζουμε Bildungsroman και Kunstlerroman αντίστοιχα, όπως σημειώνει ο μεταφραστής Άρης Μπερλής στην εισαγωγή του. Αυτή η μετάβαση μεταφράζεται με όρους τοκετού και απίστευτες ωδίνες ή για να το δώσω με πιο επίκαιρο παράδειγμα – έχοντας διαβάσει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή – φτάνει σε μας μέσω του ρητορικού σχήματος των Μεγάλων Παθών: προδοσία, Γολγοθάς, σταύρωση, ανάσταση, ανάληψη στους ουρανούς. «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;» Αλλά ποια ακριβώς ψυχή; Σε πόσα κουκούλια ψυχών κρύβεται η πραγματική του ψυχή και πώς θα καταλάβει ο κάτοχός της πότε έφτασε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της; Αυτή η συνθήκη είναι συνηθισμένη στη ψυχοσύνθεση των εφήβων γι’ αυτό και σίγουρα θα γοητευτούν από ένα τέτοιο κείμενο. Αλλά ο καθένας μας μπορεί να γοητευτεί, ανά πάσα στιγμή, σε κάθε περίοδο της ζωής, είτε βλέπει ότι οι περιστάσεις μάς αλλάζουν και εμείς αλλάζουμε σε αυτές είτε απλώς ότι οι περιστάσεις αλλάζουν κι εμείς αλλάζουμε μαζί τους. «Ήταν μόνος. Ήταν απαρατήρητος, ευτυχής, κοντά στην άγρια καρδιά της ζωής» – καταδικάζουμε την Λισπέκτορ απ’ όπου κι αν προέρχεται!
Το βιβλίο του Τζόυς όμως είναι πολύ απαιτητικό, και ας προμοτάρεται, σε κάποιο βαθμό, ως εφηβικό ανάγνωσμα. Δεν είναι σε καμία περίπτωση Σάλιντζερ ή Λουίς Σεπούλβεδα που έγραφε παραμυθάκια για μικρούς και μικρομέγαλους αναγνώστες. Είναι μια μέγγενη θλίψης αγκαλιά με μία μέγγενη υψηλής λογοτεχνίας. Μην σας ξεγελάσει το πρώτο κεφάλαιο που είναι γραμμένο από την οπτική ενός μικρού αγοριού. Η σχέση του ήρωα με τον θεό και την θρησκεία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, χαρίζοντάς μας ανεπανάληπτες δραματικές συγκρούσεις, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα γοήτευε έναν νεαρό άνθρωπο σήμερα, που η δύναμη της θρησκείας γενικότερα έχει φθίσει. Σε παλιότερες εποχές ή αν διαβάσετε το κείμενο με αποστασιοποιημένη ματιά, τα περιγραφόμενα αποτελούν έναν ολοένα και εντεινόμενο εκνευρισμό για τον τρόπο που αλλοιώνει, εκμαυλίζει, μεταμορφώνει, ή γιατί όχι και διαμορφώνει θετικά έναν ανθρώπινο ψυχισμό, η σχέση που αναπτύσσει με το όποιο θρησκευτικό αίσθημα. Εντούτοις, μέσα σε όλα αυτά, θα βρείτε και διασκεδαστικά αποσπάσματα, που θα περίμενες πλέον να μην προκαλούν συγκρούσεις, αλλά άνετα νομίζω, εγείρουν μηνύσεις αν ανέβουν σε δημόσια κοινοποίηση στο facebook. Τι α κανς, α κατς να μαλώς!
[…] «Πώς γίνεται και ενώ ο πρώτος μακαρισμός υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών στους πτωχούς τω πνεύματι, ο τρίτος μακαρισμός υπόσχεται στους πραείς ότι θα κληρονομήσουν τη γη; Γιατί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας καθιερώθηκε σε δύο τίμια δώρα, στον άρτο και στον οίνο, όταν ο Ιησούς Χριστός είναι παρών σώματι και αίματι, ψυχή τε και θεότητι, τόσο στον άρτο όσο και στον οίνο; Ένα μικροσκοπικό κομμάτι καθαγιασμένου άρτου περιέχει όλο το σώμα και του αίμα του Χριστού ή μέρος μόνο του σώματος και του αίματος; Αν ο ηγιασμένος οίνος γίνει ξίδι και η όστια τρίμματα, ο Χριστός είναι ακόμα παρών σε αυτά τα τίμια δώρα ως Θεός και ως άνθρωπος;» Δύσκολα ερωτήματα αλλά και κάποιες βοηθητικές απαντήσεις, κάμερα σε μένα!
Η εξαιρετική μετάφραση του Άρη Μπερλή τιμάει νομίζω απόλυτα αυτό το εκπληκτικό λογοτεχνικό έργο. Η ωραία εισαγωγή του φέρνει στην επιφάνεια και μία ενδιαφέρουσα αναγνωστική προοπτική. Σαφώς, τα βιβλία του Τζόυς επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις – αν και εφ’ όσον καταφέρετε την πρώτη! Σε μια τέτοια ενδεχόμενη περίπτωση, ο Μπερλής μάς λέει ότι το βιβλίο του Τζόυς μπορεί να διαβαστεί είτε με την απόλυτη ταύτιση με τον ήρωά του είτε με μια αποστασιοποιημένη ειρωνική ματιά για τις μεγαλόσχημες ονειροφαντασίες του. Εξάλλου, αυτές οι δυο αναγνώσεις συμπλέκονται άλλοτε κερδίζοντας η μία άλλοτε κερδίζοντας η άλλη. «Σε αυτό το αντιφατικό ζεύγμα – «αδιάφορη συμπάθεια» – βρίσκεται το πρόβλημα και η λύση του ή, μάλλον, η υπέρβασή του. Διότι όσο είναι αληθές ότι ο δημιουργός είναι αδιάφορος για τα πάθη των χαρακτήρων του, άλλο τόσο αληθεύει ότι τα κατανοεί με συμπάθεια. Αυτή η αμφιθυμία του συγγραφέα ανταποκρίνεται στην αμφισημία του κειμένου και στη δυνατότητα διπλής ανάγνωσής του. Ο Στήβεν μπορεί να μας μιλά και να αγγίζει την ευαισθησία μας· από την άλλη, μπορούμε να τον ακούμε και να τον παρακολουθούμε με χιούμορ και ειρωνεία, δηλαδή από απόσταση. Μπορούμε να τον πάρουμε στα σοβαρά και να μην τον πάρουμε. Το κείμενο νομιμοποιεί και τις δύο εκδοχές. Είναι δυνατόν να λυθεί ποτέ αυτή η αντίφαση;» Η έκδοση από τον «Πατάκη» είναι κομψότατη, το σχήμα του βιβλίου σού δίνει μια αμυδρή αίσθηση ότι πρόκειται για βιβλίο τσέπης και αυτό θα μπορούσε να υπονοεί ότι είναι ένα εκκλησιαστικό βιβλίο που κουβαλά μαζί του ένας πιστός – πέρα από την πίστη που τρέφουν κάποιοι αναγνώστες στον θεό συγγραφέα, το συγκεκριμένο βιβλίο με τον εξομολογητικό τόνο και την ψυχική παλινδρόμηση μεταξύ παραδείσου και κόλασης, ενισχύει την παραπάνω άποψη. Ξέρετε ότι στην χρήση του πολυτονικού κρατάω γενικά μια αδιάφορη στάση, το βιβλίο να κερδάει και όλα τ’ άλλα δε με νοιάζουν, όμως εδώ, δεν γίνεται να μην αναρωτηθώ, από τη μια πώς ακριβώς η χρήση του πολυτονικού θα φέρει κοντά τους έφηβους αναγνώστες στους οποίους στοχεύει, και από την άλλη γιατί γίνεται τελικά χρήση της από έναν εκδοτικό που την έχει απορρίψει στο συνολικό εκδοτικό του έργο;
Το βιβλίο του Τζόυς είναι μια μεγαλειώδης εξομολόγηση! Πάρτε και ένα λιποδιαλυτικό απόσπασμα για την χώνεψη! Καλό Πάσχα σε όλους.
[…] «Η ψυχή του είχε παχύνει, είχε πήξει σε μια χοντρή μάζα λίπους που βυθιζόταν όλο και περισσότερο, με βουβό φόβο, σ’ ένα ζοφερό, απειλητικό λυκόφως, ενώ το σώμα του, ατιμασμένο και αδιάφορο, κοίταζε να δει με μάτι θολό, ανήμπορο και ανθρώπινο, έναν χαύνο θεό».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.