Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σταυρώστε με, σταυρώστε με



Λίγες βδομάδες μετά το Θείο Δράμα όλη η οικουμένη (η Ελλάδα συγκεκριμένα, που ως γνωστόν είναι το κέντρο του κόσμου) περνάει ένα αντίστοιχο κοινωνικό δράμα με λίγο πειραγμένη την σειρά εμφάνισης· αντί της προδοσίας, σταύρωσης, ανάστασης… εδώ έχουμε την σταύρωση, την ανάσταση (για λίγους) και την προδοσία (για τους πολλούς). Και χωρίς γιορτινό τραπέζι, γαμώτη! Εκατοντάδες βιαστές της γλώσσας και της φαντασίας κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσά μας και το κράτος δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό… ουπς, κάποιο λάθος υπάρχει εδώ. Μήπως όμως το έχουμε παρακάνει με τα λογοπαίγνια; Πριν λίγες μέρες ήμουν σε μια βάπτιση όπου διπλανό κρεοπωλείο έφερε την επιγραφή «Meat the girls»! Προφανώς (μάλλον) ήθελε να δηλώσει ότι το κρεοπωλείο διευθύνουν γυναίκες ή ότι οι αγελάδες είναι τα κορίτσια τους (Κλάρα, Άναμπελ, κλπ) που τα ξέρουν και τα αγαπάνε αλλά με μία προσεκτικότερη ματιά θα μπορούσε να δει κάποιος την υπόρρητη σχέση που θα μπορούσε να έχει αυτό το άσχημο λογοπαίγνιο με το εμπόριο λευκής σαρκός, φερ’ ειπείν. Και γενικά, πού τελειώνει το παιχνίδι με τα λογοπαίγνια και πού αρχίζει η λογική; Τι μένει λοιπόν μετά από όλα αυτά; Η λογοτεχνία και ειδικά εκείνη για την οποία έχω κάνει ομολογία πίστεως

Οι περισσότεροι γνωρίζετε τον Ίταλο Καλβίνο ως έναν συγγραφέα πέραν του ρεαλισμού. Πριν όμως αποφασίσει να σκοτώσει τον ρεαλισμό στα έργα του, τον βίωσε (όπως όλοι μας) και τον κατέγραψε (όσο λίγοι) – ευτυχώς για όλους μας, σε λίγα μόνο έργα του, καθότι θα ήταν μεγάλο κρίμα να μην είχαμε την πληθώρα των εξαίσιων μετέπειτα έργων του, αν αποφάσιζε να επιμείνει περισσότερο στη ρεαλιστική του ρότα. Προσπαθήστε να βρείτε το εκπληκτικό πρωτόλειό του, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», όπου εξιστορεί τις εμπειρίες του από την αντίσταση. Σε αυτή την συνομοταξία, ανήκει και «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου», το κύκνειο άσμα του ρεαλισμού του. Ξεφυλλίζοντάς το, νομίζω ότι κατάλαβα γιατί πήρε δέκα χρόνια (1953-1963) στον Καλβίνο για να το γράψει. Η ενασχόληση με τις εκλογές – και δη σε λογοτεχνική βάση – μοιραία σε αποστεγνώνει δημιουργικά. Προσπαθώντας να κάνω την ανάρτησή μου τόσο αστεία όσο τις υπόλοιπες, αλλά έχοντας ως μοτίβο και φόντο αυτή τη φορά τις εκλογές, ένιωσα και γω αυτή την διανοητική απονέκρωση. 

Πέρα από αυτό, «προσπάθησα πάντα να βασιστώ σε πράγματα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια (σε δύο περιστάσεις, στα 1953 και 1961), αν δεχτούμε ότι αυτό μπορεί να έχει σημασία σε μια διήγηση που έχει σχέση περισσότερο με στοχασμούς παρά με γεγονότα», λέει ο ίδιος ο Καλβίνο. Αυτή η προβολή των στοχασμών ενάντι των γεγονότων κάπως με χάλασε στην αρχή (πολλοί στοχασμοί του ήρωα παρεμβάλλονται παρενθετικά εις βάρος των αφηγηματικών γεγονότων), δεν έβρισκα τον λόγο που έπρεπε να γίνει νουβέλα, θα αρκούσε ένα μεστό διήγημα ή ίσως ένα πιο ξεκάθαρα δοκιμιακό κείμενο. Το θεώρησα μέτριο, όπως ακριβώς και ο Μάνος Ματσαγγάνης στην εισαγωγή του, καθώς επίσης και πλήθος ξένοι κριτικοί. «Μπορώ να ζητήσω να γραφτεί στα πρακτικά ότι ενίσταμαι; είπε η άλλη, όμως το ότι έθεσε το ζήτημα με τη μορφή ερώτησης ήταν ήδη σαν να δεχόταν την ήττα». Δέχομαι ταπεινωμένος την ήττα μου, γιατί όντως, Καλβίνο και μετριότητα δεν πάνε μαζί. Όσο προχωρούσε η ανάγνωση άλλαζα συνεχώς γνώμη, όπως ο Ψαριανός κόμματα! 

Έχοντας υπάρξει γραμματέας σε εκλογές τρεις φορές, ένιωσα απόλυτη ταύτιση με τους στοχασμούς του Αμερίγκο Ορμέα (άλτερ έγκο του Καλβίνο) τόσο που εντυπωσιάστηκα. Εκείνο που απογειώνει το βιβλίο όμως είναι άλλο. Το 1953 μελετάται η ψήφιση ενός νομοσχεδίου που προτείνει η Χριστιανική Δημοκρατία, ο αποκαλούμενος «Νόμος-απάτη» που καταργεί την απλή αναλογική και χαρίζει τα 2/3 των εδρών στο κόμμα που θα πάρει το 50% συν μία των ψήφων. Ο ήρωας (πραγματικός!) Αμερίγκο επισκέπτεται το άσυλο ανιάτων «Κοτολένγκο» όπου μετατρέπεται σε εκλογικό κέντρο και το οποίο διοικείται από το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, άρα η προσέλευση ανίκανων ανθρώπων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα εγείρει πάμπολλα ηθικά ζητήματα. Θυμάστε αυτό που λέμε εδώ, κλειδώστε τις γιαγιάδες και τους παππούδες να μην παν να ψηφίσουν; Ε κάπως έτσι. Συνυπολογίζοντας και την διαρκή πολιτική δράση του Καλβίνο, που σε όλη του την ζωή κρατούσε κριτικότατη στάση απέναντί της, το λογοτεχνικό μείγμα αποδεικνύεται πλούσιο. 

«[…] Ήταν μια κρυμμένη Ιταλία αυτή που παρήλαυνε σ’ εκείνη την αίθουσα, το αντίθετο εκείνης που καμαρώνει κάτω απ’ τον ήλιο, που περπατάει στους δρόμους και που έχει απαιτήσεις και παράγει και καταναλώνει, ήταν το μυστικό των οικογενειών και των χωριών, ήταν επίσης (μα όχι μόνο αυτό) η φτωχή ύπαιθρος με το εξευτελισμένο αίμα της, με τις αιμομιξίες της μέσα στο σκοτάδι των στάβλων, το απελπισμένο Πιεμόντε που πάντα πιέζει από κοντά το ρωμαλέο και δυναμικό Πιεμόντε, ήταν ακόμα (μα όχι μόνο αυτό) το τέλος των φυλών, όταν μέσα στο πλάσμα προστίθενται όλες οι ξεχασμένες αρρώστιες άγνωστων προγόνων, ο λοιμός που κρατιόταν κρυφός σαν ενοχή, το μεθύσι μόνος παράδεισος (μα όχι μόνο αυτό, μα όχι μόνο αυτό), ήταν ο κίνδυνος ενός λάθους που η ύλη από την οποία είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο γένος διατρέχει κάθε φορά που αναπαράγεται, κίνδυνος (που είναι εξάλλου προβλεπτός σύμφωνα με τον υπολογισμό των πιθανοτήτων όπως στα τυχερά παιχνίδια), που πολλαπλασιάζεται από τον αριθμό των νέων παγίδων, των ιών, των δηλητηρίων, των ακτινοβολιών του ουρανίου… το τυχαίο που κυβερνάει την ανθρώπινη γέννηση, που λέγεται ανθρώπινη ακριβώς επειδή γίνεται κατά τύχη».

Η έκδοση της «Κριτικής» είναι πολύ καλή, με ένα όμορφο εξώφυλλο του Δημήτρη Βίδου, ολιγοσέλιδη εισαγωγή του καθηγητή Δημόσιας Οικονομικής του Πολυτεχνείου του Μιλάνου Μάνου Ματσαγγάνη, και πολύ ωραία μετάφραση της Τόνιας Τσίτσοβιτς-Radin. Ένα βιβλίο που εν τέλει προβληματίζει βαθιά χωρίς παράλληλα να νοθεύει την αναγνωστική απόλαυση. Δεν είναι ο Καλβίνο που ξέρουμε και ταυτόχρονα (ένα παράδοξο, που είναι κατά κάποιον τρόπο και η λογοτεχνική του παρακαταθήκη προς όλους εμάς)… είναι ακριβώς ο Καλβίνο που ξέρουμε! «Πρόθυμος πάντα να συνθέσει τα αντίθετα, ο Αμερίγκο θα ήθελε να συγκρουστεί, να πολεμήσει και συγχρόνως να βρει μέσα του την απόλυτη ηρεμία»… δεν μπορώ να εκφράσω πόσο πολύ θαυμάζω τον Ίταλο Καλβίνο… αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπάω… σταυρώστε με… 

Υ.Γ. 2666 Εκλογές και παπαδαριό, 2 σε 1, τα νεύρα μας κρόσια! Ψήφος και ψόφος μαζί! Καλές εκλογές, φίλοι μου, και του χρόνου.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!