Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η φάση είναι κρίντζι

 
Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο». Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!
 
Αυτό το βιβλίο αποδείχθηκε εξαιρετικά ανακουφιστικό, όπως και αναπάντεχα διασκεδαστικό, γιατί είτε είσαι η αγία Αθανασία του Αιγάλεω με ενεργή συμμετοχή σε βιβλιοφιλικές ομάδες του διαδικτύου είτε ο ανυπάρκτιαν Οδυσσέας Μουζίλης από τη Χώρα του Ποτέ Δε Θα Γίνεις Κριτικός, έχεις κάθε δικαίωμα να ξεσκίζεις βιβλία και συγγραφείς όπως σου κάνει κέφι, και με τη σειρά τους να σε ξεσκίζουν και άλλοι για τις απόψεις σου. Σαφώς είναι προτιμητέο να έχεις επιχειρήματα κατά τη διεξαγωγή της πολεμικής σου, αλλά ελλείψει άλλων ιδανικών υποψηφίων, προσλαμβάνουμε και χωρίς, κλάιν. Το πιο κοντινό σε Σαίξπηρ που έχω διαβάσει είναι το υπέροχο ένατο κεφάλαιο του «Οδυσσέα» του Τζόυς. Από εκεί και πέρα έχω μερικές εκδόσεις του, αλλά έχω διαβάσει ελάχιστα κομμάτια. Σε αυτά τα κομμάτια συμπεριλαμβάνεται το 1/3 του «Μάκβεθ» όπου πρόλαβα και διαπίστωσα εν σπέρματι όλα αυτά που του προσάπτει ο Τολστόι. Η αλήθεια είναι ότι ο Τολστόι τον πετσοκόβει ανελέητα και είτε το κάνει απόρροια της θρησκευτικής μεταστροφής που βίωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του είτε γιατί διακρίνει τις ελλείψεις του Σαίξπηρ με διαύγεια, το σίγουρο είναι ότι το κάνει με απολαυστικό τρόπο – όσες αντιρρήσεις και αν υψώσει κανείς στην πορεία.
 
Κατηγορεί τον Σαίξπηρ για αμετροέπεια, ανόητα αστεία, κούφιες και περιττές φράσεις και πράξεις που δεν δικαιολογούνται από την πλοκή και τις κινήσεις των χαρακτήρων, μια δεσπόζουσα και πομπώδη σαιξπηρική γλώσσα που καλύπτει όλους τους χαρακτήρες ανεξαιρέτως στερώντας τους το δικαίωμα να συνάψουν αυτό το είδος ψευδαίσθησης με το κοινό που είναι και το ζητούμενο στο δράμα και πολλά άλλα. Επίσης, τα βάζει και με όλον τον κόσμο, λαό και Κολωνάκι (κριτική ιντελιγκέντσια), που εκθειάζουν τον Σαίξπηρ ανά τους αιώνες λες και έπεσαν σε ένα καθεστώς επιδημικής υποβολής ενώ θα έπρεπε να τον αφήσουν να ξεχαστεί στην καλλιτεχνική του μετριότητα, μέσα στην οποία και έδρασε. Φαίνεται να ξεχωρίζει μόνο και ίσως να αναγνωρίζει ελαφρώς την γλώσσα του «η βασική ιδιαιτερότητα της οποίας έγκειται στο ότι οι σκέψεις γεννιούνται είτε επειδή ηχούν όμοια οι λέξεις τους είτε από τις αντιθέσεις μεταξύ των λέξεων» – χωρίς να του συγχωρεί όμως το γεγονός ότι εφόσον δεν φέρει ένα σημαντικό μήνυμα για την πορεία της ανθρωπότητας (κατά Τολστόι) αυτή η αισθητική επίδειξη είναι ανώφελη και ενοχλητική. 
 

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα εκτενές άρθρο του Τζορτζ Όργουελ, απάντηση στην πραγματεία του Τολστόι, αντικρούοντας τις απόψεις του και κάνοντας με την σειρά του επίθεση – έστω μέσω εικασιών – προς το πρόσωπο του Ρώσου. Ισχυριζόμενος ότι ο Τολστόι επιλέγει να αποδομήσει τον «Βασιλιά Ληρ» και κατ’ επέκταση εν συνόλω τον δημιουργό Σαίξπηρ, επειδή ο Ληρ έχει κάποιες ενοχλητικές ομοιότητες με την ζωή του Τολστόι, όπου και εκείνος απαρνείται την εξουσία του προς το τέλος της ζωής του και δεν βλέπει να εκτιμάται όπως ίσως θα περίμενε. Και αν λίγα χρόνια νωρίτερα θα έλεγε ότι οκ αρέσει σε όλους σας ο Σαίξπηρ αλλά όχι σε εμένα, κομπλέ, τώρα προσπαθεί να τον καταστρέψει στις συνειδήσεις των ανθρώπων προσβλέποντας σε δικές του εγωιστικές, και ενδεχομένως ασυνείδητες, τάσεις. Ο Όργουελ καταλήγει ότι τη πραγματεία του Τολστόι δεν θα την μνημόνευε κανείς αν εκείνος δεν ήταν ο συγγραφέας της «Άννα Καρένινα» και του «Πόλεμος και Ειρήνη» και ότι ακόμα και έτσι η αξία του Σαίξπηρ μένει αδιαμφισβήτητη μέσα στα χρόνια. Δεν νομίζω ότι του αξίζει να ξεχαστεί το άρθρο του Τολστόι γιατί ενέχει μέσα του την σπουδαία αξία της διαφωνίας· πικρόχολης, έστω. Εξάλλου και τον Όργουελ λίγοι είμαστε αυτοί που τον εκτιμούμε για τα υπέροχα άρθρα του, οι περισσότεροι κυρίως τον εκθειάζουμε για το γελοίο του «1984» (το οποίο στην ουσία του προπαγανδίζει ανόητα μηνύματα, ενώ όταν ο Τολστόι τα αξιώνει στα δράματα του Σαίξπηρ, ο Όργουελ τον επικρίνει) – πώς σου φάνηκε αυτό Γιώργο μου; Όπως και να’ χει, και τα δύο άρθρα, με στέρεα ή σαθρά επιχειρήματα, με χολή ή ροδόνερο, έχουν την αξία τους και την ομορφιά τους.
 
[…] «Η αντίδρασή του είναι εκείνη του ευέξαπτου γέρου που τον ενοχλεί ένα άτακτο παιδί. «Γιατί χοροπηδάς έτσι συνέχεια; Γιατί δεν μπορείς να καθίσεις ήσυχα όπως εγώ;» Από μια άποψη, ο γέρος έχει δίκιο, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το παιδί έχει μια αίσθηση στα μέλη του που ο γέρος έχει χάσει. Και ακόμα κι αν ο γέρος γνωρίζει την ύπαρξη αυτής της αίσθησης, το αποτέλεσμα είναι απλώς ότι αυξάνει τον εκνευρισμό του: αν μπορούσε, θα έκανε τα παιδιά γέροντες. Ο Τολστόι ίσως δεν ξέρει τι ακριβώς του διαφεύγει στον Σαίξπηρ, αλλά ξέρει ότι του διαφεύγει κάτι, και είναι αποφασισμένος να το στερήσει και από τους άλλους».
 
Η έκδοση της «Ποικίλης Στοάς» είναι καταπληκτική και νομίζω ότι αξίζει να την ψάξετε για να μάθετε εκτός των άλλων πώς γίνεται ένα καλό θάψιμο συγγραφέων σε βιβλιοφιλικές ομάδες. Μορφωθείτε! Και πάλι εδώ έχουμε μια εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου όπως και μία κατατοπιστική εισαγωγή. Η (επίσης όμορφη) μετάφραση του άρθρου του Τζόρτζ Όργουελ ανήκει στον Γιώργο Μπαρουξή.
 


[…] «Στη θεατρική γραφή πειραματίστηκε και ο ίδιος ο Τολστόι. Ανάμεσα σε άλλα, το 1886 έγραψε το έργο Η εξουσία του σκότους (Vlast’ t’amy), ένα έντονα νατουραλιστικό δράμα με πολλά πρόσωπα, έντονη δράση, φόνους κ.λπ., στο οποίο θέλησε να καταδείξει τις συνέπειες της ηθικής κατάπτωσης στην κοινωνία. Το έργο απαγορεύτηκε απ’ τον εκκλησιαστικό λογοκριτή. Όταν, παρ’ όλα αυτά, ο τσάρος επέτρεψε το ανέβασμά του, πολλοί ευνοϊκοί θεατρικοί κριτικοί το παραλλήλισαν με τα έργα του Σαίξπηρ…»  
 
Karma is a bitch, isn’t it?

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

A portrait of the dancer as a young lady

Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου» . Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.