Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το βιολί του, αυτός


Από την στιγμή που διάβασα το «Μούνφλιτ» έπειτα από παρότρυνση καλής φίλης και σε εντελώς λάθος ηλικία, κάτι σκίρτησε εντός μου. Δεν μπορεί να είναι τόσο καλός, πρέπει να διαβάσω οπωσδήποτε και κάποιο άλλο δικό του. Είναι και αυτό το ερεθιστικό επίθετο που σε κεντρίζει, όλες αυτές οι μικρολεπτομέρειες μετράνε πολύ φίλοι μου, ξέρετε τι Joyce Carol Oates και Joyce Mansour και Τζόυς Ευείδη έχω μελετήσει εγώ κατά καιρούς; (Να πούμε εδώ ότι με χαρά έμαθα πως γυρίζεται η τρίτη σεζόν του «Καφέ της Χαράς» 15 χρόνια μετά την διακοπή της· Twin Peaks-Κολοκοτρωνίτσι… ένα «Σχέδιο Καλλικράτης»). Το είχα προτείνει σε ένα κορίτσι 12 χρόνων στην βιβλιοθήκη και όταν την ρώτησα πώς της είχε φανεί, μου είπε μισοένοχα-μισοντροπαλά ότι από ένα σημείο και μετά δυσκολεύτηκε να το παρακολουθήσει, της φάνηκε κάπως δύσκολο και το παράτησε. Την κατάλαβα απολύτως, πρώτον γιατί είχε δείξει πρωτύτερα τις δυνατότητές της, δεν ήταν εκείνη η τυπική έφηβη αναγνώστρια των «Ημερολογίων μιας ξενέρωτης», και δεύτερον, γιατί όντως είναι δύσκολος ο Φόκνερ (ποιος Φόκνερ, δεν είναι, εδώ που τα λέμε!). Η μικρή σίγουρα θα έχει τις ευκαιρίες να αναθεωρήσει. Με σας εκεί έξω δεν ξέρω τι θα γίνει. Το βιολί σας, κι εσείς.
 
Σπανιότατα, χάνω την αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας με ένα βιβλίο – συγγνώμη αν σας χαλάω το διαδεδομένο όνειρο. Πάντα υπάρχει ένα άγρυπνο μάτι πίσω από το παραπέτασμα των λέξεων που ελέγχει διαρκώς τον τρόπο που εξελίσσεται η αφήγηση, θαυμάζει τις μεταφορές, καταγράφει επιμελώς τις παρομοιώσεις, σαστίζει με αυτό που σκέφτηκε ο συγγραφέας, πώς το εξέφρασε, κλπ. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, θα έλεγα ότι μου αρέσουν περισσότερο αυτά ειδικά τα παρελκόμενα παρά το ίδιο το βιβλίο στο σύνολό του. Μόνο δύο βιβλία μπορώ να ανακαλέσω που κατάφεραν να υπνωτίσουν το άγρυπνο μάτι μου, χωρίς καν να καταλάβω πώς συνέβη αυτό: «Το σπίτι με τα εφτά αετώματα» του Χόθορν και τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται πλέον και το «Χαμένο Στραντιβάριους» του Τζον Μιντ Φόκνερ. Βέβαια, τώρα που το καλοσκέφτομαι, αυτά τα τρία συγκεκριμένα βιβλία διατηρούν, ας πούμε, μία ισχνή θεματική και υφολογική σύνδεση, που ίσως είναι η κοινή συνισταμένη για το υπερφυσικό φαινόμενο που παρατηρείται εντός μου. Θα το διερευνήσω καλύτερα στο μέλλον. 
 
Αφού λοιπόν το μάτι μου κοιμήθηκε από πολύ νωρίς, δεν μπορώ να πω πολλά για το βιβλίο. Πρόκειται για μία υπερφυσική ιστορία και όπως καθετί υπερφυσικό προκαλεί μια προσωρινή παράλυση στον θεατή, ένα σοκ και δέος, μια λεκτική αδυναμία. Ένας νεαρός ευγενής, φοιτητής στην Οξφόρδη, παίζει εκστασιασμένος στο βιολί του μία ξεχασμένη σουίτα, την Γκαγιάρντα της Αεροπαγίτα, η οποία φαίνεται ότι προσκαλεί μια φασματική παρουσία που έρχεται κάθε φορά στο δωμάτιο του για να την απολαύσει. Από κει και ύστερα, η ιστορία ξεφεύγει και μόνο οι οργασμικά επιλεγμένες λέξεις του Φόκνερ μπορούν να την αποδώσουν στην μέγιστη ομορφιά της. 
 
[…] Ο τελευταίος ήχος δεν είχε τίποτα το μελωδικό, έμοιαζε πιο πολύ με ουρλιαχτό, τόσο ανατριχιαστικό που παρόμοιό του εύχομαι να μην ξανακούσω ποτέ στη ζωή μου. Ένας ήχος σαν πληγωμένου θηρίου. Έχω δει έναν πίνακα του Μπλέικ, στον οποίο δείχνει την ψυχή ενός πανίσχυρου κακού άνδρα να εγκαταλείπει το σώμα του την στιγμή του θανάτου. Το πνεύμα πετάει έξω από το παράθυρο με κάτι φρικτά, απαίσια μάτια που κοιτάζουν εμβρόντητα την ερήμωση στην οποία τούτο πηγαίνει. Αν μέσα στην επιθανάτια αγωνία της μπορούσε μια τέτοια ψυχή να βγάλει κραυγή, πιστεύω πως θα ακουγόταν σαν τον θρήνο που άκουσα από το βιολί εκείνη τη νύχτα.
 
Υπάρχει μία ωραία κατατοπιστική εισαγωγή του Μαρκ Βάλενταϊν (δεν έχω ιδέα ποιος είναι, η έκδοση μάς αφήνει στα σκοτάδια, μπορεί να είναι ένας ακόμα Μαραμπού της κακιάς ώρας, βοήθειά μας!), που συνοψίζει τα ετερόκλητα στοιχεία της γραφής του Φόκνερ και πώς υπήρξε ένας άνθρωπος του καιρού του, με εξαιρετική δυναμική όμως και άνοιγμα προς το μέλλον, που ζούμε τώρα. […] Ο Τζον Κλουτ, στην Εγκυκλοπαίδεια της Φαντασίας, παρατηρεί με οξυδέρκεια ότι, παρ’ όλο που το μυθιστόρημα δίνει την εντύπωση πως αναφέρεται στην υποδούλωση ενός μόνο ατόμου στις δυνάμεις του Κακού, στην πραγματικότητα ασχολείται με τον φόβο της υπέρβασης, με το άλμα από τον κόσμο της γνώσης και της σύνεσης στο βασίλειο της μυστικιστικής έκστασης (…) Πιθανόν ο συγγραφέας να είναι με το μέρος των αγγέλων, ίσως όμως κάποιοι από αυτούς να είναι έκπτωτοι.
 
Jeremy Brett on «The Lost Stradivarius»

 
Η έκδοση «Parsec» είναι πολύ όμορφη και το εξώφυλλο ασκεί μια παράξενη γοητεία πάνω μου, μου αρέσει. Η μετάφραση είναι απολύτως άψογη. Πώς το κατάλαβα; Όχι, δεν έκανα αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, προς Θεού, με ποιον νομίζετε ότι μιλάτε· είναι άψογη γιατί οι σκέψεις του Φόκνερ με έβαλαν σε έκσταση από πολύ νωρίς και η μετάφραση με αξιοζήλευτη μαεστρία φρόντισε να μην βγω από αυτήν, πριν το τέλος της ανάγνωσης. Τα εύσημα, λοιπόν, στην Δέσποινα Τούσα. Το αριστούργημα αυτό συμπληρώνεται με δύο εξαιρετικά διηγήματα του Φόκνερ, «Η Γαμήλια Νύχτα του Μεσοκαλόκαιρου» και «Χαραλαμπία» – εγώ θα ψάξω να σου βρω γιατρό. Το βιβλίο βρίσκεται στην β’ έκδοσή του και σας παροτρύνω να το αγοράσετε όλοι μπας και κάνει και γ’, και φιλοτιμηθεί ο εκδοτικός να βγάλει και το άλλο μυθιστόρημα του Φόκνερ, «Nebuly Coat». 
 
Ας αναφέρω εδώ ότι εξίσου σπανιότατα αφήνω κάποιες μέρες κενές μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου. Αν για κάθε βιβλίο άφηνα 2-3 μέρες κενές, στο τέλος του χρόνου θα έβγαινα μείον 4-5 βιβλία! Πάτε καλά ρε σεις; Mind the gap! Ούτε καν μετά τον μέγιστο Τζόυς δεν μου έδωσα ρεπό. Υπάρχουν όμως κάποια βιβλία, με έναν εντελώς μεταφυσικό τρόπο, που σου επιβάλουν αυτή την παύση. Κάποιες ιστορίες τόσο αριστοτεχνικά δοσμένες που με κάνουν να παραλύω, σαν να πηγαίνω πρώτη μέρα στο σχολείο – καλή σχολική χρονιά, μπάι δε γούει. Όπως το βιβλίο του Φόκνερ είναι (μετάξυ άλλων) εμμέσως ένας φόρος τιμής στον μεγάλο τεχνίτη Στραντιβάριους, έτσι και η αφήγησή του με αμεσότατο τρόπο γίνεται (μεταξύ άλλων) ένας φόρος τιμής στην παντοντινή ομορφιά της μεγάλης Λογοτεχνίας. Τι τεχνίτης!
 
[…] Αλλά όπως ορισμένες φυσικές οπτικές εντυπώσεις έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν τόσο φρικιαστικές που οδηγούν στην παραφροσύνη, έτσι μπορώ να υποθέσω ότι και ο νους σε καταστάσεις ακραίας έξαρσης μπορεί να αναπλάσει κάποιες μορφές ηθικού κακού τόσο αποτρόπαιες, που μεταφυσικά τον τσουρουφλίζουν.
 
Και μια ακόμα σύμπτωση βιβλίου-σελιδοδείκτη, S02/E01 (τα υπόλοιπα επεισόδια αναζητήστε τα μόνοι σας, ούτε θυμάμαι πού τα ανέφερα): στα βιβλία που μας κάνουν δωρέα στη βιβλιοθήκη, εντός τους, εκτός από ραβασάκια, συνταγές για καρυδόπιτα, λίστα με ψώνια, εκκαθαριστικά εφορίας, κλπ, συχνά ξεχνούν και σελιδοδείκτες. Ό,τι πιο ενδιαφέρον μετά τις συνταγές για καρυδόπιτα, είναι φυσικά οι σελιδοδείκτες. Αυτό το καλοκαίρι εντόπισα δύο ωραίους, έναν εντελώς καλοκαιρινό και έναν… υπερφυσικό, όπως αποδείχθηκε μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Φόκνερ. Τρελά πράγματα, η αλήθεια βρίσκεται εκεί έξω! 
 

 
Διαβάστε το γιατί πρόκειται για μεγάλη τέχνη, μην αδιαφορείτε!
 
[…] Πιθανόν να κατηγορηθώ για το κάψιμο του βιολιού από εκείνους που εκθειάζουν την τέχνη αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Αλλά είναι μια μομφή που ευχαρίστως θα δεχθώ.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!