Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αχ κουνελάκι






Το να έχεις παιδί δεν φτάνει για να θεωρείσαι καλός γονιός· πάρτε για παράδειγμα τόσους και τόσους συγγραφείς που μας παινεύουν όπου σταθούν και βρεθούν τα πνευματικά τους παιδιά. 4-5 καλές φράσεις δεν θεωρούνται… αγέννητο βιβλίο! Σκοτώστε το να πάει στο διάολο, δεν θα χαθεί και ο πνευματικός κόσμος. Αν όμως το φέρετε στη ζωή και μάλιστα το προορίζετε για παιδιά αναγνώστες τότε φροντίστε να είναι πολύ καλό. Γιατί η αγορά παιδικού βιβλίου έχει δύο αντίθετους και ισχυρούς πόλους: επιτρέπει μεν την άκριτη συσσώρευση λεκτικού «πλούτου» με βιβλία που θα ευχαριστούσαν ιδιαιτέρως τον μικρό Γαργαντούα (βλέπε ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: «Πώς ο Γκρανγκουζιέ αναγνώρισε την θαυμαστή διάνοια του Γαργαντούα από την εφεύρεση ενός κωλοσφουγγιού») βυθίζοντας όμως τους δύστυχους γονείς σε μεγαλύτερα χρέη από εκείνα που προκαλεί η ετήσια προπαραγγελία του νέου τους iPhone, αλλά δεν πρέπει και να ξεχνάμε ότι ένα παιδί μπορεί να κάνει την πιο αδυσώπητη αρνητική κριτική σε ένα βιβλίο έτσι που δεν θα βρίσκεις λαγούμι να κρυφτείς – και άντε να το ηρεμήσεις μετά με υποδείξεις ότι το σκουπίδι του ενός είναι ο θησαυρός κάποιου άλλου.

Τι χρειάζεται ένα παιδικό βιβλίο για να είναι καλό; Ό,τι χρειάζεται και κάθε άλλο βιβλίο: φαντασία, χιούμορ, ουσία, λεκτική επιδεξιότητα, απόσταση από σαλιάρηδες αυλοκόλακες. Και ο Julian Gough φαίνεται να τα έχει όλα αυτά (μου λείπουν μόνο οι πληροφορίες για τους αυλοκόλακες) όπου μαζί με την συνδρομή του εικονογράφου Jim Field φτιάχνουν αυτή την όμορφη σειρά βιβλίων. Κούνελος και Αρκούδα, η γκρίνια και η ηρεμία, ο φόβος και η σύνεση, η παράταση του lockdown και η επανεκκίνηση της αγοράς… με συγχωρείτε, παρασύρθηκα. Ιστορίες του δάσους για άγριες συνειδήσεις και ήρεμες δυνάμεις, με γενναίες δόσεις κοπρολογίας (φόρος τιμής στον Ραμπελαί, άραγε;) που κάνουν μικρούς και μεγάλους αναγνώστες να κατουριούνται από τα γέλια.

[…] Η Αρκούδα μπήκε στο νερό και τράβηξε τον Τρυποκάρυδο για να τον απελευθερώσει. Αλλά…
– Ποπ! Ποπ! Ποπ! – 
«Άουτς! Άουτς! Άουτς!» 
«Οχ, όχι» είπε ο Κούνελος. 
«Τα φτερά της ουράς σου!» 
Ο Τρυποκάρυδος κοίταξε τον γυμνό ποπό του. 
«… Έκαναν φτερά!» 
 
Για να αναδείξεις όμως το χιούμορ από μια ξένη γλώσσα, που είναι το πρώτο θείο δώρο που χάνεται κατά την Βιρτζίνια Γουλφ, πρέπει να διαθέτεις και εσύ χιούμορ καθώς και μια ικανότητα να το μετασχηματίσεις στην γλώσσα σου. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου, χρόνια μέσα στα παιδικά βιβλία, φαίνεται ότι βελτίωσε θεαματικά αυτή την δυσεύρετη ικανότητα. Ο τίτλος του τέταρτου μέρους της σειράς, «Παράξενα φράγματα συμβαίνουν» είναι απολύτως ευρηματικός και λειτουργεί θαυμάσια σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του βιβλίου (περισσότερο και από τον πρωτότυπο τίτλο, «Bite in the night»). Εξαιρετικά εύστοχος ηχεί και ο φαινομενικά απλός τίτλος του πρώτου μέρους, «Οι κακές συνήθειες του Κούνελου». Αυτά τα μικρά ποιοτικά δείγματα δίνουν τον τόνο για την σπουδαία δουλειά που έγινε στο σύνολο. Ο «Ίκαρος» με δεινή καλαισθησία ολοκλήρωσε αυτό το εγχείρημα.
 
Στο βιογραφικό του λέει ότι ο Julian Gough είναι βραβευμένος συγγραφέας πολλών βιβλίων κλπ και έψαξα να δω αν έχει εκδοθεί κάτι στα ελληνικά. Με έπιασε μια επιθυμία να διαβάσω κάτι δικό του, «ενηλίκων» (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί όπως είπαμε παραπάνω αν έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, τότε δεν χρειάζεται ειδική κατηγοριοποίηση) και βρήκα ότι έχει βγει το «Ιούδας Ι» που έχει πάρει το μάτι μου φευγαλέα από εδώ και από εκεί αλλά ποτέ δεν στάθηκα παραπάνω, χωρίς να ξέρω γιατί. Διαβάζοντας την περίληψη στην «Βιβλιονέτ» όμως αναπόφευκτα στέκεσαι – αν διαθέτεις έστω υποτυπώδες γούστο – στην εξής παράγραφο: «Αξιοποιώντας έξυπνα όλη την ιρλανδική παράδοση, εκείνης που χρησιμοποιεί τη γιγαντιαία υπερβολή, το παράλογο και τη δηκτική ειρωνεία (Λόρενς Στερν, Τζόναθαν Σουίφτ, Ντάνιελ Ντιφόου, Τζέιμς Τζόις), ο συγγραφέας στήνει μια σύγχρονη αριστοφανική Οδύσσεια ή, πιο σωστά, έναν τζοϊσικό Οδυσσέα / παρωδία που λειτουργεί καταλυτικά χάρη στο ακατάσχετο, πηγαίο πολιτικό του χιούμορ» και με γρήγορες κινήσεις το προσθέτεις στο καλάθι σου – όχι το μικρό, με τα κεράσια, το άλλο. Αυτό όμως είναι το θέμα κάποιας μελλοντικής ανάρτησης. Μην κάνετε σαν παιδιά τώρα, υπομονή!



«Σε κυνήγησαν ως εδώ;» είπε ο Τυφλοπόντικας. 
«Από τη διπλανή κοιλάδα;» 
«Ναι. Επειδή είπα ένα αστείο γι’ αυτές», αναστέναξε η Κουκουβάγια. 
«Και οι Κουκουβάγιες Δολοφόνοι δεν έχουν καθόλου αίσθηση του χιούμορ».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!