Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πού πα ρε τσομπάνη;


Αν σου αρέσει η Φάρμα των ζώων, ο Σον το πρόβατο και οι ειδήσεις της ελληνικής τηλεόρασης, εδώ είσαι, σταμάτα. Τσσσπππρρρρ! Για να πω την αλήθεια όμως, ούτε εγώ κινήθηκα προς αυτό το βιβλίο με την θέλησή μου (δείξτε μου έναν που μπορεί να κινηθεί με την θέλησή του!), αλλά σαν το ζώο έτρεξα πίσω από τις μελωδίες του ποιμένα Πύντσον – «Μια καταπληκτική τρελή κωμωδία δοσμένη με το πιο σοβαρό ύφος, αυτή η ματιά στην αθέατη πλευρά της δουλειάς με σύμβαση έργου διαθέτει την ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης, που ίσως τελικά αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως» – που με μάντρωσε στα χωράφια της καλής λογοτεχνίας και άφησε τον εργάτη Μιλς να αρμέξει με επιμονή, όσο περισσότερη διανοητική απόλαυση μπορούσε, από το μυαλό μου.
 
Και μιας και είπα «εργάτη» επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από το βιογραφικό του συγγραφέα – κάτι που δεν θα έκανα σε καμία άλλη περίπτωση. Γεννημένος στο Μπέρμινχαμ πριν από σαράντα πέντε χρόνια, μεγαλωμένος στο Μπρίστολ, πρώην οδηγός τρακτέρ, πρώην εργάτης περιφράξεων, και μέχρι πρότινος οδηγός του λεωφορείου 159 της διαδρομής Μπρίξτον-Όξφορντ Σέρκους, ο Μάγκνους Μιλς δηλώνει φανατικός θαυμαστής των παμπ, λάτρης των Μπητλς και της ροκ και θαυμαστής του Κόνραντ και του Πίντερ. Το πρώτο του βιβλίο, Το μάντρωμα των ζώων, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ (1998), έχει πουλήσει τριάντα χιλιάδες αντίτυπα στην Αγγλία και έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες. Ήδη κυκλοφορεί το δεύτερο έργο του, All quiet on the Orient Express (Ουδέν νεώτερο από το Όριεντ Εξπρές) (1999) καθώς και μια συλλογή διηγημάτων του. Εργάζεται ως κηπουρός. Πολλοί συγγραφείς αναγκάστηκαν στην ζωή τους να κάνουν βαρετές δουλειές ή σκληρές ή και τα δύο για να τα βγάλουν πέρα, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν την έπαρση απέναντι σε αυτές τις δουλειές και τους ανθρώπους που τις εκτελούσαν. Μια φάση τύπου, «Εγώ ανήκω σε πολύ ανώτερη πνευματική σφαίρα από σένα, παρόλο που και οι δυο ατυχώς (κυρίως για μένα) κάνουμε την ίδια δουλειά. Ας μοιραστούμε το κολατσιό σου, τώρα»! 
 

 
Ένας συγγραφέας που αντιμετώπισε τους βιοπαλαιστές όπως τους άξιζε, ήταν ο Μπουκόφσκι. Ποτέ δεν είχε την έπαρση του διανοούμενου απέναντί τους, αντιθέτως, όλη του την χολή την ξερνούσε ακριβώς πάνω στο σωρό των επηρμένων διανοούμενων, μέλος των οποίων δεν υπήρξε ποτέ, ασχέτως αν κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν ένας από αυτούς! Ένας ακόμα συγγραφέας που εκτίμησε βαθιά τους απλούς εργάτες είναι ο Πύντσον (η εκτίμησή του προς το έργο του Μιλς ίσως να πηγάζει και από κει) χρησιμοποιώντας πάμπολλους εργάτες στα βιβλία του και χρωματίζοντάς τους πάντα με τα πιο ζωντανά και θαλπερά χρώματα. Ένας τρίτος, που από δω και μπρος θα μνημονεύω, θα είναι και ο Μιλς. Ο βασικός λόγος που παρεκκλίνω είναι γιατί θυμήθηκα κάτι ανεκδιήγητους διανοούμενους που συχνάζουν στο facebook (στο φυτώριο ανισορροπίας, όπως θα έλεγε και ο Πέτερ Εστερχάζυ) και διατείνονται με στόμφο ότι δεν μπορεί να μιλάει για πνευματικά θέματα ένας αγρότης ή ένας φορτηγατζής ή ένας υδραυλικός. Εγώ θα χρησιμοποιήσω από τα προαναφερθέντα επαγγέλματα, το πιο προσφιλές σε μένα και θα πω, χαλάρωσε λιγάκι, τα αγγούρια τα έχουμε για να δροσιζόμαστε. Και κρίμα τα μυαλά που κουβαλάς! Τέρμα το διάλειμμα, πίσω στη δουλειά. 
 
«Το μάντρωμα των ζώων» είναι ένα παράξενα γοητευτικό ανάγνωσμα με έναν μυστήριο τρόπο που δεν έχω ξανασυναντήσει σε βιβλίο – η πλοκή του είναι αδιάφορη, το ύφος του (φαινομενικά) όχι κάτι το ιδιαίτερο, διαβάζεις και δεν ξέρεις πού θέλει να το πάει... αν θέλει να το πάει κάπου, με ένα τέλος χαμηλόφωνο και ξέπνοο, σαν καρδιογράφημα που εμφανίζει ευθεία γραμμή, όπως απαιτούσε ο προιστάμενος της εταιρείας να είναι οι πάσσαλοι στις περιφράξεις, πριν το σοκ του «μηρυκασμού» κάνει την καρδιά σου να χτυπήσει αλλόκοτα δυνατά! Όπως λέει και ο Άρης Μπερλής στον πρόλογό του (ο πρόλογος ας διαβαστεί σαν επίλογος): «Ο πλούτος της αφήγησης του Μιλς αναδεικνύεται από την ολιγάρκεια, την αξιοποίηση των ελάχιστων γλωσσικών πόρων που ο συγγραφέας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει. Το αλάνθαστο ύφος του αντανακλά την ακρίβεια και σιγουριά μιας αταλάντευτης στάσης, ενός συγκεκριμένου ήθους – ύφος “ανέκφραστο”, απόλυτα ελεγχόμενο, στο κατώφλι του ξεκαρδιστικού γέλιου, αλλά χωρίς ποτέ να το διαβαίνει».
 
Ο Ταμ και ο Ρίτσι είναι δυο εργάτες περιφράξεων που μετά την δουλειά επιθυμούν να κατεβάζουν μπύρες στις τοπικές παμπ. Λουφαδόροι εκ πεποιθήσεως αλλά ταυτόχρονα και εργατικοί, ειδικά όταν τους βλέπουν οι ανωτέροι τους, κάνουν την δουλειά τους χωρίς πολλά πολλά. Παρέα με τον νεοπροσληφθέντα επιστάτη (ο ανώνυμος αφηγητής) αναλαμβάνουν συνεχώς όλο και μεγαλύτερες περιφράξεις, κάνοντας την εταιρεία για την οποία δουλεύουν να ανθεί και να ευημερεί. Όλο το βιβλίο πάει κάπως έτσι, περιφράξεις, παμπ, περιφράξεις, και έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να αναρωτιέται, κανονικά εγώ τώρα θα έπρεπε να βαριέμαι έτσι;, γιατί όμως δεν συμβαίνει αυτό, συνεχίζω την ανάγνωση με όλο και περισσότερη απόλαυση! Αυτό ίσως οφείλεται, στην ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης που ίσως αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως, όπως μας συμβουλεύει ο πάντα καχύποπτος και συνωμοσιολόγος Πύντσον!
 
Το βιβλίο διαθέτει μια εμφανή αλληγορική διάθεση – ο ίδιος ο τίτλος του, καθώς και το ολίγον ασαφές αλλά ταυτόχρονα εξοργιστικά σαφές, τέλος του, ενισχύουν αυτή την άποψη. Ήδη ο Μπερλής, μέσα στην μικρή έκταση του προλόγου του μάς προσφέρει ένα εκπληκτικό μίνι δοκίμιο πέρι αλληγορίας. Αλλά ανάμεσα στον αλληγορικό τίτλο και το αλληγορούμενο εξαγόμενο (που συνάγεται με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης) μεσολαβεί η αφήγηση μιας ιστορίας – απολαυστική, λιτή, άριστα οργανωμένη, ασυνήθιστη, με τρεις απροσδόκητες (όσο και πανομοιότυπες) τροπές της πλοκής, που διεγείρουν την αναγνωστική περιέργεια αλλά παραμένουν ιδιοφυώς εκκρεμείς, άλυτες.
 
Δεν θα βάλω κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο, δεν χρειάζεται, δεν μπορώ, και ενδεχομένως δεν πρέπει! Θα πω μόνο ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό, η μετάφραση της έμπειρης Αθηνάς Δημητριάδου εξαιρετική, ο πρόλογος του Άρη Μπερλή εξαιρετικός, το εξώφυλλο εξαιρετικό και η έκδοση επίσης. Και να θυμάστε, σπουδαίοι κριτικοί, όπως ο Μπένγιαμιν και ο Πωλ ντε Μαν, υποστήριξαν ότι η αλληγορία δρα ακριβώς όπως η πιο ακριβή και λεπτή ποιότητα της λογοτεχνίας, η ειρωνεία. Και η ειρωνεία πεθαίνει τελευταία, ακόμα και μετά την ελπίδα. 
 
Υ.Γ. 2666  Για να μην πέσετε σε κάποιο σπόιλερ, μην διαβάσετε το κύριο άρθρο. Ανοίξτε ωστόσο το λινκ και διαβάστε την αριστερή στήλη για να καταλάβετε καλύτερα αυτό που σας έλεγα στην αρχή της ανάρτησης. Όταν το έγραφα δεν είχα γνώση του άρθρου, μου το έστειλε μέρες αργότερα, η καλή φίλη Rosa Mund. Βέβαια, μπορείτε άνετα να μην με πιστέψετε, όπως και γενικότερα μπορείτε να μην με πιστεύετε!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .