Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Home alone


Σήμερα, 145 Αυγούστου και επειδή είμαι γνωστό στριμμένο άντερο είπα να διαβάσω ένα χαρούμενο και ανάλαφρο βιβλίο, απλώνοντας τα τριχωτά μου μπούτια μπροστά στην γλυκιά θαλπωρή του τζακιού – δεν υπάρχουν φωτογραφικά καρέ, δυστυχώς, λογοκρίθηκαν από το facebook! Η τηλεόραση να παίζει μόνη της για συντροφιά, με έναν Μακόλεϊ Κάλκιν εκνευριστικά κολλημένο στα εφτά χρόνια να μετράει τα δικά μου που αρχίζουν να βαραίνουν διπλά («Δεν αναφέρει με ευχαρίστηση αριθμούς, κάποιος που έχει φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία»), και η αμμωνία που αναδίνουν οι κουραμπιέδες που ψήνονται να μετατρέπει το δωμάτιο σχεδόν σε θάλαμο αερίων. Αχ, Χριστούγεννα, η πιο ευτυχισμένη εποχή του χρόνου. Όλη η πλάσις α(να)γάλλεται! Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που ζουν μονάχοι. Μην είστε σκληροί, ανοίξτε την καρδιά σας να πλημμυρίσει με αγάπη. Αυτά τα Χριστούγεννα σκεφτείτε για μια στιγμή όλους τους συνανθρώπους μας που είναι μόνοι τους – και αφήστε τους στην ησυχία τους!
 
Βλέποντας αυτό το βιβλίο του Στρίντμπεργκ παγώνεις· ο αδυσώπητος τίτλος «Μόνος», ακόμα πιο αδυσώπητος και από τον συγκριτικά ηπιότερο τίτλο – και πιο αξιόλογο βιβλίο – «Ο μοναχικός» του Ιονέσκο· το εξώφυλλο με την βαρύθυμη και σκοτεινή φιγούρα του συγγραφέα σε μία κρύα και καταθλιπτική πόλη· ε, δεν το ανοίγεις και με μεγάλη ευχαρίστηση, σας νιώθω. Όταν το ανοίξεις όμως θα πέσεις πάνω σε (σποραδικές, δυστυχώς) εκπληκτικές παρατηρήσεις για την ανθρώπινη συνθήκη. «Ό,τι με ενδιαφέρει, είναι η ανθρώπινη φύση και το πεπρωμένο των ανθρώπων». Ο συγγραφέας παρατηρεί με τόση λεπτομέρεια ανθρώπινες καταστάσεις είτε εξωτερικές είτε εσωτερικές που σε αφήνουν πραγματικά άφωνο. 
 
Το μότο μου του περασμένου καλοκαιριού, και θα είναι για πολλά χρόνια ακόμα, γεννήθηκε μέσα από την ταινία «Lucky» (η οποία, επίσης, αναμετράται με το τέρας της έσχατης, αυτή τη φορά, μοναξιάς) και ξεκαθαρίζει με απόλυτη διαύγεια ότι «Ένα πράγμα είναι χειρότερο από την αμήχανη σιωπή· η ψιλή κουβέντα!» Να σημειωθεί ότι την φράση αυτή την σημείωσα μέσα στο σινεμά και όχι σε κινητό φυσικά, για να μην ενοχλώ τους υπολοίπους, αλλά σε χαρτί σημειώσεων στα μισότυφλα, έτσι, για να δείτε πόση επιρροή μού άσκησε η συγκεκριμένη φράση. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου λοιπόν, είναι μία υπέροχη δραματοποίηση της παραπάνω φράσης. Ο Στρίντμπεργκ περιγράφει μία παρέα μεσήλικων ανδρών σε ένα καφενείο, που υπήρξαν παλιοί φίλοι και προσπαθούν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την παλιά οικειότητα με τα πλέον αστεία αποτελέσματα. Όσοι έχετε πέσει θύματα ή υπήρξατε θύτες μιας ψιλής κουβέντας, να σηκώσετε το δεξί σας χέρι. Όσοι, ξανά, προτιμήσατε την σιωπή, έστω και αμήχανη, από την παραπάνω άβολη κατάσταση, να σηκώσετε και το αριστερό... και να πανηγυρίσουμε μαζί!
 
Το καλό ξεκίνημα όμως δεν κράτησε. Τα κεφάλαια του βιβλίου μού φάνηκαν ελαφρώς ασύνδετα, και όλες αυτές οι μεγαλόστομες δηλώσεις που προοικονομούσε το οπισθόφυλλο, […] «μια αριστουργηματική καταγραφή της αυτοαπομόνωσής του, αλλά και μια εξιστόρηση των προσπαθειών του να οργανώσει, έντος των τειχών του αυτοεγκλεισμού του, την άμυνά του με σκοπό την έξοδο προς τους ανθρώπους», δεν επαληθεύτηκαν – τουλάχιστον, για το δικό μου μυαλό. Το βιβλίο διέθετε σπαράγματα ψυχικών εντυπώσεων και εξωτερικών παρατηρήσεων που αν δομούνταν σε ένα βιβλιαράκι ολιγόλογων αποφθεγμάτων θα ήταν το τέλειο. Αντιθέτως, ο Στρίντμπεργκ αναλώθηκε σε σχοινοτενείς περιγραφές της φύσης και των περιπάτων σε αυτή, με σκοπό να καταλήξει μέσω Λαμίας στο θέμα του που είναι η μοναξιά, που δεν κρύβω ότι τις βαρέθηκα. Εκείνες, όμως, που είχαν να κάνουν με τις πόλεις και τους ανθρώπους της, ήταν ασύλληπτες. Θα ξαναδιάβαζα άνετα ένα καθαρόαιμο δραματουργικό του έργο μόνο και μόνο για να μπορέσω να δω αν θα σταθώ τυχερός και θα τις ξαναβρώ και εκεί μέσα. Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον οργασμό της φύσης, άνθισε και μία σκέψη που μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου.
 
