Η αιώνια συζήτηση γύρω από τον Σελίν μου θυμίζει κάτι ταμπέλες σε διάφορα χιπστερομάγαζα του τύπου «Αν είσαι ομοφοβικός, ρατσιστής ή θρησκόληπτος, μην μπαίνεις στο μαγαζί μου!» (αν διαλέγεις πελάτες, σύντομα θα είσαι ο τελευταίος που θα μπαίνεις στο μαγαζί σου) ή κάτι προφίλ στα σόσιαλ μίντια, «Παρακαλώ κάντε μου την χάρη να αυτοδιαγραφείτε!» (εσύ κάνε μας την χάρη!) και κάτι τέτοια σαχλά. Ο κόσμος γίνεται κάπως πιο πολύπλοκος μετά τα πέντε και όσο και αν φωνάζουμε τη μαμά μας να έρθει να μας σκουπίσει στην τουαλέτα δεν πρόκειται να το κάνει – όταν γίνουμε εικοσιπέντε ίσως καταφέρουμε και την μεταπείσουμε. Από την τοξική αισιοδοξία που κατακλύζει όλο και περισσότερο την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα προτιμώ απερίφραστα την αισιόδοξη τοξικότητα ενός Σελίν. Αισιόδοξη; Ναι. Γιατί πριν μάθεις τι μπορείς να γίνεις πρέπει να μάθεις πρώτα τι είσαι. Άνθρωπος – 70% νερό (ορίστε, ακόμα και ένας φασίστας όπως ο Σελίν βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο) και 30% σκατά, οκ. «Ο Εβραίος αποτελείται από 85% θράσος και 15% κενό!... ο άριος δεν έχει δράμι θρασύτητα… Είναι γενναίος μόνο όταν τον στέλνουν στον πόλεμο… δειλός στη ζωή… πρόβατο…» (ΤΑ ΠΡΟΟΟΒΑΑΑΤΑΑ…!) Ανάλογα με την ηλικιακή σου ομάδα είτε φώναξε τη μαμά σου είτε μάθε να τα αντιμετωπίζεις μόνος σου, άνθρωπε.
Αναμφιβόλως ο Σελίν είναι ταλεντάρα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον υποβάλλουμε σε κριτική απαξίωση αν χρειάζεται (Vana Mparmpa Oficial dislikes that!) και αυτό το πολύτιμο δοκίμιο από τις εκδόσεις «Μάγμα» έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία· ελπίζω, κάποτε να καλυφθεί και το μεγαλύτερο κενό, εκείνο της μη έκδοσης των σημαντικότερων έργων του. Η πλειοψηφία των αναγνωστών ακούει Σελίν και λέει, μακριά, αυτός είναι φασίστας, τέλος, στην πυρά τα βιβλία του. Χωρίς να ξέρει περισσότερα, χωρίς να ψάχνει περισσότερα, χωρίς να αμφιβάλλει – με δημοκρατικές διαδικασίες, όπως λένε. Ο Σελίν απλώς γάβγιζε δυνατότερα από όλους τους άλλους («… κυνηγήθηκε επειδή υπήρξε όχι μόνον αντισημίτης, μα ο αντισημίτης που το διακήρυξε πιο ανοιχτά κι έξαλλα από κάθε άλλον») αλλά αν πιστέψουμε την γνωστή ρήση, δεν δάγκωνε, και αργότερα, μεταπολεμικά, αν πιστέψουμε και την άλλη γνωστή ρήση, ψόφο δεν είχε, γιατί ακόμα και αν ήταν κακό σκυλί, ήταν καλός, πολύ καλός συγγραφέας.
Το δοκίμιο χωρίζεται σε δύο σχεδόν ίσα και ταυτόχρονα άνισα μέρη: το πρώτο, μια που το διάβασα μια που το ξέχασα, γραμμένο από το δημοσιογράφο αντιφασίστα Χανς-Έριχ Καμίνσκι (σε ωραία μετάφραση του Χαράλαμπου Μαγουλά) και το δεύτερο, επίμετρο-δοκίμιο, γραμμένο με μαεστρία από τον Νίκο Μάλλιαρη. Ο Καμίνσκι θαύμαζε τον Σελίν για τα πρώτα του μυθιστορήματα «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» και «Θάνατος επί πιστώσει» και προσπαθεί να φανταστεί, με φτωχό και χλιαρό κατά την γνώμη μου χιούμορ, τους λόγους που τον οδήγησαν να στραφεί προς τον αντισημιτισμό στα επόμενα αμφιλεγόμενα κείμενά του («Μπαγκατέλες για μια σφαγή», «Mea culpa», «Την κάτσαμε»). Είναι γραμμένο το 1938 και πλέον κάπως κοντόθωρο γιατί έκτοτε η συζήτηση και οι αναλύσεις έχουν προχωρήσει πολύ και η αποστασιοποίηση που μας παρέχει η χρονική απόσταση μάς βοηθάει να τα δούμε καθαρότερα, όσοι τέλος πάντων δεν είμαστε τυφλωμένοι. Ωστόσο, είναι σημαντικό ως ορεκτικό γιατί ανοίγει την όρεξη για το σπουδαίο επίμετρο και την συζήτηση που ανοίγει για τον Σελίν που ίσως βοηθήσει κάποιους αναγνώστες που ακόμα δυσπιστούν να τον διαβάσουν, τελικά να το πράξουν.
[…] «Η τακτική του πλέον ήταν να παρουσιάζεται ως «άνθρωπος του ύφους [homme a style]» κι όχι των «ιδεών [homme a idees]» ή των «μηνυμάτων [homme a messages]». Μια τέτοια δήλωση συνοψίζει εξαίσια το έργο κάθε μεγάλου λογοτέχνη, εφόσον ίδιον της λογοτεχνίας, της πραγματικής και μεγάλης λογοτεχνίας, είναι η προσπάθεια επίτευξης ενός προσωπικού ύφους – το «μήνυμα» κάθε μεγάλου συγγραφέα είναι το ύφος του: Σ’ αυτό αποκρυσταλλώνεται η κοσμοθεώρησή του, αυτό ενσαρκώνει την καινούργια, πρωτότυπη ανάγνωση του κόσμου, κι απ’ αυτό εκπηγάζουν οι «ιδέες» του – εν προκειμένω, το «σελινικό» στοιχείο, αυτή η νέα αίσθηση του κόσμου που μόνον ο Σελίν καταφέρνει να «πιάσει» και να εκφράσει».
Αυτή ήταν μια βασική υπερασπιστική γραμμή του Σελίν μεταπολεμικά και ως έναν μεγάλο βαθμό ισχύει. Αν υπήρξε άλλοθι, φτηνή δικαιολογία ή αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Η αντισημιτική του ρητορική ήταν τότε πολύ της «μόδας» (με πολλά εισαγωγικά γιατί σας φοβάμαι, εσάς, δεν ξέρω από πού θα μου έρθει) και από τη θέση του αντιήρωα εναντίον όλου του σκατόκοσμου που ενστερνιζόταν σε όλα τα έργα του, δεν γινόταν να αφήσει αυτό το ζήτημα εκτός. Ήταν ζωτικής σημασίας να ενοχλεί όσο περισσότερο μπορούσε – κάποιοι θα πείτε, χωρίς λόγο και βάση, και κάποιοι άλλοι θα πούμε, ότι το έκανε με πολύ σκατολογική ευαισθησία! Σίγουρα ήταν μια πολύ αντιφατική προσωπικότητα (όπως ενίοτε είναι κάποιοι μεγάλοι καλλιτέχνες), με μανία καταδίωξης ενδεχομένως, αλλά και με μια σπάνια μεγαλοφυΐα που ανανέωσε εντυπωσιακά την γαλλική γλώσσα και πρέπει να τιμάται και να βρίσκεται ανάμεσα στους μεγάλους ανανεωτές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
[…] «Βλέπουμε, δηλαδή, πως στην περίπτωση ενός λογοτέχνη σαν τον Σελίν, το έργο του οποίου βασίζεται σε μέγιστο βαθμό στην ίδια του τη ζωή (καθώς ο ίδιος παρουσίαζε κάθε έργο του «ταυτόχρονα ως μυθιστόρημα και ως αυτοβιογραφία»), η φορμαλιστική, προυστιανή απολυτοποίηση της διάκρισης μεταξύ έργου και ζωής δεν βοηθά ιδιαίτερα την κατανόηση ούτε του πρώτου ούτε της δεύτερης: όχι μόνον η ζωή επηρεάζει το έργο αλλά και αντιστρόφως, το ίδιο το λογοτεχνικό σύμπαν που πλάθει ο συγγραφέας φτάνει να επηρεάζει το πώς βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του».
Αν καταπιανόταν με πιο «χαρούμενα» θέματα από τον θάνατο και τη ζωντανή σήψη, τώρα θα μιλούσαμε για μέγιστο συγγραφέα που θα διάβαζαν όλοι, αλλά τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν σας γουστάρει για αναγνώστες του, βασικά δεν γουστάρει κανέναν, δεν αντέχει ούτε τα άντερά του. Πρόσφατα κατάφερα να βρω ένα αντίτυπο του εξαντλημένου βιβλίου του «Από τον έναν πύργο ο άλλος», από τα τελευταία του, στο οποίο φαίνεται η μεγάλη εξέλιξη της γραφής του που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει στο πολυδιαφημισμένο (και σχεδόν το μόνο που έχει εκδοθεί στα ελληνικά, τι θλίψη, γαμώτο) «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», ξεκίνησε δειλά με το δεύτερο μυθιστόρημα «Θάνατος επί πιστώσει» και άρχισε να διαμορφώνεται αισθητά στους λεγόμενους αντισημιτικούς του λιβέλους, παρά τα όποια μειονεκτήματα και αν έχουν αυτοί, όπως καταδεικνύει το καταπληκτικό επίμετρο. «Ο αντισημιτισμός του Σελίν είναι τόσο γκροτέσκος και υπερβολικός, σαν ο συγγραφέας «να έκανε τα πάντα για να μην το πάρει κανείς στα σοβαρά». Είναι ένας αντισημιτισμός τόσο ξεκαρδιστικός ώρες ώρες, που διόλου δεν νοιάζεται να εκλογικεύσει τα βαθύτερα αισθήματα και συμπλέγματα του συγγραφέα – όπως αντίθετα κάνουν ο Πλεύρης κι όλοι οι υπόλοιποι αντισημίτες ή οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, που συνήθως παρουσιάζονται ως σοβαροί «ιστορικοί» ή «ερευνητές». Μια πανέμορφη και καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις «Μάγμα» που θα ζήλευε και θα ήθελε να έχει στην τεράστια βιβλιοθήκη του ακόμα και ο Χιτ… ας μην σας σοκάρω περισσότερο γιατί εσείς πιστεύετε και ότι η λογοτεχνία de facto δημιουργεί καλοσύνη… θα πω μόνο να αγοράσετε το δοκίμιο για τον Σελίν, και να διαβάσετε και Σελίν, ήταν ψυχούλα μωρέ…
Δε θέλω να πολιτικοποιήσω παραπάνω την ανάρτηση, δεν είμαι δα και ο Μιθριδάτης από τα Ημίζ – θα σας τα χρωστάω!
«Γιατί γράφω; Θα σας πω. Γράφω για να κάνω όλους τους υπόλοιπους να μη διαβάζονται».
Πόσο μα πόσο τίμιο και ειλικρινές κείμενο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι ας σκεφτούμε... Πόσους αποτρέπει να τον διαβάσουν το όνομα Έζρα Πάουντ...
Να' σαι καλά Νώντα, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
ΔιαγραφήΓια μένα, αυτή η συζήτηση, αν πρέπει κάποιος να διαβάσει Πάουντ ή άλλους συγγραφείς, δεν έχει πια νόημα. Ό, τι θεωρώ ότι θα μου προκαλέσει ευχαρίστηση η ανάγνωσή του, το διαβάζω.