Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Νονός

 
Εγώ λατρεύω αυτόν τον συγγραφέα. Τέλος. Διαβάζοντας τα βιβλία του νιώθεις ότι παίρνεις το βάπτισμα του πυρός σε μια κόλαση πόνου και οργής. Πολλοί τον χλευάζουν, τον θεωρούν σαν το αχάριστο «βαφτιστήρι» σε μέρη όπου μοιράζουν πλουσιοπάροχα δώρα οι Νονοί και εκείνος αρνήθηκε να πάρει το μερίδιό του. Μια καταλανική έκφραση μου έδινε ανέκαθεν το μέτρο για το πόσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσει κανείς την αλήθεια: «Όταν υπάρχει πλημμύρα, το πρώτο πράγμα που λείπει είναι το πόσιμο νερό». Θέλει να σου προσφέρει μια γουλιά καθαρό νερό και συ αρνείσαι. Μα, δεν πίνεις νερό μόνο όταν διψάς. Αν καταλάβεις ότι διψάς, τότε είσαι ήδη αφυδατωμένος! Σου ζητάει απλώς να διαβάσεις τις λέξεις του. Στο ζητάνε και άλλοι αυτό, το ξέρω. Πρέπει να αποδεχτείς το τίμημα της επιλογής σου. Από αισθητικής άποψης δε, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα – ο Σαβιάνο μπορεί άνετα να αντιμετωπίσει στα ίσα ένα «Καρτέλ» και από μερικά μυθιστορήματα-λείψανα τύπου Βάσκες είναι πολύ πολύ καλύτερος, είναι σχεδόν αστείο να το συζητάμε περαιτέρω.
 
Πρόσφατα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ μία βραζιλιάνα ακτιβίστρια. Και τι μας νοιάζει εμάς; Είμαστε πολύ μακριά από την Βραζιλία και σε λίγο αρχινάει και το Μάστερ Σεφ. Το πολύ πολύ να μάθουμε πεταχτά και πρόχειρα για την δράση της, να δηλώσουμε αλληλέγγυοι και να βάλουμε και ένα «Λυπάμαι» ή «Έλεος» στο φβ, κατά την διάρκεια των διαφημίσεων. Αξίζει αυτό; Το θέμα είναι να μάθεις για την δράση της Μαριέλε Φράνκο πριν εκείνη πεθάνει. Όχι γιατί έτσι θα δείξεις «ψαγμένος» στους φίλους σου αλλά γιατί έτσι θα είχε δικαιωθεί ο αγώνας της. Ο αγώνας της για αλήθεια, για πόσιμο νερό. Σε κάτι παρόμοιο αποσκοπεί και ο Σαβιάνο. Ενδεχομένως κάποια στιγμή να τον ξετρυπώσουν οι διώκτες του και να τον ξεκοιλιάσουν αλλά μέχρι τότε, επιθυμεί όσο γίνεται περισσότεροι αναγνώστες να διαβάσουν τα βιβλία του, ακόμα και αν διατηρούν ένα μειδίαμα χλευασμού στα χείλη τους. 
 
Είδα ότι στη γη μου εμφανίσθηκαν συνθήματα εναντίον μου: «Σαβιάνο, σκατό». «Σαβιάνο, σκουλήκι». Και μια τεράστια κάσα με το όνομά μου. Και μετά προσβολές, αδιάκοπες συκοφαντίες, με πρώτη την πιο συχνή και κοινότοπη: «Αυτός έκανε λεφτά». Με τη δουλειά μου ως συγγραφέας τώρα κατορθώνω να ζω και, ευτυχώς να πληρώνω τους δικηγόρους.
 
Το βιβλίο ανθολογεί κείμενα που γράφτηκαν την περίοδο 2004-2009, δηλαδή πριν και μετά τις αποκαλύψεις του συγγραφέα για την δράση της Καμόρρα (2006). Δεν ακολουθεί χρονική ακολουθία και έτσι μπορεί να διαβάσεις πρώτα ένα κείμενο για την βράβευση της ταινίας «Γόμορρα» στις Κάννες και ύστερα ένα κείμενο αρκετά χρόνια προγενέστερο. Η συνοχή των ιστοριών όμως δεν χαλάει διόλου – ο Σαβιάνο ενδιαφέρεται το ίδιο για τις περιπτώσεις ξεχωριστών ανθρώπων που πήγαν κόντρα στις πιθανότητες και στο εχθρικό τους περιβάλλον και αναδείχθηκαν με τιμιότητα και στο ίδιο το εχθρικό και εγκληματικό περιβάλλον που καταστρέφει με κυνικότητα γενιές και γενιές νέων ανθρώπων. Η αληθινή πείνα να γίνεις κάποιος, να πετύχεις έναν στόχο, να ξεχωρίσεις από την ανανδρία και την γαλιφιά εκείνων που σε περιβάλλουν. Ως αναγνώστης αμφιταλαντεύεσαι διαρκώς ανάμεσα σε δυο συναισθηματικές καταστάσεις, την (χωρίς μελό) συγκίνηση από τη μια και την οργή που φουσκώνει μέσα σου από την άλλη. Η ισορροπία είναι αξιοθαύμαστη, αν και στο τέλος κλίνεις (μάλλον) προς την οργή, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι οι συγκινητικές περιπτώσεις είναι θλιβερά λίγες και απαιτούν πολύ κόπο για να υπάρξουν και να ξεχωρίσουν. Ο Σαβιάνο όμως θέλει να σε πείσει ότι οι περιπτώσεις αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων δεν είναι αμελητέες και ισχνές, είναι εκείνες που του δίνουν κουράγιο να γράφει σε μία κατάσταση χρόνιου εγκλεισμού και φόβου, θα δώσουν και σε σένα κουράγιο, και τέλος πάντων, και ο ίδιος ο Σαβιάνο είναι μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση, διάβασέ τον. 
 

 
Ωστόσο, θα αποκρύψω τις συγκινητικές περιπτώσεις, αφήστε τον Σαβιάνο να τις πει που μπορεί να τις αναδείξει καλύτερα, και θα αναφερθώ σε εκείνες τις περιπτώσεις που προκαλούν οργή και ίσως θα έπρεπε να μάθουμε πρώτες μπας και κινητοποιηθούμε. Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τα «Παιχνίδια που παίζουν τα πρωτεύοντα» έχω την εντύπωση ότι οι ιστορίες του Σαβιάνο μοιάζουν σαν case studies που θα ζήλευε και ο Μαεστριπιέρι για το δικό του βιβλίο. Εξουσία, νεποτισμός, βία στον υπερθετικό και παράλογο βαθμό.
 
[...] Κάθε φορά που πετάμε κάτι στα σκουπίδια, εκεί στον τενεκέ κάτω απ' το νεροχύτη της κουζίνας ή κλείνουμε τη μαύρη σακούλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δε θα μετατραπεί σε λίπασμα, σε κομπόστ, σε τροφή που θα ταΐσει ποντίκια και γλάρους, αλλά θα μετατραπεί απευθείας σε εταιρική δράση, κεφάλαια, ψήφους. (...) Το τραγικό είναι οι νέες γενιές που καταστρέφονται. Το ίδιο το μέλλον που συμβιβάζεται. Όποιος γεννιέται σήμερα δε θα μπορεί ούτε καν να προσπαθήσει να αλλάξει αυτά που όσοι προηγήθηκαν δεν κατάφεραν να σταματήσουν και να αλλάξουν. Σε τούτα τα καταβασανισμένα εδάφη οι εμβρυϊκές δυσπλασίες είναι ογδόντα τοις εκατό περισσότερες σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε το δίδαγμα του Μπέογουλφ, του επικού ήρωα που ξερίζωσε τα χέρια του Δράκου που μίαινε τη Δανία: «Ικανότερος δεν είναι ο εχθρός που σου παίρνει τα πάντα, αλλά εκείνος που σε κάνει να συνηθίζεις να μην έχεις πια τίποτα».
 
Το βιβλίο, σχεδόν 330 σελίδες σκληρά συγκινητικών ιστοριών, πωλούνταν στην Πρωτοπορία μόλις 2.40 – ένας μονός εσπρέσο κοστίζει τουλάχιστον 2.50 και ίσως να έχει χάλια γεύση. Δύσκολα να εκτιμηθεί η αλήθεια στις μέρες μας. Μόλις τον καθαρίσουν θα κατακλυστεί το φβ από τα «RIP Robe» και όλοι θα πλακωθούμε στους εσπρέσο της παρηγοριάς! Ο Σιαβάνο είναι ο νονός εκείνος που θα σου φέρει ένα δώρο κάπως ενοχλητικό και άχαρο συγκρινόμενο με τα δώρα των άλλων, αλλά εκείνο που θα εκτιμηθεί καλύτερα όταν θα ωριμάσεις.    
 
Σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα βιβλία του Σαβιάνο, «Γόμορρα» και «000», όπου επικεντρώνονταν κυρίως στις αποκαλύψεις για την δράση των εγκληματικών οργανώσεων και στις συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες αντίστασης, σε αυτό το βιβλίο ενσωματώνει και μερικά θαυμάσια άρθρα που αποτίουν φόρο τιμής σε συγγραφείς που αγαπά για το θάρρος τους και την επιμονή τους στην ελευθερία και την αλήθεια. Μίνι κριτικά δοκίμια για συγγραφείς όπως ο Γουίλλιαμ Βόλμαν, ο Μάικλ Χερ (που έγραψε τις «Αποσπάσεις», «Dispatches», 1977, ένα συγκλονιστικό χρονικό του πολέμου του Βιετνάμ που ενέπνευσε ταινίες όπως το «Full metal jacket» και το «Αποκάλυψη τώρα» – «Δέκα χρόνια του πήρε για να γράψει τις Αποσπάσεις. Και μετά τις Αποσπάσεις τίποτα. Κανένα άλλο βιβλίο. Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Τζον Λε Καρρέ, είναι το ωραιότερο που γράφτηκε ποτέ για τον πόλεμο μετά την Ιλιάδα»), ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, ο Ούβε Γιόνζον, ο Γκούσταβ Χέρλινγκ, η Άννα Πολιτκόφσκαγια – με το ένα μάτι ψαχούλευα διαρκώς την «Βιβλιονέτ» και με το ένα χέρι τα ψιλά στο πορτοφόλι μου, για να δω πού θα καταλήξω. Δεν κατέληξα για την ώρα, ωστόσο για την λογοτεχνία του Σαβιάνο είμαι κατηγορηματικός... τα ρέστα μου! 
 
 
[...] Η απάντηση είναι απλή: η λογοτεχνία προξενεί φόβο στο έγκλημα όταν αποκαλύπτει το μηχανισμό του, αλλά όχι όπως γίνεται στα ρεπορτάζ. Προξενεί φόβο όταν το ξεσκεπάζει στην καρδιά, στο στομάχι, στο μυαλό των αναγνωστών.
(...) Δε συμβαίνει το ίδιο στις δυτικές κοινωνίες, όπου μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, μπορείς να υψώσεις τη φωνή σου, μπορείς να παραγάγεις ό,τι θέλεις. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ξεπεράσεις τη γραμμή της σιωπής και φτάσεις τότε στους πολλούς. Εκείνη τη στιγμή στις δυτικές κοινωνίες γίνεσαι στόχος.
 
Σε όλους όσοι επιμένουν ότι ο Σαβιάνο έκανε μια «αρπαχτή» πλούτου και φήμης – (...) πήγαινες γυρεύοντας, τι πονηρός που είσαι, πολλοί ζουν σαν εσένα, μην παραπονιέσαι, εσύ φταις για όλα, είσαι βεντέτα, είσαι βρομιάρης, είσαι αλήτης, αντέγραψες... οι φίλοι που είναι έτοιμοι να επικρίνουν τις απουσίες σου ενώ παίζουν playstasion, η νωθρότητά τους που τη δικαιολογούν με τις προσωρινές δουλειές τους – εκείνος αντιτείνει τα ζεστά λόγια αλληλεγγύης ανυπεράσπιστων ανθρώπων, αλλά και την σπουδαία και τιμητική στήριξη σημαντικών ανθρώπων που φαινομενικά δεν είχαν κάτι να «κερδίσουν» συμπαρατασσόμενοι στο πλευρό του. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αναφέρω ενδεικτικά τους: Βισλάβα Σιμπόρσκα, Γκύντερ Γκρας, Τζον Μ. Κούτσι, Σαλμάν Ρούσντι, Ελφρίντε Γέλινεκ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Μάρτιν Σκορτζέσε, Πολ Όστερ, Ουμπέρτο Έκο, Κλαούντιο Μάγκρις, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, αδελφοί Ταβιάνι, κ.α. 

Το βιβλίο τα σπάει, σπανίως βιβλίο καταφέρνει να κάνει τόσο εύστοχη (αυτο)κριτική ήδη από τον τίτλο του – η ομορφιά και η κόλαση! Σε άψογη έκδοση από τον «Πατάκη» και μετάφραση από την Μαρία Οικονομίδου (αποκαλύπτεται μία χαριτωμένα ειρωνική διάσταση όταν αντιπαραβάλεις φευγαλέα, το όνομα της μεταφράστριας με την αναπτυσσόμενη οικονομία μιας ολόκληρης χώρας, καθώς και άλλων, βασιζόμενη στην δράση εγκληματικών οργανώσεων!). Αγοράστε το βιβλίο αμέσως ή απλώς περιμένετε μέχρι να τον δολοφονήσουν ή να πάρει το Νόμπελ, επιλογές υπάρχουν! Μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες του τόμου είναι εκείνη της Μίριαμ Μακέμπα, της Mama Africa, που πέθανε το 2008 κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας αλληλεγγύης στο Καστέλ Βολτούρνο του ιταλικού νότου, ενώ είχε πρώτα ζητήσει μια αμερικανική έκδοση του βιβλίου του Σαβιάνο.
 
Η Μίριαμ Μακέμπα πέθανε στην Αφρική. Όχι τη γεωγραφική Αφρική, αλλά εκείνη που μεταφέρθηκε εδώ από τους ανθρώπους της, που αναμείχθηκε με αυτή τη γη, στην οποία πριν από λίγους μήνες δίδαξε την οργή της αξιοπρέπειας. Και, ελπίζω, την οργή της αδελφοσύνης. 
 
 
Υ.Γ. 2666   Pata Pata like, μην περιμένεις να πεθάνω πρώτα!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .