Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν


Αποτελεί τουλάχιστον ύβρη να μνημονεύεται ο μοναδικός γνήσιος καταραμένος ποιητής της Ελλάδας ως “ποιητής της θάλασσας”. Η ανάρτηση προβλέπεται ανηλεώς υποκειμενική και θα αντισταθεί σθεναρά από την αρχή, σε κάθε επιβολή αντικειμενικότητας, ξηγιόμαστε! Σαν να θεωρείς τον Μέλβιλ μυθιστοριογράφο της θάλασσας, επειδή έγραψε για φαλαινοθηρικά και πολεμικά πλοία! Αναλογίσου το έγκλημα που διαπράττεται!! Οι σύγχρονοι ποιητές και συγγραφείς του Καββαδία “τίμησαν” την μοντερνικότητα και μη συμβατικότητα της γραφής του με έναν τίτλο που φέρνει στο νου γλαροπούλια, ερωτικά ηλιοβασιλέματα και πλατσουρίσματα στα ρηχά. Θα έλεγες ότι πολλοί “καδράρισαν” δια παντός τον Καββαδία στην ποιητική συλλογή “Μαραμπού”, μια συλλογή που περιέχει όντως ποιήματα συμβατικής μορφής, εξωτικές ιστορίες ιστορημένες με γλαφυρό τρόπο από μακρινά ταξίδια και αφιλόξενους τόπους.
 

Ο Νίκος Καββαδίας αφού διάβασε
 (και κατανόησε) Ezra Pound
Ο Καββαδίας, εντούτοις, σε μια παράλληλη καλλιτεχνική ρότα με τον Καβάφη, δημιούργησε μία εκπληκτικής δυναμικής προσωπική μυθολογία μέσα από μια χούφτα ποιήματα. Η εικονοποιητική δύναμη του Καββαδία εντυπωσιάζει κάθε αναγνώστη που διαβάζει τα ποιήματά του. Στο “Μαραμπού” είναι σαν να δίνεται κίνηση σε ζωγραφικούς πίνακες. Στις συλλογές “Πούσι” και “Τραβέρσο” που ακολουθούν, ο Καββαδίας εγκαταλείπει την συναρπαστική αλλά απλή αφήγηση και στρέφεται σε ό, τι πιο μοντέρνο διέθετε η ποίηση εκείνη την εποχή (φαίνεται πως, δεν διάβασε απλώς Έζρα Πάουντ αλλά τον κατανόησε κιόλας!). Τα ποιήματά του σταδιακά αφήνουν την άχαρη τριτοπρόσωπη αφήγηση και την βιωματική πρωτοπρόσωπη, και στρέφονται στο δεύτερο πρόσωπο, στην συνενοχή με τον αναγνώστη. Οι εικόνες παραμένουν εκπληκτικές αλλά οι συνάψεις μεταξύ των πεπραγμένων βαθαίνουν με ένα αόρατο δέσιμο, ίσως δυσνόητο, ασαφώς ισχυρό και σαφέστατα μοντέρνο. Το ακούτε και σεις; 

Θυμάμαι, ως τώρα να' τανε, το γέρο παλαιοπώλη, 
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια



Χτυπάει η καμπάνα. Αρχίζει η Βάρδια. Και εδώ ο Καββαδίας, σαν να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς, έγραψε το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα της νεοελληνικής πεζογραφίας, που θαλασσοδέρνεται μονάχο αλλά ποτέ δεν βουλιάζει γιατί είναι γερό σκαρί. Η Βάρδια χωρίζεται σε τρία μέρη με πρόσχημα το ταξίδι του φορτηγού σαπιοκάραβου “Πυθέας” στις θάλασσες της Κίνας. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τις συζητήσεις που γίνονται κυρίως μεταξύ του ασυρματιστή Νίκου (κοντού με αραιά μαλλιά, εμφανώς η περσόνα του ίδιου του Καββαδία) και του υποπλοίαρχου κατά την διάρκεια και την εναλλαγή συνεχών βαρδιών. Ο Καββαδίας κάνει εξαιρετική χρήση των διαλόγων, όλο το πρώτο μέρος ένας συνεχής διάλογος είναι, με ταχύτατη εναλλαγή στα πρόσωπα που μιλάνε κάθε φορά. Οι εξομολογήσεις που γίνονται στο πρώτο μέρος είναι στεγνές αφηγήσεις περασμένων αναμνήσεων, χωρίς ίχνος συναισθήματος από τους εκάστοτε αφηγητές, απλώς μια άχαρη καταγραφή που κάπου κάπου διακόπτεται από τις εντολές που δίνονται πάνω στο πλοίο ή από τους συνομιλητές που επεμβαίνουν και παρακάμπτουν την αφήγηση με μια νέα. Ο Καββαδίας χρησιμοποιεί μικρές κοφτές φράσεις έτσι ώστε να μοιάζει ότι οι εξομολογήσεις των αφηγητών, που φαινομενικά γίνονται με αφέλεια και άνεση που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε άτομα που μοιράζονται κοινές εμπειρίες, παράλληλα, πονάνε και βγαίνουν με κόπο και κόμπο που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σταματήσουν απότομα, όπως και συμβαίνει συχνά. Καθώς προχωρούν οι βάρδιες, οι αφηγήσεις του ασυρματιστή αρχίζουν σιγά σιγά να φορτίζονται συναισθηματικά και να οδηγούν με μαεστρία στο δεύτερο μέρος. 
 
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, 
παιδί του Modigliani
Εκεί, πλέον, οι εξομολογήσεις δεν εξαναγκάζονται σε φανέρωση, κανείς δεν ζητά από κανέναν να του εξιστορήσει περασμένες περιπέτειες για να περάσει κάπως η ώρα. Τώρα οι αναμνήσεις αναβλύζουν αυθόρμητα, με το κάθε μικρό ερέθισμα. Ο καθένας τα ομολογεί στον εαυτό του, αυτές οι σκέψεις είναι πολύ σκληρές και επώδυνες για να τις πεις σε τρίτους. Και σε αυτό το μέρος, οι αφηγήσεις ενώ στην αρχή αφορούν και άλλα μέλη του πληρώματος, πολύ γρήγορα καταλήγουν να μονοπωλούνται από τον ένοχο εσωτερικό κόσμο του ασυρματιστή. Υπάρχουν στιγμές που οι εξομολογήσεις εκβιάζονται (προσφέροντας μία συμμετρία με το πρώτο μέρος), όχι όμως με την πραότητα ενός συντρόφου αλλά με την απειλή ενός προσώπου που δεν φαίνεται, κρυμμένο καθώς είναι στο πούσι, όχι πια της θάλασσας, αλλά του μυαλού.

- Ποιος είσαι; Δε σε βλέπω...
- Μη σε νοιάζει. Πες μου...
- Άσε με να καθήσω.
- Όχι. Και μην ακουμπήσεις πάνω μου, γιατί με λερώνεις. Λέγε.
- Marie Laure... Δε θυμάμαι... παραμέρισε... θέλω να φύγω, νυστάζω.
- Έχεις να κοιμάσαι στο πόρτο δώδεκα μέρες, αφού μπορείς και κοιμάσαι. Λέγε.
- Όχι απόψε.
- Ακούω.
- Δε θυμάμαι.
- Λέγε.
- Ναι... Στάσου... Λες για κείνη τη μικρή Γαλλίδα στο Bandol. Την ξανθιά, που δε βαφότανε, που δεν έπαιζε στη ρουλέτα, που καθόταν ξαπλωμένη στη βεράντα του φτηνού ξενοδοχείου. Ε... γι' αυτή... Δεν ξέρω... Δεν την ξανάδα... Μη με τραντάζεις έτσι... Δεν την αγαπούσα. Στην θάλασσα που ταξιδεύω. Δεν... Εγώ μονάχα τη θάλασσα...
- Ούτε το κορμί σου δεν αγαπάς. Εσύ... Λες εγώ, και γιομίζει το στόμα σου. Ταξιδεύεις γιατί φοβάσαι τη στεριά. Πας με τις πόρνες, γιατ' είσαι δειλός. Νίκησες από ανάγκη την αηδία. Είσαι γιομάτος tatoo. Μασκαριλίκια. Δεν τα κέντησες από θαλασσινή πίστη. Όλοι σταμπάρουνται μεθυσμένοι και μετανιώνουν, εσύ πήγες ξεμέθυστος. Τα' βαλες για να μπορείς να τα δείχνεις. Μόστρα. Εισ' έτοιμος κάθε στιγμή να κάνεις τούμπες για να γελάσουν οι άλλοι. Είσαι πιο φτηνός κι από...
- Πάψε. Φτάνει. Να σου πω για την Γκρετσίτα, την Οράγια, την... 

- Marie Laure!
 
Εγώ, -- και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό
Στο τρίτο μέρος, η δράση επιστρέφει, ξυπνάς απότομα από τον παραληρηματικό λήθαργο των εξομολογήσεων, θυμάσαι ξανά ότι βρίσκεσαι σε ένα πλοίο που κινείται προς έναν δικό του σκοπό. Πιάνει λιμάνι, το πλήρωμα τώρα ζαλίζεται πάνω στη στεριά, κόσμος πηγαινοέρχεται, η πραγματική ζωή κάνει δειλά την εμφάνισή της. Το πλοίο θα αναχωρήσει πάλι σε λίγες ώρες λόγω της επικίνδυνης κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή. Στις ελάχιστες ώρες που μεσολαβούν ο ασυρματιστής θα αναζητήσει την λύτρωση για τον δόκιμο, τον μόνο αθώο χαρακτήρα του βιβλίου. Μια απροσεξία και η λύτρωση χάνεται, το πλοίο ξαναφεύγει με την ίδια σαθρή απορία (για την αλήθεια της οποίας, ο αναγνώστης δεν αμφέβαλε σε κανένα σημείο του βιβλίου) με την οποία ξεκίνησε το μυθιστορηματικό του ταξίδι. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι σαφώς το πιο συναρπαστικό γιατί περιέχει τα πιο μοντέρνα στοιχεία της γραφής του Καββαδία. Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό, γνώριζεν, καθώς το ξέρουμ' ολοι, σε βάθος τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης και τα ενσωμάτωσε θεαματικά στο έργο του πριν από πολλούς άλλους. 

Όπως επισημαίνει ο Guy Saunier (μελετητής του έργου του Καββαδία και μεταφραστής της Βάρδιας στα γαλλικά) στο απόλυτα πολύτιμο και αξιανάγνωστο δοκίμιο του,
το παράδειγμα της Βάρδιας είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Ενώ το έργο συνδυάζει διάφορα λογοτεχνικά είδη (αφήγηση, διάλογος, ποίηση... ) και ενώ περνά από την κλασική αφήγηση από εξωδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή σε ποιητικό ρεμβασμό αυτοδιηγητικού αφηγητή και αντίστροφα κτλ, η φιλολογική συγκίνηση που δοκιμάζει ο αναγνώστης οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη συνοχή και στην ανήλεη αναγκαιότητα του συνόλου. Αυτή η συνοχή και η αναγκαιότητα δεν ανήκουν μόνο στον πολλαπλό μυθικό κόμβο, πηγάζουν και από την τέλεια αρχιτεκτονική του έργου.
 

Στην Βάρδια, όπως και στα υπόλοιπα γραπτά του, υπάρχουν πολλές αναφορές σε ζωγράφους, γλύπτες, συγγραφείς˙ ο Καββαδίας συνομιλεί διαρκώς με το καλλιτεχνικό τους έργο, ενσωματώνοντάς το περίτεχνα στο προσωπικό του μύθο.
του Chagall άλογα
Δεν πρόκειται για ανώφελη καταγραφή και ενοχλητική επιδειξιμανία. Η εικονοποιητική δύναμη του Καββαδία οφείλεται και στην αγάπη που έτρεφε για την ζωγραφική. Ούτε απλός φόρος τιμής είναι όμως. Οι τόσες περιγραφές σε πίνακες και μυθικές παραστάσεις, ειδικά στο πυρετικό δεύτερο μέρος, έχουν ως σκοπό να αναδείξουν το ανοίκειο μέσα από το οικείο, να φέρουν στην επιφάνεια νέα λόγια μέσα από παλιά στόματα. Οι εικονογραφήσεις και οι μεταμορφώσεις που χρησιμοποιούνται στη Βάρδια, αναλύονται στο όμορφο δοκίμιο της Μαίρης Μικέ. Επίσης, σε ένα όμορφο απόσπασμα της Βάρδιας, ο Καββαδίας χρησιμοποιεί μια χούφτα σπουδαίους ζωγράφους για να παραλληλίσει με τη ζωγραφική την δική του τέχνη (κάθε τέχνη) και την έντονη ενέργεια που απαιτεί από τον καλλιτέχνη. Όσοι πιστεύετε ότι θα σας απαντούσε, αν τον ρωτούσατε να σας πει πώς δούλευε, σίγουρα θα απογοητευόσασταν!

- Σας αρέσει; ρώτησε ο γιατρός.
- Ναι. Έχουμε προχωρήσει από τότε...
- Αυτοί προχωρήσανε. Ο Picasso, ο Kandinsky, ο Klee. Θηρία! Φτάνει να μη μιλάνε για τη ζωγραφική.
- Δηλαδή;
- Από τον Giotto ίσαμε τον Dali, όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι ήταν οι χειρότεροι δάσκαλοι. Την αλήθεια την είπαν κάτι έμποροι που τους τριγύριζαν.
- Έχετε δίκιο.
- Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια, πώς δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ.
-  Γιατί;
- Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να τα παιδέψει για λίγην ώρα συζητώντας, να τα στραπατσάρει – με τον τρόπο του – και να τ' αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνετε;
- Σχεδόν.


Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος ποιητής που αγνοήθηκε από τη γενιά του ή στην καλύτερη, αντιμετωπίστηκε σαν κάτι το εξωτικό, ένας πλουμιστός παπαγάλος που “παπαγάλιζε” ιστορίες ξένες προς την ιστορία του τόπου. Ο Καββαδίας όμως, πάσχιζε να γίνει αποδεκτός από τη γενιά του, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να επιζητά την υστεροφημία, αφιέρωνε τα ποιήματα στους σημαντικότερους ποιητές και συγγραφείς της εποχής [Σεφέρη, Βάρναλη, Καραγάτση, Θεοτοκά, Ουράνη (ακόμα και στην Βάρδια, καταμεσής των σελίδων και της πλοκής, υπάρχουν αφιερώσεις σε αγαπημένα πρόσωπα, κάτι που αν στην αρχή ξενίζει κάπως, προς το τέλος καταλήγει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να συντείνει στην μοντερνικότητα του βιβλίου)], μόνο και μόνο, επειδή ήθελε να κοινωνήσει τις ευαισθησίες του προς όλον τον κόσμο, ευαισθησίες που έτυχε να ενδυθούν ναυτική περιβολή, σκληρή και παράφρονα. Και στο κάτω κάτω, τι έγινε που γράφτηκαν με ένα τόσο ιδιαίτερο λεξιλόγιο; Δόθηκε η αφορμή να γραφτεί ένα εξαίσιο γλωσσάρι, που ακόμα και μόνο του, διαβάζεται ως συναρπαστικό μυθιστόρημα!

Μες στου Giorgione το αργαστήρι
Μέσα στα ποιήματά του συνάντησα τις πιο σπαρακτικές περιγραφές της αγάπης που τρέφει μια μάνα προς το παιδί της – “Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί, με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στη τσέπη” και “Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού”. Εδώ, η σκληρή ναυτική ζωή και τα απρόοπτά της, τονίζει με πολλή ένταση αυτή την μητρική σχέση, και αποδίδει τα αισθήματα πολύ δυνατότερα απ' ό,τι θα τα κατάφερναν άλλοι, περισσότερο “στεριανοί” ποιητές.

Πολλοί επικριτές του Καββαδία σκοντάφτουν στην αδυναμία τους να κατανοήσουν τη σημασία της λέξης "μυθολογία" και να δεχτούν το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε
Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες...
δημιουργού να διαχειριστεί το υλικό του με τον τρόπο που επιθυμεί. Σχετικά με αυτό (και με αφορμή την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία της ακοής από το έργο του Καββαδία) ο Guy Saunier γράφει, το γεγονός μπορεί να φανεί παράδοξο, καθώς στην πραγματικότητα ο Καββαδίας απέδιδε μεγάλη σημασία στη μουσική, και ήταν μάλιστα λάτρης της ιταλικής όπερας, την οποία γνώριζε πάρα πολύ καλά. Ήξερε απέξω άριες και σκηνές ολόκληρες, και έκρινε πολύ σωστά τους τραγουδιστές. Αυτά, για ν' αποδειχθεί άλλη μια φορά ότι άλλο η πραγματικότητα και άλλο η λογοτεχνία, και ότι  τα έργα ενός συγγραφέα και το οικοδόμημα της προσωπικής του μυθολογίας δεν αντανακλούν αναγκαστικά τα βιώματά του, τις έξεις και τις προτιμήσεις που εκδηλώνει στην καθημερινή ζωή. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύεις ότι όλοι οι ναυτικοί είναι έτσι όπως περιγράφονται στο έργο του Καββαδία. Αν ο συγγραφέας ήταν ράφτης θα τον κατηγορούσαν (πάλι αδίκως) ότι δε ξέρει καλά την ναυτική ζωή και γι' αυτό την περιγράφει έτσι στρεβλωμένη. Τώρα που ήταν ναυτικός και ο ίδιος, τον κατηγορούν ότι εφ' όσον ήξερε έπρεπε και να την περιγράψει ως ήταν! Αδιανόητα πράγματα και όσο και αν περνά ο καιρός και η σπουδαιότητα του λογοτεχνικού του έργου γιγαντώνεται, οι "ξέπνοες θύελλες" δε λένε να κοπάσουν. Πριν λίγο καιρό, στην επέτειο των 100 χρόνων από την γέννηση αυτού του σπουδαίου
τσίρκο του Seurat
ποιητή, ζητήθηκε από έναν άλλον ποιητή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και αυτός ανεξήγητα, βυθίστηκε περισσότερο (πολλά έχουν δει τα μάτια μου μα αυτό μου φέρνει τρόμο). Πικρία! Η ποίηση του Νίκου Καββαδία δεν είναι γλυκερή, δεν “τσιμπάει” τους αναγνώστες με τη δημιουργία πρόχειρων και φθηνών συναισθημάτων, δεν είναι περίκλειστη σε έναν δικό της σκληρό και ακατανόητο κόσμο, δεν είναι “θαλασσινή”˙ είναι μόνο καλή, και η καλή ποίηση, έτσι γίνεται πάντα, διαρκεί! Χωρίς δεκανίκια, δεν χρειάζεσαι πυξίδα για να την εντοπίσεις, η ίδια η ποίηση είναι η πυξίδα. Επίσης, με μια ματιά καταλαβαίνεις ότι ο Καββαδίας δεν γράφει ρεαλιστική ποίηση και πεζογραφία, δεν τον ενδιαφέρει η πιστή απεικόνιση της άθλιας ζωής των ναυτικών, όσες αναφορές γίνονται είναι μόνο κατ' εξαίρεση, παρενθετικά. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για το κουφάρι του πλοίου όσο για το φορτίο που κρύβει στα σπλάχνα του. Η ματιά του είναι πάντα εστιασμένη στο θεοσκότεινο αμπάρι!

Μην ξεφυλλίζετε ασκόπως τις εφημερίδες ψάχνοντας λίστες ευπώλητων βιβλίων. Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία είναι στην πρώτη θέση, η Βάρδια, ένα θανατερά μοντέρνο βιβλίο, που σταθερά κάθε χρόνο ανακαλύπτεται από μία ευάριθμη γενιά νέων αναγνωστών, αναπάντεχα πρόθυμη να το διαβάσει με πάθος, να το αγαπήσει με πάθος και να το προτείνει με πάθος. Η βάρδια του Νίκου Καββαδία δεν έχει σκατζάρει ακόμα, όσο μπαρκάρουν αναγνώστες μαζί του που έχουν ανάγκη να ακούσουν τις εξομολογήσεις του για να μπορέσουν να κατανοήσουν καλύτερα τα ένοχα και σκληρά μυστικά της δικής τους ψυχής, η καμπάνα που θα σηματοδοτήσει την αλλαγή βάρδιας, δεν πρόκειται να ακουστεί.




s/s Ionion


 
Στην μνήμη του Νίκου Καββαδία, που τόσο επόθησε μια μέρα να ταφεί σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, και τελικά πέθανε στη στεριά στις 10 Φλεβάρη 1975 αποδεχόμενος, ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Σχόλια

  1. Επί της υποδοχής εγώ, άρτι ανακαλύψασα το νεοσυσταθέν βλογ, μετά χαράς βλέπω πως ξεκινάτε με τη Βάρδια του Καββαδία, ως γνήσιος Μαραμπού.

    Καλοτάξιδος λοιπόν στη βάρδια του διαδικτύου.

    ΥΓ1. Αν σας πω, ότι χρόνια αμνημόνευτα, σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν διάβασα τη Βάρδια, μάλλον βαρέθηκα, θα χάσετε πάσα ιδέα;
    Και τώρα τι καταλάβατε που με κάνετε να ψάχνω τη βιβλιοθήκη μου να ξαναδιαβάσω το βιβλίο, για να ανακαλύψω ΤΙ ΔΕΝ είδα με τα νεανικά μου μάτια τότε;

    ΥΓ2. Νόμιζα ότι στο προφίλ θα βάζατε το ομώνυμο ποίημα. (Μαραμπού)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Rosa Mund, χαίρομαι που με ανακαλύψατε και ευχαριστώ πολύ για τις ευχές!

    Η Βάρδια είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Δεν είναι σπάνιο να βαρεθεί ένας αναγνώστης με την Βάρδια, παρά τις εκπληκτικές εικόνες που διαθέτει. Αν δεν σε γοητεύουν οι "θαλασσινές" ιστορίες και η ναυτική ορολογία, ίσως βαρεθείς. Αν είσαι γυναίκα, για την οποία ο Καββαδίας δεν επιφυλάσσει (σε ένα πρώτο επίπεδο, τουλάχιστον) τιμητική θέση, ίσως βαρεθείς.

    Όμως, αν επιχειρήσετε μια δεύτερη ανάγνωση, τώρα που πέρασε καιρός από την νεανική, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εντυπωσιαστείτε από την τέλεια αρχιτεκτονική που αποπνέει το σύνολο. Από την μοντερνικότητα του βιβλίου, που για Έλληνα πεζογράφο σπανίζει ακόμα και σήμερα. Επίσης, αν διαβάσετε αμέσως μετά το θαυμάσιο δοκίμιο του Γκύ Σωνιέ, θα φωτιστεί εμπρός σας όλος ο πλούσιος μυθικός κόσμος του Καββαδία. Εξαιρετικό δοκίμιο που θα σας λύσει πολλές απορίες, αν και εφ' όσον θέλετε να λυθούν!

    Με λίγα λόγια, ισχύει και για τον Καββαδία, αυτό που αναφέρει ο μεταφραστής μιας συγκεντρωτικής συλλογής ποιημάτων του Έζρα Πάουντ που έχω στο σπίτι. Σε μια παράγραφο πριν από 120+ σελίδες με σημειώσεις, αναφέρει ότι υπάρχουν δύο τρόποι να διαβάσεις Πάουντ, είτε να μην ανατρέξεις καθόλου στις σημειώσεις και να αφεθείς στο ρυθμό και στις (ακατανόητες) εικόνες του ποιητή είτε να πάρεις γραμμή γραμμή τα ποιήματά του και με την βοήθεια των σημειώσεων, να επαναφέρεις όλον τον μυθικό πλούτο του ποιητή. Και οι δυο τρόποι, είναι ελκυστικοί και γοητευτικοί. Και όσο ωριμάζουν οι αναγνώσεις μας, ενδείκνυνται αμφότεροι απαρεγκλίτως!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βάρδια (Προμετωπίδα και τέσσερα σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη) ΚΕΔΡΟΣ 1982, δρχ. 350.
    Μήπως έχω ένα σπάνιο βιβλίο και δεν το ξέρω;

    Όταν τελειώσω το βιβλίο του Ινφάντε "Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις", που είναι μια ευχάριστη έκπληξη για μένα, θα ασχοληθώ πάλι με τη Βάρδια. Εξαιτίας σας.

    Αφήστε που άρχισα να ασχολούμαι επισταμένως και με τον Έζρα Πάουντ, αφού μια ηλίθια προκατάληψη με ακολουθούσε από τη νεότητά μου, κρατώντας με μακριά από καθετί αμερικανικό. (Το φαντάζεστε;)
    Πολύ τελευταία ανακάλυψα το Φώκνερ, ξετρελάθηκα και τότε συνειδητοποίησα τι έχω χάσει τόσα χρόνια. Εννοείται ότι έχω πέσει με τα μούτρα, μήπως και αναπληρώσω το κενό όλων των σπουδαίων Αμερικανών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Νομίζω πως όντως, κατέχετε ένα σπάνιο βιβλίο!!

    Ο Φώκνερ είναι σπουδαίος συγγραφέας (εκ των αγαπημένων μου). Μέλβιλ, Χώθορν και Τουέην... απολαυστικοί και ιδιαιτέρως σημαντικοί. Έχει πολύ καλά βιβλία η αμερικανική λογοτεχνία, απλώς διαθέτει και τεράστιο πλουραλισμό που μπορεί να αποβεί παραπλανητικός για τους αναγνώστες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !