Το αγαπημένο μου φαγητό, διαχρονικά, είναι το παστίτσιο. Ο αγαπημένος μου συγγραφέας, εξίσου διαχρονικά, είναι ο Τζόυς. Πρωτοσυνάντησα τον Κάρλο Εμίλιο Γκάντα μέσα σ' ένα δοκίμιο του Ίταλο Καλβίνο όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι θεωρείται από πολλούς (αδίκως ή δικαίως, λίγο μας ενδιαφέρει εδώ) ως ο Ιταλός Τζόυς. Όταν δε, παρατήρησα ότι ο πρωτότυπος τίτλος περιέχει τη λέξη pasticciaccio... μου άνοιξε η όρεξη για διάβασμα, τι να λέμε! Το βιβλίο είναι εξαντλητικά εξαντλημένο και εξαιρετικά δυσεύρετο, γι' αυτό δώστε βάση σε αυτά που ακολουθούν και εξαντλήστε την υπομονή σας στο κείμενό μου, χωρίς να ξεχνάτε όμως, ότι είμαι προνομιούχος μόνο σε ό,τι αφορά την κατοχή του πολύτιμου βιβλίου και όχι απαραίτητα στην κατανόηση του περιεχομένου.
Το βιβλίο είναι των εκδόσεων ΦΟΡΜΑ και μαζί με μια παλαιική τυπογραφική (αλλά και γενικότερη) αισθητική, αποπνέει μια εσάνς αναχρονισμού – μια χιπστεριά. Ο λόγος του Γκάντα όμως, ουδεμία σχέση έχει με ανόητες και κακόγουστες μόδες. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα που διατηρεί την περιπλοκότητά του ως το τέλος, σαν ένα σεντόνι που καλύπτει το νεκρό και σαπισμένο σώμα του θύματος. Παράλληλα, είναι και μια φαρσοκωμωδία που ξεπροβάλλει ορμητική από το κτίριο των Καρχαριών, στην οδό Μερουλάνα, αριθμός 219. Ο ντοτόρ Ινγκραβάλλο, ή ντον Τσίτσο, είναι ένας νυσταλέος επιθεωρητής της Δίωξης με μία ισχυρή πεποίθηση που προβάλλει από τις πρώτες σελίδες, σαν θέσφατο, που παρασέρνει όλη την δομή του βιβλίου.
[...] Ισχυριζόταν, εκτός των άλλων, ότι οι απροσδόκητες συμφορές δεν είναι ποτέ συνέπεια ή αποτέλεσμα, αν προτιμάτε, ενός κινήτρου, μιας και μοναδικής αιτίας: μα ότι είναι κάτι σαν ανεμοστρόβιλος, ένα κυκλωνικό σημείο χαμηλού βαρομετρικού στη συνείδηση του κόσμου, προς το οποίο συγκλίνουν μια πληθώρα από συντείνουσες αιτίες.
Αυτό το βαρομετρικό χαμηλό έχει ως επίκεντρο την οδό Μερουλάνα, το κτίριο των Καρχαριών, των πλουσίων, όπου μια ληστεία σε μια φοβισμένη κυρία δίνει το έναυσμα να ξεκινήσει ο φρικτός κυκεώνας και πριν καλά καλά κοπάσουν τα κουτσομπολιά και οι ψίθυροι των περιοίκων, ο φόνος της πλούσιας γειτόνισσας δημιουργεί μια μεγαλύτερη δίνη που απορροφά αμετάκλητα το προηγούμενο περιστατικό. Και κάπου εκεί σταματά το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λύση του μυστηρίου που του γεννούν άλλα πιο κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα, γιατί πλέον ο Γκάντα μεταστρέφει – αναπαισθήτως, υποδόρια – την αναζήτηση του φονικού κινήτρου προς την αναζήτηση των κινήτρων που ανέδειξαν τον φασισμό στην Ιταλία, εκεί δηλαδή που συνέκλιναν μια πληθώρα από συντείνουσες αιτίες. Στο ίδιο σημείο επίσης, αντιλαμβάνεσαι ότι διαβάζεις ένα μοντέρνο μυθιστόρημα.
Το βιβλίο είναι των εκδόσεων ΦΟΡΜΑ και μαζί με μια παλαιική τυπογραφική (αλλά και γενικότερη) αισθητική, αποπνέει μια εσάνς αναχρονισμού – μια χιπστεριά. Ο λόγος του Γκάντα όμως, ουδεμία σχέση έχει με ανόητες και κακόγουστες μόδες. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα που διατηρεί την περιπλοκότητά του ως το τέλος, σαν ένα σεντόνι που καλύπτει το νεκρό και σαπισμένο σώμα του θύματος. Παράλληλα, είναι και μια φαρσοκωμωδία που ξεπροβάλλει ορμητική από το κτίριο των Καρχαριών, στην οδό Μερουλάνα, αριθμός 219. Ο ντοτόρ Ινγκραβάλλο, ή ντον Τσίτσο, είναι ένας νυσταλέος επιθεωρητής της Δίωξης με μία ισχυρή πεποίθηση που προβάλλει από τις πρώτες σελίδες, σαν θέσφατο, που παρασέρνει όλη την δομή του βιβλίου.
[...] Ισχυριζόταν, εκτός των άλλων, ότι οι απροσδόκητες συμφορές δεν είναι ποτέ συνέπεια ή αποτέλεσμα, αν προτιμάτε, ενός κινήτρου, μιας και μοναδικής αιτίας: μα ότι είναι κάτι σαν ανεμοστρόβιλος, ένα κυκλωνικό σημείο χαμηλού βαρομετρικού στη συνείδηση του κόσμου, προς το οποίο συγκλίνουν μια πληθώρα από συντείνουσες αιτίες.
Αυτό το βαρομετρικό χαμηλό έχει ως επίκεντρο την οδό Μερουλάνα, το κτίριο των Καρχαριών, των πλουσίων, όπου μια ληστεία σε μια φοβισμένη κυρία δίνει το έναυσμα να ξεκινήσει ο φρικτός κυκεώνας και πριν καλά καλά κοπάσουν τα κουτσομπολιά και οι ψίθυροι των περιοίκων, ο φόνος της πλούσιας γειτόνισσας δημιουργεί μια μεγαλύτερη δίνη που απορροφά αμετάκλητα το προηγούμενο περιστατικό. Και κάπου εκεί σταματά το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λύση του μυστηρίου που του γεννούν άλλα πιο κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα, γιατί πλέον ο Γκάντα μεταστρέφει – αναπαισθήτως, υποδόρια – την αναζήτηση του φονικού κινήτρου προς την αναζήτηση των κινήτρων που ανέδειξαν τον φασισμό στην Ιταλία, εκεί δηλαδή που συνέκλιναν μια πληθώρα από συντείνουσες αιτίες. Στο ίδιο σημείο επίσης, αντιλαμβάνεσαι ότι διαβάζεις ένα μοντέρνο μυθιστόρημα.
Η ληστεία (και αργότερα το φονικό) στην οδό Μερουλάνα προσφέρει στον αναγνώστη ένα διασκεδαστικό παλίμψηστο φωνών και χαρακτήρων, γελοίες ανθρώπινες καρικατούρες και αστείες απόψεις. Για 100 και πλέον σελίδες, διαβάζεις μία φάρσα, όπου τα τραγικά γεγονότα μένουν στο παρασκήνιο και πρωταγωνιστεί η θυμηδία και το γκροτέσκο. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται και από την εκτεταμένη χρήση της ντοπολαλιάς από τον Γκάντα, η οποία δένει τέλεια με το κείμενο, όπως η μπεσαμέλ στο παστίτσιο, ένα πράγμα. Ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης αρνείται να μεταφράσει όλες τις ντοπολιαλές προβάλλοντας το επιχείρημα (που με βρίσκει σύμφωνο) ότι θα αποτελούσε το αντίστοιχο με τη μεταγλώττιση μιας ταινίας του νεορεαλιστικού Ιταλικού κινηματογράφου όπου πάνω στις ιταλικές προφορές θα πατούσαν αντίστοιχες ελληνικές π.χ. Κρητική, Ρουμελιώτικη κτλ. Ωστόσο, ο μεταφραστής επιλέγει να διανθίσει το κείμενο με μικρά δείγματα ιδιωματισμών (τα οποία, αν δεν γινόταν λόγος στην εισαγωγή, θα φάνταζαν, έστω προσωρινά, ως παροράματα της έκδοσης από μια κακή χρήση της γλώσσας και αδύναμης μετάφρασης από μέρους του μεταφραστή) που αποδίδουν σε μικρογραφία το αποτέλεσμα που πετυχαίνει ο Γκάντα στο πρωτότυπο. Φανταστείτε λοιπόν, να γίνει ληστεία στην πολυκατοικία σας και να σκάσουν μύτη ένας Κρητικός, ένας Λαρισαίος, ένας Ηπειρώτης και ένας (κλάσικ!) Πόντιος και όλοι να μιλούν για τα τεκταινόμενα, τι είδαν, τι άκουσαν, τι ξέρουν. Για λίγο, το περιστατικό θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, η “γλωσσική” φάρσα θα επικρατήσει και θα ενταθεί από τις αντικρουόμενες και σαθρές απόψεις.
Σταδιακά και ενώ οι αστυνομικές έρευνες συνεχίζονται, ο λόγος του Γκάντα γίνεται πιο βαθυστόχαστος, παραμερίζεται η επιφανειακή εξιστόρηση του επεισοδίου στην οδό Μερουλάνα. Γίνονται περισσότερες αναφορές στην ιστορική περίοδο, ο Μουσολίνι κάνει την εμφάνισή του μέσω μιας σωρείας κοσμητικών επιθέτων, χέστης, φανφαρόνος, παλιάτσος, κτλ. Ένα από τα πιο όμορφα αποσπάσματα του βιβλίου μοιάζει να είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επιδερμική προσέγγιση του πρώτου μέρους και την βαθιά φιλοσοφική του υπόλοιπου βιβλίου (ταυτόχρονα, είναι και ένα εξαίσιο δείγμα γραφής).
[...] Η “εκμετάλλευση” του γεγονότος – του οιουδήποτε γεγονότος ο απατεώνας Δίας, ο νεφεληγερέτης, σου' χωνε κάτω απ' τη μύτη, πλαφ, πλαφ – προς δόξαν των ιδίων του ψευδοηθικών δραστηριοτήτων, που στην πραγματικότητα ήταν εξόχως, εκδήλως και εκθύμως σκηνοθετημένες και ρυπαρώς θεατρικές – αυτό είναι το παιχνίδι οποιουδήποτε θεσμού ή προσώπου θέλει να προσδώσει στην προπαγάνδα ή την αλιεία τις διαστάσεις και τη σοβαρότητα μια ηθικής πράξης. Ο ψυχισμός του επιδειξία, παράφρονα πολιτικού (νάρκισσου με ψευδο-ηθικό περιεχόμενο) αδράχνει το άσχετο έγκλημα, πραγματικό ή φανταστικό και βρυχάται σαν ηλίθιο και εν ψυχρώ μανιασμένο θηρίο πάνω από τη μασέλα του γαϊδάρου: επιτυγχάνοντας μ' αυτόν τον τρόπο να διοχετεύσει (και να διογκώσει) στο ανούσιο παράδειγμα ενός τιμωρητικού μύθου την βρώμικη τάση που οδηγεί αναγκαστικά στην πράξη: στην πράξη όποια κι αν είναι, αρκεί να είναι πράξη, στην πράξη coute que coute. Το άσχετο έγκλημα “χρησιμοποιείται” για να εξευμενιστεί η φιδομαλλούσα Μέγαιρα, το τρελό πλήθος: που όμως δεν εξευμενίζεται με τόσο λίγα: κι έτσι προσφέρεται σαν εξιλαστήριο θύμα (τράγος ή ελάφι) στις αναμαλλιάρες που θα το κάνουν κομμάτια, τις αλαφροπάτητες ή τις πανταχού παρούσες βυζαρούδες, τις αχόρταγες στην βακχεία τους που παροξύνεται ακόμα πιο πολύ από τις ίδιες τις φωνές τους, που αναψοκοκκινίζει από το μαρτύριο και το αίμα: προσδίδοντας νομικό κάλυμμα, μ' αυτόν τον τρόπο, σε μια ψευδοδικαιοσύνη, σε μια ψευδο-αυστηρότητα, ή στη ψευδο-αρμοδιότητα των διατεταγμένων αποφάσεων: της όποια(ς) ψευδο-δικαιοσύνης έκδηλα γνωρίσματα μοιάζουν να είναι η υπεροψία της επιπόλαιας προανάκρισης και ο κυνοβαλανικός οργασμός της προαποφασισμένης καταδίκης.
Ο Γκάντα περνάει με τόση μαεστρία από την επιφάνεια προς τα ανεμοδαρμένα ύψη του λόγου που σου κόβεται η ανάσα από την απότομη αλλαγή υψομέτρου ή καλύτερα, υφομέτρου. Η αλλαγή ύφους από κεφάλαιο σε κεφάλαιο είναι
Αλλαγές ύφους |
Ένα άλλο θετικό σημείο αυτού του βιβλίου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους χαρακτήρες του. Θα σας πω την αλήθεια, κάθε φορά που διαβάζω κάπου ότι, ο τάδε συγγραφέας ψυχογραφεί με μαεστρία τους χαρακτήρες του, νιώθω ότι διαβάζω μια μεγάλη κοινοτοπία, και γι' αυτό ανώφελο να επισημανθεί. Κάθε μεγάλος συγγραφέας ψυχογραφεί, αν όχι τέλεια τουλάχιστον ικανοποιητικά, τους χαρακτήρες του. Σε κανένα από τα βιβλία που έχω διαβάσει δεν χρειάστηκε να δικαιολογήσω στον εαυτό μου αυτή τη διαπίστωση, παρά μόνο σε ένα, στο Μόμπι Ντικ (εκεί, ένιωθες τις ψυχές των ηρώων να πάλλονται στη χούφτα σου). Και τώρα, ξανά, εδώ! Το βιβλίο του Γκάντα αποδεικνύεται καταφύγιο ψυχών, βασανισμένων, παραστρατημένων, γεμάτα δοχεία κινήτρων και λαθεμένων κινήσεων. Εκείνο που τις φωτίζει είναι η διεισδυτική ματιά του Γκάντα, ίσως οι χαρακτήρες να μην σου μείνουν αξέχαστοι, όμως θα θυμάσαι για καιρό ότι, ο καθένας εξ αυτών, ακόμα και αυτός με την μικρότερη παρουσία, ξεγύμνωσε την ψυχή του και σου την πρόσφερε για μία ενδελεχή αστυνομική έρευνα των ψυχικών αποτυπωμάτων.
Ο πρόλογος είναι γραμμένος από τον πάντα γενναιόδωρο και παρατηρητικό, Ίταλο Καλβίνο, και συνοψίζει όλον τον κόσμο του Γκάντα, στα παρακάτω λόγια:
[...] Οι φωνές των χαρακτήρων, οι σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους, τα όνειρά τους αναμιγνύονται με την πανταχού παρουσία του συγγραφέα, με την ανυπομονησία του, τον σαρκασμό του και το πυκνό δίκτυο των πολιτιστικών αναφορών. Όπως όμως στην περίπτωση ενός εγγαστρίμυθου, όλα αυτά τα στοιχεία ενώνονται σε μια φωνή, μερικές φορές μέσα στην ίδια φράση, με αλλαγές όμως του τόνου, με μετατροπίες, με αλλοιώσεις της χροιάς που φτάνουν ως το φαλτσέτο.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο, ο μεταφραστής σημειώνει εξίσου εύστοχα, δεν είναι μόνον η αλλαγή του τόνου μέσα στην ίδια φράση, αλλά και η αλλαγή οπτικής γωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται με μια ιλιγγιώδη χρήση της στίξης, που ασφαλώς θα ξενίσει αρχικά τον αναγνώστη. Θεώρησα ότι το στοιχείο αυτό είναι πολύ σημαντικό και προσπάθησα να το διατηρήσω όσο το δυνατόν αναλλοίωτο. Η άνω κάτω τελεία, παίρνει την εκδίκησή της αναδρομικά από το κατεστημένο της γραφής και ξεσαλώνει αδυσώπητα! Η εκτεταμένη χρήση της από τον συγγραφέα στις πρώτες σελίδες, ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά όταν φθάνει να την συνηθίσει το μάτι του, αρχίζει να αναγνωρίζεται σαν δομικό υλικό που κρατά στέρεα την αρχιτεκτονική του κειμένου, σαν τα σβολαράκια του κιμά στο παστίτσιο, για να μην ξεφεύγουμε και πολύ από το αγαπημένο μας θέμα!!
[...] Ήταν ανάγκη να καταπνίξει, να καταπνίξει. Βοηθημένος σ' αυτήν τη δύσκολη περίσταση από την ευγενική μελαγχολία της σινιόρα Λιλιάνα: της οποίας το βλέμμα έμοιαζε να απομακρύνει κάθε αταίριαστο φάντασμα, επιβάλλοντας στις ψυχές μια μυστηριώδη αρμονία: σχεδόν μια μουσική: δηλαδή ένα σύνολο από ονειρεμένα αρχιτεκτονήματα πάνω στα συγκεχυμένα παραστρατήματα των αισθήσεων.
Ο φρικτός κυκεώνας (κυκεώνας, τι όμορφη λέξη!) στην οδό Μερουλάνα είναι από εκείνα τα βιβλία που συνδυάζουν αρμονικά τη μορφή με το περιεχόμενο σε ένα ενιαίο σύνολο. Ο αναγνώστης έχει να λαβαίνει περίσσευμα και από τα δύο. Προσωπικά, τάσσομαι πάντα υπέρ της μορφής, το περιεχόμενο είναι δευτερεύον στοιχείο για μένα (για να θυμίσω έναν αφορισμό του Λίχτενμπεργκ: “Ο μεγάλος κανόνας: έστω και αν το λιγουλάκι σου δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο, λέγε το τουλάχιστον λιγουλάκι ιδιαίτερα”). Ο παραπάνω αφορισμός δέχεται πολλές αντιρρήσεις σε διάφορα επίπεδα, όμως σε ό,τι αφορά τα βιβλία, ειδικά σε εκείνα που έχουν το άγγιγμα του σπουδαίου και δεν αναλώνονται απλώς σε μπουρδολογίες, τότε ο αφορισμός με βρίσκει σύμφωνο και τον θυμάμαι κάθε φορά που τα διαβάζω, όπως συνέβη και μ' αυτό του Γκάντα.
Θαυμάστε αρχιτεκτονική δομή! |
Η μετάφραση είναι του Κώστα Κουντούρη και πιστεύω πως είναι μια πολύ αξιόλογη μετάφραση. Χωρίς να ξέρω γρι Ιταλικά, θεωρώ ότι περνάει ικανοποιητικά μέσω της μετάφρασης ένα μεγάλο μέρος του γλωσσικού πλούτου του Γκάντα και του πολυδαίδαλου χειρισμού του. Όσοι γνωρίζετε Ιταλικά, σαφώς και θα σχηματίσετε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη από τη δική μου, όμως νομίζω ότι η συγκεκριμένη μετάφραση δεν χρειάζεται επικαιροποίηση. Εκείνο που σίγουρα χρειάζεται επικαιροποίηση είναι η έκδοση, τα μικρά και πυκνά τυπογραφικά στοιχεία που ανεβάζουν τα επίπεδα πυκνότητας του ήδη πυκνού λόγου του Γκάντα, το ανιαρό και άχρωμο εξώφυλλο, η σπανιότητα της έκδοσης. Θα ήταν ευχής έργον, οι μικροί εκδοτικοί οίκοι να ευημερούν παράλληλα με την έκδοση τόσο σπουδαίων έργων, όμως όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τα σπουδαία έργα δεν πρέπει να μένουν άστεγα. Και εδώ ξεκινά η ευθύνη των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Σας προτρέπω (και μαζί με σας και μένα) να αγοράσετε την “Γνώση του πόνου” από τις εκδόσεις Άγρα, μια συντονισμένη προσπάθεια των αναγνωστών να στρέψουν την προσοχή των εκδόσεων προς τον Γκάντα ακόμα περισσότερο και ταυτόχρονα μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς αυτούς που τολμούν να εκδίδουν εκείνους που τολμούν να γράφουν. Ο Γκάντα δίνει έναν λόγο βαθυστόχαστο, λυρικό, πολύπλοκο, αστείο, φιλοσοφικό, βίαιο, πυκνό, σαρκαστικό, πολιτικό, ανθρώπινο˙ ο αναγνώστης πρέπει να δώσει με τη σειρά του, έναν άλλο λόγο, πιο εύκολο αλλά εξίσου σπουδαίο, τον λόγο του ότι θα τον διαβάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιπέρη, γιατί μας ψέγεις-ψέγεις λέγω-που έχουμε λύσσα να λέμε ότι ο χ κι ο ψ συγγραφέας ψυχογραφεί και δέρνει;
Ορίστε μας!
Πέρα απ αυτό,σιχαμένε, ομολογώ ότι η παρουσιασοκριτικοαναρτησή σου πολύ μου άρεσε,πάρα πολύ,καθότι δεν τα μπορώ τα σικέ γενικώς.
Μην διανοηθείς να αλλάξεις στυλ.
Α δεν εγγυώμαι τίποτα! Μόλις αρχίσω να πληρώνομαι, μπορεί να αλλάξω στυλ και εκεί να δεις με τι επαίνους και κολακείες θα ραίνω τους συγγραφείς για την ψυχογράφηση των χαρακτήρων τους!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ Βιβή, να' σαι καλά! Χαίρομαι που σου άρεσε :)