Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή. Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη». Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της κοντής λογοτεχνίας της φταίνε οι λέξεις! «Φοβόμουν πολύ τις λευκές σελίδες. Τώρα πια φοβάμαι τις γεμάτες σελίδες με μπούρδες».
Για τον Τζον Φάντε δεν έχω να πω κάτι περισσότερο, έχω γράψει αρκετά. Καταλαβαίνω όσους θεωρούν την λογοτεχνία του απλή ή και απλοϊκή ακόμα αλλά εγώ θα επιμένω να μην συμφωνώ. Πέρα από το γεγονός ότι σε προβληματίζει βαθιά με τις αυτομυθοπλασίες του, δεν ξεχνά να σε διασκεδάζει απόλυτα – με δυο λόγια αν η Ερνό είχε χιούμορ θα έγραφε σαν τον Φάντε, είναι γεγονός. Επίσης οι χαρακτήρες του είναι και τόσο μεσογειακοί τύποι, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος αναγνώστης που ζει στην Ελλάδα να μην τους απολαμβάνει στο έπακρο∙ προσωπικά πολλούς ανθρωπότυπους του Φάντε τους έχω δει να μπαινοβγαίνουν στο πατρικό μου χρόνια τώρα, σχεδόν τους βρίζω, τόσο ζωντανοί! Το «Δώμα» βέβαια επιμένει να εκδίδει τις νουβέλες του μεμονωμένα ενώ θα έπρεπε να βγουν σε έναν τόμο – γιατί προφανώς σκοπεύει να ξενοικιάσει από το δώμα και να αγοράσει μεζονέτα, θεμιτό και αυτό – αλλά όπως και να έχει όπου βλέπω γραμμένο το όνομά του θα επιμένω να το αγοράζω. Τέτοια λογοτεχνία λείπει ήδη, κι όχι μόνο λόγω της επέλασης των ευαισθητούληδων αναγνωστών.
Όσοι έχετε διαβάσει αρκετό Μπουκόφσκι θα έχετε διαπιστώσει ότι ένιωθε σαν μια κάμπια που ήθελε κάποτε να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Θαύμαζε απεριόριστα τον Φάντε και ήθελε διακαώς να μπορέσει κάποτε να τον παριστάνει ικανοποιητικά. Αρκετά κυνική επιθυμία που φαίνεται ότι κατάφερε σε μεγάλο βαθμό μέσω του ιδιότυπου κυνισμού που υιοθέτησε στα έργα του. Από κει και πέρα όμως, να υπάρχουν άραγε και άλλοι συγγραφείς που να θέλουν να παριστάνουν με την σειρά τους τον Μπουκόφσκι; Το βιβλίο του Αντώνη Τζήμα έφτασε στα χέρια μου ως δώρο∙ μέσα από μια πληθώρα επιλογών διάλεξα στην αρχή κάποιο άλλο, μετά όμως το ξανασκέφτηκα, και επέλεξα το συγκεκριμένο, επειδή τότε δεν καταλάβαινα γιατί κάποιος συγγραφέας επιλέγει να τιτλοφορήσει έτσι ένα βιβλίο του, κι ας παριστάνω τον έξυπνο, ως συνήθως.
[…] Ο Ντέιβιντ ήθελε να παίρνω τα δελτία Τύπου από τους εκδοτικούς και να τα εμπλουτίζω λογοτεχνικά. Να γράφω ένα άρθρο για το πότε εκδόθηκε το βιβλίο και κάποια στοιχεία για το συγγραφέα.
«Και πόσο θα πληρώνομαι γι’ αυτό;» ρώτησα.
«Φρανκ, εδώ στο Demolition μού αρέσει να χρησιμοποιώ τη λέξη εθελοντισμός».
Εμένα δε μου άρεσε καθόλου.
«Ντέιβιντ, εμένα με ενδιαφέρει να διαβάζω και να γράφω. Όχι, όμως, να κάνω τη λάντζα της γραφής και μάλιστα χωρίς να παίρνω φράγκο».
«Καταλαβαίνω. Ίσως θα ήθελες να γράφεις άρθρα;» και ξεκίνησε να μιλάει με τις ώρες αραδιάζοντάς μου τις παπαρολογίες όλου του κόσμου.
Του πέταγα ονόματα επίτηδες. Το παιδί ήταν αδιάβαστο κι επικίνδυνα βαρετό με τέτοιο τρόπο που θα έστελνε το μυαλό μου μια ώρα αρχύτερα στο θάνατο. Και να συνεχίζει την ανιαρή φλυαρία του κι εγώ αναρωτιόμουν τι έκανα εκεί μέσα.
«Θες κι άλλο τσιγάρο;» είπε.
Πήρα άλλο ένα τσιγάρο.
«Λοιπόν, Ντέιβιντ, στο ψητό. Εγώ θα γούσταρα να διαβάζω ένα βιβλίο και μετά να γράφω δυο λογάκια γι’ αυτό».
«Φρανκ, δεν είσαι έτοιμος για κριτική βιβλίου».
«Ναι, έχεις δίκιο» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα.
«Πού πας; Κάτσε να κάνουμε το τσιγάρο μας».
«Πρέπει να φύγω, Ντέιβιντ. Δουλεύω».
«Τι δουλειά κάνεις;»
Σκέφτηκα να του πω ότι σπρώχνω τους βιαστικούς.
«Εσύ; Ασχολείσαι με κάτι άλλο πέρα από το περιοδικό;»
«Ναι, είμαι σεφ και έχω και δυο μπιστρό».
«Φίνα!» απάντησα και έφυγα.
Το παιδί είχε ανάγκη από ακροατή.
«Και πόσο θα πληρώνομαι γι’ αυτό;» ρώτησα.
«Φρανκ, εδώ στο Demolition μού αρέσει να χρησιμοποιώ τη λέξη εθελοντισμός».
Εμένα δε μου άρεσε καθόλου.
«Ντέιβιντ, εμένα με ενδιαφέρει να διαβάζω και να γράφω. Όχι, όμως, να κάνω τη λάντζα της γραφής και μάλιστα χωρίς να παίρνω φράγκο».
«Καταλαβαίνω. Ίσως θα ήθελες να γράφεις άρθρα;» και ξεκίνησε να μιλάει με τις ώρες αραδιάζοντάς μου τις παπαρολογίες όλου του κόσμου.
Του πέταγα ονόματα επίτηδες. Το παιδί ήταν αδιάβαστο κι επικίνδυνα βαρετό με τέτοιο τρόπο που θα έστελνε το μυαλό μου μια ώρα αρχύτερα στο θάνατο. Και να συνεχίζει την ανιαρή φλυαρία του κι εγώ αναρωτιόμουν τι έκανα εκεί μέσα.
«Θες κι άλλο τσιγάρο;» είπε.
Πήρα άλλο ένα τσιγάρο.
«Λοιπόν, Ντέιβιντ, στο ψητό. Εγώ θα γούσταρα να διαβάζω ένα βιβλίο και μετά να γράφω δυο λογάκια γι’ αυτό».
«Φρανκ, δεν είσαι έτοιμος για κριτική βιβλίου».
«Ναι, έχεις δίκιο» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα.
«Πού πας; Κάτσε να κάνουμε το τσιγάρο μας».
«Πρέπει να φύγω, Ντέιβιντ. Δουλεύω».
«Τι δουλειά κάνεις;»
Σκέφτηκα να του πω ότι σπρώχνω τους βιαστικούς.
«Εσύ; Ασχολείσαι με κάτι άλλο πέρα από το περιοδικό;»
«Ναι, είμαι σεφ και έχω και δυο μπιστρό».
«Φίνα!» απάντησα και έφυγα.
Το παιδί είχε ανάγκη από ακροατή.
Οι νεκροθάφτες ενός βιβλίου δεν είναι πια οι κριτικοί – αυτοί είναι αγγελάκια, τα αγιοποιούν όλα! – αλλά οι προσδοκίες που κουβαλάς πριν από την ανάγνωση. Και ο Αντώνης Τζήμας πολύ έξυπνα τις ισοπέδωσε. – «Κοίτα φίλε, πριν γυρίσεις το εξώφυλλο, θα κάνω ότι παριστάνω τον Μπουκόφσκι, δέχεσαι;» – «Είμαι μέσα, προχώρα». Τόσο απλά. Κατέστρεψε την ειρωνεία που θα άρχιζε να σχηματίζεται από τις πρώτες σελίδες στα χείλη του αναγνώστη, Ρε συ αυτός μιμείται τον Μπουκόφσκι, χέσε μας, και πόνταρε τα λεφτά του στην λογοτεχνία που πίστευε ότι είναι ικανός να δημιουργήσει∙ και τελικά πήγε ταμείο (βασικά δεν ξέρω αν πήγε ταμείο, αλλά βοηθήστε τον και εσείς, πάρ’ τε μερικά αντίτυπα, αξίζει). Ξεχνάς αμέσως ότι γράφει κάποιος σαν τον Μπουκόφσκι και νιώθεις ότι γράφει ο ίδιος ο Μπουκόσφκι. Δεν αισθάνεσαι ότι κάποιος γράφει με την μανιέρα κάποιου άλλου αλλά ότι η ικανή και αξιόλογη λογοτεχνία είναι η ίδια η μανιέρα – και έτσι θα έπρεπε να αισθάνεται κάθε συγγραφέας που επιλέγει να γράψει ένα βιβλίο. Ο Φρανκ Κάλερ είναι ένας τύπος που πίνει πολύ, γαμάει πολύ και ελπίζει κάποτε να εκδώσει όσα γράφει. Έχει αλλόκοτους φίλους, ένας εξ αυτών ο Χένρι ο ποιητής (στοιχηματίζω ότι το επίθετό του είναι Τσινάσκι), μυστήριες γκόμενες, και μια ζεστή ευαισθησία που καταπνίγεται εντός του μέχρι το τέλος του βιβλίου. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η λογοτεχνία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις γραμμές, πάντα εκεί κρυβόταν, εκεί που καραδοκούν οι sensitivity readers με το μίσος στην καρδιά και το χαμόγελο στα χείλη.
«Φρανκ, τι σου συμβαίνει;»
«Απλώς με γάμησαν εκατόν είκοσι πουτσαράδες από τον κώλο ασάλιωτα. Το ’πιασες;»
«Τίποτα» [sic]
Υ.Γ. 2666 Αχ, γιατί να μην είστε τόσο ευαίσθητοι να διορθώσετε κάποτε και το μπλογκ μου. Μη με αφήνετε αδιόρθωτο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.