Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ζακέτα να πάρεις

 
Δεν είχα ξαναδιαβάσει Έμιλυ Μπροντέ. Ε και; Κι όμως μια ανεμοδαρμένη τύψη με τυραννούσε τόσο καιρό και στο τέλος λέω, θα πάω και ας μου βγει και σε κακό. Τι κακό ήταν αυτό που με βρήκε ρε παιδιά; Τα λογοτεχνικά αριστουργήματα δεν θα πάψουν ποτέ να λυσσομανούν γύρω μας και να μας τιμούν με την ζεστή παρουσία τους κατερχόμενα από τα πιο δυσθεώρητα λεκτικά ύψη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, και μάλιστα είναι ενδεικτικό της πνευματικής μας κατάντιας, που για χρόνια αυτό το κομψοτέχνημα πέρασε στην Ελλάδα σαν φθηνό ρομάντζο, υποβιβάζοντας με αυτόν τον χυδαίο τρόπο την ασύλληπτη μεγαλοφυία της συγγραφέως (ίσως επειδή ήταν γυναίκα;) και καταλήγοντας να γίνει σαχλό τραγουδάκι στα χείλη της Καιτούλας (Κάθριν!) της Γαρμπή(ς). Τι να λέμε... τα'χω πάρει!

Σ' ένα εντελώς επιφανειακό επίπεδο το βιβλίο περιγράφει τον τρελό έρωτα (Οι υπερρεαλιστές χαιρέτησαν το μυθιστόρημα της Έμιλυ ως το υπέρτατο δείγμα του l' amour fou) μεταξύ της Κάθριν και του Χήθκλιφ. Νομίζω όμως (και να με συγχωράτε) ότι είναι κάπως γελοίο, αν όχι ανέφικτο, ένας αναγνώστης να σταθεί μόνο σε αυτό το πρώτο επίπεδο. Η Μπροντέ μας προικίζει με ένα σκοτεινό και χαοτικό δυσερμήνευτο πλέγμα σκέψεων και συναισθημάτων που μας γραπώνει σαν τον ιστό της αράχνης, με πρόχειρο δόλωμα την δυνατή ιστορία των βασικών χαρακτήρων. Μου θύμισε πολύ έντονα τον «Μόμπι Ντικ» όπου και εκεί η ναυτική περιπέτεια είναι απλώς το προκάλυμμα (και εξίσου αφελές να θεωρεί κάποιος ότι είναι το βασικό θέμα του βιβλίου), πίσω από την οποία θαλασσοδέρνονται πάμπολλες ετερόκλητες ερμηνείες από την εποχή που γράφτηκε (ο Α.Κ. Χριστοδούλου επιχειρεί μία βάσιμη ερμηνεία του «Μόμπι Ντικ» στον πρώτο και δυστυχώς τελευταίο τόμο της Editio Major των εκδόσεων Gutenberg). Σε αντίθεση με το βιβλίο του Μέλβιλ όπου κάποιες ερμηνείες είναι πιο φωτεινές και διαυγείς, δυστυχώς στο βιβλίο της Μπροντέ είναι σκούρα τα πράγματα! Η κριτική δεν έχει καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα και έτσι μπορείς και συ αναγνώστα να συνεισφέρεις, θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα νερά. Να, ακολούθα το παράδειγμά μου. 
 
Τον τόνο του βιβλίου η Μπροντέ τον δίνει μέσα στις πρώτες πέντε γραμμές, κάτι που μοιραία θα αντιληφθείς πολύ αργότερα, όταν θέλοντας να τονίσει την ερημιά του τόπου γράφει την φράση «αληθινός παράδεισος για μισάνθρωπους» – δεν σας μοιάζει και σαν ένας υπέροχος ευφημισμός για να περιγράψει κανείς την ίδια την Κόλαση; Καθώς προχωρά η πλοκή αισθάνεσαι ότι αυτοί οι μισάνθρωποι παίρνουν οικουμενική μορφή, είναι ο καθένας από μας, και ο αληθινός παράδεισος τους είναι η κόλαση της ίδιας μας της ζωής με τα πάθη και τα παράδοξά της. Ας πούμε, αν ο καθένας μας μπορούσε να στοχαστεί βαθιά και με λογική πάνω στις πράξεις και (κυρίως) στις σκέψεις του, δεν είναι πιθανό να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι πρόκεται για ένα τέλειο δείγμα μισάνθρωπου, που σαν έσχατο θύμα θα έχει τον ίδιο του τον εαυτό; Δεν βρήκα διόλου μισητούς τους χαρακτήρες του βιβλίου, αντιθέτως τους ένιωθα ως δυνητικούς αντικατοπτρισμούς μου και αυτό ενέτεινε την υποβλητικότητα της ανάγνωσης. Δεν μου έχει ξανατύχει σε ανάγνωση, μια τόσο μικρή φρασούλα της αρχής (ακόμα και αν δεν αποτελεί εντέλει το ζουμί του βιβλίου) να ξεδιπλώνεται τόσο υποβλητικά στις επόμενες 400 σελίδες.

Υποθέτω ότι οι περισσότεροι γνωρίζετε την πλοκή του βιβλίου. Ελπίζω να μην κάνω άθελά μου κάποιο σπόιλερ – γενικά δεν έχω πρόβλημα με τα σπόιλερ, έχω και φίλους που κάνουν σπόιλερ! – από την άλλη βλέπω ότι στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένα γενεαλογικό δέντρο (σχεδιασμένο από τον Charles P. Sanger – «The Structure of Wuthering Heights», 1926) με όλες τις σχέσεις/γάμους/θανάτους των χαρακτήρων, οπότε νίπτω τας χείρας μου. Το βιβλίο συχνά χαρακτηρίζεται χαοτικό και με τον τρόπο του είναι, ωστόσο η πλοκή ξετυλίγεται με απόλυτη σαφήνεια και δεν πρόκειται να μπερδέψει κανέναν. Ω Θεέ μου, το βιβλίο της πρέπει να φάνταζε σαν κεραυνός εν αιθρία για τα (α)χρηστά ήθη της εποχής της. Αν μπορούσαν θα την πετούσαν στην πυρά, την ξενέρωτη! Συγγνώμη κιόλας αλλά η Έμιλυ Μπροντέ δεν ήταν καθόλου ξενέρωτη – προβοκατόρισσα από τις λίγες, έφερνε σβούρες στο δωμάτιο με την ξύλινη σκούπα της (την οποία φυσικά δεν είχε για να σκουπίζει!) γελώντας σαρδόνια.
 
Σκιαγραφώντας έναν δαιμονικό χαρακτήρα, τον Χήθκλιφ, ερεθίζει τις προκαταλήψεις της εποχής· εκεί όμως που τους «δαιμονίζει» όλους, είναι όταν σκιαγραφεί έναν εξίσου δαιμονικό χαρακτήρα, αντικατοπτρισμό της άγριας αγάπης του Χήθκλιφ. Η Κάθριν σκέφτεται και αισθάνεται με μια ένταση που δεν επιτρέπεται στις γυναίκες και αυτό η προβοκατόρισσα Έμιλυ το ξέρει καλά. Δυο ώρες πριν πεθάνει (ουπς, σπόιλερ!) γεννιέται η κόρη της. Αυτό με ξάφνιασε κάπως γιατί δεν είχε γίνει καμία νύξη (και αν υπήρξε ήταν πολύ διακριτική που δε θυμάμαι πια) ότι η Κάθριν ήταν έγκυος. Στην αρχή σκέφτηκα ότι αυτό «επιβλήθηκε» στην Μπροντέ από την εποχή της, που δεν ήθελε να γίνονται σαφείς νύξεις για σεξουαλικές πράξεις στα βιβλία, αν και η Κάθριν ήταν πλέον παντρεμένη με το νόμιμο σύζυγό της και άρα ήταν αναμενόμενο να αποκτήσει παιδιά. Κάνοντας δεύτερες σκέψεις, θεωρώ ότι η Μπροντέ επίτηδες ξεπέταξε το θέμα της εγκυμοσύνης, θέλοντας να τονίσει ότι η ηρωίδα της αρνείται να μπει στο ηθικό/κοινωνικό καλούπι που της έχουν ετοιμάσει, επιλέγοντας (σχεδόν με την θέλησή της) να πεθάνει για τον έρωτά της παρά να υποκύψει σε μία χλιαρή συμβίωση και άχαρη κηδεμονία.

Για να μην ξεφύγει πολύ η ανάρτηση, θα απομονώσω μια μικρή φράση από την εκτενή κριτικογραφία της εισαγωγής, που θεωρώ ότι αποτελεί την ουσία του βιβλίου: «Το πρόβλημα με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι ότι μας δημιουργούν την αίσθηση ότι υπάρχει μια υπερφυσική, υπερβατική “αιτία” των γεγονότων, ενώ ο προσδιορισμός της ταυτότητας αυτής της αιτίας, ή ακόμη και η βεβαιότητα ότι υπάρχει, είναι αδύνατη». Αντικαταστήστε την λέξη «πρόβλημα» με τη λέξη «υπέροχο» και θα έχετε την καλύτερη απάντηση για την επίδραση αυτού του βιβλίου. Μια λογοτεχνία που καταφέρνει κάτι τέτοιο λέγοντας κατά τ' άλλα μια απολύτως ρεαλιστική ιστορία, δεν είναι κάτι το υπέροχο; Ευθύς αμέσως, προσθέτει ένα δεύτερο βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης, πέρα από το επιφανειακό πρώτο της αφήγησης της πλοκής. Και δεν είναι το μόνο. Επιτρέψτε μου να εκθέσω δυο τρεις αλλόκοτες εικασίες που μου γέννησε η ανάγνωση. Το χάνω και γω σιγά σιγά!

Χήθκλιφ και Κάθριν χωρίστηκαν βίαια όταν ήταν ακόμα παιδιά. Για τον Χήθκλιφ, η Κάθριν ήταν η μόνη φωτεινή νότα της μίζερης ζωής του. Έτσι, με έναν αλλόκοτο συμβολικό τρόπο η Μπροντέ, μέσα από αυτή την σχέση, θέλει να δείξει την βίαιη αποκόλληση από την παιδική ηλικία προς την σκληρή ενηλικίωση, όταν πλέον η Κάθριν παντρεύεται και φεύγει από το Γουάδεριν Χάιτς. Ο Χήθκλιφ με δαιμονική επιμονή κυνηγά και αναζητά την μόνη πηγή ευτυχίας που υπήρξε γι' αυτόν, ενώ η Κάθριν με την σειρά της, αναπολεί τις στιγμές της ελευθερίας της, εγκλωβισμένη πια στις συμβατικότητες μιας βαρετής ζωής. «Δεν ράγισα εγώ την καρδιά σου – εσύ τη ράγισες, και μαζί και τη δική μου. Κι αν είμαι δυνατός, τόσο το χειρότερο για μένα. Δεν θέλω να ζήσω. Τι να την κάνω τη ζωή όταν εσύ – ω Θεέ μου! Εσύ θα 'θελες να ζήσεις με την ψυχή σου στον τάφο;»
 


Σε ένα άλλο επίπεδο, Χήθκλιφ και Κάθριν ταυτίζονται απόλυτα, όχι τόσο με όρους ερωτικής αγάπης όπως αφήνει η πλοκή να εννοηθεί, αλλά ως οι δυο όψεις του εαυτού μας, αξεχώριστες και συνάμα διαφορετικές, αντικρουόμενες και θυελλώδεις, επίμονες και υπομονετικές. «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να σε ξεχάσω ποτέ – όπως δεν μπορώ να ξεχάσω τον ίδιο μου τον εαυτό» ή «Είναι ο εαυτός μου, περισσότερο απ' όσο είμαι εγώ η ίδια». Τέλος, και τα δύο κτήματα, Γουάδεριν Χάιτς και Θράσκρος Γκρέηντζ αποτελούν ένα μόνιμο δίπολο που παίρνει πάμπολλες μορφές στο βιβλίο. Οι ένοικοι του Γουάδεριν Χάιτς είναι συνεχώς άγριοι, βάναυσοι και οξύθυμοι, δίνοντας το αρνητικό πρόσημο του ενός πόλου σε αντίθεση με το άλλο κτήμα. Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης, ο αναγνώστης θα κάνει αρκετές αναγωγές μεταξύ των κτημάτων, που άλλοτε έχουν βάση και άλλοτε όχι: κόλαση και παράδεισος, αγάπη και μίσος, λογική και ευαισθησία, χαρά και λύπη, κλπ. 
 
Όσοι θέλετε να εκτιμήσετε με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο της Μπροντέ, τότε να επιλέξετε αναμφιβόλως την έκδοση της Άγρας. Η μετάφραση είναι του Άρη Μπερλή και είναι άψογη, αν και σε μερικά σημεία (που προσωπικά δεν με ενόχλησαν ιδιαίτερα) δεν μπόρεσε να ξεφύγει από μία λεκτική επιτήδευση όπως, «...με έλουσε κρύος ιδρώς» ή «...με το μάτι ανθρώπου ξένου ή καλλιτέχνου». Η έκδοση συνοδεύεται από εκτενέστατη εισαγωγή με την κριτικογραφία και την ανάλυση που δέχθηκε το αριστούργημα της Μπροντέ τα επόμενα χρόνια, καθώς και με αρκετές σχετικές φωτογραφίες. Το κερασάκι στην τούρτα είναι το εκπληκτικό εξώφυλλο που απεικονίζει την Έμιλυ – πίνακας φιλοτεχνημένος από τον αδερφό της, Μπράνγουελ, το 1833. 
 
Δεν είναι ανάγκη να προσκολληθείτε στην σχέση των δύο βασικών χαρακτήρων, η Μπροντέ σκιαγραφεί απίθανους δευτερεύοντες χαρακτήρες τους οποίους προικίζει με ζωντάνια, συνθέτοντας ένα τέλειο σύνολο. Ένα αδιανόητα καλογραμμένο βιβλίο, αλλόκοτη ποιητική σύνθεση, αρχαία τραγωδία, μ' ό,τι στο διάολο και αν μοιάζει... θα σας συναρπάσει. Το ότι γράφτηκε, αποτελεί από μόνο του ένα θαύμα για την Λογοτεχνία. Το ότι γράφτηκε από μία 27χρονη γυναίκα της εποχής της, αποτελεί ένα θαύμα για την ανθρωπότητα. Είναι δύσκολο να φανταστείς το βιβλίο της ως φεμινιστικό μανιφέστο, αλλά με μια δεύτερη σκέψη, τελικά, ίσως και να έπρεπε! Όπως λέει και η αφηγήτρια του βιβλίου και είναι το μόνο που πρέπει να θυμάστε για να απολαύσετε στην ολότητά του αυτό το αριστούργημα: «Αλλά σίγουρα δεν σας ενδιαφέρουν οι ηθικολογίες μου, κύριε Λόκγουντ. Μπορείτε να κρίνετε και μόνος σας, τόσο καλά όσο κι εγώ. Ή να πιστεύετε πως μπορείτε, που τελικά είναι το ίδιο».

Υ.Γ. 2666 Το σπουδαίο και επαναστατικό κατόρθωμα των αδερφών Μπροντέ μού έφερε στο νου ένα ανάλογο κατόρθωμα, εκείνο των αδερφών Πόλγκαρ. Τρεις αδερφές που έφεραν τα πάνω κάτω σε έναν εμμονικά (μέχρι τότε) ανδροκρατούμενο χώρο, του επαγγελματικού σκακιού. Αν ψάχνουμε αναλογίες, θα λέγαμε ότι η σκοτεινή ευφυία της Έμιλυ βρίσκει την αδερφή ψυχή της στην Τζούντιθ, η Σάρλοτ στην Σούζαν και οι υπόλοιπες αδερφές, Άννα Μπροντέ και Σοφία Πόλγκαρ, παρότι σπουδαίες και άξιες οι ίδιες, μοιραία επισκιάστηκαν από την μεγαλοφυία των αδερφών τους.
 
The Polgar sisters: Judith, Sophia and Susan
 

Σχόλια

  1. Αγαπημένο ανάγνωσμα της εφηβείας! Αναζήτησε και την Τζέιν Έιρ της άλλης αδερφής!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα librarian,

      εννοείται ότι θα πάρω και τα βιβλία της αδερφής! Νομίζω χρειάζεται και μια πιο ώριμη ανάγνωση, πολλά βιβλία τα «χαραμίζουμε» όταν τα διαβάζουμε μικροί. Να το ξαναδιαβάσεις!

      Διαγραφή
  2. Ζηλεύω. Ζηλεύω πολύ Μαραμπού.
    Τι δε θα έδινα για να συναντούσα πώρτη φορά το Heathcliff
    να διάβαζα πρώτη φορά Μπροντέ (ή Προυστ ή ... ή..).

    Τυχερός είσαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δάφνη, πράγματι είμαι τυχερός! Δεν πίστευα αυτό που διάβαζα, τόσο πολύ μου άρεσε! Χαίρομαι που το διάβασα τώρα γιατί το εκτίμησα στην ολότητά του. Και φυσικά πόσα ακόμα κενά έχω να καλύψω για τα οποία θα σε κάνω ξανά να ζηλέψεις, όπως καλή ώρα τον Προυστ που αναφέρεις, από τον οποίο έχω διαβάσει μόνο δυο-τρια χλιαρά διηγήματα (ή...ή...) :p

      Καλημέρα!

      Διαγραφή
    2. Ααααχ.. πώς νοσταλγώ να τα πρωτοδιάβαζα..

      Όχι τα διηγήματα του Προυστ όμως- είναι για πέταμα.

      Αρχίζεις από το 'Ενας Έρωτας του Σουάν και μετά πιάνεις από την αρχή την 'Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου-Μόνο μετ. Παύλου Ζάννα (αν δε διαβάζεις γαλλικά).
      Θα με θυμηθείς...

      Διαγραφή
    3. Όχι, ούτε γαλλικά, ούτε τίποτα. Μόνο ελληνικά και από αυτά έχω πολλά να μάθω ακόμα!

      Ποιο είναι αυτό το «Ένας έρωτας του Σουάν»; Εννοείς το «Από τη μεριά του Σουάν» που είναι ο πρώτος τόμος του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»; Αν είναι διαφορετικό, στείλε μου καμιά πληροφορία γιατί δεν βλέπω να έχει εκδοθεί με τον τίτλο που αναφέρεις.

      Νομίζω, θα πρέπει πια να αποτολμήσω και τον Προυστ, ας μην χάνω άλλο τον χρόνο μου (φαντάζομαι, θα του άρεσε αυτό το λογοπαίγνιο!) :p

      Διαγραφή
  3. Θυμάμαι που τα διαβάζαμε με την αδελφή μου στην εφηβεία και κλαίγαμε, βλέπαμε μόνο τον έρωτα και συγκινούμασταν. Μετά την ανάρτησή σου μάλλον θα τα ψάξω στο πατρικό για να τα ξανα διαβάσω (εκτός από τα ανερμοδαμένα ύψη και την Τζειν ΝειρΣουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Νομίζω ότι πολλοί την «έπαθαν» έτσι. Ο έρωτας που περιγράφει η Μπροντέ είναι μεγαλειώδης, όμως το βιβλίο της σε πολλά επίπεδα είναι ένα πολύπλοκο αριστούργημα που πρέπει να το διαβάσει κανείς με πιο ώριμη ματιά.

      Δώσε μια ευκαιρία Σουμέλα, και θα το ερωτευτείς ξανά! Εννοείται ότι θα πάρει σειρά η άλλη αδερφή, οικογενειοκρατία :p

      Διαγραφή
  4. Ανώνυμος5.9.20

    Χαίρετε. Πλέον συγκαταλέγομαι κι εγώ σε αυτούς που τελείωσαν το βιβλίο και θα ήθελα να εκφράσω την δική μου γνώμη.

    Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω που έγκειται το "αριστούργημα". Το βιβλίο ήταν μια φτηνή αρρωστημένη ρομαντζάδα. Ο αποτρόπαιος Χήθκλιφ δεν εκτίμησε ποτέ ότι κάποιος τον μάζεψε απο τον δρόμο. Χωνόταν στις δουλειές των άλλων με έναν απίστευτο εγωϊσμό και κακία. Αδιαφορούσε για τον πόνο των άλλων αλλα δεν δίστασε να κακοποιήσει (ψυχικα κυρίως) το ίδιο του το παιδί..

    Απο την άλλη έχουμε την Κάθριν μια πραγματικά ανισσόροπη γυναίκα. Δεν ήξερε πραγματικά τι ήθελε. Το καστ φυσικά το συμπλήρωνε ο μεθύστακας αδελφός της Κάθριν (ο οποίος φυσικά δεν δίσταζε να πετάξει τον ίδιο του το γιό απο τις σκάλες..), έχουμε το πυρότουβλο την Ισαβέλλα η οποία ήταν πιο εύπιστη και απο τον Γκούφυ, αλλά έχουμε και τον Έαρτον ο οποίος απο ορκ στο τέλος μετατρέπεται σε ευγενή τζέντλεμαν...

    Το ότι σε αυτά τα νοσηρά πρόσωπα μπορεί να αντληθεί κάποια...ψυχολογία, δεν σημαίνει ότι το κείμενο είναι αριστουργηματικό! Εμένα πάντως μου μαύρισε την καρδιά. Πιστεύω πως δεν ήταν καλό ανάγνωσμα και πως θεωρείται "κλασικό" και "αριστουργηματικό" μόνο για λόγους μάρκετινγκ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φυσικά όπως υποθέτετε θα διαφωνήσω. Προσωπικά, ως αναγνώστης, ψιλοαδιαφορώ για την εκάστοτε πλοκή των βιβλίων και προσπαθώ να εστιάσω αλλού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ και με προσοχή τα όσα συμβαίνουν. Το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν το πιο υποβλητικό που θυμάμαι να έχω διαβάσει τα τελευταία πολλά χρόνια.

      Έχω παρατηρήσει ότι για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» υπάρχουν δύο «σχολές»: εκείνες που το αντιμετωπίζουν σαν ρομάντζο και εμμένουν στον δαιμονικό χαρακτήρα του Χιθκλιφ, κλπ, και εκείνοι που το αναλύουν για την πρωτόγνωρη λογοτεχνική του δύναμη, ειδικά για την εποχή που γράφτηκε, για τον τρόπο που γράφτηκε, από το πρόσωπο που γράφτηκε, κλπ. Ψυχανεμίζομαι ότι δεν διαβάσατε την έκδοση της Άγρας γιατί εκεί υπάρχει μία εισαγωγή 40 περίπου σελίδων που θα σας έκανε να αντιληφθείτε γιατί θεωρείται σημαντικό λογοτεχνικό έργο. Άλλες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν έχουν καν εισαγωγές και επίμετρα και το αντιμετωπίζουν απλώς ως έργο ενός δυνατού έρωτα... κάτι που εκεί συγκεκριμένα ΟΝΤΩΣ γίνεται για λόγους μάρκετινγκ, θα συμφωνήσω μαζί σας.

      Πέρα από αυτό, πάντα υπάρχουν αριστουργήματα ή κλασικά βιβλία που κάποιοι τα μισούμε με πάθος, και εννοείται ότι και εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Ευχαριστώ για το σχόλιο και εύχομαι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσετε να αντιστρέψει τις κακές εντυπώσεις που σας άφησε ετούτο. Σας χαιρετώ.

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος6.9.20

      Την έκδοση της Αγρας διάβασα. Και την εισαγωγή την διάβασα (στο τέλος όμως γιατί ήταν γεμάτο spoilers) :)

      Εντάξει λογικό είναι να (προσπαθήσει να) πείσει πόσο αριστουργηματικό είναι. Κατ'εμέ (όπως και για αρκετούς πιστεύω), ήταν απλώς διανοουμενίστικοι σχολιασμοί για να κάνουν να πιστέψει ο αναγνώστης ότι το κείμενο έχει ένα "βάθος". Τέτοια διανοουμενίστικα σχόλια έχω δει και σε έργα του Γ. Μαρρή (που οκ νομίζω πως λογοτεχνικά έργα δεν τα λες). Αυτά λίγο πολύ παραπλανάνε. Γι'αυτό το λόγο χρησιμοποιείται και το πολυτονικό εξάλλου. Για να δείξει ότι είναι ένα "παλιό και καλό"κείμενο χωρίς να έχει ξεπέσει στον "γλωσσικό ισοπεδοτισμό" της σύγχρονης εποχής.

      Επίσης δεν είδα κάτι φοβερό λογοτεχνικά (χωρίς να σημαίνει πως δεν ήταν ΚΑΛΗ η γραφή της! ). Αλλά όχι και κάτι..αριστουργηματικό.

      Πάντως δεν "μίσησα" το βιβλίο. Ήταν όμως αρκετά άρρωστο και νομίζω είναι η γνώμη πολλών. Παίζει ρόλο ασφαλώς το γεγονός ότι γράφτηκε "παλιά" απο όνομα όπου σήμερα στον τομέα του μάρκετινγκ πουλάει. Για άρλκεκιν μάλλον θεωρείται απο τα καλά :)

      Αλλά φυσικά μπορεί σε όλα (σαν άνθρωπος κι εγώ που είμαι), να σφάλλω και η άποψή μου να είναι αλλού γι'αλλού!

      Κι εγώ ευχαριστώ για την απάντηση. :)

      Διαγραφή
    3. Το πολυτονικό είναι πάγια τακτική της Άγρας (και άλλων εκδόσεων) σε παλιά και σύγχρονα βιβλία. Εγώ το αγνοώ εντελώς και ούτε του προσδίδω κάποιον συμβολισμό.

      Το συγκεκριμένο βιβλίο νομίζω πρέπει να το κρίνουμε με βάση την εποχή του. Τότε δεν υπήρχε περίπτωση γυναίκα να γράψει βιβλίο με αξιώσεις (όχι ότι δεν ήταν ικανές, κάθε άλλο), δεν θα γινόταν αποδεκτό από τον ανδροκρατούμενο χώρο της λογοτεχνίας. Γι' αυτό εξάλλου και η Έμιλυ Μπροντέ (μαζί και οι αδερφές της) τα εξέδωσαν με αντρικό ψευδώνυμο. Η επιτυχία του βιβλίου έγκειται στο γεγονός ότι η Έμιλυ κατάφερε να γράψει ένα υψηλότατης λογοτεχνικής δύναμης, κατ' εμέ, βιβλίο παρουσιάζοντας ως θέμα του ένα πειραγμένο ρομάντζο. Σαν να πρόσφερε μια φάρσα στην εποχή της... όλοι πιστεύετε ότι είμαι ικανή να γράψω μόνο ρομάντζα, αλλά δείτε ΠΩΣ μπορώ να τα γράψω!! Το ότι πέθανε τόσο γρήγορα και δεν πρόλαβε να γράψει άλλα βιβλία, αφήνει σίγουρα κάπως μετέωρα τα όποια κριτικά συμπεράσματά μας. Πιστεύω ότι θα μας έδινε σπουδαία ακόμα βιβλία.

      Αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι εκείνα τα στερεότυπα που προσπάθησε να στηλιτεύσει τεχνηέντως η Μπροντέ, έρχεται το σύγχρονο μάρκετινγκ να τα ξαναβάλει στην βιτρίνα 200 χρόνια μετά... «διαβάστε έναν σπουδαίο έρωτα που μόνο μια γυναίκα μπορεί να υμνήσει» και άλλα τέτοια σαχλά.

      Και εγώ ευχαριστώ για τα όμορφα σχόλια, αυτά δίνουν μια ουσία στα στείρα κείμενά μου. Χαιρετώ!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !