Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου

 
Θα μιλήσω λίγο για ποίηση. Καλέ, μην σκυλιάζετε, ένα απλό γατάκι είμαι! Θεωρώ ότι η (καλή) ποίηση δεν γράφεται με την καρδιά, ούτε διαβάζεται με αυτόν τον τρόπο. Όποιος γράφει με την καρδιά, πολύ γρήγορα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα με βουλωμένες αρτηρίες και εκνευριστικές αρρυθμίες. Όποιος πάλι διαβάζει με την καρδιά, πεθαίνει από συγκινησιακό έμφραγμα πολύ πριν τελειώσει το βιβλίο.
 
Ο Ντύλαν Τόμας υπήρξε ένας ποιητής που έγραφε με το μυαλό – και την καρδιά την είχε μόνο για να τρέφει το μυαλό. Οι πυκνά εναλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά «πιέζει και πλάθει» τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων. Αυτά γράφει στην (μόλις) δισέλιδη εισαγωγή της η μεταφράστρια Μιράντα Σταυρινού και φαίνεται να επαληθεύονται μέχρι κεραίας από τα ποιητικά πεζά της συγκεκριμένης συλλογής. Τα διηγήματα της “Προοπτικής της θάλασσας”, ο ίδιος ο ποιητής ήθελε να τα ενσωματώσει στην συλλογή διηγημάτων του “Πορτραίτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου” (ένα βιβλίο που παραμένει εκνευριστικά αμετάφραστο στα ελληνικά, ευτύχως όμως σε λίγες μέρες θα ισοσκελιστεί η αδικία καθώς θα εκδοθούν τα ποιήματα του νομπελίστα Μπομπ Ντύλαν, που παρέμεναν στην αφάνεια δεκαετίες τώρα!!).
 
Τα οκτώ διηγήματα της συλλογής διατρέχουν σχεδόν μία περίοδο 20 χρόνων καλλιτεχνικής δημουργίας. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα με την πυκνή, λυρική τους υποκειμενικότητα, έφτασε σταδιακά στην δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράϊερ. Και τα μεν και τα δε είναι εξαιρετικά γραμμένα και σε καθηλώνουν με την γραφή τους. Αγάπησα πολύ “Το Ποντίκι και η Γυναίκα” [1936] και το “Αυτοί που έπαιρναν τους άλλους από πίσω” [1952], το οποίο μου θύμισε ελαφρώς το ύφος και τις μεταφορές του Τόμας Πύντσον – άραγε να ήταν ο Ντύλαν Τόμας επιρροή για τον Τόμας Πύντσον; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά έχει μια γοητεία να το πιστεύουμε.

Σταματήσαμε, μουσκεμένοι και μόνοι, να χαζέψουμε τις φωτογραφίες έξω απ' τον κινηματογράφο που τον λέγαμε η Τρύπα της φαγούρας. Για βδομάδες και χρόνια καθόμασταν εκεί στα σκληρά καθίσματά του, μες στο υγρό αλλά βολικό σκοτάδι που αναβόσβηνε, πρώτα με καραμέλες και φυστίκια που κροτάλιζαν αντί για τα βουβαμένα όπλα, και μετά με τσιγάρα: ένα ιδιαίτερα φτηνό είδος που θα έκανε τον άνθρωπο που καταπίνει φωτιές να ξεράσει τις στάχτες της καρδιάς του.

