Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αν υπάρχει παράδεισος

 
Τότε είναι στα μάτια σου... δηλαδή στις σελίδες που διαβάζεις! Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα με καθήλωσε, και δεν ήταν καν από τα σπουδαιότερα ή τα πιο γνωστά. «Το όνειρο του Κέλτη», μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Ιρλανδό Ρότζερ Κέιζμεντ, τον πρώτο από τους Ευρωπαίους που κατήγγειλαν τις φρικαλεότητες της αποικιοκρατίας, αποδείχθηκε ένα ονειρικό ανάγνωσμα. Ο Λιόσα είναι μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και αδιαφορώ πλήρως για τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του. Μια ζωή η ίδια βαρετή ιστορία. Μια ζωή ο Σελίν να σας κοροιδεύει κατά πρόσωπο! Η τέχνη αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το αν οι καλλιτέχνες είναι κάφροι, φασίστες, εγκληματίες ή κτηνοβάτες. Ο νόμος ενδιαφέρεται για αυτά (εφόσον υπάρχει παράβαση) και καλά θα κάνει να συνεχίσει να το πράττει. Το να μποϋκοτάρεις το έργο ενός καλλιτέχνη επειδή, ας πούμε, έβρεχε το κρεβάτι του μέχρι τα 27 είναι εντέλως γελοίο! Το αυτό συμβαίνει και για θετικές παρεμβάσεις, να τον λατρεύεις επειδή ας πούμε ταΐζει τις αδέσποτες γάτες ή κάνει ανακύκλωση. Αυτό μου θυμίζουν κάτι ανάλογες συζητήσεις. Δηλαδή, διασπείρει ρατσιστικές ιδέες ο Σελίν και όχι οι ειδήσεις στην τηλεόραση; Σας παρακαλώ πολύ, ελάτε στον 21ο αιώνα, ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Την καλή λογοτεχνία δεν την ενδιαφέρει η προπαγάνδα, και στον αντίποδα, όσους ενδιάφερει η προπαγάνδα (ή πέφτουν θύματά της) δεν τους ενδιαφέρει η καλή λογοτεχνία. Ξεκάθαρα πράγματα, πεντακαθαρίδης. Βέβαια, τι είναι καλή λογοτεχνία, τι είναι προπαγάνδα, τι είναι τέχνη, πού είναι τα όρια της, κλπ, καλό είναι να τα λύσει ο καθένας μας με τον καθρέφτη του μπάνιου του και αφού θα έχει κάνει πρώτα ένα κρύο ντους για να κατευνάσει τις διανοητικές του ορμές.  
 
Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;
 
Ναι αλλά ένα μέρος της τέχνης δημιουργήθηκε εις βάρος κάποιων άτυχων ανθρώπων. Ο Πολ Γκογκέν σάπιζε στο ξύλο την γυναίκα του ενώ η γιαγιά του ήταν μια από τις πρώτες φεμινίστριες της Ευρώπης – τι έχεις να πεις γι’ αυτό; Τίποτα δεν έχω να πω. Η κοινωνία – θέλω να πιστεύω – προοδεύει και προσπαθεί μερικές παρεκκλίνουσες συμπεριφορές να τις αντιμετωπίζει με περισσότερη ευαισθησία. Η τέχνη δεν πρόκεται να πάψει να δημιουργείται όσο και αν «απολυμανθεί» η κοινωνία, ούτε όμως και πρέπει να αγνοήσουμε μια σπουδαία τέχνη που δυστυχώς άνθισε πάνω σε περιττώματα, κατά τα προηγούμενα έτη. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς προς τούτο. Η Ευρώπη είναι μήτρα γιγαντιαίων ενοχών, αν τα παίρναμε τόσο τοις μετρητοίς θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει από ντροπή εδώ και χρόνια, ή να μην είχαμε γεννηθεί καν.
 
Το βιβλίο έχει άρτια τεχνική, μοντέρνες μεθόδους αφήγησης, ενδιαφέρον θέμα, εκτεταμένη έρευνα στην εποχή και στα πρόσωπα, και όμως κάτι του λείπει – ή κάτι λείπει από τον αναγνώστη που το διαβάζει κάθε φορά, εν προκειμένω από μένα. Ο Λιόσα χωρίζει χρονικά την αφήγησή του και την εναλλάσσει σε κάθε κεφάλαιο: από την μια ακολουθούμε τα βήματα του Πολ Γκογκέν στην (πρωτίστως καλλιτεχνική) αυτοεξορία του στην Ταϊτή και από την άλλη, την γιαγιά του Γκογκέν, Φλόρα Τριστάν, μια από τις πρώτες φεμινίστριες της Ευρώπης που γυρίζει όλη την Γαλλία για να προπαγανδίσει τις ιδέες της για την Εργατική Ένωση που θα ανακουφίσει τους εργάτες και θα προσπαθήσει να δώσει στις γυναίκες δικαιώματα που χρόνια τους αρνούνται. Αυτή η διασπασμένη πλοκή ενέχει μια παγίδα – αν ο ένας πόλος δεν είναι εξίσου δυνατός με τον άλλον, ο αναγνώστης απωθείται και έλκεται διαδοχικά, πράγμα κουραστικό από ένα σημείο και μετά. Η αφήγηση της Φλόρα δεν είναι τόσο δυνατή όσο του εγγονού της, τουλάχιστον εσωτερικά, γιατί στον τρόπο αφήγησης και οι δυο πόλοι είναι ισοδύναμοι. Κάπως, ο Λιόσα αδυνατεί να εμφυσήσει στην ηρωίδα του την τραγικότητα που «διακαιούνταν», πράγμα που δεν αρνείται στον εγγονό της. Δεν θέλω να αναμασήσω τις κοινότοπες βλακείες ότι ένας άντρας συγγραφέας δεν μπορεί να μπει στον ψυχισμό μιας γυναίκας (κανείς δεν μπορεί να μπει στον ψυχισμό κανενός ή μπορεί να μπει εξίσου καλά σε όλους!), ούτε και ότι λόγω ιδιοσυγκρασίας ο Λιόσα επεξεργάζεται καλύτερα το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της παλινδρομικής ψυχοσύνθεσης ενός καλλιτέχνη. Είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας για να του χρεώνει κανείς τέτοιες επιφανειακές απόψεις. Απλώς... κάπου δεν του βγήκε.
 
Μυστηριώδη νερά (Πάπε μόε)

 
Ο συγγραφέας ανά τακτά διαστήματα χρησιμοποιεί μια ενδιαφέρουσα τεχνική, βάζει έναν αφηγητή να απευθύνεται με άμεσο τρόπο, σε β’ πρόσωπο, στους πρωταγωνιστές του βιβλίου: «Καλύτερα έτσι, σωστά, Φλορίτα; Ναι, καλύτερα», «Θα ανακάλυπταν, μετά το θάνατό σου, ότι και εσύ ήσουν μια ιδιοφυΐα, Πολ; Θα άρχιζαν οι πίνακές σου να πουλιούνται στις υψηλές τιμές στις οποίες πουλιούνταν τώρα οι πίνακες του Τρελού Ολλανδού; Υποπτευόσουν πως όχι» κλπ. Ο αφηγητής αυτός (ο ίδιος ο Λιόσα; Χαίρε, ω χαίρε, μεταμυθοπλασία!) μοιάζει πότε να συμπονεί τα πρόσωπα, πότε να τα περιπαίζει, μου θύμισε κάπως την τεχνική στο «House of cards», αν και εδώ γίνεται με αντίστροφο τρόπο. Αρχικά μου φάνηκε η τεχνική να είναι μοιρασμένη ισομερώς στις δυο αφηγήσεις, όμως στην πορεία άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι σε εκείνη της Φλόρα πλήθαιναν οι αναφορές. Είτε εγώ τις παρατηρούσα περισσότερο γιατί δεν ήταν τόσο καλά ενσωματωμένες όσο στην αφήγηση του Πολ είτε γιατί όντως ήταν περισσότερες σε μια προσπάθεια του Λιόσα να σπρώξει τον «ανεπαρκή» μύθο της Φλόρα προς τα μπρος. Με δυο λόγια, ο χαρακτήρας της Φλόρα μού φάνηκε άχρωμος (δεν είχε γεννηθεί ακόμα ο Πολ να ρίξει δυο πινελιές), και εκείνος του Πολ υπερβολικά «χρωματισμένος» που η παράξενη και μυστήρια ζωή του ερχόταν κάπου κάπου σε αντίθεση με την γιαγιά του και τις φεμινιστικές της επιδιώξεις – ανάλογη αντίθεση παρουσίαζε και η ίδια η αφήγηση του Λιόσα, ο οποίος επέμενε εκνευριστικά κατά διαστήματα να πατρονάρει και να χαλιναγωγεί την αφήγηση της Φλόρα με υπέρμετρη χρήση β’ ενικού, προκαλώντας αλλεπάλληλες αναγνωστικές δυσαρμονίες με τον φεμινιστικό και εκρηκτικό («Μαντάμ Οργή» ήταν το προσωνύμιό της) μυθοπλαστικό κόσμο του χαρακτήρα της! Αν η αφήγηση της Φλόρα γράφτηκε για να ενισχύει την αντίστοιχη του Πολ, τότε το βιβλίο είναι επιτυχημένο. 
 
Nevermore

 
[...] Η γιαγιά Φλόρα δεν θα ενέκρινε αυτά που έκανες, Πολ. Ασφαλώς και όχι. Αυτή η τρελή δοκησίσοφη θα είχε σταθεί στο πλευρό της δικαιοσύνης και όχι του Φρανσουά Καρντεγιά, του βασικού παραγωγού ρουμιού στην Πολυνησία. Ποια ήταν η δικαιοσύνη σε αυτό το βρομονήσι που κάθε μέρα έμοιαζε όλο και πιο λίγο στον κόσμο των αρχαίων Μαορί και όλο και πιο πολύ στη σάπια Γαλλία; Η γιαγιά Φλόρα θα είχε προσπαθήσει να διαπιστώσει σε ποια πλευρά βρισκόταν το δίκιο, χώνοντας τη μυτούλα της σε αυτόν τον δαίδαλο από κατηγορίες, ίντριγκες, πρόστυχα συμφέροντα μεταμφιεσμένα σε αλτρουισμό, για να καταλήξει σε μια ετυμηγορία που θα κατακεραύνωνε τους φταίχτες. Γι’ αυτό είχες πεθάνει μολις στα σαράντα ένα σου, γιαγιά! Αντιθέτως, αυτός, που την είχε γραμμένη την δικαιοσύνη, είχε ήδη ζήσει πεντήντα τρία χρόνια, δώδεκα παραπάνω από τη γιαγιά Φλόρα. Δεν θα βαστούσες πολύ ακόμα, Πολ. Μπα, γι’ αυτά που στ’ αλήθεια είχαν σημασία, το κάλλος και την τέχνη, η βιογραφία σου είχε ολοκληρωθεί.
 
Οι δύο αφηγήσεις ξεχωριστά είναι κάργα αξιανάγνωστες και ενδιαφέρουσες, η μίξη τους όμως χαλάει την γενική γεύση. Τουλάχιστον αποδεικνύεται (λογοτεχνικά, κυρίως) ότι ο απόγονος ξεπερνάει τον πρόγονο, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει γενικά και στην ζωή. Ακόμα και αν θεωρώ ότι η αφήγηση για τον Πολ μού είναι μυθιστορηματικά πιο ελκυστική, δεν αγνοώ την σπουδαιότητα της αφήγησης της Φλόρα. Όταν ακόμα και σήμερα γυναίκες ανά τον κόσμο στερούνται βασικά δικαιώματα, όταν η μισθολογική ανισότητα καλά κρατεί, όταν ο γάμος για πολλές από αυτές είναι ταυτόχρονα διέξοδος και εγκλεισμός, όταν η σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι απαγορευμένη (η Φλόρα ήταν λεσβία), και χίλια δυο ακόμα «όταν», αξίζει να διαβαστεί η ιστορία με την ήρεμη ματιά και την αφηγηματική δεινόητα του Λιόσα, έτσι ώστε να αποφύγετε άλλες ηλίθιες κοινοτοπίες συγγραφέων που τώρα τελευταία κακοχωνεύουν αυτές τις ιδέες και μας τις ξερνάνε στα βιβλία τους. Επίσης, θέλω να αναφέρω εδώ την εκπληκτική σειρά «The handmaid’s tale» που παρά τις επικρίσεις που δέχεται την θεωρώ φοβερή σειρά – συγγνώμη, Μάργκαρετ, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η εικόνα κέρδισε κατά κράτος το βιβλίο σου... για να της απευθύνω και γω τον λόγο στο β’ πρόσωπο, τι, μόνο ο Λιόσα; – μια δηκτικότατη ματιά στον σύγχρονο κόσμο. Under His Eye! 
 
Το διαμόνιο ξαγρυπνά δίπλα στο κορίτσι (Μανάο τουπαπάου)

 
[...] Μεταξύ 1835 και 1837, ο Σαζάλ απήγαγε τρεις φορές τη φτωχή Αλίν (και δύο τον Ερνέστ-Καμίγ), μετατρέποντας αυτό το κοριτσάκι στο λυπημένο, μελαγχολικό και συνεσταλμένο ον που ήταν τώρα. Και, κάθε φορά, τα εφιαλτικά δικαστήρια, στα οποία προσέφευγε η Φλόρα για να ζητήσει την κηδεμονία των παιδιών της, έδιναν το δίκιο σ’ αυτόν, παρά το γεγονός ότι ήταν ένας χαραμοφάης, ένας αλκοολικός, ένας βιτσιόζος, ένας έκφυλος, ένας φτωχοδιάβολος που έμενε σε μια τρώγλη που έζεχνε, όπου αυτά τα δυο παιδιά δεν μπορούσαν παρά να ζουν μια αναξιοπρεπή ζωή. Και γιατί; Διότι ο Αντρέ Σαζάλ ήταν ο σύζυγος, εκείνος που είχε την εξουσία και τα δικαιώματα, ακόμα και αν ήταν ένα ανθρώπινο εξάμβλωμα, ικανό να αναζητήσει ηδονή, στο κορμί της ίδιας του της κόρης. Εσένα, αντίθετα, που είχες καταφέρει, με το δικό σου μόχθο, να μορφωθείς και να δημοσιεύσεις βιβλία, να έχεις μια ζωή ευπρεπή, που θα είχες μπορέσει να εξασφαλίσεις γι’ αυτά τα δυο μωρά μια καλή εκπαίδευση και μια αξιοπρεπή ζωή, πάντα σε στραβοκοίταζαν αυτοί οι δικαστές, στο μυαλό των οποίων κάθε ανεξάρτητη γυναίκα ήταν πουτάνα. Δυστυχισμένοι!
 
Εν κατακλείδι, θα πρότεινα σε όποιον γουστάρει τα κουτσά αναγνωστικά πειράματα αλά Κορτάσαρ να διαβάσει τις ιστορίες ξεχωριστά, πρώτα τα ζυγά κεφάλαια για τον Πολ και ύστερα τα μονά για την Φλόρα ή τανάπαλιν. Εξάλλου, η σύνδεση που γίνεται μεταξύ των δύο ιστοριών είναι απειροελάχιστη και σε τίποτα δε θα δυσκολέψει την κατανόηση. Τώρα θα μου πείτε, γιατί δεν παρατούσες την αφήγηση της Φλόρα να συνεχίσεις μόνο με του Πολ; Έλα ντε! Όταν ο συγγραφέας ξέρει να γράφει, του συγχωρούνται μερικά λαθάκια. Όμως, όταν λείπει η ψυχή σε αυτά που γράφει, όσο σπουδαίος συγγραφέας και αν είναι, στο τέλος θα κουράσει – και εγώ κουράστηκα αρκετά, αλλά άντεξα ο μαχητής. Είναι και αυτό ένα αναγνωστικό μάθημα, στην τελική. Κάθε βιβλίο έχει να σου δώσει το κατιτίς του... έτσι δεν λένε συχνότατα κάτι άσχετοι που διαβάζουν με λοβοτομημένη ευδαιμονία κάθε γραπτή μαλακία που τους σερβίρουν; Πλήρωσα 18 ευρώ για το βιβλίο αλλά δεν ήταν και τόσο κακό, τα βιβλία πάντα κάτι σου δίνουν, έστω και τόσο δα – πέρα από την πλάκα, αν το βιβλίο ήταν ολότελα κακό, δεν είναι, λέμε αν, η ακόλουθη φράση θα μπορούσε να το σώσει από την αφάνεια «[...] μέσα σε αυτό το λίμπο* των αμόρφωτων ανθρώπων, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τις πνευματικές του ανησυχίες και την ευαισθησία του». Έσκασα 60 ευρώ στο εστιατόριο, αλλά είχε ένα γαμάτο ψωμί στο κουβέρ, μούρλια!! 
 
