Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

A portrait of an artist as an old man



Πριν λίγες εβδομάδες βαλθήκαμε όλοι εκστασιασμένοι να γερνάμε τους εαυτούς μας μέσω της εφαρμογής FaceApp – αγνοώντας πόσο γερασμένοι μοιάζουμε ήδη πέφτοντας θύματα τέτοιων ηλιθιοτήτων – και σκέφτηκα ασυνείδητα διάφορα πρόσωπα καλλιτεχνών που μένουν στο συλλογικό φαντασιακό είτε με μία γερασμένη είτε με μία νεανική μορφή (που την ενισχύουν και άλλα χαρακτηριστικά). Θυμηθείτε για μια στιγμή τις φωτογραφίες των συγγραφέων στα αυτιά των βιβλίων.  Υπάρχει κάποιος λόγος που επιλέγονται όσες επιλέγονται. Κάποιοι σύγχρονοι βάζουν όσες (νομίζουν ότι) τους κολακεύουν, αλλά τα πορτραίτα των πιο παλιών και κλασικών συγγραφέων έχουν μια δεδομένη μορφή είτε γιατί δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη φωτογραφία τους είτε γιατί όταν βγήκε ένα σπουδαίο βιβλίο ήταν έτσι και παρέμειναν αιωνίως έτσι είτε για άλλους λόγους. Έτσι, έχουμε παντοτινά,  έναν νεαρό Πεσσόα, έναν θλιμμένο Κάφκα, έναν μουσάτο Μέλβιλ, έναν μεσήλικα Ναμπόκοφ, κλπ. Για μένα λοιπόν, χρόνια τώρα, ο καλλιτέχνης Ντέιβιντ Λυντς έχει την μορφή ενός 60φεύγα άνδρα με παράξενο μαλλί. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με αυτό; Όχι βέβαια. «Οι άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν ηλικία, επειδή ο εαυτός με τον οποίο συνομιλούμε δε μεγαλώνει, είναι αγέραστος. Το σώμα γερνάει, όμως είναι το μόνο που αλλάζει».



Βγήκε πρόσφατα η αυτοβιογραφία του Ντέιβιντ Λυντς και πολλοί αναγνώστες θα βιαστούν να σκεφτούν: «Αν είναι έστω και λίγο όπως οι ταινίες του, δεν πρόκειται να καταλάβω και πάρα πολλά». Είναι αλήθεια, η κατανόηση παραμένει ένα μείζον πρόβλημα των θεατών/αναγνωστών είτε του Λυντς είτε γενικότερα! «Ο Λιντς προτιμά να κινείται στο μυστηριώδες σύνορο που διαχωρίζει την καθημερινή πραγματικότητα από το υπερβατικό βασίλειο της ανθρώπινης φαντασίας και προσμονής, αναζητώντας στοιχεία που δε γίνεται πάντα να εξηγηθούν ή να αποσαφηνιστούν. Επιθυμία του είναι το κοινό να νιώθει και να βιώνει τις ταινίες του, παρά να τις κατανοεί». Στην βιογραφία του η κατανόηση είναι σαφώς εκτενέστερη απ’ ό,τι στις ταινίες αλλά εκείνο το δυνατό βίωμα ότι συμβαίνει κάτι πέρα από τις αντιληπτικές σου ικανότητες δεν σε εγκαταλείπει ούτε εδώ. Η βιογραφία του κλασικού Λυντς δεν θα μπορούσε να είναι μια κλασική βιογραφία! Η πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι η συνεργάτης του Κριστίν ΜακΚένα συνέλεξε άπειρες πληροφορίες από συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του Λυντς τις οποίες παραθέτει επεξεργασμένες στην αρχή κάθε κεφαλαίου, και ακολούθως ο Λυντς έρχεται να ανασκευάσει ή να εμπλουτίσει τις αναμνήσεις των δικών του ανθρώπων. «Αυτό που διαβάζετε εδώ, είναι στην ουσία η συνομιλία ενός ανθρώπου με την βιογραφία του»! Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό γιατί ο Λυντς, χωρίς ταμπού μιλάει για όλα με ειλικρίνεια, αδιαφορώντας πλήρως για το αν πρέπει να αυτολογοκριθεί στην προσπάθεια ωραιοποίησης του εαυτού του. 



Βέβαια, εδώ ανακύπτει ένα άλλο ζήτημα, δημοφιλές κατά διαστήματα στις βιβλιοφιλικές ομάδες αλλά ανούσιο εν τη γενέσει του. Αν το έργο ενός καλλιτέχνη είναι μισάνθρωπο, το ίδιο δεν είναι και ο καλλιτέχνης; Πόσες φορές θα μας πρήξουν ακόμα με το ερώτημα ότι εφόσον το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» είναι σκατιένο, ανάλογος θα είναι και ο συγγραφέας του; Ή και αντιστρόφως: εφόσον σκατιένος είναι ο Σελίν, πόσο διαφορετικό μπορεί να γίνει το έργο του; Ας δούμε λίγο την περίπτωση Λυντς. Οι ταινίες του είναι ζοφερές, σκοτεινές, βίαιες. Ο ίδιος; Μεγάλο κάθαρμα, αναμφιβόλως! Εδώ, με τα λόγια της πρώτης συζύγου του (καλό χάπατο και αυτή, τα ήθελε ο κώλος της, πήγε και παντρεύτηκε έναν τέτοιο μισογύνη!):

[…] «Όλοι τρελαίνονται να δουλεύουν για τον Ντέιβιντ», ανέφερε η Ρίβι. «Ακόμα και όταν κάνεις το πιο ασήμαντο πράγμα, για παράδειγμα να του φέρεις μια κούπα καφέ, σε κάνει να νιώθεις λες και έκανες το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι φανταστικό να βλέπεις την αντίδρασή του! Πιστεύω πώς πράγματι χαίρεται τόσο. Του Ντέιβιντ του αρέσει πολύ να ενθουσιάζεται για διάφορα».


Το 95% των αναμνήσεων είναι θετικότατες επιφέροντας αναπόφευκτα μια «αγιοποίηση» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την αξίζει ή ότι δεν υπήρξαν και κάποιες προστριβές στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Καταλαβαίνεις όμως ότι όσα περιγράφονται είναι αλήθεια, έτσι όπως την βίωσαν οι φίλοι και συνεργάτες του, οι οποίοι έμειναν βαθιά ευγνώμονες για την γνωριμία τους μαζί του, σε όλη τους τη ζωή. Ο Λυντς είναι πιστός μέχρι τέλους στο καλλιτεχνικό του όραμα που το μεταδίδει στους συνεργάτες με την πιο αγαθή προαίρεση του κόσμου. Το έργο του είναι η αποθέωση της καλοσύνης και το υπηρετεί χωρίς να κάνει εκπτώσεις. «Συμπαθώ πολύ τους ανθρωπιστές που κρύβουν λίγο σκοτάδι μέσα τους». Αγαπώ πολύ τον Λυντς γιατί μου θυμίζει κάπως τον Τζόυς – εξού και ο πειραγμένος τίτλος του παρόντος κειμένου – όπως και εκείνος έμεινε πιστός στο καλλιτεχνικό του όραμα σε όλη του τη ζωή, τόσο πολύ που έμοιαζε να τα βάζει με όλον τον κόσμο και στον τέλος να φαίνεται πως τον νικάει, καταρρίπτοντας έτσι και την δημοφιλή φράση του Κάφκα(;): «In mans struggle against the world, bet on the world».

[…] Τελειώσαμε λοιπόν την ταινία και ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να είναι, και πήγαμε στις Κάννες. Πήγε καλά και άρεσε στον κόσμο, αν και ποτέ δεν έβγαλε πολλά λεφτά· βέβαια, τίποτε απ’ όσα κάνω δε βγάζει και πάρα πολλά λεφτά. Τώρα κάνουμε όλοι μας άψυχες δουλειές για τα μεγάλα αφεντικά. Φευγαλέα μόνο βλέπουμε μια λευκή αστραπή και μια ωραία γυναίκα· και αυτό είναι όλο κι όλο.



Η έκδοση που έχω στα χέρια μου, των εκδόσεων «Ροπή» (σαλονικιώτικος εκδοτικός, επιτέλους, να φάμε ένα σουβλάκι της προκοπής, πήξαμε στα εκδοτικά καλαμάκια της Αθήνας), είναι απολύτως όμορφη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό (οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το βιβλίο) και η μετάφραση της Αφροδίτης Γεωργαλιού απολύτως εξαιρετική. Μπράβο και στην επιμέλεια της Στέλλας Τσικρικά. SPOILER ALERT: το βιβλίο χωρίζει τα κεφάλαια με βάση τις ταινίες του, δίνοντας και πάμπολλες πληροφορίες για αυτές! Χαχα, σας πειράζω, τι spoiler καλέ, αφού κανείς δεν τις καταλαβαίνει!! Ο Λυντς έμεινε πιστός στις μεγάλες ιδέες – όχι στην μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους οι εγχώριοι καλλιτέχνες – στα όνειρά του και στις υπερβατικές εκδηλώσεις τους. Κυνηγούσε διαρκώς τα μεγάλα ψάρια… και όχι την μεγάλη ψαριά! Αγαπά την ειλικρίνεια και την καλοσύνη. Η αγάπη δεν μπορεί να μείνει άστεγη.

[…] «Στεκόμασταν λοιπόν μπροστά στο κτίριο και συζητούσαμε για την στρατηγική που θα υιοθετούσαμε και τέτοια σχετικά, επειδή βρισκόμασταν όλοι μαζί πρώτη φορά ύστερα από αρκετό καιρό, και πέρα μακριά βλέπω μια άστεγη να σπρώχνει ένα καροτσάκι με διάφορα συμπράγκαλα. Είναι ντυμένη στα μοβ και σπρώχνει το καροτσάκι της πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά μας. Κι ακόμα πιο κοντά, και πιο κοντά… Τελικά, περνάει ακριβώς από μπροστά μας, με κοιτάζει και λέει: «Λατρεύω τις ταινίες σου!» Γελάσαμε μέχρι δακρύων. Αυτό θα πει αληθινή διασημότητα. Ήταν φανταστικό, απίστευτο! Ξετρελάθηκα με τη γυναίκα με το καροτσάκι».



Κυρίες και κύριοι, David Lynch, A beautiful mind. «Αυτός είναι ο Ντέιβιντ· η απόλυτη προσωποποίηση της στιγμιαίας δημιουργίας»!
  
Υ.Γ. 2666 Ο Λυντς είναι πολλά περισσότερα από ένας σκηνοθέτης, και καλά κάνει, αλλά δεν προλαβαίνω να τα αναφέρω εδώ. Επίσης, αν το έκανα θα τρόμαζα τους διανοούμενους της χώρας που θέλουν να είναι μόνο ένα πράγμα – και ούτε καν αξιόλογο, γαμώ την τρέλα μου! «Ανέκαθεν επικρατούσε η αντίληψη πως όταν έχεις συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορείς να ασχολείσαι και με άλλα το ίδιο καλά. Για παράδειγμα, αν είσαι γνωστός ως σκηνοθέτης αλλά ζωγραφίζεις κιόλας, ο κόσμος βλέπει τη ζωγραφική σαν το χόμπι σου, σαν γκολφ ένα πράμα. Είσαι διασημότητα και λίγο ζωγράφος, έτσι σε έχουν στο μυαλό τους». Ζωγραφίζεις, μεγάλε! 


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!