Πριν λίγες εβδομάδες βαλθήκαμε όλοι εκστασιασμένοι να γερνάμε τους εαυτούς μας μέσω της εφαρμογής FaceApp – αγνοώντας πόσο
γερασμένοι μοιάζουμε ήδη πέφτοντας θύματα τέτοιων ηλιθιοτήτων – και σκέφτηκα
ασυνείδητα διάφορα πρόσωπα καλλιτεχνών που μένουν στο συλλογικό φαντασιακό είτε
με μία γερασμένη είτε με μία νεανική μορφή (που την ενισχύουν και άλλα
χαρακτηριστικά). Θυμηθείτε για μια στιγμή τις φωτογραφίες των συγγραφέων στα
αυτιά των βιβλίων. Υπάρχει κάποιος λόγος
που επιλέγονται όσες επιλέγονται. Κάποιοι σύγχρονοι βάζουν όσες (νομίζουν ότι) τους
κολακεύουν, αλλά τα πορτραίτα των πιο παλιών και κλασικών συγγραφέων έχουν μια
δεδομένη μορφή είτε γιατί δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη φωτογραφία τους είτε γιατί
όταν βγήκε ένα σπουδαίο βιβλίο ήταν έτσι και παρέμειναν αιωνίως έτσι είτε για άλλους
λόγους. Έτσι, έχουμε παντοτινά, έναν νεαρό
Πεσσόα, έναν θλιμμένο Κάφκα, έναν μουσάτο Μέλβιλ, έναν μεσήλικα Ναμπόκοφ, κλπ.
Για μένα λοιπόν, χρόνια τώρα, ο καλλιτέχνης Ντέιβιντ Λυντς έχει την μορφή ενός 60φεύγα
άνδρα με παράξενο μαλλί. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με αυτό; Όχι βέβαια. «Οι
άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν ηλικία, επειδή ο εαυτός με τον οποίο συνομιλούμε
δε μεγαλώνει, είναι αγέραστος. Το σώμα γερνάει, όμως είναι το μόνο που αλλάζει».
Βγήκε πρόσφατα η αυτοβιογραφία
του Ντέιβιντ Λυντς και πολλοί αναγνώστες θα βιαστούν να σκεφτούν: «Αν είναι
έστω και λίγο όπως οι ταινίες του, δεν πρόκειται να καταλάβω και πάρα πολλά». Είναι
αλήθεια, η κατανόηση παραμένει ένα μείζον πρόβλημα των θεατών/αναγνωστών είτε
του Λυντς είτε γενικότερα! «Ο Λιντς προτιμά να κινείται στο μυστηριώδες σύνορο
που διαχωρίζει την καθημερινή πραγματικότητα από το υπερβατικό βασίλειο της ανθρώπινης
φαντασίας και προσμονής, αναζητώντας στοιχεία που δε γίνεται πάντα να εξηγηθούν
ή να αποσαφηνιστούν. Επιθυμία του είναι το κοινό να νιώθει και να βιώνει τις ταινίες
του, παρά να τις κατανοεί». Στην βιογραφία του η κατανόηση είναι σαφώς
εκτενέστερη απ’ ό,τι στις ταινίες αλλά εκείνο το δυνατό βίωμα ότι συμβαίνει κάτι πέρα από
τις αντιληπτικές σου ικανότητες δεν σε εγκαταλείπει ούτε εδώ. Η
βιογραφία του κλασικού Λυντς δεν θα μπορούσε να είναι μια κλασική βιογραφία! Η
πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι η συνεργάτης του Κριστίν ΜακΚένα συνέλεξε
άπειρες πληροφορίες από συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του Λυντς τις οποίες
παραθέτει επεξεργασμένες στην αρχή κάθε κεφαλαίου, και ακολούθως ο Λυντς
έρχεται να ανασκευάσει ή να εμπλουτίσει τις αναμνήσεις των δικών του ανθρώπων.
«Αυτό που διαβάζετε εδώ, είναι στην ουσία η συνομιλία ενός ανθρώπου με την
βιογραφία του»! Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό γιατί ο Λυντς, χωρίς ταμπού μιλάει
για όλα με ειλικρίνεια, αδιαφορώντας πλήρως για το αν πρέπει να αυτολογοκριθεί
στην προσπάθεια ωραιοποίησης του εαυτού του.
Βέβαια, εδώ ανακύπτει ένα άλλο
ζήτημα, δημοφιλές κατά διαστήματα στις βιβλιοφιλικές ομάδες αλλά ανούσιο εν τη
γενέσει του. Αν το έργο ενός καλλιτέχνη είναι μισάνθρωπο, το ίδιο δεν είναι και
ο καλλιτέχνης; Πόσες φορές θα μας πρήξουν ακόμα με το ερώτημα ότι εφόσον το «Ταξίδι
στην άκρη της νύχτας» είναι σκατιένο, ανάλογος θα είναι και ο συγγραφέας του; Ή
και αντιστρόφως: εφόσον σκατιένος είναι ο Σελίν, πόσο διαφορετικό μπορεί να
γίνει το έργο του; Ας δούμε λίγο την περίπτωση Λυντς. Οι ταινίες του είναι ζοφερές,
σκοτεινές, βίαιες. Ο ίδιος; Μεγάλο κάθαρμα, αναμφιβόλως! Εδώ, με τα λόγια της πρώτης
συζύγου του (καλό χάπατο και αυτή, τα ήθελε ο κώλος της, πήγε και παντρεύτηκε
έναν τέτοιο μισογύνη!):
[…] «Όλοι τρελαίνονται να
δουλεύουν για τον Ντέιβιντ», ανέφερε η Ρίβι. «Ακόμα και όταν κάνεις το πιο
ασήμαντο πράγμα, για παράδειγμα να του φέρεις μια κούπα καφέ, σε κάνει να
νιώθεις λες και έκανες το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι φανταστικό να
βλέπεις την αντίδρασή του! Πιστεύω πώς πράγματι χαίρεται τόσο. Του Ντέιβιντ του
αρέσει πολύ να ενθουσιάζεται για διάφορα».
Το 95% των αναμνήσεων είναι
θετικότατες επιφέροντας αναπόφευκτα μια «αγιοποίηση» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι
δεν την αξίζει ή ότι δεν υπήρξαν και κάποιες προστριβές στις σχέσεις του με τους
ανθρώπους. Καταλαβαίνεις όμως ότι όσα περιγράφονται είναι αλήθεια, έτσι όπως την
βίωσαν οι φίλοι και συνεργάτες του, οι οποίοι έμειναν βαθιά ευγνώμονες για την
γνωριμία τους μαζί του, σε όλη τους τη ζωή. Ο Λυντς είναι πιστός μέχρι τέλους
στο καλλιτεχνικό του όραμα που το μεταδίδει στους συνεργάτες με την πιο αγαθή
προαίρεση του κόσμου. Το έργο του είναι η αποθέωση της καλοσύνης και το υπηρετεί
χωρίς να κάνει εκπτώσεις. «Συμπαθώ πολύ τους ανθρωπιστές που κρύβουν λίγο
σκοτάδι μέσα τους». Αγαπώ πολύ τον Λυντς γιατί μου θυμίζει κάπως τον Τζόυς – εξού
και ο πειραγμένος τίτλος του παρόντος κειμένου – όπως και εκείνος έμεινε πιστός
στο καλλιτεχνικό του όραμα σε όλη του τη ζωή, τόσο πολύ που έμοιαζε να τα βάζει
με όλον τον κόσμο και στον τέλος να φαίνεται πως τον νικάει, καταρρίπτοντας έτσι
και την δημοφιλή φράση του Κάφκα(;): «In man’s
struggle against the world, bet
on the world».
[…] Τελειώσαμε λοιπόν την ταινία
και ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να είναι, και πήγαμε στις Κάννες. Πήγε καλά
και άρεσε στον κόσμο, αν και ποτέ δεν έβγαλε πολλά λεφτά· βέβαια, τίποτε απ’
όσα κάνω δε βγάζει και πάρα πολλά λεφτά. Τώρα κάνουμε όλοι μας άψυχες δουλειές
για τα μεγάλα αφεντικά. Φευγαλέα μόνο βλέπουμε μια λευκή αστραπή και μια ωραία
γυναίκα· και αυτό είναι όλο κι όλο.
Η έκδοση που έχω στα χέρια μου,
των εκδόσεων «Ροπή» (σαλονικιώτικος εκδοτικός, επιτέλους, να φάμε ένα σουβλάκι της
προκοπής, πήξαμε στα εκδοτικά καλαμάκια της Αθήνας), είναι απολύτως όμορφη με
πλούσιο φωτογραφικό υλικό (οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το
βιβλίο) και η μετάφραση της Αφροδίτης Γεωργαλιού απολύτως εξαιρετική. Μπράβο
και στην επιμέλεια της Στέλλας Τσικρικά. SPOILER ALERT: το βιβλίο χωρίζει τα κεφάλαια με βάση τις
ταινίες του, δίνοντας και πάμπολλες πληροφορίες για αυτές! Χαχα, σας πειράζω,
τι spoiler καλέ, αφού
κανείς δεν τις καταλαβαίνει!! Ο Λυντς έμεινε πιστός στις μεγάλες ιδέες – όχι στην
μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους οι εγχώριοι καλλιτέχνες – στα όνειρά
του και στις υπερβατικές εκδηλώσεις τους. Κυνηγούσε διαρκώς τα μεγάλα ψάρια…
και όχι την μεγάλη ψαριά! Αγαπά την ειλικρίνεια και την καλοσύνη. Η αγάπη δεν
μπορεί να μείνει άστεγη.
[…] «Στεκόμασταν λοιπόν μπροστά
στο κτίριο και συζητούσαμε για την στρατηγική που θα υιοθετούσαμε και τέτοια
σχετικά, επειδή βρισκόμασταν όλοι μαζί πρώτη φορά ύστερα από αρκετό καιρό, και
πέρα μακριά βλέπω μια άστεγη να σπρώχνει ένα καροτσάκι με διάφορα συμπράγκαλα.
Είναι ντυμένη στα μοβ και σπρώχνει το καροτσάκι της πλησιάζοντας όλο και πιο
κοντά μας. Κι ακόμα πιο κοντά, και πιο κοντά… Τελικά, περνάει ακριβώς από
μπροστά μας, με κοιτάζει και λέει: «Λατρεύω τις ταινίες σου!» Γελάσαμε μέχρι
δακρύων. Αυτό θα πει αληθινή διασημότητα. Ήταν φανταστικό, απίστευτο!
Ξετρελάθηκα με τη γυναίκα με το καροτσάκι».
Υ.Γ. 2666 Ο Λυντς είναι πολλά
περισσότερα από ένας σκηνοθέτης, και καλά κάνει, αλλά δεν προλαβαίνω να τα
αναφέρω εδώ. Επίσης, αν το έκανα θα τρόμαζα τους διανοούμενους της χώρας που
θέλουν να είναι μόνο ένα πράγμα – και
ούτε καν αξιόλογο, γαμώ την τρέλα μου! «Ανέκαθεν επικρατούσε η αντίληψη πως
όταν έχεις συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορείς να ασχολείσαι και με άλλα το
ίδιο καλά. Για παράδειγμα, αν είσαι γνωστός ως σκηνοθέτης αλλά ζωγραφίζεις
κιόλας, ο κόσμος βλέπει τη ζωγραφική σαν το χόμπι σου, σαν γκολφ ένα πράμα. Είσαι
διασημότητα και λίγο ζωγράφος, έτσι σε έχουν στο μυαλό τους». Ζωγραφίζεις, μεγάλε!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.