Το όρομα μετά την λειτουργία
 
Ο καλός ο συγγραφέας κάνει παπάδες και βρίζει παπάδες. Και ο Λιόσα στα δύο βιβλία του που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής κάνει θαυμάσια και τα δύο. Εν τέλει, πες πες, μου άρεσε πολύ το βιβλίο του, αν και επιμένω ότι η αφήγηση της Φλόρα υστερεί συγκριτικά με εκείνη του Πολ. Ως συγγραφέας, πάντα, έχει υπέροχη αφηγηματική δύναμη, μοντέρνα εκφραστικά μέσα, καλές ιστορίες για να αφηγηθεί. Αυτά που χρειάζεται ένας αναγνώστης για να είναι ευχαριστημένος, δηλαδή. Η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου είναι αρκετά καλή με μερικές ιδιαιτέρως ευτυχείς μεταφραστικές στιγμές. Η έκδοση του «Καστανιώτη» στην γνώριμη ποιότητά της, έχω βαρεθεί και γω να με ακούω να επαναλαμβάνω τα ίδια. Το βιβλίο ωστόσο είναι εξαντλημένο, έχετε βαρεθεί και σεις να με ακούτε να επαναλαμβάνω τα ίδια. Αν το βρείτε, διαβάστε το. Αν δεν το βρείτε, διαβάστε τη «Σαλαμπό» του Φλωμπέρ.
 
«Έχετε διαβάσει τη Σαλαμπό, το μυθιστόρημα του Φλομπέρ, πάστορα;» ρώτησε. 
Ο Βερνιέ είπε πως ναι, αν και, πρόσθεσε, δεν τη θυμόταν πολύ καλά. Μια ιστορία παγανιστική, με Καρχηδόνιους και βάρβαρους μισθοφόρους, σωστά; Ο Κοκέ τον διαβεβαίωσε πως ήταν πανέμορφη. Ο Φλομπέρ είχε περιγράψει με φλογισμένα χρώματα όλη τη ρώμη, τη ζωτική δύναμη και τη δημιουργική ικανότητα ενός βάρβαρου λαού. Και απάγγειλε την πρώτη φράση, η μουσικότητα της οποίας τον ενθουσίαζε: «C' etait a Megara, faubourg de Carthage, dans les jardins d' Hamilcar»**. «Ο εξωτισμός είναι ζωή, έτσι δεν είναι, πάστορα;»
 
* Στη ρωμαιοκαθολική θεολογία, εκείνη η ενδιάμεση κατάσταση στην οποία τοποθετούνται όσοι δεν μπορούν να μπουν στον παράδεισο αλλά δεν υπάρχουν και λόγοι να πάνε στην κόλαση (π.χ. τα αβάφτιστα μωρά).
 
** Ήταν στα Μέγαρα, έξω από τα τείχη της Καρχηδόνας, στους κήπους του Αμίλκα.
 
Ο μάγος της Ίβα Όα

 
Υ.Γ. 2666 Οι πίνακες που φιλοξενούνται στην παρούσα ανάρτηση έπαιξαν σημαντικό ρόλο, αν όχι στην καλλιτεχνική ζωή του Γκογκέν (πώς μπορούμε να το ξέρουμε αυτό με σιγουριά;), τουλάχιστον στο βιβλίο του Λιόσα. Δείτε και την πρόσφατη ταινία για τον Πολ Γκογκέν.
 
Υ.Γ. “SWISS MADE” Εύχομαι να βρίσκεις τον παράδεισο στην άλλη γωνία – και η λέξη-κλειδί εδώ δεν είναι ούτε ο «παράδεισος» ούτε η «άλλη γωνία» αλλά ο σωστός χρόνος του ρήματος «βρίσκω»!
 
Όλοι ξέρουμε πλέον κάποιον που αυτοεξορίστηκε, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και έτσι, άντε να γίνει βίγκαν και αυτή να ηρεμήσουμε. Επειδή όμως είσαι και λίγο καλλιτέχνης, άκου μία απύθμενα παρηγορητική σκέψη (και χωρίς ίχνος θρησκευτικής νύξης, παρακαλώ!)· είναι δεδομένο πια – περισσότερο αυτό το καλοκαίρι, παρά ποτέ – ότι ο καλλιτέχνης οπουδήποτε έξω από το μυαλό του είναι εκ των πραγμάτων εξόριστος· από δω και στο εξής, οι καλλιτέχνες, απελευθερωμένοι από δουλοπρεπείς δεσμούς, θα μπορούσαν να τολμούν τα πάντα στο πλαίσιο της δέσμευσής τους να δημιουργούν κόσμους διαφορετικούς από τον πραγματικό! Πάντα ίσχυε και πάντα θα ισχύει. Μόλις σταθεροποιηθείς οικονομικά, ένα γολόι χειγός ελβετικής ωγολογοποιίας θα ήθελα, γιατί μπορεί να είμεθα καλλιτέχναι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε και διάστικτοι από υλιστικές ποταπότητες ;) 
 
Αλίν Γκογκέν (προσωπογραφία της μητέρας του)

Σχόλια

  1. Τον Κέλτη δεν τον έχω διαβάσει Μαραμπού (τον Παράδεισο ναι), αλλά, σε διαβεβαιώνω, είναι ευτυχές που έχεις διαβάσει δύο, γιατί έχεις μπροστά σου μια συναρπαστική διαδρομή: να διαβάσεις και τα υπόλοιπα. Από απολαυστικές διανοητικές πορείες (Το Πράσινο Σπίτι) μέχρι (μόνο) φαινομενικά απλές ιστορίες (Παλομίνο Μολέρο), ο Λιόσα (ή Γιόσα? στα ισπανικά το ‘ll’ διαβάζεται «γ»), είναι, για κάποιον που αρέσκεται στις λίστες, σοβαρός προβληματισμός για τις πρώτες θέσεις των εν ζωή λογοτεχνών (ή απλά ο κ. Καθηγητής).

    υγ. αυτοεξορία, στην Πνευματική Ανταρκτική, έλεγε μια φίλη, καλλιτέχνις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Νίκο,

      πολύ χαίρομαι για την εφεδρεία σε Λιόσα (Γιόσα) που έχω στις αποθήκες μου. Πολύ μου αρέσει ο τύπος! Τα βιβλία του είναι εκπληκτικά για κάποιον που διαβάζει αλλά και για κάποιον που γράφει -- ώρες ώρες χαζεύω τον τρόπο που ξεδιπλώνει την αφήγηση. Επόμενο δικό του είναι ο «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» ή «Η πόλη και τα σκυλιά»... λίγο πιο μετά όμως, να αποτοξινωθώ πρώτα.

      Διαγραφή
  2. "Η πόλη και τα σκυλιά" ήταν το 2ο που διάβασα, μετά τον "Λιτούμα στις Άνδεις". Λιτούμα είναι το αγαπημένο του όνομα κεντρικού χαρακτήρα. Η Πόλη..θεωρείται μέρος της τριλογίας του (όχι θεματικής, βάσει σπουδαιότητας), μαζί με το Πράσινο Σπίτι και το Conversacion en la Catedral («ελληνιστί» "Πότε πήραμε την κάτω βόλτα?"). Σε αυτά πολλοί προσθέτουν τον Πόλεμο..
    Γράφοντας με πυρήνα τη δύσκολη ζωή απλών (που λέει και το κλισέ) ανθρώπων σε διάφορες χώρες της Ν. Αμερικής, τα βιβλία του είναι γεμάτα πολιτική, αναγκαστικά, και όχι με την έννοια της προσωπικής θέσης. Αν και συμφωνώ, επί της αρχής, με την αρχή να μας αφήνει αδιάφορους η πολιτική τοποθέτηση του καλλιτέχνη, δεν μπορώ να το προσπεράσω πάντα. Γιατί, πολλές φορές το πολιτικό πλαίσιο είναι βασική συνιστώσα του έργου, του (όποιου) μηνύματος του καλλιτέχνη και τελικά, όλα είναι πολιτική (κλισέ #2). Σίγουρα πάντως, υπάρχουν αριστεροί (παρωχημένη και καταργημένη από τον Κορνήλιο από το ’50, έννοια), με το Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας σε περίοπτη θέση, αρκετά cd των Death in June και τον Hugh Selwyn Mauberley στη βιβλιοθήκη (δίπλα στον Χάμσουν).
    Πολύ ενδιαφέρον θέμα έθιξες, με συγχωρείς για την κατάχρηση.
    καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σαφώς και δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις αρκετές φορές τις πολιτικές (ή όποιες άλλες) τοποθετήσεις του καλλιτέχνη, γιατί στο κάτω κάτω και εσύ ο αναγνώστης, άνθρωπος είσαι και έχεις τις πεποιθήσεις σου. Δεν μπορώ όμως να αποκλείσω -- εγώ τουλάχιστον -- ένα λογοτεχνικό έργο, εφόσον διατείνομαι κιόλας ότι ενδιαφέρομαι για την λογοτεχνία, επειδή έχει (μου λένε) χ «φρικαλεότητες» με τις οποίες ενδεχομένως να διαφωνώ. Θα το ξεκινήσω για να μετρήσω την αντοχή μου και ανοχή μου και στη πορεία θα αποφασίσω αν είναι για μένα ή όχι.

      Ευχαριστώ για τα σχόλια· καμία κατάχρηση.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .