Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Black Mirror



 

Ήθελα να γράψω από τους πρώτους για το βιβλίο του Άρνο Σμιτ για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτόν τον τίτλο στην ανάρτηση· γιατί τίποτα δεν μπορεί να με κινητοποιήσει καλύτερα («...μα σε τι ακρότητες μπορεί να παρασύρει τον ρήτορα η γλωσσική ευχέρειά του!») από ένα λογοπαίγνιο! Επιπροσθέτως, ήταν και μια καλή ευκαιρία να αναφερθώ ξανά σε αυτή την σειρά που για μένα αποτελεί μακράν την καλύτερη του 21ου αιώνα. Τώρα θα μου πείτε, έχει καμιά σχέση ο Σμιτ με το «Black Mirror»; Με μια γρήγορη ματιά, όχι. Όσο όμως κλωθογύριζα τα επεισόδια στο μυαλό μου, θυμήθηκα ένα συγκεκριμένο με τίτλο «Metalhead», κάπως αδικημένο από τους θεατές της σειράς, αλλά για μένα ένα από τα καλύτερα. Κάποιες πρώτες συγκρίσεις με το επεισόδιο είναι παραπάνω από εμφανείς. Από εκεί και πέρα, η ίδια η σειρά έχει μία σκωπτικότητα που σε σημεία μοιάζει επίτηδες άτεχνη και τραβηγμένη, μία αυτοϋπονόμευση, έναν εναργή αντισυμβατισμό και όλα αυτά, και περισσότερα, τηρουμένων των αναλογιών, τα βρήκα και στο βιβλίο του Σμιτ. «Ο Δαίμων: ευμενής και χρυσά γερμένος· θεότητα μετά πονηρού θιάσου που πλάστηκε και ξαμολήθηκε πίσω από έναν μακαρίως μαινόμενο: τέτοιος θέλω και εγώ να είμαι, μακαρίως μαινόμενος».

 

Υπάρχει ένας τύπος αναγνωστών που διατείνεται ότι η λογοτεχνία πρέπει να μιλάει με απλά λόγια και ότι δεν χρειάζεται, φέρνοντας συνήθως σαν παράδειγμα τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, ολόκληρη μελέτη για να χαρείς ένα βιβλίο, στο διάολο τέτοια λογοτεχνία. Αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία καλό είναι να ξεκινήσετε νωρίς γιατί ο δρόμος προς την κόλαση δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Εγώ πάλι αγαπώ υπέρμετρα και τα ίδια τα δύσκολα κείμενα και τις πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας που ξεπηδούν από αυτά έτσι ώστε η συνεχής ανατροφοδότηση που προκύπτει να αυξάνει και την απόλαυσή μου. Εσείς οι αναγνώστες που μισείτε τα σπόιλερ θα δοκιμάσετε μία δυσάρεστη έκπληξη· γιατί όλο το οπισθόφυλλο είναι ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΠΟΙΛΕΡ – εντελώς αθώο όπως κατά βάση είναι όλα τα σπόιλερ, αλλά για εσάς τους πιστούς ίσως να λαμβάνει και τις τερατώδεις διαστάσεις ενός Λεβιάθαν, τι να πω πια! Σε γενικές γραμμές λοιπόν, έχετε το στόρι και σας λείπει η λογοτεχνία. Αρκετοί βολεύεστε με αυτήν την συνθήκη, δεν κρίνω, οι υπόλοιποι όμως βυθιστείτε άφοβα στον κόσμο του Άρνο Σμιτ. Θα βγείτε… χειρότεροι άνθρωποι αλλά καλύτεροι αναγνώστες! «Και είπε την ιστορία της, βυθισμένη στην πολυθρόνα, δίχως μάτια φωσφορίζοντα κι άλλα τέτοια μαγικά (μόνο μια φορά έμπηξα φωνή: η Λίζα πήγε να νερώσει το ρούμι!)».

Νομίζω ότι το ιδιαίτερο και γοητευτικό αυτό βιβλίο το διακρίνουν και το συνοψίζουν οι «απότομες μεταπτώσεις από τον ποιητικό στον κυνικό τόνο» και αυτό προσωπικά με κέρδισε ολοκληρωτικά. Τώρα το πώς γίνονται αυτές οι μεταπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να το περιγράψω και θα σας παραπέμψω στο καταπληκτικό και βοηθητικό επίμετρο – η γνώμη μου είναι ότι μπορείτε να το διαβάσετε και στην αρχή, αλλά είπαμε, εγώ δεν πιστεύω στα σπόιλερ και λοιπούς ξεφτισμένους θεούς – του μεταφραστή του, Γιάννη Κοιλή, ο οποίος τον μελετά χρόνια, τον αγαπά χρόνια και μας τον έφερε εντέλει ολόλαμπρο στα χέρια μας, όχι μέσω Λαμίας, ως είθισται, αλλά μέσω… Ηρακλείου Κρήτης! Οι λάτρεις του Τζόυς θα αγαπήσετε το συγκεκριμένο βιβλίο, εξάλλου χρόνια κατηγορούσαν τον Σμιτ ως μιμητή του Τζόυς και ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα μέχρι που διάβασε τον Ιρλανδό και απέκτησε ιδέα και άρχισε να τον μιμείται με την ησυχία του αγνοώντας επιδεικτικά τις κακές γλώσσες του μισητού κόσμου. Η άτυπη τριλογία «Τα παιδιά του Νομποντάντυ» στην οποία ανήκουν και οι «Μαύροι καθρέφτες», κρύβουν στον τίτλο μια τζοϋσικής έμπνευσης λέξη, Nobodaddy, τα παιδιά δίχως πατέρα. Το βασικό κοινό του Σμιτ και του Τζόυς όμως είναι ότι και οι δύο υπήρξαν σπουδαίοι συγγραφείς και είναι και το μόνο που μας ενδιαφέρει. «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια: για τον Σμιτ απαρτίζουν το δαιμονικό τρίπτυχο, τη σπορά του Λεβιάθαν που πνίγει στα σπάργανα τον ορθό λόγο: η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι το σκεπτόμενο - και ως εκ τούτου αντιστεκόμενο – άτομο, τα Παιδιά του Νομποντάντυ!» 

 


Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με δυσνόητες αναφορές, με λεξιπλασίες (σαν ασθένεια διαβάζεται αυτό), με στριφνή στίξη, με χίλια δυο εμπόδια, αλλά ασκεί και τόσο απαράμιλλη γοητεία, σαν μαύρη μαγεία ένα πράγμα, βρε τον σατανά τον Σμιτ, «…ασκούμαι στην αμβλύνοια, δηλ. εξωτερικά· εντούτοις, τα χείλη της καρδιάς μου χαμογελούν αυτάρεσκα». Εξάλλου ένας βασικός λόγος που διαβάζω λογοτεχνία δεν είναι για να βρω απαντήσεις αλλά για να συνεχίσω να αναρωτιέμαι. Το έχω ξαναπεί με αφορμή πάλι τον ίδιο μεταφραστή και θα το επαναλάβω και εδώ, είναι μεγάλο πλεονέκτημα ο μεταφραστής ενός έργου να αγαπάει και να εκτιμάει βαθιά τους συγγραφείς που μεταφράζει. Η μετάφραση του Γιάννη Κοιλή είναι ανυπέρβλητη, και ίσως αποτελεί και τον κύριο λόγο που το αγόρασα, γιατί ειδάλλως ίσως φοβόμουν να αναμετρηθώ με τον Άρνο Σμιτ αν μου προσφερόταν σε άλλο περιτύλιγμα. Ωστόσο θα ήθελα να επισημάνω το εξής «ατόπημα»· υπάρχουν αρκετές φράσεις στο έργο του Σμιτ, αγγλικές, γερμανικές, λατινικές, κλπ, που μένουν αμετάφραστες. Προσωπικά δεν με ενοχλεί αυτό, ενισχύει κάπως την συνολική γοητεία του έργου, το έχω πετύχει και σε άλλα βιβλία και γενικά δεν έχω πρόβλημα. Παρόλα αυτά, διαπίστωσα ότι όπου υπήρχαν αγγλικές φράσεις που κουτσοκαταλάβαινα, λάμβανα μια σχετική γνώση της ιστορίας (ακόμα και αν ήταν επουσιώδης) που χανόταν στα άλλα αποσπάσματα των οποίων δεν γνώριζα την γλώσσα. Και αναρωτιέμαι γιατί να μην μεταφράζονταν όλα και να υπήρχαν σε υποσημειώσεις ή με παραπομπές στο τέλος του βιβλίου; Όποιος μου πει, υπάρχει και το Google, ένα έχω να του πω: (μαύρο) Καθρεφτάκι!

Η έκδοση της «Κίχλης» πάντα στα γνωστά ποιοτικά της στάνταρ. Το βιβλίο συνοδεύεται από ωραίες οξυγραφίες του Eberhard Schlotter, φίλου του Άρνο Σμιτ. Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να τις νοθεύσω και με δυο εικόνες από το επεισόδιο του «Black Mirror» που θεωρώ ότι ταιριάζουν κάπως. Επίσης, ας γιορτάσουμε το πρώτο βιβλίο (που έπεσε τουλάχιστον στην αντίληψή μου) της «Κίχλης» ολότελα απαλλαγμένο από τον βραχνά του πολυτονικού – δεν θέλω να χαλάσω κανενός το αφήγημα, δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας, αλλά να σας πω και κάτι, μια χαρά διαβάζεται και στο μονοτονικό! Και για να αντισταθμίσω αυτό το αναπάντεχο πλεονέκτημα ας αναφέρω και ένα ατόπημα της έκδοσης – ναι, τελικά, είμαι μισάνθρωπος, πρόβλημα; – που εντοπίζεται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου στις οποίες δεν παραπέμπει κανείς… Nobodaddy που λένε! Γιατί ρε παιδιά; Το είχα συναντήσει και στην «Θεία Κωμωδία» αν θυμάμαι καλά και είναι κάπως ενοχλητικό για μας τους ψυχαναγκαστικούς. Ναι μεν οι σημειώσεις όπως τονίζει και ο μεταφραστής είναι ήπιες αναφορές σε γερμανικά κείμενα που ίσως ο Έλληνας αναγνώστης δεν είναι εξοικειωμένος με αυτά αλλά δεν έχει σημασία, έπρεπε να φέρουν αριθμητική παραπομπή. Τέλος πάντων, αυτά τα ατοπήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στο τεράστιο έργο του Άρνο Σμιτ. Αξίζει να το δοκιμάσετε. Ανοίξτε το μυαλό σας μέχρι να ανοίξουν τα μπαρ.

[…] «Μα πού είναι εκείνο το κράτος, το σύνταγμα του οποίου θα αρχίζει με την υπέροχη φράση: “Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να μπορούμε να έχουμε όλοι άδικο!”;» 

 



Υ.Γ 2666  «Συνημμένον επιστρέφω τον Μεσσίαν».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .