Αν σου αρέσει η Φάρμα των ζώων, ο Σον το πρόβατο και οι ειδήσεις της ελληνικής τηλεόρασης, εδώ είσαι, σταμάτα. Τσσσπππρρρρ! Για να πω την αλήθεια όμως, ούτε εγώ κινήθηκα προς αυτό το βιβλίο με την θέλησή μου (δείξτε μου έναν που μπορεί να κινηθεί με την θέλησή του!), αλλά σαν το ζώο έτρεξα πίσω από τις μελωδίες του ποιμένα Πύντσον – «Μια καταπληκτική τρελή κωμωδία δοσμένη με το πιο σοβαρό ύφος, αυτή η ματιά στην αθέατη πλευρά της δουλειάς με σύμβαση έργου διαθέτει την ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης, που ίσως τελικά αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως» – που με μάντρωσε στα χωράφια της καλής λογοτεχνίας και άφησε τον εργάτη Μιλς να αρμέξει με επιμονή, όσο περισσότερη διανοητική απόλαυση μπορούσε, από το μυαλό μου.
Και μιας και είπα «εργάτη» επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από το βιογραφικό του συγγραφέα – κάτι που δεν θα έκανα σε καμία άλλη περίπτωση. Γεννημένος στο Μπέρμινχαμ πριν από σαράντα πέντε χρόνια, μεγαλωμένος στο Μπρίστολ, πρώην οδηγός τρακτέρ, πρώην εργάτης περιφράξεων, και μέχρι πρότινος οδηγός του λεωφορείου 159 της διαδρομής Μπρίξτον-Όξφορντ Σέρκους, ο Μάγκνους Μιλς δηλώνει φανατικός θαυμαστής των παμπ, λάτρης των Μπητλς και της ροκ και θαυμαστής του Κόνραντ και του Πίντερ. Το πρώτο του βιβλίο, Το μάντρωμα των ζώων, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ (1998), έχει πουλήσει τριάντα χιλιάδες αντίτυπα στην Αγγλία και έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες. Ήδη κυκλοφορεί το δεύτερο έργο του, All quiet on the Orient Express (Ουδέν νεώτερο από το Όριεντ Εξπρές) (1999) καθώς και μια συλλογή διηγημάτων του. Εργάζεται ως κηπουρός. Πολλοί συγγραφείς αναγκάστηκαν στην ζωή τους να κάνουν βαρετές δουλειές ή σκληρές ή και τα δύο για να τα βγάλουν πέρα, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν την έπαρση απέναντι σε αυτές τις δουλειές και τους ανθρώπους που τις εκτελούσαν. Μια φάση τύπου, «Εγώ ανήκω σε πολύ ανώτερη πνευματική σφαίρα από σένα, παρόλο που και οι δυο ατυχώς (κυρίως για μένα) κάνουμε την ίδια δουλειά. Ας μοιραστούμε το κολατσιό σου, τώρα»!
Ένας συγγραφέας που αντιμετώπισε τους βιοπαλαιστές όπως τους άξιζε, ήταν ο Μπουκόφσκι. Ποτέ δεν είχε την έπαρση του διανοούμενου απέναντί τους, αντιθέτως, όλη του την χολή την ξερνούσε ακριβώς πάνω στο σωρό των επηρμένων διανοούμενων, μέλος των οποίων δεν υπήρξε ποτέ, ασχέτως αν κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν ένας από αυτούς! Ένας ακόμα συγγραφέας που εκτίμησε βαθιά τους απλούς εργάτες είναι ο Πύντσον (η εκτίμησή του προς το έργο του Μιλς ίσως να πηγάζει και από κει) χρησιμοποιώντας πάμπολλους εργάτες στα βιβλία του και χρωματίζοντάς τους πάντα με τα πιο ζωντανά και θαλπερά χρώματα. Ένας τρίτος, που από δω και μπρος θα μνημονεύω, θα είναι και ο Μιλς. Ο βασικός λόγος που παρεκκλίνω είναι γιατί θυμήθηκα κάτι ανεκδιήγητους διανοούμενους που συχνάζουν στο facebook (στο φυτώριο ανισορροπίας, όπως θα έλεγε και ο Πέτερ Εστερχάζυ) και διατείνονται με στόμφο ότι δεν μπορεί να μιλάει για πνευματικά θέματα ένας αγρότης ή ένας φορτηγατζής ή ένας υδραυλικός. Εγώ θα χρησιμοποιήσω από τα προαναφερθέντα επαγγέλματα, το πιο προσφιλές σε μένα και θα πω, χαλάρωσε λιγάκι, τα αγγούρια τα έχουμε για να δροσιζόμαστε. Και κρίμα τα μυαλά που κουβαλάς! Τέρμα το διάλειμμα, πίσω στη δουλειά.
«Το μάντρωμα των ζώων» είναι ένα παράξενα γοητευτικό ανάγνωσμα με έναν μυστήριο τρόπο που δεν έχω ξανασυναντήσει σε βιβλίο – η πλοκή του είναι αδιάφορη, το ύφος του (φαινομενικά) όχι κάτι το ιδιαίτερο, διαβάζεις και δεν ξέρεις πού θέλει να το πάει... αν θέλει να το πάει κάπου, με ένα τέλος χαμηλόφωνο και ξέπνοο, σαν καρδιογράφημα που εμφανίζει ευθεία γραμμή, όπως απαιτούσε ο προιστάμενος της εταιρείας να είναι οι πάσσαλοι στις περιφράξεις, πριν το σοκ του «μηρυκασμού» κάνει την καρδιά σου να χτυπήσει αλλόκοτα δυνατά! Όπως λέει και ο Άρης Μπερλής στον πρόλογό του (ο πρόλογος ας διαβαστεί σαν επίλογος): «Ο πλούτος της αφήγησης του Μιλς αναδεικνύεται από την ολιγάρκεια, την αξιοποίηση των ελάχιστων γλωσσικών πόρων που ο συγγραφέας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει. Το αλάνθαστο ύφος του αντανακλά την ακρίβεια και σιγουριά μιας αταλάντευτης στάσης, ενός συγκεκριμένου ήθους – ύφος “ανέκφραστο”, απόλυτα ελεγχόμενο, στο κατώφλι του ξεκαρδιστικού γέλιου, αλλά χωρίς ποτέ να το διαβαίνει».
Ο Ταμ και ο Ρίτσι είναι δυο εργάτες περιφράξεων που μετά την δουλειά επιθυμούν να κατεβάζουν μπύρες στις τοπικές παμπ. Λουφαδόροι εκ πεποιθήσεως αλλά ταυτόχρονα και εργατικοί, ειδικά όταν τους βλέπουν οι ανωτέροι τους, κάνουν την δουλειά τους χωρίς πολλά πολλά. Παρέα με τον νεοπροσληφθέντα επιστάτη (ο ανώνυμος αφηγητής) αναλαμβάνουν συνεχώς όλο και μεγαλύτερες περιφράξεις, κάνοντας την εταιρεία για την οποία δουλεύουν να ανθεί και να ευημερεί. Όλο το βιβλίο πάει κάπως έτσι, περιφράξεις, παμπ, περιφράξεις, και έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να αναρωτιέται, κανονικά εγώ τώρα θα έπρεπε να βαριέμαι έτσι;, γιατί όμως δεν συμβαίνει αυτό, συνεχίζω την ανάγνωση με όλο και περισσότερη απόλαυση! Αυτό ίσως οφείλεται, στην ακαταμάχητη δύναμη της μαγικής λέξης που ίσως αποδειχτεί παρακινδυνευμένο να την προφέρει κανείς μεγαλοφώνως, όπως μας συμβουλεύει ο πάντα καχύποπτος και συνωμοσιολόγος Πύντσον!
Το βιβλίο διαθέτει μια εμφανή αλληγορική διάθεση – ο ίδιος ο τίτλος του, καθώς και το ολίγον ασαφές αλλά ταυτόχρονα εξοργιστικά σαφές, τέλος του, ενισχύουν αυτή την άποψη. Ήδη ο Μπερλής, μέσα στην μικρή έκταση του προλόγου του μάς προσφέρει ένα εκπληκτικό μίνι δοκίμιο πέρι αλληγορίας. Αλλά ανάμεσα στον αλληγορικό τίτλο και το αλληγορούμενο εξαγόμενο (που συνάγεται με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης) μεσολαβεί η αφήγηση μιας ιστορίας – απολαυστική, λιτή, άριστα οργανωμένη, ασυνήθιστη, με τρεις απροσδόκητες (όσο και πανομοιότυπες) τροπές της πλοκής, που διεγείρουν την αναγνωστική περιέργεια αλλά παραμένουν ιδιοφυώς εκκρεμείς, άλυτες.
Δεν θα βάλω κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο, δεν χρειάζεται, δεν μπορώ, και ενδεχομένως δεν πρέπει! Θα πω μόνο ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό, η μετάφραση της έμπειρης Αθηνάς Δημητριάδου εξαιρετική, ο πρόλογος του Άρη Μπερλή εξαιρετικός, το εξώφυλλο εξαιρετικό και η έκδοση επίσης. Και να θυμάστε, σπουδαίοι κριτικοί, όπως ο Μπένγιαμιν και ο Πωλ ντε Μαν, υποστήριξαν ότι η αλληγορία δρα ακριβώς όπως η πιο ακριβή και λεπτή ποιότητα της λογοτεχνίας, η ειρωνεία. Και η ειρωνεία πεθαίνει τελευταία, ακόμα και μετά την ελπίδα.
Υ.Γ. 2666 Για να μην πέσετε σε κάποιο σπόιλερ, μην διαβάσετε το κύριο άρθρο. Ανοίξτε ωστόσο το λινκ και διαβάστε την αριστερή στήλη για να καταλάβετε καλύτερα αυτό που σας έλεγα στην αρχή της ανάρτησης. Όταν το έγραφα δεν είχα γνώση του άρθρου, μου το έστειλε μέρες αργότερα, η καλή φίλη Rosa Mund. Βέβαια, μπορείτε άνετα να μην με πιστέψετε, όπως και γενικότερα μπορείτε να μην με πιστεύετε!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.