[…] Παλιά, μπορούσα στη θέα ενός ανθισμένου δεντρόκηπου να βυθιστώ στον εαυτό μου· και τώρα τον βρίσκω όμορφο, αλλά όχι τόσο όμορφο. Θα ήθελα να προσπαθήσω να το ερμηνεύσω τούτο με το γεγονός ότι μου γεννήθηκε μια προαίσθηση πως υπάρχουν πρότυπα τελειότερα από τούτων των ελλειπών [sic] αντιγράφων. Γι' αυτό, δεν έχω νοσταλγία για την ύπαιθρο, παρ' ό,τι αρχίζει μέσα μου μια ελαφριά αποστροφή ενάντια στην πόλη, περισσότερο όμως σαν ανάγκη αλλαγής».
 
«The town», August Strindberg, 1903, Nationalmuseum Stockholm

«Οι εκδόσεις Σκαρίφημα φρόντισαν για την επαναθεώρηση και διόρθωση της μετάφρασης του Ε.Ι.Χρυσάφη από τα Σουηδικά, που κυκλοφόρησε στις αρχές του 20ου αιώνα», μας πληροφορούν οι ίδιες οι εκδόσεις, επισημαίνοντας και μερικές ατέλειες της παλιάς μετάφρασης που προσπάθησε να λύσει η επαναθεώρησή της. Ωστόσο, αν και η μετάφραση είναι αρκετά καλή, ένιωσα μια «παγωμάρα» στο αποδιδόμενο ύφος που δεν μπόρεσα να καταλάβω αν είναι απόρροια της απαρχαιωμένης μετάφρασης ή του προσωπικού ύφους του Στρίντμπεργκ που σε πολλά σημεία δεν έδειχνε να μου ταιριάζει. Το βιβλίο αυτό μάλλον δε θα το ξαναδιάβαζα, μου αρκούν τα αποσπάσματα που σημείωσα – ή μάλλον, επειδή είμαι αργόσχολος και απολογούμαι γι' αυτό, τα αποσπάσματα που θα έπρεπε να είχα σημειώσει. Άρα, αν θέλω να σημειώσω όλα τα αποσπάσματα που μου άρεσαν για να μην υπάρχει πια λόγος να το ξαναδιαβάσω, θα πρέπει να το διαβάσω ακόμα μία φορά ακριβώς για να σημειώσω όλα τα απαραίτητα αποσπάσματα, ινσέψιο γιορτινή φάση! Η αίσθηση που αποκόμισα όμως από τον συγγραφέα είναι θετικότατη. Είχε άστρο! Κάτι νέο γεννήθηκε... θα σημειώσω την ημερομηνία, μην την ξεχάσω! 
 
Ωραίο βιβλίο, σκληρό. Αλλά και βαρετό όμως, που έκανε τα ωραία του σημεία να φαντάζουν ωραιότερα. Μόνος μου το πέρασα κι αυτό και στο τέλος με γονάτισε.
 
«Η μέρα αντέχεται, αλλά το βράδυ είναι βαρύ· γιατί το να νιώθει κανείς την ευφυΐα του να σβήνει, είναι τόσο οδυνηρό, όσο και το συναίσθημα ότι ξεπέφτει σωματικά και πνευματικά».
 
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Τυχαίο;
 
Υ.Γ. 2666 Υμνείτε τον Κύριο – καλές γιορτές σε όλους! 


Σχόλια

  1. ΜΟΝΟΣ

    Λίγο
    λίγο
    έχω
    μείνει
    μόνος
    κι
    έρμος

    Σταγονομετρημένα:
    Λίγο
    λίγο
    Είν' η κατάσταση για λύπη
    όποιου καλή απολάμβανε παρέα
    κι έχασέ τη γι' αυτή ή την άλλη αιτία.

    Δεν γκρινιάζω για τίποτα: όλα τα 'χα
    Μα
    δίχως
    να
    προσέξω
    Σαν το δέντρο που χάνει ένα ένα τα φύλλα
    Μόνος
    κι
    έρμος
    έμεινα
    λίγο
    λίγο

    Nicanor Parra, "Ποίηση Ισπανόφωνης Αμερικής" μτφρ. Ηλίας Ματθαίου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το «δίχως να προσέξω» οδήγησε αμέσως το μυαλό μου στα Τείχη (και όχι στην τύχη!) και σε εκείνο το καβαφικό «πώς να μην προσέξω» που ομοιοκαταληκτούσε εκπληκτικά με το «έξω». Από τα πλέον αγαπημένα μου ποιήματα, ίδιας θεματολογίας αλλά ασύλληπτης τεχνικής και λεπτής ειρωνείας.

      Ωραίος και ο Parra, όμως. Χρόνια Parra Πολλά ;)

      Διαγραφή
  2. small talk stinks - Bauhaus

    θα έπρεπε να είχα εγκαταλείψει το Μπαλμπέκ, να κλειστώ στη μοναξιά, να παραμείνω μόνος, αρμονικά δεμένος με τους τελευταίους παλμούς της φωνής της.. - Προυστ

    because races condemned to one hundred years of solitude did not have a second opportunity on earth - Marquez

    η μοναξιά του Harry Dean Stanton στο Paris, Texas του Wenders

    χρόνια πολλά και κυρίως, ότι επιθυμείτε να το επιθυμεί και το ότι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Με τέτοιους σχολιαστές δεν νιώθεις ποτέ μόνος :p

      Χρόνια πολλά και σε σένα Νίκο! Τις πιο ζεστές μου ευχές :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!