Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στο τσιγάρο που κρατώ


Έχετε ακούσει για το παράδοξο του Ζήνωνα; Έτσι και με τον Σβέβο, η φήμη του πάντα προπορευόταν (και ας μην το γνώριζε) της συγγραφικής του αυτοπεποίθησης και όσο και αν την πλησίαζε ποτέ δεν την προσπερνούσε. Η φήμη είναι χελώνα και ο καημός της συγγραφικής αναγνώρισης γοργοπόδαρος λαγός. Είναι τρελό όταν σκέφτεσαι ότι ένας συγγραφέας σαν τον Σβέβο θα μπορούσε να τα παρατήσει οριστικά, αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του ο Τζόυς. Ο Τζόυς δεν τον βοήθησε να αναγνωριστεί από τους άλλους (οκ, το έκανε και αυτό, «Ο Σβέβο του έστειλε μερικά αντίτυπα και ο Τζόυς επιδόθηκε σε εκείνον το λογοτεχνικό σαματά υψηλού επιπέδου στον οποίο είχε γίνει πια πολύ καλός»), αλλά κυρίως να αναγνωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του και αυτό είναι μεγάλη παρακαταθήκη, ισάξια του έργου του. Ο Τζόυς εν μέσω της λογοτεχνικής τρέλας που πάντα κυβερνούσε τη ζωή του (και παρά την βοήθεια του Πάουντ και άλλων) ήταν σίγουρο ότι θα αναγνωριστεί – σχεδόν νιώθεις ακόμα και τώρα την αύρα της καλλιτεχνικής του δύναμης, όπως και με τον Νίτσε στην φιλοσοφία. Ο Σβέβο όμως θα έσβηνε οριστικά, συμβιβαζόμενος με μια άχαρη ζωή εμπορικού αντιπροσώπου και αφότου θα είχε ενταφιάσει το λογοτεχνικό του όνειρο. «Αργότερα, ήρθε η ασήμαντη καθημερινή ζωή και το έσβησε χωρίς καμία αντίσταση από τη μεριά μου. Εξυπακούεται! Η ασήμαντη καθημερινότητα κάνει πολλά τέτοια πράγματα. Αλίμονο αν οι ιδιοφυείς το αντιλαμβάνονταν!» Η ζωή και η λογοτεχνία όμως είναι εντελώς παράλογα πράγματα και γι' αυτό είμαστε εμείς εδώ, να το γιορτάσουμε. Ζήτω τα παράλογα... ζήτω μας και μας!
 
Αφού πήραμε μια μικρή τζούρα από Σβέβο τις προάλλες, τώρα ήρθε η ώρα να μπαφιάσουμε. Μοντερνισμός, ο κλασικός ο ορθόδοξος. Αυτή η ατέρμονη εσωτερίκευση που βαθαίνει και βαθαίνει και βαθαίνει – πριν ξεκινήσεις την ανάγνωση, σιγουρέψου ότι έχεις ανοικτό μυαλό, θα σου μπει βαθιά! Μην μου αρχίσετε τα «Εγώ το βρήκα βαρετό, δεν είχε δράση», «Οι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αναλύονται επαρκώς», «Υποστηρίζω την άκαπνη εκστρατεία», και άλλα κουλά. Ο τίτλος τα λέει όλα: 1) ο Ζήνων και 2) η συνείδησή του. Αν δεν είστε συνειδητοποιημένοι για το τι θα διαβάσετε, καλύτερα μην το ξεκινάτε καθόλου. Ο Σβέβο πετυχαίνει κάτι ακατόρθωτο για μοντερνιστή συγγραφέα των αρχών του 20ου αιώνα. Όσοι αναγνώστες ακούνε πλέον για μοντερνιστές συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα, φέρνουν στο μυαλό τους τον Τζόυς, ανατριχιάζουν και τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Σβέβο όμως γράφει ένα βιβλίο φαινομενικά απλό, αλλά υπερβολικά βαθύ· με εύκολη γλώσσα που εναρμονίζεται με τις πιο ουσιώδεις παρατηρήσεις· εκπληκτικά αστείο μέσα στην τραγική συνείδηση ενός ανθρώπινου όντος. Μόλις το αρχίζεις, εύχεσαι να είχες την σωματική και πνευματική ρώμη να διαβάσεις μονοκοπανιά τις 570 σελίδες του. Δυστυχώς, δεν μπορείς και αυτό είναι το μοναδικό του μειονέκτημα, η αδυναμία του να σου μεταδώσει αυτές τις υπεραναγνωστικές ικανότητες.
 
Το βασικό (αλλά όχι ουσιαστικό) θέμα του βιβλίου είναι η ψυχανάλυση· ο Σβέβο ενδιαφερόταν πολύ για αυτή και ήθελε να πείσει και τον Τζόυς ο οποίος την δοκίμασε κάποτε με μάλλον αρνητικά αποτελέσματα. «Όταν ο Τζόυς το 1919 επέστρεψε από τη Ζυρίχη στην Τεργέστη, ο Σβέβο τον ρώτησε για την εμπειρία του με την ψυχανάλυση. Ο Τζόυς φέρεται να απάντησε: “Ψυχανάλυση; Ε λοιπόν, αν την έχουμε ανάγκη, ας μείνουμε καλύτερα στην εξομολόγηση”. Λέγεται ότι ο Σβέβο εξεπλάγη βαθιά από την απάντηση του Τζόυς. Ίσως όμως να του κίνησε και το ενδιαφέρον, γιατί το μυθιστόρημα που επρόκειτο να γράψει εκφράζει μια πολύ κοντινή αντίληψη». Διαβάζουμε λοιπόν το ημερολόγιο ψυχανάλυσης-εξομολόγηση που έγραψε ο Ζήνων Κοζίνι μετά από προτροπή του ψυχαναλυτή του για να καταφέρει επιτέλους να ξεφύγει από τον τρομερό εθισμό του στο κάπνισμα ή από όποιες άλλες αρρώστιες έχρηζαν θεραπείας. Ο ψυχαναλυτής δημοσιεύει το γραπτό του Ζήνωνα για να τον εκδικηθεί(!) και έτσι ξεκινάμε και οι αναγνώστες το υπέροχο αυτό ταξίδι. Δεν κάνω σπόιλερ, το λέει ευκρινώς στην αρχή του βιβλίου, αλλά και στο τέλος, βλ. Οπισθόφυλλο.
 
 
[...] Δεν πίστευα ότι θα έβρισκα παρηγοριά σε μια απόφαση για το μέλλον και για πρώτη φορά δεν αποφάσισα τίποτα.
 
Ίσως, το κλειδί της ερμηνείας όλου του βιβλίου κρύβεται στην παραπάνω φράση, διατυπωμένη με την σαγηνευτική και πανταχού παρούσα ειρωνεία του Σβέβο. Ο Ζήνων δεν αποφασίζει ποτέ τίποτα, με πρώτη και σημαντικότερη απόφαση που δεν λαμβάνει, την απόφαση να κόψει οριστικά το τσιγάρο. Προσποιείται διαρκώς αποφασιστικότητα αλλά παραμένει πάντα έρμαιο της πολύπλοκης φύσης του. Όποιος άνθρωπος έχει προσπαθήσει να αυτοαναλυθεί εξαντλητικά καταλήγει σχεδόν πάντα να μην μπορεί να πάρει οποιαδήποτε απόφαση, η οποία έτσι και αλλιώς στα μάτια του θα φάνταζε πλέον και ανώφελη. Εξού και η αποτυχία της ψυχανάλυσης που ωθεί τον κακόμοιρο ψυχαναλυτή του να βγάλει το ημερολόγιο στη φόρα για να τον εκδικηθεί! Η εποχή που γράφτηκε το βιβλίο ίσως δικαιολογούσε τέτοιου είδους φιλοσοφίες – ένας μεγάλος πόλεμος έχει μόλις τελειώσει (ασχέτως αν το βιβλίο τελειώνει με την εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο), ο κόσμος είναι απογοητευμένος από τους ανθρώπους της δράσης, μια κοινωνία που αξιώνει την αυτοανάλυσή της μπας και επουλώσει τις πληγές της. Ο Ζήνων κατά βάση, alter ego του δημιουργού του θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος της εποχής του. Τα σπουδαία πνευματικά έργα όμως υπερβαίνουν την εποχή τους και συντονίζονται μυστηριωδώς με εποχές πολύ πιο μακρινές. Ο Ζήνων είναι και άνθρωπος της εποχής μας. Για σκεφτείτε το, πόσοι από σας δεν έχετε έναν γνωστό που προσπαθεί λυσσαλέα και ανεπιτυχώς να κόψει το κάπνισμα;! Βασικά, δεν εννοούσα ακριβώς αυτό αλλά έξυπνοι αναγνώστες είστε (δεν βρίσκεστε τυχαία σε ετούτο το μπλογκ) σίγουρα το πιάσατε το point μου!
 
[...] Είμαι βέβαιος ότι αν θέλουμε να φτιάξουμε μια κοινωνία, θα μπορούσαμε να τη φτιάξουμε πιο απλά, αλλά έτσι είναι φτιαγμένη, με μια κήλη στο ένα άκρο και ένα οίδημα στο άλλο, και δεν υπάρχει γιατρειά. Ανάμεσα βρίσκονται όλοι εκείνοι με αρχόμενη κήλη ή αρχόμενο οίδημα και, κατά μήκος όλης της γραμμής, σε όλη την ανθρωπότητα, η απόλυτη υγεία απουσιάζει.
 
Το βιβλίο καθώς προχωράει θυμίζει όλο και περισσότερο «Οδυσσέα» (η προσωπική φιλία των δύο συγγραφέων αλλά και ο αμφίδρομος θαυμασμός, σίγουρα τους επηρέασε παραπάνω από ό,τι νόμιζαν) – προσωποκεντρική αφήγηση, ένας ήπιος και φαινομενικά βαρετός αστός χαρακτήρας που αυτοαναλύεται σε βάθος, διαστολή του χρόνου της αφήγησης (παρόλο που η πλοκή στον Σβέβο δεν ξετυλίγεται εντός μίας μέρας όπως στον Τζόυς, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ακριβώς η ίδια), και διάφορες ακόμα ομοιότητες. Όπως θα συμφωνούσε και ο Γέρων Παίσιος αν δεν ήταν ένας ηλίθιος αγράμματος: «Θα είναι σαν να διαβάζεις “Οδυσσέα” αλλά δε θα είναι». Αυτό που αμέσως χτυπά στο μάτι (θετικά για πολλούς), είναι ότι στο βιβλίο του Σβέβο λείπουν οι λεκτικές (κυρίως) και (λιγότερο) οι νοηματικές ακροβασίες με τις οποίες μας φλομώνει στο δικό του ο Τζόυς. Μπορεί κατά κανόνα να τρελαίνομαι για συγγραφικές εξτραβαγκάντσες αλλά, στον αντίποδα, αγαπώ και εκείνα τα βιβλία που δίχως ιδιαίτερο κόπο και με συγκαλυμμένη διακριτικότητα σε κερδίζουν απλώς και μόνο γιατί ειναι υπέροχα γραμμένα, χωρίς τι και πώς – πέρα από τις όποιες αναλύσεις επιδέχεται, «Η συνείδηση του Ζήνωνα» παραμένει ένα πανέμορφο κείμενο που αποθεώνει σε κάθε σελίδα του την αισθητική αξία της λογοτεχνίας.
 
[...] Τη σταμάτησα στην εξώπορτα του σπιτιού της και με ειλικρίνεια της είπα απλώς τον μεγάλο μου πόνο της στιγμής:
«Θα χωριστούμε έτσι, μετά από τέτοιο έρωτα;»
Προχώρησε χωρίς να μου απαντήσει κι εγώ την ακολούθησα στις σκάλες. Έπειτα με κοίταξε μ’ εκείνα τα εχθρικά της μάτια.
«Αν θέλετε να δείτε τον μνηστήρα μου, ελάτε μαζί μου. Δεν τον ακούτε; Αυτός παίζει πιάνο».
Μόλις τότε άκουσα τις συγκεκομμένες νότες του «Αποχαιρετισμού» του Σούμπερτ, στη μεταγραφή του Λιστ.

 
 
Η μετάφραση, όχι τάδε. Έφη. Η έκδοση από τους «Αντίποδες» υπέροχη. Σχήμα, γραμματοσειρά, κομψότητα, όλα συνειδητοποιημένα και άψογα. Ο ψυχαναγκαστικός μέσα μου, εντούτοις, κάπου κάπου εντόπιζε σκέψεις του Ζήνωνα που άνοιγαν με εισαγωγικά αλλά δεν έκλειναν εκεί που θα έπρεπε – βασικά δεν έκλειναν καθόλου. Παρατήρηση μόνο για ψυχαναγκαστικούς, οι άλλοι ας προσπεράσουν! Το εξώφυλλο λιτό και όμορφο, όμως το είχα προβλέψει από παλιά το έγκλημα και περίμενα την στιγμή που θα συμβεί. Αυτό το άσπρο μη γυαλιστερό εξώφυλλο μοιάζει πλέον με πειστήριο που ήρθε να πάρει τα αποτυπώματα η σήμανση. Όποιος δει το αντίτυπό μου θα σκεφτεί ότι η συνείδηση του Ζήνωνα είναι τελικά πολύ βρώμικη, και αυτό, εδώ που τα λέμε ίσως μετατρέπει το όλο βιβλίο σε κάτι ακόμα πιο γοητευτικό! «Κάποτε με διέκοψε ενοχλημένος ενώ του μιλούσα για τους αντίποδες».  
 
Η έκδοση συνοδεύεται από ένα όμορφο επίμετρο του Τζέιμς Γουντ, «Η αναξιοπιστία του κωμικού στον Ίταλο Σβέβο». Μέσα εκεί βρήκα μια σκέψη που με απασχολεί καιρό. Συχνά, όταν διαβάζω σε κριτικές βιβλίων ότι ο τάδε αφηγητής είναι αναξιόπιστος, νιώθω την φράση να χρωματίζεται με ένα είδος ελαφράς μομφής, σαν να μην αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Επιπλέον, κάθε αναφορά σε αναξιόπιστους αφηγητές είναι για μένα ένας ενοχλητικός πλεονασμός – αν και είμαι ικανός να αναγνωρίσω την διαφορά μεταξύ αξιόπιστου και αναξιόπιστου αφηγητή – δε με νοιάζει αν είναι αναξιόπιστος, περιμένω να είναι αναξιόπιστος, επιθυμώ να είναι αναξιόπιστος, όλη η καλή λογοτεχνία είναι αναξιόπιστη, γι’ αυτό και της έχω τόση εμπιστοσύνη. «Στα περισσότερα μυθιστορήματα οι αναξιόπιστοι αφηγητές τείνουν να γίνονται κάπως προβλέψιμοι, γιατί πρέπει να είναι αξιόπιστα αναξιόπιστοι: η αναξιοπιστία του αφηγητή χειραγωγείται από τον συγγραφέα. Χωρίς την αξιοπιστία του συγγραφέα θα ήταν αδύνατο να “διαβάσουμε” την αναξιοπιστία του αφηγητή». Και όταν ο Σβέβο είναι ο συγγραφέας, μπορείτε να φανταστείτε κάπως τα θεαματικά αποτελέσματα που θα έχει πάνω στον ήρωά του. 
 
Ωστόσο, ο Σβέβο έχει τα θεματάκια του... την αρρώστια και τα γηρατειά! «Η αρρώστια μου ήταν μια κυρίαρχη σκέψη, ένα όνειρο και μια τρομάρα». Και τα συνοδεύει με τόσο υπέροχες παρατηρήσεις και μεταφορές που νιώθεις το σφρίγος και την νεότητα μιας αιωνίως ακμαίας γραφής. Ούτε η γραφή του γερνάει, ούτε εσύ ο αναγνώστης καθώς διαβάζεις τις σκέψεις του. Η χαρμολύπη που συνοδεύει την ανάγνωση δεν παύει στιγμή να χαμογελάει με μια πικρή ειρωνεία διαρκώς κολλημένη στα χείλη – κάπως έτσι θα το συνόψιζα... κριτική, όχι αστεία (κριτική)! Ένα από τα ομορφότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν γενικά, παγκοσμίως, ανά τους αιώνες. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Σβέβο, νιώθω ότι αγάπησα λίγο παραπάνω τον Τζόυς, αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Από τις μοναδικές φορές στην λογοτεχνία που η λέξη «αριστούργημα» αποδεικνύεται ελλιπέστατη, ειδικά και μετά την κατάχρηση που της κάνουμε για κάθε γραπτή μαλακία που σωρηδόν τυπώνεται αλλά ουδόλως εντυπώνεται. Ο Σβέβο μετέτρεψε το stream of consciousness σε mainstream of consciousness! Θα καταφέρουν να το αγαπήσουν λίγοι, θα καταφέρουν να το καταλάβουν περισσότεροι, αλλά θα καταφέρουν όλοι να το διαβάσουν. Και αυτό είναι νίκη για τον Σβέβο, για την λογοτεχνία και για τους αναγνώστες – ένα βαθύτατα απαιτητικό έργο που γίνεται κοινό κτήμα με σχετική άνεση, πόσο όμορφο αυτό!
 
Αχ, ο υπέροχος Ζήνων, η ζωή του όλη είναι ένα τσιγάρο
 

 
Ε.Σ. Το αντίτυπο αυτό σκόπευε να μου το αφιερώσει προσωπικά η μεταφράστριά του, Έφη Καλλιφατίδη. Πλέον, νιώθω εγώ την ανάγκη να αφιερώσω αυτή μου την ανάγνωση στην μνήμη της. Για όποιον δεν το ξέρει, τα δύο τελευταία αρχικά δεν σημαίνουν Ερυθρός Σταυρός, αλλά έσχατον σιγαρέτον :(
 
* Γιατί και ο Άκης Πάνου ήταν επίσης σπουδαίος λογοτέχνης, οι 7 νομά  είναι αδιαμφισβήτητα τζουσικής εμπνεύσεως και τεχνοτροπίας!

Σχόλια

  1. Η καλύτερη ανάρτησή σου μεγάλο μπράβο ! Και το ΕΣ με έκανε να βουρκώσω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το δεύτερο σχόλιό σου, μεγάλο μπράβο! :p

      Το ΕΣ είναι δακρύβρεχτη υπόθεση, όλοι βουρκώνουμε, θέλοντας και μη.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .