Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους



Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν (Καββαδίας, Μέλβιλ, κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία («Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”») και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτικου απολογισμού, τι άλλο μας μένει για να μην χάσουμε και εμείς το μυαλό μας; «Στον Λόρδο Τζιμ, ο Τζόζεφ Κόνραντ γράφει για μια επίσημη έρευνα του Ναυτικού: “Ήθελαν γεγονότα. Γεγονότα! Απαιτούσαν γεγονότα”». Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών!
 
[...] «Ό, τι ενδιαφέρει τον Melville, εδώ, είναι οι χαρακτήρες, οι σχέσεις των αντρών του πλοίου μεταξύ τους, τα πάθη και οι εμπλοκές τους στο ταξίδι. Η πλοκή απουσιάζει. Ή, είναι ακριβώς διαρκώς παρούσα, λόγω της απουσίας της και μόνο. Η πλοκή είναι η ίδια η ζωή: ο χάρτης των ανθρώπινων πραγμάτων.
Πράγματι∙ το επίτευγμα του ιδιοφυούς Melville να γράψει ένα βιβλίο τόσων σελίδων χωρίς συνεχή «δράση», και να διαβάζεται παρόλ’ αυτά με τόση απόλαυση και αγωνία τότε αλλά και σήμερα, είναι τουλάχιστον σπάνιο». 
 
Αυτό γράφει στον σύντομο πρόλογο του υπέροχου βιβλίου του Χέρμαν Μέλβιλ «Γουάιτ Τζάκετ» που είχα διαβάσει με τεράστια βουλιμία τις πρώτες μου μέρες στον ηλίθιο στρατό και είχα νιώσει για ακόμα μια φορά παρηγοριά και εκτίμηση για την συμπονετική του λογοτεχνία. Μακριά από την αντρική ματιά και την «στρατιωτική» του δομή όμως θα μπορούσε τώρα να με συναρπάσει εξίσου, σκεφτόμουν. Μέχρι που διάβασα το «Γουέιτζερ» του Ντέιβιντ Γκραν και οι αναμνήσεις με χτύπησαν κατάπλωρα. Ο Μέλβιλ χρησιμοποιεί μέρος των άμεσων εμπειριών του, ίσως κομμάτια της ιστορίας του Γουέιτζερ που σίγουρα γνώριζε, καθώς και το τρικυμιώδες λογοτεχνικό του ταλέντο. Ο Γκραν από την άλλη χρησιμοποιεί πλήθος πηγές που προσπαθούν να φωτίσουν αυτή την τραγωδία αλλά η ζωή των ανθρώπων γελάει συχνά μέσα στις αντιφάσεις της – είναι τραγωδία; είναι κωμωδία;  
 
[…] «Όλοι επιβάλλουμε εκ των υστέρων μια κάποια συνοχή – ένα νόημα – στα χαοτικά συμβάντα της ύπαρξής μας. Ανασκαλεύουμε τις ακατέργαστες εικόνες που έχουμε στη μνήμη μας, επιλέγοντας, εξωραΐζοντας, διαγράφοντας. Εμφανιζόμαστε ως ήρωες των ιστοριών μας, κι αυτό μας επιτρέπει να αποδεχθούμε ό,τι πράξαμε – ή δεν πράξαμε.
Όμως εκείνοι οι άντρες πίστευαν πως η ίδια τους η ζωή κρεμόταν απ’ τις ιστορίες που θα έλεγαν. Αν δεν κατάφερναν να παρουσιάσουν ένα πειστικό αφήγημα, ήταν πολύ πιθανό να βρεθούν κρεμασμένοι στο κατάρτι κάποιου πλοίου».  
 
Οι τυφώνες μαίνονται πάντα εντός μας και αν κάποτε βρουν τις ιδανικές συνθήκες, τότε ξεσπούν και εκτός. Η αποικιοκρατία είναι μια μεταφορά∙ δυσβάστακτου φορτίου. Οι κυβερνήσεις ψάχνουν θησαυρούς και γόητρο, οι αξιωματικοί ματαιοδοξία, οι ναύτες λεφτά και μια άλλη ζωή. Μα θέλει πολύ κόπο να απαλλαγείς από ό,τι έχεις φορτωθεί. Παρακολουθούμε το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να πλεύσει προς τις ακτές της νότιας Αμερικής με στόχο ένα ισπανικό πλοίο γεμάτο θησαυρούς και να καταστήσει σαφές ότι η αποικιοκρατική πίτα είναι υπό συνεχή ανακατανομή. Εκεί ένα από τα πλοία ναυαγεί και η αναγνωστική περιπέτεια ξεκινά. Το βιβλίο ξεκινάει ως ημερολόγιο καταστρώματος και καταλήγει ως συναρπαστική περίληψη του «Ροβινσώνα Κρούσου». Μα πάνω απ’ όλα είναι ένας ενοχλητικός σχολιασμός στην επεκτακτική δύναμη του δυτικού πολιτισμού. «Οι αυτοκρατορίες διατηρούν την ισχύ τους χάρη στις ιστορίες που αφηγούνται, όμως εξίσου σημαντικές είναι και οι ιστορίες που δεν αφηγούνται – οι σκοτεινές σιωπές που επιβάλλουν, οι σελίδες που σκίζουν από το βιβλίο».  
 
Όλοι οι αφηγητές – μέσα σε αυτούς και ο παππούς του Λόρδου Μπάιρον, ο οποίος θα ανασυνθέσει αργότερα μερικές από τις ιστορίες του παππού του στον «Δον Ζουάν» – είναι ταυτόχρονα αξιόπιστοι και αναξιόπιστοι και αυτό δίνει όλη την γοητεία στο βιβλίο. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση και το ίδιο θα κάνει στο τέλος και ο αναγνώστης∙ και αυτό θα εξασφαλίσει ότι η ανάγνωση δεν πρόκειται να ναυαγήσει. Κυκλοφορεί από το «Δώμα» σε μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου. Είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο τεκμηρίωσης για όσα ο καθένας μας θα προτιμούσε να μην είχαν τεκμηριωθεί τόσο φανερά. Απολαύστε το παρά την σκληρότητά του. 
 
[…] «Παραδόξως, υπήρχε ένας επιζών που δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να καταγράψει με οποιονδήποτε τρόπο τη μαρτυρία του. Ούτε σε μορφή βιβλίου ούτε στο πλαίσιο κάποιας κατάθεσης. Ούτε καν σε επιστολή. Κι αυτός ήταν ο Τζων Ντακ, ο ελεύθερος μαύρος ναυτικός που είχε βγει στη στεριά μαζί με την ομάδα του Μόρρις που εγκαταλείφθηκε.
Ο Ντακ είχε αντέξει τις στερήσεις και την πείνα όλων εκείνων των χρόνων, και είχε καταφέρει να φτάσει πεζή με τον Μόρρις και δύο άλλους στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. Όμως εκεί το σθένος του αποδείχθηκε μάταιο, αφού του συνέβη αυτό που έτρεμε κάθε ελεύθερος μαύρος ναυτικός: τον απήγαγαν και τον πούλησαν σκλάβο. Ο Μόρρις δεν ήξερε πού είχαν πάει τον φίλο του, στα ορυχεία ή στα χωράφια – κι έτσι η μοίρα του Ντακ έμεινε άγνωστη, όπως τόσων και τόσων άλλων ανθρώπων που η ιστορία τους δεν θα μαθευτεί ποτέ». 
 
Υ.Γ. 2666 Αξιόπλοο 2024! Και μην χάνετε τις ελπίδες σας. Εξάλλου, το ξέρετε ήδη, το μεγαλύτερο ναυάγιο είναι η ίδια η ζωή.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

A portrait of the dancer as a young lady

Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου» . Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.