Περπατούσαμε εις τα δάση όταν ο λύκος δεν ήταν εδώ· τώρα που το κράτος επέβαλε καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, η άλλοτε ζωή σαν παραμύθι έγινε ξαφνικά παραμύθι σαν ζωή: Η Κοκκινοσκουφίτσα θα πρέπει να λάβει ειδική άδεια για να επισκεφτεί τη γιαγιά της, ενώ οι εφτά Νάνοι, κρίνεται εξαιρετικά δύσκολο, να καταφέρουν να αθληθούν όλοι μαζί σε εξωτερικό χώρο. Όσο για τον Χάνσελ και την Γκρέτελ θα τους παραχωρηθεί εφάπαξ ειδική άδεια να επισκεφτούν τον φούρνο! «Στο μυαλό της Νόρας άστραψε η σκέψη: “Θεέ μου! Τα παιδιά ξέρουν κάτι που δεν μπορούν να εκφράσουν· τους αρέσει η Κοκκινοσκουφίτσα στο κρεβάτι μαζί με το λύκο!”». Σε τέτοιες σκοτεινές καταστάσεις πρέπει να τα βρεις με τον εαυτό σου, διαβάζεις μόνο βιβλία που σε ανυψώνουν, είναι ακριβώς εκείνες οι στιγμές που σχεδόν όλοι δηλώνουν ότι ήρθε η στιγμή να διαβάσουν (ανεπιτυχώς, προφανώς!) τον «Οδυσσέα» του Τζόυς! Έλα όμως που σε τέτοιες δύσκολες στιγμές τα μόνα βιβλία που με παρηγορούν και με καθησυχάζουν είναι εκείνα του Τζόυς και του Πύντσον – τα οποία έχω στο πατρικό. Και αμέλησα προ Καραντίνας να προμηθευτώ κάποιο (το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη», ας πούμε, σε μετάφραση Μπερλή, που συνεχώς γλυκοκοίταζα), γιατί κυρίως εστίασα στο πώς θα στοκάρω κωλόχαρτα. Η λογοτεχνία όμως σπανίως συμπαθεί τους χέστες αναγνώστες. Πώς λοιπόν θα αντιμετωπίσω τώρα, το δάσος της νύχτας;
Το «Δάσος της Νύχτας» της Τζούνα Μπαρνς είναι ένα απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό βιβλίο. Παιδί της εποχής και της λογοτεχνίας (Μοντερνισμός της δεκαετίας 1920 και 1930) που το γέννησε, δεν ενδείκνυται για όλους τους αναγνώστες ούτε για όλες τις στιγμές. Φορτισμένο με εξαιρετική εικονοκλαστική δύναμη και περίπλοκο αλλά φίνο στιλιστικό σώμα, είναι σίγουρο ότι θα γοήτευε καλλιτέχνες όπως τον Πάουντ και τον Τζόυς· ανθρώπους που συναναστράφηκε για χρόνια η ίδια η Μπαρνς και την επηρέασαν στο έργο της ή επηρέασε εκείνη το δικό τους, γιατί όχι. «Έμοιαζε πάντα να αφουγκράζεται στο αίμα της τον αντίλαλο κάποιας επιδρομής, που ήταν έξω από κάθε γνωστό ορίζοντα· κι όταν εκείνος άρχισε να την καταλαβαίνει, σ’ αυτό μονάχα μπορούσε να στηρίξει την οικειότητά του». Έτσι, αν νιώθεις ότι από τις πρώτες κιόλας σελίδες κάτι σε χαλάει, μην το συνεχίζεις, γιατί παρακάτω θα χαλάσει και άλλο.
Επίκεντρο του βιβλίου (και φθηνό διαφημιστικό κόλπο των εκδοτών ώστε το βιβλίο να συνεχίζει να πουλάει και σήμερα) είναι η ερωτική σχέση της Νόρας Φλαντ (άλτερ έγκο της Μπαρνς) με την Ρόμπιν Βόουτ (Thelma Wood --> Nightwood). Κατά την γνώμη μου, αυτά τα 2-3 μεσαία κεφάλαια του βιβλίου, με την κατάκτηση της Ρόμπιν, την συμβίωση και ύστερα την εμφάνιση της καταπατήτριας και την ρήξη, είναι τα πλέον απολαυστικά, όπου η Μπαρνς επιδίδεται σε λογοτεχνία υψηλής κλάσης. Όσοι αναζητάτε, με το πονηρό σας μάτι κολλημένο στην κλειδαρότρυπα, λεσβιακές περιγραφές θα απογοητευτείτε οικτρά, κρατήστε τα λεφτά σας για καμιά πιο εικονοκλαστική συνδρομή. Σ’ αυτά τα κεφάλαια, η Μπαρνς επιστρατεύτοντας τη ζωντάνια του λόγου της, την πανδαισία μεταφορών και υπαινιγμών, την ακρίβεια του ύφους της, πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα που σε κρατά στην τσίτα, διανοητική και συναισθηματική, και μου θύμισε πολύ έντονα ταινίες του Ντέιβιντ Λυντς – εκεί που κάπου στα μισά των ταινιών του, έχει ήδη γίνει η ονειρική μετάβαση, οι διάλογοι έχουν ελαχιστοποιηθεί, και εσύ προσπαθείς να μαντέψεις με όλες σου τις αισθήσεις, τι νιώθουν οι ήρωες των ταινιών του, κυρίως οι γυναικείοι χαρακτήρες, που αγαπά ιδιαιτέρως ο Λυντς. Η Μπαρνς λοιπόν, δίνει φωνή σε όλες εκείνες τις εναγώνιες ψυχικές διακυμάνσεις, που ο Λυντς προτιμά να ντύνει με τις υπέροχες μουσικές του!
«Το πρόβλημα με σένα είναι πως δεν είσαι μονάχα δημιουργός, αλλά και καταστροφέας μύθων. Έφτιαξες ένα πανέμορφο παραμύθι κι έπειτα το ’βαλες να πλαγιάσει στο ίδιο κρεβάτι με τον Βολταίρο…» Ίσως η συνολική σύνθεση του βιβλίου να αποπνέει κάτι εξαιρετικά ολοκληρωμένο (που μάλλον θα εκτιμηθεί αν ακολουθήσουν δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις) αλλά η επιλογή της Μπαρνς να χρησιμοποιήσει την ορθολογική αναρθοδοξία του γιατρού νοθεύει λίγο την απόλαυση που σου προσφέρει η κεντρική ιστορία. Η φιγούρα του κυνικού και παράδοξου τρελο-Ιρλανδού γιατρού που έχει μια παράδοξη απάντηση για όλα και όλους, φαίνεται να κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις (όπως συνέβη και στον Έλιοτ την πρώτη φορά που διάβασε το βιβλίο) αλλά ίσως σε κάποιο δεύτερο επίπεδο να αποδυναμώνει την δυναμική του βιβλίου – εκτός και αν μου διαφεύγει κάτι πολύ ουσιώδες, που δεν αποκλείεται όντως να συμβαίνει αυτό. «Ήξερε ότι θα εξακολουθούσε να συμπαθεί το γιατρό, μολονότι είχε επίγνωση πως τούτο θα συνέβαινε παρά τις αλλεπάλληλες συσπάσεις της ψυχής του – ανάλογες προς τη μετατόπιση των υγρών του στρειδιού, που πρέπει να καλύψει τον ερεθισμό του μ’ ένα μαργαριτάρι». Ειδικά το προτελευταίο μεγαλούτσικο κεφάλαιο όπου ο γιατρός έχει μεθύσει από το ποτό και η Νόρα από τον οριστικά χαμένο έρωτά της, είναι ανυπόφορα αλλόκοτο. Του αναγνωρίζω μόνο το ελαφρυντικό, που συνέβαινε συχνά στα κείμενα του μοντερνισμού τότε, ότι επειδή οι πρωταγωνιστές του είναι μεθυσμένοι – για δικούς τους λόγους – έτσι και το ίδιο το κεφάλαιο αναδίδει μια, όχι μεθυστική, αλλά μεθυσμένη αίσθηση. Αλλά, εδώ που τα λέμε, αν δεν είσαι Τζόυς, τέτοια πειράματα είναι αρκετά παρακινδυνευμένα!
Παραδόξως το βιβλίο της Τζούνα Μπάρνς μου έφερε στο μυαλό την Κλαρίσε Λισπέκτορ. Μπήκα στη θέση δηλαδή μερικών αναγνωστών που ίσως θα επιφυλάσσουν απέναντι στο βιβλίο της Μπαρνς, εκείνη την στάση που είχα (και συνεχίζω να έχω) απέναντι στην Λισπέκτορ. Ωστόσο, για να λέμε και μερικές αλήθειες – τώρα που είμαστε σε καραντίνα και κανείς δεν μπορεί να μας αγγίξει – η Τζούνα Μπαρνς είναι απείρως καλύτερη από την ατάλαντη Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι «ακόμη και η μεγαλύτερη γενικότητα έχει κάτι το ειδικό» και αυτή η φράση ελέγχεται όχι τόσο για την αλήθεια της γενικά όσο για την απόλαυση που μπορεί να καταφέρει ειδικά και στο βιβλίο της Μπαρνς αυτή η απόλαυση επιτυγχάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. «Κανένας δεν είναι τρανός ή ασήμαντος, παρά μονάχα στο μυαλό κάποιου άλλου, γι’ αυτό πρόσεχε σε τι μυαλά θα μπεις». Μας αρέσει συχνά να θεοποιούμε το ύφος των συγγραφέων – και καλά κάνουμε – αλλά ας μην ξεχνάμε και το ύφος των αναγνωστών, πολύ σημαντικό στοιχείο για να απολαύσεις και να κριτικάρεις ένα βιβλίο. Ναι ρε, έχω υφάκι, τι θέλετε τώρα!
Εγώ διάβασα την έκδοση της «Αλεξάνδρειας» (βγήκε πρόσφατα και από τον «Gutenberg» ως «Νυχτοδάσος») και την χάρηκα πολύ. Η μετάφραση του Παναγιώτη Ι. Χατζηδάκη μου φάνηκε αρκετά καλή – ας πω εδώ, ότι στοιχεία του βιβλίου που μου φάνηκαν παράταιρα ή τρόπον τινά αχρείαστα και αναφέρω πιο πάνω, ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι βιβλία τέτοιου ύφους και λογοτεχνικού ρεύματος, αναδεικνύουν την συνολική ομορφιά τους στην γλώσσα του πρωτοτύπου, χωρίς να παραβλέπω ωστόσο ότι ακόμα και εκεί, μπορεί να έχουν κάποιες λογοτεχνικές αδυναμίες. Βρήκα υπέροχο το εξώφυλλο, όπως και εξαιρετικό τον πρόλογο του Τ.Σ. Ελιοτ που αν κάνετε τον κόπο να τον διαβάσετε άλλη μία και μετά το πέρας της ανάγνωσης, θα το βρείτε ακόμα καλύτερο. Η έκδοση συμπληρώνεται και με ένα σύντομο επίμετρο του μεταφραστή. Συμπερασματικά είναι ένα βιβλίο που δεν περνάει εύκολα απαρατήρητο. Δύσκολο αναγνωστικά για την εποχή που διανύουμε αλλά που τουλάχιστον μας υπενθυμίζει ότι για όσο διάστημα τα καφέ, η νυχτερινή ζωή και ο έρωτας βρίσκονται υπό απαγόρευση, το δάσος της νύχτας θα παραμένει πυκνό και σκοτεινό. Δεν είναι και λίγο να στο θυμίζει κάπου κάπου κάποιος αυτό. Πώς είναι η νύχτα, φύλακα;
«Κανένας άνθρωπος δεν χρειάζεται θεραπεία για την προσωπική του αρρώστια, εκείνο που θα έπρεπε να κοιτάξει είναι η καθολική του νόσος». Πάρ’ τα μωρή άρρωστη… ανθρωπότητα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.