Εγώ λατρεύω αυτόν τον συγγραφέα. Τέλος. Διαβάζοντας τα βιβλία του νιώθεις ότι παίρνεις το βάπτισμα του πυρός σε μια κόλαση πόνου και οργής. Πολλοί τον χλευάζουν, τον θεωρούν σαν το αχάριστο «βαφτιστήρι» σε μέρη όπου μοιράζουν πλουσιοπάροχα δώρα οι Νονοί και εκείνος αρνήθηκε να πάρει το μερίδιό του. Μια καταλανική έκφραση μου έδινε ανέκαθεν το μέτρο για το πόσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσει κανείς την αλήθεια: «Όταν υπάρχει πλημμύρα, το πρώτο πράγμα που λείπει είναι το πόσιμο νερό». Θέλει να σου προσφέρει μια γουλιά καθαρό νερό και συ αρνείσαι. Μα, δεν πίνεις νερό μόνο όταν διψάς. Αν καταλάβεις ότι διψάς, τότε είσαι ήδη αφυδατωμένος! Σου ζητάει απλώς να διαβάσεις τις λέξεις του. Στο ζητάνε και άλλοι αυτό, το ξέρω. Πρέπει να αποδεχτείς το τίμημα της επιλογής σου. Από αισθητικής άποψης δε, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα – ο Σαβιάνο μπορεί άνετα να αντιμετωπίσει στα ίσα ένα «Καρτέλ» και από μερικά μυθιστορήματα-λείψανα τύπου Βάσκες είναι πολύ πολύ καλύτερος, είναι σχεδόν αστείο να το συζητάμε περαιτέρω.
Πρόσφατα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ μία βραζιλιάνα ακτιβίστρια. Και τι μας νοιάζει εμάς; Είμαστε πολύ μακριά από την Βραζιλία και σε λίγο αρχινάει και το Μάστερ Σεφ. Το πολύ πολύ να μάθουμε πεταχτά και πρόχειρα για την δράση της, να δηλώσουμε αλληλέγγυοι και να βάλουμε και ένα «Λυπάμαι» ή «Έλεος» στο φβ, κατά την διάρκεια των διαφημίσεων. Αξίζει αυτό; Το θέμα είναι να μάθεις για την δράση της Μαριέλε Φράνκο πριν εκείνη πεθάνει. Όχι γιατί έτσι θα δείξεις «ψαγμένος» στους φίλους σου αλλά γιατί έτσι θα είχε δικαιωθεί ο αγώνας της. Ο αγώνας της για αλήθεια, για πόσιμο νερό. Σε κάτι παρόμοιο αποσκοπεί και ο Σαβιάνο. Ενδεχομένως κάποια στιγμή να τον ξετρυπώσουν οι διώκτες του και να τον ξεκοιλιάσουν αλλά μέχρι τότε, επιθυμεί όσο γίνεται περισσότεροι αναγνώστες να διαβάσουν τα βιβλία του, ακόμα και αν διατηρούν ένα μειδίαμα χλευασμού στα χείλη τους.
Είδα ότι στη γη μου εμφανίσθηκαν συνθήματα εναντίον μου: «Σαβιάνο, σκατό». «Σαβιάνο, σκουλήκι». Και μια τεράστια κάσα με το όνομά μου. Και μετά προσβολές, αδιάκοπες συκοφαντίες, με πρώτη την πιο συχνή και κοινότοπη: «Αυτός έκανε λεφτά». Με τη δουλειά μου ως συγγραφέας τώρα κατορθώνω να ζω και, ευτυχώς να πληρώνω τους δικηγόρους.
Το βιβλίο ανθολογεί κείμενα που γράφτηκαν την περίοδο 2004-2009, δηλαδή πριν και μετά τις αποκαλύψεις του συγγραφέα για την δράση της Καμόρρα (2006). Δεν ακολουθεί χρονική ακολουθία και έτσι μπορεί να διαβάσεις πρώτα ένα κείμενο για την βράβευση της ταινίας «Γόμορρα» στις Κάννες και ύστερα ένα κείμενο αρκετά χρόνια προγενέστερο. Η συνοχή των ιστοριών όμως δεν χαλάει διόλου – ο Σαβιάνο ενδιαφέρεται το ίδιο για τις περιπτώσεις ξεχωριστών ανθρώπων που πήγαν κόντρα στις πιθανότητες και στο εχθρικό τους περιβάλλον και αναδείχθηκαν με τιμιότητα και στο ίδιο το εχθρικό και εγκληματικό περιβάλλον που καταστρέφει με κυνικότητα γενιές και γενιές νέων ανθρώπων. Η αληθινή πείνα να γίνεις κάποιος, να πετύχεις έναν στόχο, να ξεχωρίσεις από την ανανδρία και την γαλιφιά εκείνων που σε περιβάλλουν. Ως αναγνώστης αμφιταλαντεύεσαι διαρκώς ανάμεσα σε δυο συναισθηματικές καταστάσεις, την (χωρίς μελό) συγκίνηση από τη μια και την οργή που φουσκώνει μέσα σου από την άλλη. Η ισορροπία είναι αξιοθαύμαστη, αν και στο τέλος κλίνεις (μάλλον) προς την οργή, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι οι συγκινητικές περιπτώσεις είναι θλιβερά λίγες και απαιτούν πολύ κόπο για να υπάρξουν και να ξεχωρίσουν. Ο Σαβιάνο όμως θέλει να σε πείσει ότι οι περιπτώσεις αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων δεν είναι αμελητέες και ισχνές, είναι εκείνες που του δίνουν κουράγιο να γράφει σε μία κατάσταση χρόνιου εγκλεισμού και φόβου, θα δώσουν και σε σένα κουράγιο, και τέλος πάντων, και ο ίδιος ο Σαβιάνο είναι μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση, διάβασέ τον.
Ωστόσο, θα αποκρύψω τις συγκινητικές περιπτώσεις, αφήστε τον Σαβιάνο να τις πει που μπορεί να τις αναδείξει καλύτερα, και θα αναφερθώ σε εκείνες τις περιπτώσεις που προκαλούν οργή και ίσως θα έπρεπε να μάθουμε πρώτες μπας και κινητοποιηθούμε. Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τα «Παιχνίδια που παίζουν τα πρωτεύοντα» έχω την εντύπωση ότι οι ιστορίες του Σαβιάνο μοιάζουν σαν case studies που θα ζήλευε και ο Μαεστριπιέρι για το δικό του βιβλίο. Εξουσία, νεποτισμός, βία στον υπερθετικό και παράλογο βαθμό.
[...] Κάθε φορά που πετάμε κάτι στα σκουπίδια, εκεί στον τενεκέ κάτω απ' το νεροχύτη της κουζίνας ή κλείνουμε τη μαύρη σακούλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δε θα μετατραπεί σε λίπασμα, σε κομπόστ, σε τροφή που θα ταΐσει ποντίκια και γλάρους, αλλά θα μετατραπεί απευθείας σε εταιρική δράση, κεφάλαια, ψήφους. (...) Το τραγικό είναι οι νέες γενιές που καταστρέφονται. Το ίδιο το μέλλον που συμβιβάζεται. Όποιος γεννιέται σήμερα δε θα μπορεί ούτε καν να προσπαθήσει να αλλάξει αυτά που όσοι προηγήθηκαν δεν κατάφεραν να σταματήσουν και να αλλάξουν. Σε τούτα τα καταβασανισμένα εδάφη οι εμβρυϊκές δυσπλασίες είναι ογδόντα τοις εκατό περισσότερες σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε το δίδαγμα του Μπέογουλφ, του επικού ήρωα που ξερίζωσε τα χέρια του Δράκου που μίαινε τη Δανία: «Ικανότερος δεν είναι ο εχθρός που σου παίρνει τα πάντα, αλλά εκείνος που σε κάνει να συνηθίζεις να μην έχεις πια τίποτα».
Το βιβλίο, σχεδόν 330 σελίδες σκληρά συγκινητικών ιστοριών, πωλούνταν στην Πρωτοπορία μόλις 2.40 – ένας μονός εσπρέσο κοστίζει τουλάχιστον 2.50 και ίσως να έχει χάλια γεύση. Δύσκολα να εκτιμηθεί η αλήθεια στις μέρες μας. Μόλις τον καθαρίσουν θα κατακλυστεί το φβ από τα «RIP Robe» και όλοι θα πλακωθούμε στους εσπρέσο της παρηγοριάς! Ο Σιαβάνο είναι ο νονός εκείνος που θα σου φέρει ένα δώρο κάπως ενοχλητικό και άχαρο συγκρινόμενο με τα δώρα των άλλων, αλλά εκείνο που θα εκτιμηθεί καλύτερα όταν θα ωριμάσεις.
Σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα βιβλία του Σαβιάνο, «Γόμορρα» και «000», όπου επικεντρώνονταν κυρίως στις αποκαλύψεις για την δράση των εγκληματικών οργανώσεων και στις συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες αντίστασης, σε αυτό το βιβλίο ενσωματώνει και μερικά θαυμάσια άρθρα που αποτίουν φόρο τιμής σε συγγραφείς που αγαπά για το θάρρος τους και την επιμονή τους στην ελευθερία και την αλήθεια. Μίνι κριτικά δοκίμια για συγγραφείς όπως ο Γουίλλιαμ Βόλμαν, ο Μάικλ Χερ (που έγραψε τις «Αποσπάσεις», «Dispatches», 1977, ένα συγκλονιστικό χρονικό του πολέμου του Βιετνάμ που ενέπνευσε ταινίες όπως το «Full metal jacket» και το «Αποκάλυψη τώρα» – «Δέκα χρόνια του πήρε για να γράψει τις Αποσπάσεις. Και μετά τις Αποσπάσεις τίποτα. Κανένα άλλο βιβλίο. Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Τζον Λε Καρρέ, είναι το ωραιότερο που γράφτηκε ποτέ για τον πόλεμο μετά την Ιλιάδα»), ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, ο Ούβε Γιόνζον, ο Γκούσταβ Χέρλινγκ, η Άννα Πολιτκόφσκαγια – με το ένα μάτι ψαχούλευα διαρκώς την «Βιβλιονέτ» και με το ένα χέρι τα ψιλά στο πορτοφόλι μου, για να δω πού θα καταλήξω. Δεν κατέληξα για την ώρα, ωστόσο για την λογοτεχνία του Σαβιάνο είμαι κατηγορηματικός... τα ρέστα μου!
[...] Η απάντηση είναι απλή: η λογοτεχνία προξενεί φόβο στο έγκλημα όταν αποκαλύπτει το μηχανισμό του, αλλά όχι όπως γίνεται στα ρεπορτάζ. Προξενεί φόβο όταν το ξεσκεπάζει στην καρδιά, στο στομάχι, στο μυαλό των αναγνωστών.
(...) Δε συμβαίνει το ίδιο στις δυτικές κοινωνίες, όπου μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, μπορείς να υψώσεις τη φωνή σου, μπορείς να παραγάγεις ό,τι θέλεις. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ξεπεράσεις τη γραμμή της σιωπής και φτάσεις τότε στους πολλούς. Εκείνη τη στιγμή στις δυτικές κοινωνίες γίνεσαι στόχος.
(...) Δε συμβαίνει το ίδιο στις δυτικές κοινωνίες, όπου μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, μπορείς να υψώσεις τη φωνή σου, μπορείς να παραγάγεις ό,τι θέλεις. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ξεπεράσεις τη γραμμή της σιωπής και φτάσεις τότε στους πολλούς. Εκείνη τη στιγμή στις δυτικές κοινωνίες γίνεσαι στόχος.
Σε όλους όσοι επιμένουν ότι ο Σαβιάνο έκανε μια «αρπαχτή» πλούτου και φήμης – (...) πήγαινες γυρεύοντας, τι πονηρός που είσαι, πολλοί ζουν σαν εσένα, μην παραπονιέσαι, εσύ φταις για όλα, είσαι βεντέτα, είσαι βρομιάρης, είσαι αλήτης, αντέγραψες... οι φίλοι που είναι έτοιμοι να επικρίνουν τις απουσίες σου ενώ παίζουν playstasion, η νωθρότητά τους που τη δικαιολογούν με τις προσωρινές δουλειές τους – εκείνος αντιτείνει τα ζεστά λόγια αλληλεγγύης ανυπεράσπιστων ανθρώπων, αλλά και την σπουδαία και τιμητική στήριξη σημαντικών ανθρώπων που φαινομενικά δεν είχαν κάτι να «κερδίσουν» συμπαρατασσόμενοι στο πλευρό του. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αναφέρω ενδεικτικά τους: Βισλάβα Σιμπόρσκα, Γκύντερ Γκρας, Τζον Μ. Κούτσι, Σαλμάν Ρούσντι, Ελφρίντε Γέλινεκ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Μάρτιν Σκορτζέσε, Πολ Όστερ, Ουμπέρτο Έκο, Κλαούντιο Μάγκρις, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, αδελφοί Ταβιάνι, κ.α.
Το βιβλίο τα σπάει, σπανίως βιβλίο καταφέρνει να κάνει τόσο εύστοχη (αυτο)κριτική ήδη από τον τίτλο του – η ομορφιά και η κόλαση! Σε άψογη έκδοση από τον «Πατάκη» και μετάφραση από την Μαρία Οικονομίδου (αποκαλύπτεται μία χαριτωμένα ειρωνική διάσταση όταν αντιπαραβάλεις φευγαλέα, το όνομα της μεταφράστριας με την αναπτυσσόμενη οικονομία μιας ολόκληρης χώρας, καθώς και άλλων, βασιζόμενη στην δράση εγκληματικών οργανώσεων!). Αγοράστε το βιβλίο αμέσως ή απλώς περιμένετε μέχρι να τον δολοφονήσουν ή να πάρει το Νόμπελ, επιλογές υπάρχουν! Μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες του τόμου είναι εκείνη της Μίριαμ Μακέμπα, της Mama Africa, που πέθανε το 2008 κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας αλληλεγγύης στο Καστέλ Βολτούρνο του ιταλικού νότου, ενώ είχε πρώτα ζητήσει μια αμερικανική έκδοση του βιβλίου του Σαβιάνο.
Η Μίριαμ Μακέμπα πέθανε στην Αφρική. Όχι τη γεωγραφική Αφρική, αλλά εκείνη που μεταφέρθηκε εδώ από τους ανθρώπους της, που αναμείχθηκε με αυτή τη γη, στην οποία πριν από λίγους μήνες δίδαξε την οργή της αξιοπρέπειας. Και, ελπίζω, την οργή της αδελφοσύνης.
Υ.Γ. 2666 Pata Pata like, μην περιμένεις να πεθάνω πρώτα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.