Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το βιολί του, αυτός


Από την στιγμή που διάβασα το «Μούνφλιτ» έπειτα από παρότρυνση καλής φίλης και σε εντελώς λάθος ηλικία, κάτι σκίρτησε εντός μου. Δεν μπορεί να είναι τόσο καλός, πρέπει να διαβάσω οπωσδήποτε και κάποιο άλλο δικό του. Είναι και αυτό το ερεθιστικό επίθετο που σε κεντρίζει, όλες αυτές οι μικρολεπτομέρειες μετράνε πολύ φίλοι μου, ξέρετε τι Joyce Carol Oates και Joyce Mansour και Τζόυς Ευείδη έχω μελετήσει εγώ κατά καιρούς; (Να πούμε εδώ ότι με χαρά έμαθα πως γυρίζεται η τρίτη σεζόν του «Καφέ της Χαράς» 15 χρόνια μετά την διακοπή της· Twin Peaks-Κολοκοτρωνίτσι… ένα «Σχέδιο Καλλικράτης»). Το είχα προτείνει σε ένα κορίτσι 12 χρόνων στην βιβλιοθήκη και όταν την ρώτησα πώς της είχε φανεί, μου είπε μισοένοχα-μισοντροπαλά ότι από ένα σημείο και μετά δυσκολεύτηκε να το παρακολουθήσει, της φάνηκε κάπως δύσκολο και το παράτησε. Την κατάλαβα απολύτως, πρώτον γιατί είχε δείξει πρωτύτερα τις δυνατότητές της, δεν ήταν εκείνη η τυπική έφηβη αναγνώστρια των «Ημερολογίων μιας ξενέρωτης», και δεύτερον, γιατί όντως είναι δύσκολος ο Φόκνερ (ποιος Φόκνερ, δεν είναι, εδώ που τα λέμε!). Η μικρή σίγουρα θα έχει τις ευκαιρίες να αναθεωρήσει. Με σας εκεί έξω δεν ξέρω τι θα γίνει. Το βιολί σας, κι εσείς.
 
Σπανιότατα, χάνω την αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας με ένα βιβλίο – συγγνώμη αν σας χαλάω το διαδεδομένο όνειρο. Πάντα υπάρχει ένα άγρυπνο μάτι πίσω από το παραπέτασμα των λέξεων που ελέγχει διαρκώς τον τρόπο που εξελίσσεται η αφήγηση, θαυμάζει τις μεταφορές, καταγράφει επιμελώς τις παρομοιώσεις, σαστίζει με αυτό που σκέφτηκε ο συγγραφέας, πώς το εξέφρασε, κλπ. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, θα έλεγα ότι μου αρέσουν περισσότερο αυτά ειδικά τα παρελκόμενα παρά το ίδιο το βιβλίο στο σύνολό του. Μόνο δύο βιβλία μπορώ να ανακαλέσω που κατάφεραν να υπνωτίσουν το άγρυπνο μάτι μου, χωρίς καν να καταλάβω πώς συνέβη αυτό: «Το σπίτι με τα εφτά αετώματα» του Χόθορν και τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται πλέον και το «Χαμένο Στραντιβάριους» του Τζον Μιντ Φόκνερ. Βέβαια, τώρα που το καλοσκέφτομαι, αυτά τα τρία συγκεκριμένα βιβλία διατηρούν, ας πούμε, μία ισχνή θεματική και υφολογική σύνδεση, που ίσως είναι η κοινή συνισταμένη για το υπερφυσικό φαινόμενο που παρατηρείται εντός μου. Θα το διερευνήσω καλύτερα στο μέλλον. 
 
Αφού λοιπόν το μάτι μου κοιμήθηκε από πολύ νωρίς, δεν μπορώ να πω πολλά για το βιβλίο. Πρόκειται για μία υπερφυσική ιστορία και όπως καθετί υπερφυσικό προκαλεί μια προσωρινή παράλυση στον θεατή, ένα σοκ και δέος, μια λεκτική αδυναμία. Ένας νεαρός ευγενής, φοιτητής στην Οξφόρδη, παίζει εκστασιασμένος στο βιολί του μία ξεχασμένη σουίτα, την Γκαγιάρντα της Αεροπαγίτα, η οποία φαίνεται ότι προσκαλεί μια φασματική παρουσία που έρχεται κάθε φορά στο δωμάτιο του για να την απολαύσει. Από κει και ύστερα, η ιστορία ξεφεύγει και μόνο οι οργασμικά επιλεγμένες λέξεις του Φόκνερ μπορούν να την αποδώσουν στην μέγιστη ομορφιά της. 
 
[…] Ο τελευταίος ήχος δεν είχε τίποτα το μελωδικό, έμοιαζε πιο πολύ με ουρλιαχτό, τόσο ανατριχιαστικό που παρόμοιό του εύχομαι να μην ξανακούσω ποτέ στη ζωή μου. Ένας ήχος σαν πληγωμένου θηρίου. Έχω δει έναν πίνακα του Μπλέικ, στον οποίο δείχνει την ψυχή ενός πανίσχυρου κακού άνδρα να εγκαταλείπει το σώμα του την στιγμή του θανάτου. Το πνεύμα πετάει έξω από το παράθυρο με κάτι φρικτά, απαίσια μάτια που κοιτάζουν εμβρόντητα την ερήμωση στην οποία τούτο πηγαίνει. Αν μέσα στην επιθανάτια αγωνία της μπορούσε μια τέτοια ψυχή να βγάλει κραυγή, πιστεύω πως θα ακουγόταν σαν τον θρήνο που άκουσα από το βιολί εκείνη τη νύχτα.
 
Υπάρχει μία ωραία κατατοπιστική εισαγωγή του Μαρκ Βάλενταϊν (δεν έχω ιδέα ποιος είναι, η έκδοση μάς αφήνει στα σκοτάδια, μπορεί να είναι ένας ακόμα Μαραμπού της κακιάς ώρας, βοήθειά μας!), που συνοψίζει τα ετερόκλητα στοιχεία της γραφής του Φόκνερ και πώς υπήρξε ένας άνθρωπος του καιρού του, με εξαιρετική δυναμική όμως και άνοιγμα προς το μέλλον, που ζούμε τώρα. […] Ο Τζον Κλουτ, στην Εγκυκλοπαίδεια της Φαντασίας, παρατηρεί με οξυδέρκεια ότι, παρ’ όλο που το μυθιστόρημα δίνει την εντύπωση πως αναφέρεται στην υποδούλωση ενός μόνο ατόμου στις δυνάμεις του Κακού, στην πραγματικότητα ασχολείται με τον φόβο της υπέρβασης, με το άλμα από τον κόσμο της γνώσης και της σύνεσης στο βασίλειο της μυστικιστικής έκστασης (…) Πιθανόν ο συγγραφέας να είναι με το μέρος των αγγέλων, ίσως όμως κάποιοι από αυτούς να είναι έκπτωτοι.
 
Jeremy Brett on «The Lost Stradivarius»

 
Η έκδοση «Parsec» είναι πολύ όμορφη και το εξώφυλλο ασκεί μια παράξενη γοητεία πάνω μου, μου αρέσει. Η μετάφραση είναι απολύτως άψογη. Πώς το κατάλαβα; Όχι, δεν έκανα αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, προς Θεού, με ποιον νομίζετε ότι μιλάτε· είναι άψογη γιατί οι σκέψεις του Φόκνερ με έβαλαν σε έκσταση από πολύ νωρίς και η μετάφραση με αξιοζήλευτη μαεστρία φρόντισε να μην βγω από αυτήν, πριν το τέλος της ανάγνωσης. Τα εύσημα, λοιπόν, στην Δέσποινα Τούσα. Το αριστούργημα αυτό συμπληρώνεται με δύο εξαιρετικά διηγήματα του Φόκνερ, «Η Γαμήλια Νύχτα του Μεσοκαλόκαιρου» και «Χαραλαμπία» – εγώ θα ψάξω να σου βρω γιατρό. Το βιβλίο βρίσκεται στην β’ έκδοσή του και σας παροτρύνω να το αγοράσετε όλοι μπας και κάνει και γ’, και φιλοτιμηθεί ο εκδοτικός να βγάλει και το άλλο μυθιστόρημα του Φόκνερ, «Nebuly Coat». 
 
Ας αναφέρω εδώ ότι εξίσου σπανιότατα αφήνω κάποιες μέρες κενές μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου. Αν για κάθε βιβλίο άφηνα 2-3 μέρες κενές, στο τέλος του χρόνου θα έβγαινα μείον 4-5 βιβλία! Πάτε καλά ρε σεις; Mind the gap! Ούτε καν μετά τον μέγιστο Τζόυς δεν μου έδωσα ρεπό. Υπάρχουν όμως κάποια βιβλία, με έναν εντελώς μεταφυσικό τρόπο, που σου επιβάλουν αυτή την παύση. Κάποιες ιστορίες τόσο αριστοτεχνικά δοσμένες που με κάνουν να παραλύω, σαν να πηγαίνω πρώτη μέρα στο σχολείο – καλή σχολική χρονιά, μπάι δε γούει. Όπως το βιβλίο του Φόκνερ είναι (μετάξυ άλλων) εμμέσως ένας φόρος τιμής στον μεγάλο τεχνίτη Στραντιβάριους, έτσι και η αφήγησή του με αμεσότατο τρόπο γίνεται (μεταξύ άλλων) ένας φόρος τιμής στην παντοντινή ομορφιά της μεγάλης Λογοτεχνίας. Τι τεχνίτης!
 
[…] Αλλά όπως ορισμένες φυσικές οπτικές εντυπώσεις έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν τόσο φρικιαστικές που οδηγούν στην παραφροσύνη, έτσι μπορώ να υποθέσω ότι και ο νους σε καταστάσεις ακραίας έξαρσης μπορεί να αναπλάσει κάποιες μορφές ηθικού κακού τόσο αποτρόπαιες, που μεταφυσικά τον τσουρουφλίζουν.
 
Και μια ακόμα σύμπτωση βιβλίου-σελιδοδείκτη, S02/E01 (τα υπόλοιπα επεισόδια αναζητήστε τα μόνοι σας, ούτε θυμάμαι πού τα ανέφερα): στα βιβλία που μας κάνουν δωρέα στη βιβλιοθήκη, εντός τους, εκτός από ραβασάκια, συνταγές για καρυδόπιτα, λίστα με ψώνια, εκκαθαριστικά εφορίας, κλπ, συχνά ξεχνούν και σελιδοδείκτες. Ό,τι πιο ενδιαφέρον μετά τις συνταγές για καρυδόπιτα, είναι φυσικά οι σελιδοδείκτες. Αυτό το καλοκαίρι εντόπισα δύο ωραίους, έναν εντελώς καλοκαιρινό και έναν… υπερφυσικό, όπως αποδείχθηκε μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Φόκνερ. Τρελά πράγματα, η αλήθεια βρίσκεται εκεί έξω! 
 

 
Διαβάστε το γιατί πρόκειται για μεγάλη τέχνη, μην αδιαφορείτε!
 
[…] Πιθανόν να κατηγορηθώ για το κάψιμο του βιολιού από εκείνους που εκθειάζουν την τέχνη αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Αλλά είναι μια μομφή που ευχαρίστως θα δεχθώ.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!