Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η χλομή φωτιά της λογοτεχνίας

Όταν ακούω την λέξη λογοτεχνία, δύο συγγραφείς μού έρχονται στο μυαλό – ο ένας είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο άλλος δε σας αφορά! Τα έργα του Ναμπόκοφ, σταθερά τα τελευταία χρόνια, μου προσφέρουν απλόχερη αναγνωστική απόλαυση και θρεπτική τροφή (του πεινασμένου!) για σκέψη. Πριν επεκταθώ όμως προς τα εκεί, ας πούμε δυο λόγια για την κριτική λογοτεχνίας, πεδίο που πολλοί φυτοζωούν και λίγοι διαπρέπουν. Εγώ επειδή δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, θέλω να σας ενημερώσω εκ των προτέρων ότι, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!


Στο άκουσμα και μόνο της λέξης κριτική της τέχνης (και ειδικότερα της λογοτεχνίας) έβγαζα φλύκταινες. Δεν τα λέει όλα το έργο από μόνο του; Αν επαναλάβω την ανάγνωση μερικές δεκάδες φορές, δε θα εντρυφήσω περισσότερο στο νόημά του και στις κρυφές γωνιές του; Πρέπει να τις γαρνίρω και με τις αρλούμπες του κάθε ηλίθιου; Μετά από χρόνια υπομονής και επιμονής, μια φίλη που σπούδασε κριτική της λογοτεχνίας, κατάφερε να με πείσει πόσο σημαντική δουλειά είναι, μια παράλληλη δημιουργία που απαιτεί την διορατικότητα ενός καλλιτέχνη και την ακρίβεια ενός χειρουργού. Έτσι λοιπόν και εγώ, έκανα μεταστροφή στις απόψεις μου για την κριτική (και πρέπει να ομολογήσω πως μόνο οφέλη αποκόμισα), διατηρώντας όμως την ικανότητα να εντοπίζω τους επίμονους ηλίθιους και το δικαίωμα, να αναφωνώ κάθε τόσο, με μια δόση ευχαρίστησης από τον εξόριστο τόπο της ανάγνωσης, “Τι μαλακίες, διαβάζω!”

Η Χλομή Φωτιά, σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ακριβώς αυτό, μια παρωδία της κριτικής της λογοτεχνίας. Ο Δρ Κίνμποτ, θαυμαστής και φίλος του Αμερικανού ποιητή Τζων Σέιντ, αναλαμβάνει την έκδοση και τον σχολιασμό του ποιήματος “Χλομή φωτιά”, ύστερα από την δολοφονία του δεύτερου. Ο σχολιασμός δεν έχει καμία σχέση με το ποίημα και αυτό μου θύμισε πολλές κριτικές που έχω διαβάσει όπου η κριτική δεν έχει καμία σύνδεση με το κρινόμενο έργο, παρά μόνο, απεραντολογεί βασανιστικά (για τον αναγνώστη) για προσωπικές επιθυμίες και άσκοπες φαντασιοκοπίες του κριτικού. Έτσι, όσο προχωρούν τα ερμηνευτικά σχόλια, ο Κίνμποτ ξεφεύγει από την ουσία του ποιήματος και δημιουργεί μια ιστορία για την απόδραση του βασιλιά της Ζέμπλα, ύστερα από την ανατροπή του από τους εξτρεμιστές, ιστορία την οποία πιστεύει ότι αφηγείται και ο ίδιος ο ποιητής πίσω από το κάλυμμα της δημιουργίας, αφού πρώτα είχε ακούσει πολλά βράδια τον Κίνμποτ να του λέει τις όμορφες ιστορίες για την μακρινή του χώρα.
Πούθ' έρχεσαι; http://www.huxleyking.com/happy-birthday-vladimir-nabokov/


Μία συνήθεια που έχω κατά την ανάγνωση είναι να διαβάζω το επίμετρο του βιβλίου μια φορά σαν πρόγευση και φυσικά μια ακόμα στο τέλος. Η πρώιμη ανάγνωση δεν μου στερεί την ευχαρίστηση από το κυρίως κείμενο, αντιθέτως, ίσως μου δώσει στοιχεία που αλλιώς θα μου διέφευγαν. Αντί λοιπόν να κάνω αναδρομικές σκέψεις πάνω στο κείμενο που μόλις διάβασα, έχω την ευκαιρία να κάνω τις σκέψεις παράλληλα και να διακρίνω τα σημάδια που τις επαληθεύουν. Το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο του Ρίτσαρντ Ρόρτυ, ανέδειξε μια πτυχή για την δομή και την τεχνοτροπία στα έργα του Ναμπόκοφ που ποτέ άλλοτε δεν είχα παρατηρήσει. Έχοντας διαβάσει σχετικά πρόσφατα, την Λολίτα, τρόμαξα με την απάντηση που έδινα στο ερώτημα που εμμέσως μου έθετε το επίμετρο, “Πόσες φορές θυμάσαι την Λολίτα να κλαίει με λυγμούς;” Η αλήθεια είναι, πολύ λίγες. Γιατί όμως; Η Λολίτα δεν είναι το θύμα;

(...) Μόνο ο Χάμπερτ είναι εκείνος που νομίζει ότι επινόησε την Λολίτα. Εμείς δεν επιτρέπεται να το νομίσουμε. Εμείς οφείλουμε να θυμόμαστε ό,τι ο Χάμπερτ διαρκώς λησμονούσε: τους λυγμούς της Λολίτας στη μέση της νύχτας, το νεκρό αδερφό της, το παιδί που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον αδερφό της. Πώς μπορέσαμε να τα ξεχάσουμε όλα αυτά;
Τα ξεχάσαμε γιατί ο Ναμπόκοφ τα ρύθμισε έτσι ώστε να τα ξεχάσουμε, έστω και πρόσκαιρα. Μας προγραμμάτισε να λησμονήσουμε στην αρχή και αργότερα να θυμηθούμε – να θυμηθούμε μέσα σε σύγχυση και ενοχή. Το βιβλίο του συνεχίζει να μας κακομεταχειρίζεται και μετά το τέλος του.

Με αυτό το στοιχείο κατά νου, διάβασα την Χλομή Φωτιά με άλλο μάτι, και είδα τον Δρ Κινμποτ (όπως είχε συμβεί εν αγνοία μου και με τον Χάμπερτ) να διαγράφεται γοητευτικός και να πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να συμμαχήσει μαζί του και με την παρανοϊκή (όπως αποδείχθηκε στο τέλος) ιστορία του. Ο αναγνώστης χάνει την ουσία της ιστορίας, η οποία εμφανίζεται σαν αστραπή στις πρώτες σελίδες, την ξεχνάει για καιρό, πίσω από την γοητευτική οπτική του Κίνμποτ, για να έρθει το τέλος να του την θυμίσει με πολλαπλασιασμένες ενοχές εξαιτίας της εκούσιας αμνησίας του. Η συγκεκριμένη αυτή λήθη δεν είναι φαντασίωση. Είναι το ίδιο αληθινή όσο κι εμείς. Το ρήγμα αυτό το προκάλεσε η φαντασία του Ναμπόκοφ, αλλά μόνο με την δική μας ολόψυχη συνεργία.

Πιστεύω ότι ο Ναμπόκοφ, εκτός από ένας εξαιρετικός χειριστής του πεζού λόγου, είναι και ένας εύστροφος δημιουργός που μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά, μέσα από χρήσιμα κριτικά κείμενα, όπως αυτό του Ρόρτυ. 
Πούθ' έρχεσαι; https://www.pinterest.com/KhunMireille/nabokov/ 


[...] Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ υπήρξε το πλέον ασυνήθιστο πνεύμα: ένας απίστευτα προικισμένος ποιητής, που η ικανότητά του να διακρίνει τον ανθρώπινο πόνο μεγάλωνε σταθερά όσο χρησιμοποιούσε τα αστείρευτα ταλέντα του. Είχε καταλάβει πως ο καλύτερος τρόπος για να κάνει τους αναγνώστες του να αντιληφθούν τον ανθρώπινο πόνο ήταν να τους τον παρουσιάσει ζωντανό για μια στιγμή και ύστερα να τους κάνει να τον λησμονήσουν για καιρό, για να τον επαναφέρει όταν πια θα τους είχε ολοκληρωτικά συνεπάρει με την ομορφιά της φαντασίας, με την τέρψη του πεζού λόγου. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά ότι η τέχνη μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως αντιπερισπασμός σε σχέση με τις απαιτήσεις της ηθικής. Αλλά γνώριζε επίσης πολύ καλά πως μπορεί να γίνει – τουλάχιστον για μερικούς από εμάς – και το καλύτερο μέσο για την ανύψωση της ηθικής. Γιατί, παρόλο που το κάλλος μπορεί να εξοστρακίσει την ευσπλαχνία, μπορεί επίσης να παράγει ευσπλαχνία με μια αφάνταστη δριμύτητα: όσο πιο όμορφη είναι η ιστορία που μας προκάλεσε τη λήθη, τόσο πιο έντονη είναι η ευσπλαχνία όταν τελικά ξαναθυμηθούμε τον ανθρώπινο πόνο.

Τελικά, η λογοτεχνική φωτιά του Ναμπόκοφ μπορεί να μην είναι έντονη και αδηφάγα, αλλά παραμένει φωτιά, μια χλομή φωτιά, που μπορεί να τροφοδοτείται για χρόνια από μικρά κομματάκια χαρτί, όπως αυτά πάνω στα οποία υποτίθεται ότι έγραψε ο Ναμπόκοφ τα σπουδαιότερα έργα του. Εγώ θα συνεχίσω να αναμετρώμαι με τα έργα του και να ονειρεύομαι ότι για μερικές εβδομάδες, ίσως θα μπορούσα να είμαι ο ίδιος ο Ναμπόκοφ! Υπέροχα θα ήταν. Να γράφω λογοτεχνία, να παίζω σκάκι και να κυνηγάω πεταλούδες.

Υ.Γ. 2666  Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Διαβάζοντας. Αλλά όπως λέει και ο Βλαδίμηρος, το καλό post είναι το repost. Και επειδή γιορτάζει σήμερα δεν χαλάμε καρδιές.

Σχόλια

  1. Που σπουδάζει κάποιος κριτική λογοτεχνίας; Εγώ νόμιζα πως είναι δουλειά των φιλολόγων αυτή.
    Λοιπόν, νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να διαβάσω τη Λολίτα.
    Μα δεν είναι ο Καλβίνο ο αγαπημένος σου ή έστω ο Πεσσόα;
    Δεν φανταζόμουν τον Ναμποκοφ.
    Πρέπει να διαβάσω κάτι δικό του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είπα ότι είναι και κάποιος άλλος που δεν θα αποκαλύψω, αλλά επειδή με ξέρεις καλά, μάντεψες σωστά πως πρόκειται για τον Καλβίνο! Ναμπόκοφ και Καλβίνο είναι δυο συγγραφείς παιγνιώδεις και ευφάνταστοι και μόλις σκέφτομαι την λογοτεχνία, αμέσως μου έρχονται αυτοί στο μυαλό. Δεν είναι όμως οι αγαπημένοι μου. Πρώτος είναι σίγουρα ο Τζόυς, ακολουθούν δυο-τρεις άλλοι και μετά είναι ο Ναμπόκοφ με τον Καλβίνο. Ο Πεσσόα έπεσε στην κατάταξη!!

      Στην Οξφόρδη τουλάχιστον, σπουδάζουν. Για να πετύχεις έναν καλό κριτικό λογοτεχνίας θέλει τύχη, όπως και για να πετύχεις έναν καλό συγγραφέα.

      Η Λολίτα δεν συγκρίνεται με κάποια άλλα δικά του. Αν βρεις τον Αξιοπρεπή κύριο Πνιν ή την Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, ακόμα καλύτερα. Επίσης, αφού σου αρέσει το σκάκι, μπορείς να διαβάσεις την Άμυνα του Λούζιν (μιας και επανεκδόθηκε). Δεν έχει εκείνα τα ευφάνταστα λογοπαίγνια των άλλων βιβλίων του, αλλά είναι σίγουρο ένα θαυμάσιο βιβλίο.

      Αλήθεια, πώς πάει ο Καλβίνο; Το διάβασες; Σου άρεσε;

      Διαγραφή
  2. Συμφωνώ για το Ναμπόκοφ είναι κορυφή, μόλις τελείωσα την Αμυνα του Λούζιν εξαιρετικό! Η Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ είναι επίσης εξαιρετικό διαβασμένο παλιά και δεν γνωρίζω αν κυκλοφορεί, ελπίζω.
    Όσο για τον Ίταλο Καλβίνο δεν έχω διαβάσει μπορείτε να μου πείτε από πού να αρχίσω;
    Ευχαριστώ
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Σουμέλα! (στον ενικό σε παρακαλώ, η συνομιλία μας)

      Ναι ο Ναμπόκοφ είναι άψογος! Απέκτησα προσφάτως τον Σεμπάστιαν Νάιτ και ανυπομονώ να τον διαβάσω. Σε μερικά κομμάτια της γραφής του ο Ναμπόκοφ μοιάζει παραπλανητικά βαρετός και αυτό αποπροσανατολίζει μερικούς αναγνώστες, αν όμως επιμείνεις ως το τέλος, θα βγεις πολλαπλά κερδισμένος από τα βιβλία του.

      Ο Καλβίνο από την άλλη είναι και αυτός ιδιάζουσα περίπτωση. Επειδή μου αρέσει πολύ, θεωρώ ότι είναι ένας εύκολος συγγραφέας, κρίνοντας όμως από άλλους αναγνώστες διαπιστώνω ότι δεν ισχύει αυτό όσο εγώ φαντάζομαι. Ας πούμε, οι Δύσκολοι έρωτες ή οι Αόρατες πόλεις δεν χαίρουν τόσο ευρείας αποδοχής όσο τα άλλα κείμενά του (αδιανόητο για μένα). Θα σου πρότεινα να ξεκινήσεις από το Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, σίγουρη λύση για να συνεχίσεις και με τα υπόλοιπα του συγγραφέα. Επίσης, αγαπώ και το κομψό Μαρκοβάλντο (http://voltitses.blogspot.gr/2014/07/blog-post_10.html) όπως και τα Κοσμοκωμικά (http://spirosglykas.blogspot.gr/2015/08/why-i-am-calvinist-marabou.html) . Πιστεύω ότι και στην τύχη να επιλέξεις ένα βιβλίο του Καλβίνο, πολύ δύσκολα θα σε απογοητεύσει τόσο πολύ ώστε να μην του δώσεις και μια δεύτερη ευκαιρία!

      Διαγραφή
  3. Ευχαριστώ για τις συμβουλές, θα τις ακολουθήσω και θα επανέλθω με τις εντύπώσεις μου. Λίγο μετά γιατί τώρα έχω διάφορα που προηγούνται.
    καλή σας μέρα
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!