Ο Ντύλαν Τόμας επιλέγει με μέγιστη προσοχή τις λέξεις του, δημιουργώντας υπέροχες μεταφορές, παράδοξα γοητευτικές, που δίνουν όλη την ομορφιά στα διηγήματά του – και αν ζητάτε την γνώμη μου, οι μεταφορές είναι η πεμπτουσία της λογοτεχνίας. ...τσιρίζοντας καθώς πιτσίλαγαν τις κάλτσες τους στα λασπόνερα με τα ουράνια τόξα του πετρελαίου ανάμεσα στις γλιστερές γραμμές. Επίσης ο Ντύλαν Τόμας συχνά κάνει παιχνίδια με την σύνταξη πλάθοντας σχήματα σύγχυσης που συναρπάζουν τον αναγνώστη. Όπως με την αρχή του διηγήματος “Το φόρεμα” [1934], όπου ενώ αρχικά πιστεύεις ότι βλέπεις τα πράγματα από την οπτική γωνία των κυνηγών, τελικά διαπιστώνεις ότι στέκεσαι πλάι στον κυνηγημένο: 

Τον κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα.

Το διήγημα που ανοίγει την συλλογή, “Προοπτική της θάλασσας” [1937] είναι αρκετά αλλόκοτο και ενδεχομένως σας αποτρέψει να συνεχίσετε την ανάγνωση. Δεν πρέπει να επιτρέψετε να συμβεί αυτό! Θα πρότεινα να διαβάσετε τα διηγήματα ανάκατα, πότε ένα προγενέστερο “υποκειμενικό” και πότε ένα μεταγενέστερο “αντικειμενικό”, αφήνοντας ίσως την “Προοπτική της θάλασσας” για το τέλος. Η έκδοση είναι κομψή και όμορφη, με το κίτρινο και το μπλε του εξωφύλλου να ταιριάζουν υπέροχα. Μόνο ψεγάδι είναι το παλιακό οβάλ καδράκι με την φάτσα του ποιητή – θα μπορούσε να επιλεγεί μια μεγαλύτερη φωτογραφία που να καλύπτει περισσότερο χώρο, ή ακόμα και να λείπει εντελώς. Η μετάφραση της Μιράντας Σταυρινού είναι εξαιρετική και γενικά, το ασυγχώρητο ελάττωμα αυτής της έκδοσης είναι που περιέχει μόνο οκτώ διηγήματα!

Ο Ντύλαν Τόμας υπήρξε ένας δημοφιλής ποιητής που πέθανε μόλις στα 39 του χρόνια. Τον ακολουθεί πλέον και ο (αβάσιμος) λογοτεχνικός μύθος ότι έχασε την ζωή του ύστερα από την κατανάλωση 18 διπλών ουίσκι! Πέρα όμως από τις δημοφιλείς καταχρήσεις τους ή την καταχρηστική δημοφιλία του, υπήρξε και ένας καινοτόμος ποιητής, με χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος και απέραντη αγάπη για τα τερτίπια της γλώσσας. Ο Μπομπ Ντύλαν λέγεται ότι έχει επιλέξει το μισό του καλλιτεχνικού του ονόματος από τον Ντύλαν Τόμας. Αν πήρε και μισό από το ποιητικό του ταλέντο, τότε ίσως η Σουηδική Ακαδημία να μην έκανε τόσο μεγάλο λάθος όσο της χρεώνουμε!! 
 

«Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει ν' ακολουθεί κανείς τους ανθρώπους», είπε ο Λέσλυ, «είναι ένα είδος τρέλας. Δε σε βγάζει πουθενά. Το μόνο που κάνεις είναι να τους ακολουθείς ως το σπίτι τους και μετά να προσπαθείς να κοιτάξεις μέσ' απ' το παράθυρο για να δεις τι κάνουν και συνήθως υπάρχουν πάντα κουρτίνες. Στοιχηματίζω ότι κανένας δεν κάνει τέτοια πράγματα».

Σχόλια

  1. Ανώνυμος16.10.16

    Όταν τελείωσα το σχολείο φοίτησα σε μια Αμερικανική Σχολή η οποία ήταν τελείως αγγλόφωνη. Ένα από τα υποχρεωτικά μαθήματα που παίρναμε στο 3ο εξάμηνο ήταν Literature Η καθηγήτρια ΑΣΤΕΡΙ και ένα από τα ποιήματα που αναλύσαμε αυτό:
    Do not go gentle into that good night,
    Old age should burn and rave at close of day;
    Rage, rage against the dying of the light.

    Though wise men at their end know dark is right,
    Because their words had forked no lightning they
    Do not go gentle into that good night.

    Good men, the last wave by, crying how bright
    Their frail deeds might have danced in a green bay,
    Rage, rage against the dying of the light.

    Wild men who caught and sang the sun in flight,
    And learn, too late, they grieved it on its way,
    Do not go gentle into that good night.

    Grave men, near death, who see with blinding sight
    Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
    Rage, rage against the dying of the light.

    And you, my father, there on the sad height,
    Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
    Do not go gentle into that good night.
    Rage, rage against the dying of the light.

    20 χρόνια έχουν περάσει και το θυμάμαι σαν χθες........

    (Αυτό ήταν κάτι που θυμήθηκα εκτός από την Μισέλ όταν άκουσα για το Νόμπελ :P)
    Φαίη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τέλειο! Κρίμα που δεν υπάρχουν πολλά στα ελληνικά. Αυτή την συλλογή διηγημάτων την είχα πολύ καιρό στην βιβλιοθήκη. Είχα επιχειρήσει κάποτε να την διαβάσω αλλά ξεκινώντας από το ομώνυμο διήγημα μού είχε φανεί πολύ αλλόκοτο (γι' αυτό και κάνω την παρότρυνση στην ανάρτηση) και την άφησα. Στην πορεία διάβασα πολλά αλλόκοτα βιβλία και πλέον την βρήκα εξαιρετική!

      Από σπόντα, βγήκε και κάτι καλό από το φετινό Νόμπελ! Και νομίζω ότι ήρθε πια η ώρα να σταματήσω τις μπηχτές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Του χρόνου πάλι.

      Να'σαι καλά, Φαίη :)

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος16.10.16

    το 'portait of the artist as a young dog',έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μετάφραση:Βένια Δενδρινού-Γιώργος Ρωμανός, εκδ. Πρόσπερος,1980.. για την ακρίβεια, στο συγκεριμένο βιβλίο έχουν μεταφραστεί τα 4 από τα 10 διηγήματα της συλλογής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτή η πληροφορία αναγράφεται στο αυτί της συλλογής που παρουσιάζω, αλλά όσο και αν έψαξα στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία δεν βρήκα κάτι σχετικό. Γι' αυτό και έγραψα ότι δεν έχει εκδοθεί, στην ουσία μοιάζει σαν να μην έχει εκδοθεί καθόλου!

      Αν έχεις κάποιο λινκ σχετικό με αυτό το βιβλίο, σε παρακαλώ να μου το στείλεις.

      Ευχαριστώ για το σχόλιο!

      Διαγραφή
  3. Ανώνυμος16.10.16

    Το έχω το βιβλίο και το αγαπώ πολύ. Χάρη σε σένα το θυμήθηκα και τώρα το ξεφυλλίζω μετά από πάρα πολύ καιρό. Εγώ σ' ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τότε να το χαρείς γιατί πρόκειται για διαμάντι. Δεν μπορώ καν να βρω μια ρημαδοφωτογραφία της έκδοσης στο διαδίκτυο! Ωστόσο, θα το έχω στα υπ'όψιν μου μήπως το εντοπίσω ξεχασμένο σε κάποιο ράφι βιβλιοπωλείου. Ας ελπίσουμε σε μια πιο σύγχρονη έκδοσή του. Καλή συνέχεια :)

      Διαγραφή
  4. Αγαπάμε τον έξοχο ποιητή Ντίλαν Τόμας:

    http://docplayer.gr/692102-Tis-lalias-poiimata-1934-1953.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πάντα μου προσφέρετε τα πιο ενδιαφέροντα λινκς. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Αλήθεια, η μετάφραση του Μπλάνα πώς σας φάνηκε; Γιατί στην μετάφραση των ποιημάτων του Μπλέικ με είχε απογοητεύσει πολύ. Απ' ό,τι βλέπω υπάρχει και το πρωτότυπο, άρα θα κάνω και μόνος μου μια σχετική σύγκριση.

      Υ.Γ. Δεν μου σχολιάσατε καθόλου την βράβευση του Μπομπ Ντύλαν. Και περίμενα πώς και πώς μια μειλίχια γνώμη από μια θαυμάστρια της ποίησης όπως εσείς; Ματαιοπονώ άραγε; :)

      Διαγραφή
  5. Αυτές τις μέρες διάβασα πολλές απόψεις και διάφορες σκέψεις για το Νόμπελ. Ήθελα να αποστασιοποιηθώ λιγάκι. Είναι γεγονός ότι η μουσική και οι στίχοι του Ντίλαν μου αρέσουν πολύ. Η λογοτεχνία όμως, μέσα στην οποία ανήκει ΚΑΙ η ποίηση, είναι μάλλον για να διαβάζεται παρά να μελοποιείται.
    Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Όμηρος και η Σαπφώ απαγγέλλονταν με συνοδεία λύρας -εξού και λυρική ποίηση. Τότε όμως δεν υπήρχε χαρτί και βιβλίο με την έννοια που διαβάζουμε σήμερα. Εκτός αν βαίνουμε προς την παντελή ακύρωση των μη μελοποιημένων ποιητών, μιας και η ανάγνωση ποίησης (και γενικώς) δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους περισσότερους.

    Διάβασα για πρώτη φορά Ντίλαν Τόμας πριν πολλά-πολλά χρόνια από ένα δανεικό βιβλίο, που δεν θυμάμαι το μεταφραστή του. Τότε μου είχε αρέσει "Ο καμπούρης στο πάρκο" και "Το χέρι που υπέγραψε".
    Κατά τη γνώμη μου, η μετάφραση του Μπλάνα είναι άνιση. Άλλοτε ρέει στρωτά. Άλλοτε σα να μη βρίσκει τη σωστή λέξη. Μερικές φορές σα να χάνει το ρυθμό του ποιήματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η δική σας άποψη είναι όντως μειλίχια, όπως προέβλεψα. Η δική μου υπήρξε ιδιαιτέρως ακραία, το παραδέχομαι. Ατυχής η επιλογή της Ακαδημίας γιατί αφήνει απ'έξω, για ακόμα μια φορά, πολλούς σπουδαίους λογοτεχνές που δεν μπορούν δυστυχώς να "ανοίξουν" τα όρια της τέχνης τους για να βραβευθούν και από κάποιο άλλο βραβείο! Η μουσική του Μπομπ Ντύλαν ίσως είναι πιο χαρακτηριστική (ίσως και πιο σπουδαία;) από την ποίησή του, παρόλα αυτά, στο όνομα του εκσυγχρονισμού του βραβείου (της κατευθυνόμενης αυτοδιαφήμισης θα έλεγα εγώ!), τελικά πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας! Το αστείο είναι πως (μάλλον) δε θα πάει να το παραλάβει, όπως (σίγουρα) δε θα πήγαινε ούτε ο Τόμας Πύντσον, αν είχε το θάρρος η Ακαδημία να του το δώσει, που φυσικά το δικαιούται πολύ περισσότερο από τον Ντύλαν!! Η Ακαδημία την πάτησε.

      Ο Ντύλαν Τόμας μου άρεσε πάρα πολύ -- δώρο ενός φίλου από τον στρατό, δωρισμένο κατά την διάρκεια της θητείας, γιατί μετά η φιλία εξασθένισε αλλά μια νέα (λογοτεχνική) γεννήθηκε! Με μισή καρδιά θα διαβάσω την μετάφραση του Μπλάνα, με είχε χαλάσει πολύ εκείνη που είχε κάνει στον Μπλέικ. Τι να κάνω, από το ολότελα...

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .