Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η χλομή φωτιά της λογοτεχνίας

Όταν ακούω την λέξη λογοτεχνία, δύο συγγραφείς μού έρχονται στο μυαλό – ο ένας είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο άλλος δε σας αφορά! Τα έργα του Ναμπόκοφ, σταθερά τα τελευταία χρόνια, μου προσφέρουν απλόχερη αναγνωστική απόλαυση και θρεπτική τροφή (του πεινασμένου!) για σκέψη. Πριν επεκταθώ όμως προς τα εκεί, ας πούμε δυο λόγια για την κριτική λογοτεχνίας, πεδίο που πολλοί φυτοζωούν και λίγοι διαπρέπουν. Εγώ επειδή δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, θέλω να σας ενημερώσω εκ των προτέρων ότι, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!


Στο άκουσμα και μόνο της λέξης κριτική της τέχνης (και ειδικότερα της λογοτεχνίας) έβγαζα φλύκταινες. Δεν τα λέει όλα το έργο από μόνο του; Αν επαναλάβω την ανάγνωση μερικές δεκάδες φορές, δε θα εντρυφήσω περισσότερο στο νόημά του και στις κρυφές γωνιές του; Πρέπει να τις γαρνίρω και με τις αρλούμπες του κάθε ηλίθιου; Μετά από χρόνια υπομονής και επιμονής, μια φίλη που σπούδασε κριτική της λογοτεχνίας, κατάφερε να με πείσει πόσο σημαντική δουλειά είναι, μια παράλληλη δημιουργία που απαιτεί την διορατικότητα ενός καλλιτέχνη και την ακρίβεια ενός χειρουργού. Έτσι λοιπόν και εγώ, έκανα μεταστροφή στις απόψεις μου για την κριτική (και πρέπει να ομολογήσω πως μόνο οφέλη αποκόμισα), διατηρώντας όμως την ικανότητα να εντοπίζω τους επίμονους ηλίθιους και το δικαίωμα, να αναφωνώ κάθε τόσο, με μια δόση ευχαρίστησης από τον εξόριστο τόπο της ανάγνωσης, “Τι μαλακίες, διαβάζω!”

Η Χλομή Φωτιά, σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ακριβώς αυτό, μια παρωδία της κριτικής της λογοτεχνίας. Ο Δρ Κίνμποτ, θαυμαστής και φίλος του Αμερικανού ποιητή Τζων Σέιντ, αναλαμβάνει την έκδοση και τον σχολιασμό του ποιήματος “Χλομή φωτιά”, ύστερα από την δολοφονία του δεύτερου. Ο σχολιασμός δεν έχει καμία σχέση με το ποίημα και αυτό μου θύμισε πολλές κριτικές που έχω διαβάσει όπου η κριτική δεν έχει καμία σύνδεση με το κρινόμενο έργο, παρά μόνο, απεραντολογεί βασανιστικά (για τον αναγνώστη) για προσωπικές επιθυμίες και άσκοπες φαντασιοκοπίες του κριτικού. Έτσι, όσο προχωρούν τα ερμηνευτικά σχόλια, ο Κίνμποτ ξεφεύγει από την ουσία του ποιήματος και δημιουργεί μια ιστορία για την απόδραση του βασιλιά της Ζέμπλα, ύστερα από την ανατροπή του από τους εξτρεμιστές, ιστορία την οποία πιστεύει ότι αφηγείται και ο ίδιος ο ποιητής πίσω από το κάλυμμα της δημιουργίας, αφού πρώτα είχε ακούσει πολλά βράδια τον Κίνμποτ να του λέει τις όμορφες ιστορίες για την μακρινή του χώρα.
Πούθ' έρχεσαι; http://www.huxleyking.com/happy-birthday-vladimir-nabokov/


Μία συνήθεια που έχω κατά την ανάγνωση είναι να διαβάζω το επίμετρο του βιβλίου μια φορά σαν πρόγευση και φυσικά μια ακόμα στο τέλος. Η πρώιμη ανάγνωση δεν μου στερεί την ευχαρίστηση από το κυρίως κείμενο, αντιθέτως, ίσως μου δώσει στοιχεία που αλλιώς θα μου διέφευγαν. Αντί λοιπόν να κάνω αναδρομικές σκέψεις πάνω στο κείμενο που μόλις διάβασα, έχω την ευκαιρία να κάνω τις σκέψεις παράλληλα και να διακρίνω τα σημάδια που τις επαληθεύουν. Το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο του Ρίτσαρντ Ρόρτυ, ανέδειξε μια πτυχή για την δομή και την τεχνοτροπία στα έργα του Ναμπόκοφ που ποτέ άλλοτε δεν είχα παρατηρήσει. Έχοντας διαβάσει σχετικά πρόσφατα, την Λολίτα, τρόμαξα με την απάντηση που έδινα στο ερώτημα που εμμέσως μου έθετε το επίμετρο, “Πόσες φορές θυμάσαι την Λολίτα να κλαίει με λυγμούς;” Η αλήθεια είναι, πολύ λίγες. Γιατί όμως; Η Λολίτα δεν είναι το θύμα;

(...) Μόνο ο Χάμπερτ είναι εκείνος που νομίζει ότι επινόησε την Λολίτα. Εμείς δεν επιτρέπεται να το νομίσουμε. Εμείς οφείλουμε να θυμόμαστε ό,τι ο Χάμπερτ διαρκώς λησμονούσε: τους λυγμούς της Λολίτας στη μέση της νύχτας, το νεκρό αδερφό της, το παιδί που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον αδερφό της. Πώς μπορέσαμε να τα ξεχάσουμε όλα αυτά;
Τα ξεχάσαμε γιατί ο Ναμπόκοφ τα ρύθμισε έτσι ώστε να τα ξεχάσουμε, έστω και πρόσκαιρα. Μας προγραμμάτισε να λησμονήσουμε στην αρχή και αργότερα να θυμηθούμε – να θυμηθούμε μέσα σε σύγχυση και ενοχή. Το βιβλίο του συνεχίζει να μας κακομεταχειρίζεται και μετά το τέλος του.

Με αυτό το στοιχείο κατά νου, διάβασα την Χλομή Φωτιά με άλλο μάτι, και είδα τον Δρ Κινμποτ (όπως είχε συμβεί εν αγνοία μου και με τον Χάμπερτ) να διαγράφεται γοητευτικός και να πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να συμμαχήσει μαζί του και με την παρανοϊκή (όπως αποδείχθηκε στο τέλος) ιστορία του. Ο αναγνώστης χάνει την ουσία της ιστορίας, η οποία εμφανίζεται σαν αστραπή στις πρώτες σελίδες, την ξεχνάει για καιρό, πίσω από την γοητευτική οπτική του Κίνμποτ, για να έρθει το τέλος να του την θυμίσει με πολλαπλασιασμένες ενοχές εξαιτίας της εκούσιας αμνησίας του. Η συγκεκριμένη αυτή λήθη δεν είναι φαντασίωση. Είναι το ίδιο αληθινή όσο κι εμείς. Το ρήγμα αυτό το προκάλεσε η φαντασία του Ναμπόκοφ, αλλά μόνο με την δική μας ολόψυχη συνεργία.

Πιστεύω ότι ο Ναμπόκοφ, εκτός από ένας εξαιρετικός χειριστής του πεζού λόγου, είναι και ένας εύστροφος δημιουργός που μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά, μέσα από χρήσιμα κριτικά κείμενα, όπως αυτό του Ρόρτυ. 
Πούθ' έρχεσαι; https://www.pinterest.com/KhunMireille/nabokov/ 


[...] Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ υπήρξε το πλέον ασυνήθιστο πνεύμα: ένας απίστευτα προικισμένος ποιητής, που η ικανότητά του να διακρίνει τον ανθρώπινο πόνο μεγάλωνε σταθερά όσο χρησιμοποιούσε τα αστείρευτα ταλέντα του. Είχε καταλάβει πως ο καλύτερος τρόπος για να κάνει τους αναγνώστες του να αντιληφθούν τον ανθρώπινο πόνο ήταν να τους τον παρουσιάσει ζωντανό για μια στιγμή και ύστερα να τους κάνει να τον λησμονήσουν για καιρό, για να τον επαναφέρει όταν πια θα τους είχε ολοκληρωτικά συνεπάρει με την ομορφιά της φαντασίας, με την τέρψη του πεζού λόγου. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά ότι η τέχνη μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως αντιπερισπασμός σε σχέση με τις απαιτήσεις της ηθικής. Αλλά γνώριζε επίσης πολύ καλά πως μπορεί να γίνει – τουλάχιστον για μερικούς από εμάς – και το καλύτερο μέσο για την ανύψωση της ηθικής. Γιατί, παρόλο που το κάλλος μπορεί να εξοστρακίσει την ευσπλαχνία, μπορεί επίσης να παράγει ευσπλαχνία με μια αφάνταστη δριμύτητα: όσο πιο όμορφη είναι η ιστορία που μας προκάλεσε τη λήθη, τόσο πιο έντονη είναι η ευσπλαχνία όταν τελικά ξαναθυμηθούμε τον ανθρώπινο πόνο.

Τελικά, η λογοτεχνική φωτιά του Ναμπόκοφ μπορεί να μην είναι έντονη και αδηφάγα, αλλά παραμένει φωτιά, μια χλομή φωτιά, που μπορεί να τροφοδοτείται για χρόνια από μικρά κομματάκια χαρτί, όπως αυτά πάνω στα οποία υποτίθεται ότι έγραψε ο Ναμπόκοφ τα σπουδαιότερα έργα του. Εγώ θα συνεχίσω να αναμετρώμαι με τα έργα του και να ονειρεύομαι ότι για μερικές εβδομάδες, ίσως θα μπορούσα να είμαι ο ίδιος ο Ναμπόκοφ! Υπέροχα θα ήταν. Να γράφω λογοτεχνία, να παίζω σκάκι και να κυνηγάω πεταλούδες.

Υ.Γ. 2666  Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Διαβάζοντας. Αλλά όπως λέει και ο Βλαδίμηρος, το καλό post είναι το repost. Και επειδή γιορτάζει σήμερα δεν χαλάμε καρδιές.

Σχόλια

  1. Που σπουδάζει κάποιος κριτική λογοτεχνίας; Εγώ νόμιζα πως είναι δουλειά των φιλολόγων αυτή.
    Λοιπόν, νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να διαβάσω τη Λολίτα.
    Μα δεν είναι ο Καλβίνο ο αγαπημένος σου ή έστω ο Πεσσόα;
    Δεν φανταζόμουν τον Ναμποκοφ.
    Πρέπει να διαβάσω κάτι δικό του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είπα ότι είναι και κάποιος άλλος που δεν θα αποκαλύψω, αλλά επειδή με ξέρεις καλά, μάντεψες σωστά πως πρόκειται για τον Καλβίνο! Ναμπόκοφ και Καλβίνο είναι δυο συγγραφείς παιγνιώδεις και ευφάνταστοι και μόλις σκέφτομαι την λογοτεχνία, αμέσως μου έρχονται αυτοί στο μυαλό. Δεν είναι όμως οι αγαπημένοι μου. Πρώτος είναι σίγουρα ο Τζόυς, ακολουθούν δυο-τρεις άλλοι και μετά είναι ο Ναμπόκοφ με τον Καλβίνο. Ο Πεσσόα έπεσε στην κατάταξη!!

      Στην Οξφόρδη τουλάχιστον, σπουδάζουν. Για να πετύχεις έναν καλό κριτικό λογοτεχνίας θέλει τύχη, όπως και για να πετύχεις έναν καλό συγγραφέα.

      Η Λολίτα δεν συγκρίνεται με κάποια άλλα δικά του. Αν βρεις τον Αξιοπρεπή κύριο Πνιν ή την Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, ακόμα καλύτερα. Επίσης, αφού σου αρέσει το σκάκι, μπορείς να διαβάσεις την Άμυνα του Λούζιν (μιας και επανεκδόθηκε). Δεν έχει εκείνα τα ευφάνταστα λογοπαίγνια των άλλων βιβλίων του, αλλά είναι σίγουρο ένα θαυμάσιο βιβλίο.

      Αλήθεια, πώς πάει ο Καλβίνο; Το διάβασες; Σου άρεσε;

      Διαγραφή
  2. Συμφωνώ για το Ναμπόκοφ είναι κορυφή, μόλις τελείωσα την Αμυνα του Λούζιν εξαιρετικό! Η Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ είναι επίσης εξαιρετικό διαβασμένο παλιά και δεν γνωρίζω αν κυκλοφορεί, ελπίζω.
    Όσο για τον Ίταλο Καλβίνο δεν έχω διαβάσει μπορείτε να μου πείτε από πού να αρχίσω;
    Ευχαριστώ
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Σουμέλα! (στον ενικό σε παρακαλώ, η συνομιλία μας)

      Ναι ο Ναμπόκοφ είναι άψογος! Απέκτησα προσφάτως τον Σεμπάστιαν Νάιτ και ανυπομονώ να τον διαβάσω. Σε μερικά κομμάτια της γραφής του ο Ναμπόκοφ μοιάζει παραπλανητικά βαρετός και αυτό αποπροσανατολίζει μερικούς αναγνώστες, αν όμως επιμείνεις ως το τέλος, θα βγεις πολλαπλά κερδισμένος από τα βιβλία του.

      Ο Καλβίνο από την άλλη είναι και αυτός ιδιάζουσα περίπτωση. Επειδή μου αρέσει πολύ, θεωρώ ότι είναι ένας εύκολος συγγραφέας, κρίνοντας όμως από άλλους αναγνώστες διαπιστώνω ότι δεν ισχύει αυτό όσο εγώ φαντάζομαι. Ας πούμε, οι Δύσκολοι έρωτες ή οι Αόρατες πόλεις δεν χαίρουν τόσο ευρείας αποδοχής όσο τα άλλα κείμενά του (αδιανόητο για μένα). Θα σου πρότεινα να ξεκινήσεις από το Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, σίγουρη λύση για να συνεχίσεις και με τα υπόλοιπα του συγγραφέα. Επίσης, αγαπώ και το κομψό Μαρκοβάλντο (http://voltitses.blogspot.gr/2014/07/blog-post_10.html) όπως και τα Κοσμοκωμικά (http://spirosglykas.blogspot.gr/2015/08/why-i-am-calvinist-marabou.html) . Πιστεύω ότι και στην τύχη να επιλέξεις ένα βιβλίο του Καλβίνο, πολύ δύσκολα θα σε απογοητεύσει τόσο πολύ ώστε να μην του δώσεις και μια δεύτερη ευκαιρία!

      Διαγραφή
  3. Ευχαριστώ για τις συμβουλές, θα τις ακολουθήσω και θα επανέλθω με τις εντύπώσεις μου. Λίγο μετά γιατί τώρα έχω διάφορα που προηγούνται.
    καλή σας μέρα
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !