Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Diamonds are forever

 
Βλέπεις Φώκνερ, είναι καλό! Εκεί έχω καταλήξει εγώ μετά από χρόνια στο λογοτεχνικό στίβο. Στύβω το μυαλό μου για να δω γιατί συμβαίνει αυτό αλλά δεν βρίσκω απάντηση – απλώς συμβαίνει. Νομίζω πως πάντα, από τα χρόνια τα παλιά, ένας χαμένος θησαυρός θα έκανε το αίμα των ανθρώπων να κοχλάζει. Σ' αυτήν την περίπτωση, ο «χαμένος θησαυρός» – για μένα – είναι ένα βιβλίο και συγκεκριμένα το βιβλίο για το οποίο θα γράψω τις λέξεις που πρόκειται να ακολουθήσουν. Εφηβική αναγνωστική εμμονή μιας φίλης και βιβλιοπρόταση από μέρους της, γεροντική ανάγνωση και γερασμένη κριτική από μέρους μου, η λογοτεχνία χρόνια δεν κοιτά. Γραμμένο το 1898, είναι ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά εφηβικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Έριξα τα ζάρια και έφερα εξάρες!
 
Κατ' αρχάς για να ξεμπερδεύουμε νωρίς με τα ονόματα, η ταύτιση των δύο συγγραφικών επωνύμων μού προκάλεσε την εξής σκέψη: ο Τζ. Μιντ Φόκνερ μού έφερε στο νου τον Φώκνερ (ο ορίτζιναλ γράφεται πάντα... λόγω θαυμασμού... με “ω”!) όταν στην αρχή του μυθιστορήματος του περιγράφει τον τόπο που τοποθετείται η δράση, το Μούνφλιτ, ως έναν χώρο που «διοικείται» από τους Μοχιούν τους παλιούς άρχοντες του τόπου που πλέον είναι νεκροί και μόνο μέσω της ανάμνησης ή της μεταφυσικής τους δυναμικής γίνονται αντιληπτοί από τους τωρινούς κατοίκους. Όπως περίπου ο Φώκνερ τοποθετεί στην αγαπητή του Γιοκναπατούφα οικογένειες με δεσμούς αίματος και μοχθηρές σχέσεις που καταριούνται τις επόμενες γενιές είτε είναι ζωντανοί είτε νεκροί. Στο μυαλό μου είχα κυρίως το μυθιστόρημα του δεύτερου, «Αβεσσαλώμ!, Αβεσσαλώμ!»... και οι συγκρίσεις μεταξύ των δύο τελειώνουν εδώ· αν άρχισαν, ουσιαστικά, ποτέ. 
 

 
Το «Μούνφλιτ» κρατάει όλα τα καλά στοιχεία ενός εφηβικού μυθιστορήματος αφήνοντας απ' έξω όλα τα κακά – όπως ακριβώς θα ήταν και η εφηβεία όλων μας, αν έλειπαν το σχολείο και τα σπυριά. Καθόλου διδακτικό, διατηρώντας μια συνεχή σκοτεινή εσωτερικότητα, περιπετειώδες, ατμοσφαιρικό, μελαγχολικό, ερωτεύσιμο. Σαν να δανείζεται μια συμπυκνωμένη τζούρα από Πόε που δε θα πάψει ποτέ να γοητεύει κάθε έφηβο του κόσμου ετούτου.
 
[...] «Λοιπόν, Τζων, εσύ κι ο Ελζεβίρ φεύγετε από το Μούνφλιτ. Μακάρι να το έκανα κι εγώ. Όμως, τότε, ποιος θα συνόδευε τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία;» είπε.
Ήμουν μισοκοιμισμένος και του απάντησα μουρμουριστά:
«Αυτός, πάντως, δεν είναι λόγος για να σε κρατά εδώ. Όλο και κάποιος άλλος θα βρεθεί να κάνει τούτη τη δουλειά».
Ήθελα να του δείξω πως δεν είχα διάθεση για πολλές κουβέντες, αυτός όμως δεν πτοήθηκε. Συνέχισε την κουβέντα του, λες και τον ευχαριστούσε ν' ακούει την ίδια τη φωνή του.
«Μου φαίνεται, αγόρι μου, πως δεν ξέρεις τι λες. Μπορεί να βρεθούν άντρες να ανοίγουν τους τάφους, όμως ποιος άλλος γνωρίζει την τέχνη να ρίχνει ελαφριές φτυαριές πάνω στο σκεπασμένο φέρετρο! Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πετύχεις κάτι τέτοιο;»
 

 
Φυγή, λαθρεμπόριο, κυνήγι θησαυρού, μοχθηρία, θάνατος, φυλακίσεις, κατάρες, ναυάγια, συγχώρεση και πάνω απ' όλα αυτά μια δυνατή και αξέχαστη φιλία μεταξύ ενός εφήβου και ενός μεγάλου άντρα που ενσαρκώνει την πατρική φιγούρα αλλά ταυτόχρονα, την υπερβαίνει κιόλας. Και οι αναγνώστριες, θα μου πείτε, θα σκυλοβαρεθούν μ' όλα αυτά τα αντρικά παιχνίδια. Όοοοχι, υπάρχει και έρωτας, δυνατός και παντοτινός. Και μιας και πιάσαμε τα έμφυλα ζητήματα, ας ξεκαθαρίσουμε εδώ, μια και καλή, πως τα καλά βιβλία είναι πάντα άφυλα – παρακαλώ, μην τα μπερδεύετε με τα «ευνουχισμένα» βιβλία, από αυτά έχουμε πήξει!
 
[...] Δεν είχε εκείνη υποσχεθεί πως θα κρατούσε αυτό το κερί αναμμένο για να το έχουν κάθε νύχτα οι ναύτες οδηγό τους, κάθε νύχτα ώσπου εγώ να ξαναγύρναγα· δεν ήταν εκείνη που ακόμα περίμενε· δεν ήμουν εγώ που γύρναγα τώρα σ' αυτή; Μα τι γυρισμός! Όχι πια αγόρι, όχι μια αυγουστιάτικη νύχτα, μα τσακισμένος, σημαδεμένος, μέσα στη θύελλα του Νοεμβρίου! Ήταν ευτύχημα που υπήρχε ανάμεσά μας αυτό το λευκό κρόσσι, αυτός ο λευκός φραμπαλάς του θανάτου, έτσι ώστε να μη δει ποτέ εκείνη την κατάντια μου. 
 

 
Και τάβλι! Το διανοείστε; «Ρε μαλλλάκα, τάβλλλι σε αγγλλλικό βιβλλλίο;; Θα τρελλλαθώ!» Έτσι είναι δυστυχώς, τάβλι δεν είναι μόνο Θεσσαλονίκη!! Ο Τζ. Μιντ Φόκνερ ενσωματώνει το τάβλι από την αρχή του βιβλίου του, σαν μέσο διασκέδασης και στοχασμού των δύο βασικών ηρώων, που καθώς το διαβάζεις τώρα δεν προκαλεί καμία έκπληξη, μόλις αναλογίζεσαι όμως πότε γράφτηκε το βιβλίο, αρχίζεις να αναθεωρείς. Δε ξέρω πόσο συχνή ή όχι ήταν η αναφορά στο τάβλι εκείνη την εποχή, ούτε ξέρω άλλα γνωστά βιβλία που το χρησιμοποίησαν στην πλοκή τους, όμως το στοιχείο του ταβλιού στο συγκεκριμένο βιβλίο μού άρεσε πολύ, μου φάνηκε εντελώς «φεύγα»!
 
[...] Πάνω στον μπουφέ με τα ράφια βρισκόταν το τάβλι, μα τόσο σκονισμένο που δεν μπορούσες να διαβάσεις την επιγραφή που ήταν πάνω του χαραγμένη. Εγώ, όμως, δε χρειαζόμουν να τη διαβάσω· τη θυμόμουν απέξω. Και σκέφτηκα πως εμείς οι δυο υπήρξαμε άτυχοι παίχτες του παιχνιδιού της ζωής.  
 
 
Η πολύ ωραία μετάφραση είναι της Κώστιας Κοντολέων. Στην έκδοση του 1986 που έχω, μερικές φράσεις μοιάζουν να ταλαιπωρούνται από έναν μικρό ανεπαίσθητο «λόξυγγα» χωρίς να χαλάει η ομορφιά της αφήγησης· απλώς μια μικρή αλλαγή των λέξεων σε κάποιες προτάσεις θα εξαφάνιζε το πρόβλημα, ίσως να διορθώθηκε σε επόμενες εκδόσεις. Η έκδοση, φυσικά, «Καστανιώτης»! Είχατε αμφιβολίες; Μπορεί κάποιοι αναγνώστες να επικρίνουν τελευταία τον «Καστανιώτη» ότι δεν προωθεί αρκετά τα βιβλία του, δεν αφήνει να κάνουν τον κύκλο τους ώστε να προλάβει να τα μάθει ο κόσμος, έτσι χάνει λεφτά, κακό στον εαυτό του κάνει, κλπ, όμως εγώ αυτό που ξέρω είναι πως όποια πέτρα και αν σηκώσω, «Καστανιώτη» βρίσκω από κάτω. Είτε τα βιβλία του κυκλοφορούν ακόμη είτε έχουν εξαντληθεί, είτε έχουν πουλήσει αρκετά είτε όχι, το πολιτιστικό εκτόπισμα του «Καστανιώτη» είναι τεράστιο και αξίζει να εκτιμηθεί. Με πρόχειρους υπολογισμούς, τα περισσότερα βιβλία που έχω διαβάσει (και απολαύσει, σημαντικό ποιοτικό κριτήριο και αυτό) είναι από τον «Καστανιώτη». Ίσως τελικά, να μην τον ενδιαφέρει τόσο, τα βιβλία του να έχουν φανταχτερή διαφήμιση αλλά θλιβερά σύντομη ημερομηνία λήξεως, μπορεί να θέλει να μοιάζουν περισσότερο στο μέλι που δεν χαλάει ποτέ ούτε χάνει την γλύκα του – εγώ πάντως, έτσι βουτάω τα βιβλία του από τα ράφια, σαν να βουτάω τα δάχτυλά μου στο βάζο με το μέλι. 
 

 
Λατρεύω τις κλισέ φράσεις απ' όπου κι αν προέρχονται, για την αποχαυνωτική τους δύναμη μέσα στην γλώσσα. Έτσι λοιπόν, κάθε αναγνώστης δικαιούται ν' αναφωνήσει «Διαμαντάκι... το τάδε βιβλίο!», ακόμα και αν είναι ξεκάθαρο ότι είναι άνθρακας ο θησαυρός. Γούστα είναι αυτά, θα μου πείτε. Βέβαια όταν πάμε ένα διαμάντι σε έναν εκτιμητή και μας πει ότι είναι ψεύτικο, δεν φέρουμε ιδιαίτερη αντίρρηση και ίσως πάψουμε να πείθουμε πλέον και τον εαυτό μας ότι αυτό που κρατάμε έχει όντως αξία· όταν όμως πούμε για την κάθε παπάτζα-βιβλίο ότι έχει ύψιστη λογοτεχνική αξία, το θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο και δεν ανεχόμαστε κάποιος να έρθει να κάνει την σωστή εκτίμηση! Το παράξενο βότσαλο που ανασύραμε μικροί από τις ακρογιαλιές το ανάγουμε στον πλέον πολύτιμο λίθο. Ηλίθιο! Ο υπότιτλος του βιβλίου, «Το μυστήριο του θρυλικού διαμαντιού», θα μπορούσε ίσως να διαβαστεί ως εισαγωγή ή/και ως επιμύθιο των παραπάνω σκέψεων. Διαμαντάκι, λοιπόν! Ποιος νοιάζεται περισσότερο, εξάλλου; Να κι αν είναι, να κι αν δεν είναι.
 
[...] «Σου εύχομαι το διαμάντι να σου φέρει κάθε κακό σε τούτη τη ζωή και την αιώνια καταδίκη στη μελλοντική που σε περιμένει!» 
 

 
Υ.Γ. 2666 Οι φωτογραφίες από τη Folio έκδοση είναι ευγενική παραχώρηση της «εμμονικής» φίλης – εμείς είμαστε κυρίως οικονομικά ναυάγια και σπανίως θα κρατήσουμε στα χέρια μας τέτοιες εκδόσεις-διαμάντια!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !