Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η αισθητική του χιούμορ


Το νούμερο ένα στοιχείο που ψάχνουν όλοι στους άλλους, σε όλων των ειδών τις σχέσεις, είναι το χιούμορ. «Θέλω να με κάνει να γελάω», «Γελάω πολύ με αυτόν τον άνθρωπο», «Είναι απίστευτα αστείος», κλπ. Όταν όμως, σχετικά γρήγορα το χιούμορ εξαπλώνεται σαν ιός πάνω στις παθογένειες της κοινωνίας μας και του (μικρο)κόσμου μας, αμέσως χαρακτηρίζεται άρρωστο, φοράμε την μάσκα (της εκδίκησης) απέναντί του και αναφωνούμε: «Μαλάκα μου, είναι αστείο τώρα αυτό;», «Ο τύπος χρειάζεται άσυλο», «ΜΗΝΥΣΗ…!», κλπ. Το δικαίωμα να γελάς με κάτι είναι ακριβώς ισότιμο με το δικαίωμα να μην γελάς με κάτι. Είναι τόσο απλό – γλυτώνεις και τα έξοδα από τα παράβολα έτσι. Πότε λοιπόν το χιούμορ χάνει το χιούμορ του; Είναι θέμα αισθητικής; Μήπως είναι θέμα χρημάτων; Δεν έχω ιδέα και ούτε με νοιάζει κιόλας. Ξέρω μόνο ότι αν ο καθένας μου έδινε ένα ευρώ για κάθε φορά που τον έκανα να γελάσει, τώρα θα είχα τα λεφτά να ανταπεξέλθω σε όλες τις δικαστικές διαμάχες και θα μου έμεναν και ψιλά να σας κεράσω όλους προφιτερόλ. Ωωω… τι γλυκό!
 
Η θέση της γυναίκας την δεκαετία του 50 ήταν η κουζίνα της· ίσως για αρκετούς άντρες αυτή είναι η θέση της ακόμα και σήμερα – εξαιρείται φυσικά η 8η Μαρτίου, δεν χάθηκε δα και ο κόσμος να μείνουν άπλυτα τα πιάτα για μια μέρα! Σε έναν τέτοιο χώρο λοιπόν η «υπέροχη Μις Μέιζελ» μαγειρεύει την κωμική της φλέβα που σιγοβράζει μέσα της – να θυμάστε ότι ακόμα και αν έχουμε βγει από τις κουζίνες, το χιούμορ συνεχίζει επίμονα και κόντρα στις πιθανότητες να ψάχνει ένα δικό του δωμάτιο για να εκφραστεί! Έχοντας ολοκληρώσει τις 3 σεζόν (και αναμένοντας την τέταρτη) της σειράς, νιώθω ότι θέλω να την προτείνω παντού. Σε κάποιους, σαφώς και δεν θα αρέσει και θα την προσπεράσουν στα γρήγορα. Είπαμε, παρέχουμε αφειδώς το δικαίωμα σε όλους να μην γελάνε με κάτι.
 
Η Μις Μέιζελ είναι μια ευτυχισμένη σύζυγος και μητέρα που ζει στα ακριβά προάστια της Νέας Υόρκης, με δεκάδες φορέματα και αξεσουάρ που αλλάζει συνεχώς, με πραγματική εκτίμηση για την κουζίνα της (η γυναικεία κατάκτηση της εποχής!) και με υποστηρικτικό ρόλο προς τον επιτυχημένο άντρα της. Εκείνος κάνει κάτι άνευρα κωμικά περάσματα από κλαμπ της περιοχής, με την Μις Μέιζελ να δωροδοκεί με ψητά φαγητά την διοίκηση του κλαμπ για μία καλύτερη ώρα στην σκηνή, ενώ σημειώνει στο σημειωματάριό της διάφορα πράγματα για το πώς θα βελτιώσει το ημιθανές χιούμορ του. Ένα ατυχές περιστατικό πληγώνει την αντρική του περηφάνια και εκείνος με συνοπτικές διαδικασίες τα φτιάχνει με την χαζοβόλια γραμματέα του. Η ιδανική ζωή της Μις Μέιζελ καταστρέφεται σε μια νύχτα και όλα πλέον μοιάζουν σαν ένα πελώριο… αστείο! Who' s laughing now? 
 

 
Όλη η σειρά διαπνέεται από έντονη φεμινιστική στάση, διόλου ενοχλητική όμως – για όσους επιμένουν να βρίσκουν ενοχλητικά αυτά τα ζητήματα. Οι προβληματισμοί είναι αιχμηροί και πληγώνουν βαθιά αλλά το χιούμορ επουλώνει γρήγορα τις πληγές, έτσι ώστε ύστερα από κάθε επεισόδιο απλώς να σε τραβάνε λίγο τα ράμματα, αρκετά όμως για να μην σε αφήσουν να το ξεχνάς. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, ο καθένας θα κρίνει μόνος του. Θα φέρω μόνο ένα παράδειγμα: τη Μις Μέιζελ μανατζάρει μία περιθωριακή τύπισσα, ένα ανδρόγυνο, που πολλοί χαρακτήρες στη σειρά θεωρούν ότι είναι άντρας. Μοιάζει σαν να υπαινίσσεται την προκατάληψη ότι μόνο ένας άντρας είναι ικανός να μανατζάρει μια γυναίκα και να την οδηγήσει στην επαγγελματική καταξίωση – ένας στόχος που ίσως είναι ανίκανη να κατακτήσει μόνη της. Τέτοια μικρά στερεότυπα συνοδευόμενα από την διάψευσή τους υπάρχουν πολλά στη σειρά και ανάλογα με την αντιληπτική ικανότητα των θεατών θα αναδειχθούν ή θα χαθούν – ακριβώς όπως γίνεται και με το χιούμορ. Που είναι και το επίκεντρο της σειράς.
 
Θεωρώ ότι η σειρά αποτελεί μία εποποιία του χιούμορ· κυρίως είναι η συνειδητοποίηση του ανθρώπου που το φέρει εντός του, όχι ως πάρεργο, ούτε ως κάτεργο (ελέγχεται αυτό!) αλλά ως δεύτερη φύση του. Στο πρώτο επεισόδιο όταν η Μις Μέιζελ ρωτά τον Λένυ Μπρους αν αγαπά την κωμωδία, το stand up, εκείνος απαντά κυνικά αλλά όχι αρκετά πειστικά ότι, «Αν κάποιος μου πει “Leonard τρως άνθρωπο ή 2 βδομάδες κωμωδία;” θα του απαντούσα “Δώσ’ μου το γαμημένο το αλάτι!”. Είναι μια φοβερή, απαίσια δουλειά. Δεν πρέπει να υπάρχει. Όπως ο καρκίνος και ο Θεός» και εκείνη αποφαίνεται ότι «Ναι. Το αγαπά». Όταν η συνειδητοποίηση του εαυτού σου επωαστεί μέσα σου, τίποτα δεν μπορεί να γίνει, κανένα εμβόλιο δεν καταφέρνει να την αναστείλει. Πας κόντρα στις (αρχικά) κατασταλτικές επικρίσεις των δικών σου γιατί ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που εκτιμούν τις προσπάθειές σου. Υπάρχουν πάντα κάποιοι που «γελάνε» μαζί σου και κάποιοι που γελάνε μαζί σου – και όταν αγαπάς το χιούμορ, εννοείται ότι θα επιλέξεις τους δεύτερους! 
 
«Η υπέροχη Μις Μέιζελ» είναι το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε κωμική ηλικία, η πασίγνωστη συνθήκη όπου ένας καλλιτέχνης βρίσκει επιτέλους την φωνή του. Στη σειρά, η Μις Μέιζελ εμπνέεται από τις συμφορές της ζωής της (τουλάχιστον στην αρχή, πριν μάθει καλά την τέχνη της) και αφήνεται σε έναν χείμαρρο χιούμορ που έχει στόχο τον άντρα της, τους γονείς της, τα παιδιά της, κλπ. Δεν μπαίνει σε καλούπια, αναβλύζει πηγαία. Ενδεικτικό αυτού είναι όταν αργότερα προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει το χιούμορ της, χρησιμοποιεί χαρτάκια με έτοιμες ατάκες, κάτι που αποδεικνύεται παταγώδης αποτυχία – ας τα βλέπουν αυτά κάποιοι απόφοιτοι εργαστηρίων δημιουργικής γραφής! Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η καλλιτεχνική της αντίπαλος, Σόφι Λένον, κατασκευασμένη λαϊκή φιγούρα με έτοιμες χλιαρές ατάκες και σλόγκαν-πασπαρτού – «Put that on your plate» – που καμία σχέση δεν έχει με το εστέτ, ψωνισμένο και ατάλαντο πρόσωπο που κρύβεται από πίσω – ψάξτε και εδώ συγγραφικές αντιστοιχίες, θα βρείτε πολλές! Όσοι θεατές δουν την σειρά με αρκετά ρεαλιστικό μάτι και τοποθετημένη ακριβώς στην εποχή που παρουσιάζει, θα βρουν κάπως παράλογο η κοκέτα Μις Μέιζελ των πλούσιων νεοϋορκέζικων συνοικιών να μεταμορφώνεται στο ατίθασο και σπινθηροβόλο πνεύμα των νυχτερινών κλαμπ. Όσοι όμως διακρίνετε την μεταφορά που κρύβεται από πίσω δεν θα έχετε ιδιαίτερο πρόβλημα κατανόησης, ότι δηλαδή ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς είμαστε ο πραγματικός εαυτός μας, άσε που αν ασχολούμαστε με κάποια τέχνη σπάνια είμαστε ένας και μοναδικός εαυτός, καθώς επίσης και όσοι έχουμε διαβάσει Πιραντέλλο ξέρουμε ότι μπορούμε να αγγίξουμε τον ιλιγγιώδη αριθμό των εκατό χιλιάδων εαυτών!
 
Κάτι άλλο που με εντυπωσίασε στη σειρά αυτή είναι ότι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι απίστευτα απολαυστικοί – όπως και οι τριτοτέταρτοι! Έχει υπέροχες μουσικές και σκηνικά, εβραϊσμο και χιούμορ αλά Γούντι Άλεν, αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Lenny Bruce, τολμηρός και πρωτότυπος κωμικός που καταδικάστηκε και κυνηγήθηκε πολύ για αυτά που έλεγε – ευτυχώς που σήμερα μπορείς να πεις ό,τι θες για μουσικοσυνθέτες χωρίς κανείς να θιχτεί, το λες και κατάκτηση αυτό! και γενικά μια ευφορία που αναδύεται κάθε λεπτό που περνάει, γιατί δεν θα πεθάνουμε κιόλας, ή αν είναι να πεθάνουμε, είναι προτιμότερο να πεθάνουμε από τα γέλια!  
 
Tits up and happy screening! 
Thank you and goodnight! 
 
 
 
Υ.Γ. 2666 Χρησιμοποίησα για τίτλο της ανάρτησης τον ομώνυμο τίτλο του δοκιμίου του Λουίτζι Πιραντέλλο ο οποίος δίδαξε με το καντάρι χιούμορ αλλά πλέον γοητευόμαστε μόνο με την «φρεσκάδα» κάθε Πρωτολείου που μας σερβίρεται – don’t put that on your plate!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .