Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι μη κανονικοί



Ευρισκόμενος στο μπαλκόνι μου, καθώς ο ήλιος μου ’λιαζε το κεφάλι όπως θα έλεγε ένας πιο διανοούμενος Τοτός, το μάτι έπεσε στο φετινό ημερολόγιο του Σ.Μ.Ε.Δ. που βρισκόταν στο διπλανό τραπεζάκι. Όταν μου το είχαν δωρίσει στις αρχές του χρόνου το είχα βρει πολύ όμορφο για τα γούστα μου. Βέβαια το ημερολόγιο φιλοξενεί μια γκόθικ ιστορία και έτσι το μαύρο χρώμα είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένο. Ωστόσο, ίσως και να είχα σκεφτεί, άραγε ποιος φυσιολογικός άνθρωπος αγοράζει ένα κατάμαυρο ημερολόγιο για τον νέο χρόνο; Συνήθως το – φανερό ή κρυφό – χρώμα κάθε ετήσιου ημερολογίου είναι το ροζ· ακόμα και αν είσαι άντρας (σεξιστικό σχόλιο, να διαγραφεί!). Όλοι μας ονειρευόμαστε με βάση το ροζ, κανονικοί και μη κανονικοί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι το μαύρο είναι βασικότατο χρώμα στην παλέτα της ζωής. Μπορεί μεν να σβήσει μεμιάς όλες τις άλλες αποχρώσεις αλλά μπορεί και να τις αναδείξει. «Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ [αφού στείλω ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 2 ή 6!] με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία», όπως λέει και ο ποιητής. Δεν πιστεύω να είστε τίποτα φυσιολογικοί;

Ξέρω ότι, όλοι εσείς οι εξωστρεφείς εκεί έξω περνάτε δύσκολα και έχετε την συμπάθεια πολλών πνευματικών ανθρώπων όπως της Πολωνής συγγραφέα Όλγκα Τορκάτσουκ, κατόχου του Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά για τον Θεό, μην γίνεστε μαλάκες, αφήστε και μας τους εσωστρεφείς να χαρούμε λίγο. Διαβάστε και κανένα βιβλίο. Είναι εύκολο· ακολουθείτε τη μια λέξη μετά την άλλη, όπως κάνετε με τα σφηνάκια στα μπαρ, για να θολώσετε το μυαλό σας και να ξεχάσετε για λίγο την εξωστρεφή μιζέρια σας. «Η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (1810-1865) στάθηκε κατά κάποιο τρόπο μαθήτρια του Ντίκενς και καθιερώθηκε πράγματι στα γράμματα κάτω από την προστασία του. Στρατευμένη στην τότε φιλελεύθερη σκέψη, στηλιτεύει στα έργα της το φανατισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό ιδιαίτερα (Επιτέλους, κλείστε τις εκκλησίες! Δεν έχει Πάσχα φέτος!!), εστιάζει κριτικά στη θέση της γυναίκας, προτείνει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις – πάντα βέβαια με τη «φιλανθρωπική» διάθεση που τόσο άρεσε στην προοδευτική ελίτ της εποχής, ιδιαίτερα την εγγλέζικη»


Όσες φορές και αν έχω προσπαθήσει με τον Ντίκενς (και έχω προσπαθήσει αρκετές), δοκιμάζοντας μικρά ή μεγάλα βιβλία, επιλέγοντας αξιέπαινες μεταφράσεις ώστε να αναδειχθεί καλύτερα η γραφή του, ψάχνοντας εκείνα τα θέματα των βιβλίων του που θα κέντριζαν περισσότερο το γούστο μου, πάντα, αργά ή γρήγορα, καταλήγω σε μια αόριστη μεν αλλά απωθητική στάση απέναντί του. Ξέρω ότι κάθε φορά πλησιάζω όλο και πιο κοντά στην μετάβαση προς το πεδίο της απόλαυσης, όμως για την ώρα δεν έχει συμβεί – μείνετε συντονισμένοι και θα σας ενημερώσω στο (ζοφερό) μέλλον! Παρόλα αυτά, ας δούμε πώς τα καταφέρνει η μαθήτρια. 

[…] «Έπειτα από αυτό το περιστατικό δεν μπορούσα να βρω ησυχία. Δεν τολμούσα ν’ αφήσω ποτέ μόνη της τη μις Ρόζαμοντ, νύχτα και μέρα ήμουν στο πλευρό της, από φόβο μήπως ξεγλιστρήσει πάλι, παρασυρμένη από κάποια παρόρμηση· κι ακόμα περισσότερο, επειδή είχα πειστεί ότι η μις Φέρνιβαλ ήταν παλαβή, έτσι περίεργα που φερόταν· και φοβόμουν μην τυχόν κάτι παρόμοιο (απ’ αυτά που σέρνονται μες στις οικογένειες, ξέρετε δα) παραφύλαγε το αγαπημένο μου πλάσμα. Κι ο μεγάλος παγετός ούτε που κόπασε μια στάλα όλον εκείνο τον καιρό· και κάθε φορά που η νύχτα ήταν πιο θυελλώδης απ’ ό,τι συνήθως, ανάμεσα στις ριπές και μέσ’ από τον άνεμο ακούγαμε τον παλιό αφέντη να παίζει το μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο. Έπαιζε δεν έπαιζε όμως ο παλιός αφέντης, όπου κι αν πήγαινε η μις Ρόζαμοντ, από πίσω κι εγώ· γιατί η αγάπη μου γι’ αυτήν, το πανέμορφο, το κακόμοιρο το ορφανό, ήταν πιο δυνατή απ’ το φόβο μου για τον μεγαλειώδη και τρομερό ήχο. Εκτός αυτού, ήταν καθήκον μου να την κρατάω ευδιάθετη και πρόσχαρη, όπως άρμοζε στην ηλικία της. Παίζαμε έτσι μαζί και περιπλανιόμασταν μαζί, εδώ κι εκεί και παντού· γιατί δεν τόλμησα ποτέ ξανά να την αφήσω απ’ τα μάτια μου σ’ εκείνο το αχανές και δαιδαλώδες [#μένουμε_]σπίτι».
 
Γιατί έτσι είναι· σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που ζούμε, αντιλαμβανόμαστε σιγά σιγά ότι αρχικά δεν ξέρουμε και τόσο καλά το σπίτι που μένουμε και δευτερευόντως ούτε και τους μυστήριους κατοίκους του – ακόμα και αν συμπεριλαμβανόμαστε σε αυτούς! Εδώ όμως είμαστε να τα ανακαλύψουμε, ο καθένας με τους ρυθμούς του, φυσιολογικούς ή μη. Η βικτωριανή λογοτεχνία είναι κατεξοχήν εσωστρεφής, με τα μεγάλα επιβλητικά σπίτια, τις σκιές, τις σιωπές, τα φαντάσματα, τα μυστικά, την εκδίκηση, τον θάνατο. Και η μαθήτρια Γκάσκελ αποδείχθηκε εξαιρετικό σπασικλάκι. Αυτό όμως που δεν θα σας μάθουν σε κανένα σχολείο είναι ότι η καλή λογοτεχνία μπορεί να διαβαστεί σε όλα τα μέρη του κόσμου, στα πιο ηλιόλουστα, θορυβώδη και πολυπληθή – με τα σινεμά και τα παράθυρα ανοικτά.  


Όταν λοιπόν λήξει αυτή η καραντίνα, τον Δεκέμβριο του 2020, και ξεχυθείτε όλοι στους δρόμους με το μπουφάν στους ωμούς, μην ξεχάσετε να προμηθευτείτε το νέο τους ημερολόγιο. Κάνουν αξιόλογη δουλειά που απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως, σε εσωστρεφείς και εξωστρεφείς, κανονικούς και μη, νομπελίστες και μπουζουκόβιους – η υπόρρητη σύνδεση ανάμεσα στα κόμματα είναι εντελώς τυχαία· φυσικά και υπάρχουν εξωστρεφείς μη κανονικοί νομπελίστες όπως και εσωστρεφείς κανονικοί μπουζουκόβιοι καθώς και πλείστοι όσοι συνδυασμοί!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .