Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εύγευστα καναπεδάκια




 Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία νοσεί και μάλιστα πολύ άσχημα. Βρωμάει αποσύνθεση στις γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ναι ξέρω, θα μου πείτε και πού το ξέρεις εσύ αφού δεν διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν ποτέ βγάλεις δικό σου βιβλίο θα αναθεωρήσεις, γενικεύεις επικίνδυνα κάνοντας άλματα λογικής και ηλιθιότητας, πώς μπορείς να κρίνεις όταν μένεις κολλημένος στα ασφαλή κλασικά αναγνώσματα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Τα έχω ξανακούσει, ευχαριστώ. Τα κλασικά βιβλία δεν είναι ασφαλή αναγνώσματα, αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως επισφαλή καθότι διαλύουν τις αυταπάτες σου και πλέον σου είναι δύσκολο να εκτιμήσεις συγγραφείς που έμαθαν να ανταλλάσουν μεταξύ τους μόνο γλωσσικές χειραψίες.


Τα αξιόλογα ελληνικά βιβλία μετριούνται στα δάχτυλα ενός μονόχειρα. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Αυτή είναι η σύγχρονη λογοτεχνία μας. Και όσοι δεν το βλέπουν, απλώς εθελοτυφλούν. Ελάχιστη πρωτοτυπία, πολλές φθηνές ιδέες και ακατάσχετη σιελόρροια! Εξαιρέσεις υπάρχουν, το είπαμε, αλλά περισσότερο αποτελούν μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης. Για την ώρα, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δείxνουν πόσο αναθεματισμένα μεγάλο είναι το πρόβλημα της ελληνικής λογοτεχνίας. 9 στα 10 ελληνικά βιβλία αν δεν είχαν οπισθόφυλλο διανθισμένο με εγκωμιαστικές αρλούμπες, θα τα προσπερνούσε και η ίδια η Αδιαφορία! Μην χρησιμοποιήσετε εναντίον μου το σαθρό επιχείρημα, πώς κρίνω βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Ένας εκπαιδευμένος αναγνώστης χρειάζεται λιγότερο από ένα λεπτό για να καταλάβει αν ένα βιβλίο που έπιασε στα χέρια του αξίζει να το διαβάσει. Και λιγότερο από μισό, για να καταλάβει αν αξίζει να το πιάσει στα χέρια του. Το μενού της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας αδιάφορος μπουφές, κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον να σου προσφέρει ένα γευστικά απαιτητικό και πλήρες γεύμα.

Και αφού το έπαιξα επαναστάτης για δυο παραγράφους, ας ενταχθώ και γω στο σύστημα, απλώς πιέζοντας ηδονιστικά τους σιελογόνους αδένες μου! Το σημερινό άρθρο – Κλίκα με τον Γλύκα! – είναι μια προσφορά της συγγραφικής διαπλοκής και της εντεταλμένης κριτικογραφίας. Οι αθώοι ας περιμένουν έξω. Τον Σπύρο Γλύκα τον γνωρίζω διαδικτυακά και τον εκτιμώ πολύ. Έτσι όταν έμαθα ότι έχει γράψει βιβλία, μοιραία θέλησα να τα διαβάσω. Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος για να μάθεις αν αξίζει να συνεχίσεις να παρέχεις εκτίμηση σε έναν άνθρωπο ή να κλείσεις την στρόφιγγα. Δεδομένης της δυσανεξίας που έχω στα ηλίθια και βαρετά βιβλία, το γεγονός ότι μπόρεσε να με κρατήσει ως το τέλος, είναι από μόνο του ένα παράσημο! Γιατί το βιβλίο του δεν είναι ούτε ηλίθιο ούτε βαρετό. Διαβάζεις βιβλία άλλων και στις πρώτες σελίδες αντιλαμβάνεσαι όλα τα φθηνά κόλπα, αμέσως σκέφτεσαι, Your Writing Sounds Familiar!
 
Πηγή: http://www.chrisharnish.com/tag/couch/
Τα 13 διηγήματα της συλλογής “Ο καναπές” είναι δείγματα μοντέρνας γραφής, απαλλαγμένης από την ελληνοποιημένη καρικατούρα της ομφαλοσκόπησης και της ντεμέκ βαθύνοιας. Ο Σπύρος Γλύκας δίνει βάθος στους ήρωές μου κατά την πορεία της αφήγησης, δεν τους φορτώνει με σκέψεις που δεν μπορούν να σηκώσουν. Οι ήρωές του είναι κυρίως άνθρωποι της πόλης, μόνοι, ακόμα και όταν βρίσκονται εντός της οικογένειάς τους – κυρίως τότε – ,γεμάτοι μικροαδιέξοδα της καθημερινότητας που τους πνίγουν και τους παραμορφώνουν. Δε σε καταθλίβουν όμως γιατί η γραφή του πετυχαίνει ένα σπουδαίο κατόρθωμα, αισθάνεσαι ότι κάνεις μια ηλιόλουστη και απελευθερωτική βόλτα πάνω σε ένα ποδήλατο! Ο συγγραφέας θα επέλεγε τις μοτοσυκλέτες!! Κάτι που κάνει άλλωστε. Μπολιάζει τα διηγήματά του με τις δικές του αγάπες και εμμονές: τις μεγάλες μηχανές, τις βόλτες και τα ταξίδια, την μουσική, τον κινηματογράφο, την αγάπη για την συγγραφή.

Τα διηγήματά του είναι ιδιαιτέρως κινηματογραφικά, η εικονοποιητικη δύναμή τους είναι ασυγκράτητη – χαρακτηριστικό είναι το διήγημα “Χωρίς ανάσα”, μια ιστορία καταδίωξης. Δε ξέρω αν αυτό το στοιχείο είναι κατά της συγγραφής και της λογοτεχνίας αλλά εγώ το βρήκα συναρπαστικό. Κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τα διηγήματα του Γλύκα δεν έχουν προσωπικό ύφος – Αχ! Αυτό το ύφος των συγγραφέων! Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να πει τι είναι αυτό; Εγω πιστεύω ότι αυτή η φαινομενική “απουσία” ύφους είναι και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα. Η φωνή του είναι αναγνωρίσιμη και η δουλεμένη δομή κάθε διηγήματος την ξεχωρίζει και την εντυπώνει στην μνήμη του αναγνώστη. Δεν περιέχει γκραν γκινιόλ τεχνικές γραφής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία του είναι ελλιπής, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε απλή είναι, όμως.
Πηγή: http://edition.cnn.com/2013/08/12/travel/motorcycle-rides/


Συνήθως βάζω ένα απόσπασμα με συμπυκνωμένη δραματοποιημένη μορφή, κάτι βαθυστόχαστο, μια πρέζα πανσοφίας. Τέτοια δείγματα δεν υπάρχουν απομονωμένα στα διηγήματα του Γλύκα, και αν υπάρχουν ένα-δυο, είναι κρίμα να τα βάλω ως αντιπροσωπευτικά της γραφής του. Κυρίως, γιατί η δραματοποιημένη μορφή των σκέψεων ενσταλάζεται διακριτικά μέσα στις ρωγμές της πλοκής χωρίς τυμπανοκρουσίες. Επέλεξα ένα απόσπασμα από το “Κεφάλαιο εννέα”, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής.

[...] Η νοητική περιπλάνηση στο παρελθόν έλαβε τέλος καθώς το βλέμμα του Τάκη άρχισε να παρατηρεί τις θολές σιλουέτες που πλησίαζαν προς το μέρος του απ' το αμμώδες άπειρο. «Μα θα' χουμε παρέα μου φαίνεται σήμερα» φάνηκε να λέει στην ταλαιπωρημένη θήκη του σαξοφώνου. «Τι ηλίθια ιδέα να το κουβαλήσω κι αυτό μαζί μου. Σάμπως θα μπορούσα να φυσήξω μ' αυτές τις καταραμένες αμμοθύελλες;»
Οι φιγούρες φάνηκαν να κινούνται πλέον ταχύτερα στην άμμο απ' ό,τι θα μπορούσε και ο πιο έμπειρος βεδουίνος και ο ξενιτεμένος μουσικός άρχισε να διακρίνει πια τα πρόσωπά τους.
«Α, τώρα μάλιστα. Λένε πως αυτοί που διψάνε “βλέπουν” λίμνες και τρεχούμενα νερά, φοίνικες, σκιά για να ξαποστάσουν. Εμένα μου' λαχε το σόι και ο Τσάρλυ Πάρκερ; Καλώς τη μαμά. Τι νέα;». Η μητέρα φορούσε το αγαπημένο της καφέ παλτό. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του μιλήσει. Έπειτα ακολούθησε ο πατέρας του με ένα πορτοκαλί σωλήνα στο στόμα κουνώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας για νοθεία στις τελευταίες εκλογές. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια λίγο πριν μπει στην εντατική και ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο. Ο Πάρκερ προσπέρασε γρήγορα τον πατέρα του και φώναξε σε άπταιστα ελληνικά «έχω αργήσει πάλι και ποιος ακούει τον Ντίζι». Στο τέλος φάνηκε ο γιος του ο οποίος όσο πλησίαζε μεγάλωνε και γινόταν γέρος με άσπρες τούφες ντυμένος σαν έφηβος. 

“Ο καναπές” είναι το πρωτόλειο έργο ενός συγγραφέα και σίγουρα έχει τις αδυναμίες του (επιπλέον, μια επιμέλεια θα το βοηθούσε πολύ). Όμως είναι μια λογοτεχνική φωνή που θα άξιζε, λόγω προσόντων, να πάρει την θέση από μια άλλη βραχνή και κουρασμένη. Αν οι εκδότες της χώρας έχουν μολυνθεί έστω και λίγο από τις αδηφάγες παθογένειες του δημοσίου τομέα, τότε αυτό θα πάρει πολλά χρόνια. Γι' αυτό και ο Σπύρος Γλύκας μετέρχεται άλλες μεθόδους ενδεχομένως πιο τίμιες και πιο πολλά υποσχόμενες. Ανέβασε το βιβλίο του σε ηλεκτρονικη μορφή στο Άμαζον (και σε ισπανική έκδοση!) και περιμένει... το σύμπαν να συνωμοτήσει... ωχ κάτσε, αυτά τα λέγαμε 10 χρόνια πριν, δεν πιάνουν πια! Μένει να φανεί λοιπόν. Και εύχομαι να φανεί. Ό, τι του φανεί!

Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης δεν έχει καμία συνάφεια με όσα έγραφα στην δεύτερη παράγραφο για φτωχούς και άνοστους μπουφέδες. “Ο καναπές” είναι ένα πλήρες και απαιτητικό γεύμα και επειδή είναι σε μικρά κομματάκια σερβιρισμένος, σκέφτηκα να το μετέτρεψω σε... καναπεδάκια! Ήθελα να λογοπαίξω – τέλος πάντων, δεν φταίτε εσείς, η φαντασία μου τα φταίει. Ω ρε φίλε, πολύ έγλειψα, παπάριασε η γλώσσα μου!! Πώς το κάνουν κάθε μέρα οι επαγγελματίες “κριτικοί”;

Σχόλια

  1. Μα τι εξώφυλλο!
    Πράγματι υπάρχουν και καλοί Έλληνες λογοτέχνες, ζουν ανάμεσά μας χωρίς να κάνουν πολύ θόρυβο. Περισσότερο εκπλήσσομαι που υπάρχουν αναγνώστες και τους εντοπίζουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου librarian!

      Μου άρεσαν πολύ τα συγκεκριμένα διηγήματα, κυρίως γιατί ήταν διαφορετικά από πολλά που γράφονται και πλασάρονται ως κάτι φοβερό. Με όμορφη γραφή που ισορροπεί το "πικρό" τους περιεχόμενο. Για Έλληνα συγγραφέα, μού φάνηκαν πολύ εξωστρεφή (κυρίως χάρη στην γραφή, στην επιλογή των λέξεων, δεν ξέρω πώς ακριβώς να το εξηγήσω) και αυτό είναι το πιο θετικό σημείο για μένα. Υποψιάζομαι ότι θα τους ταιριάζει πολύ και η ισπανική μετάφραση!

      Πολύ ωραίο το εξώφυλλο. Η απεικόνιση του ονόματος του συγγραφέα με χάλασε λίγο αλλά δεν θα το κάνουμε θέμα!

      Διαγραφή
    2. Όχι, το εξώφυλλο είναι πολύ κακόγουστο κι αυτό μαρτυρά εκδοτική αμέλεια (π.χ. έλλειψη επιμέλειας, όπως αναφέρεις κι εσύ).
      Καλά, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς με τον όρο "εξωστρεφή" αλλά δεν πειράζει το θέμα είναι ότι τα απήλαυσες. Να δοκιμάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν συναντήσεις κάτι καλό είναι δύο φορές μεγαλύτερη η χαρά. Έχω εμπιστοσύνη σε ορισμένους εκδοτικούς οίκους, από την Εστία γνώρισα τον φοβερό Μακριδάκη (ερωτεύτηκα) από τις εκδόσεις Πόλις την Αναστασέα που μου έκανε καλή εντύπωση και βέβαια ο Χιόνης, δεν είναι τυχαίο που το πιο αγαπημένο είναι από τις εκδόσεις Κίχλη, νομίζω ότι απλά θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία που έχει βγάλει αυτός ο εκδοτικός οίκος.

      Διαγραφή
    3. Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκα αλλά η φράση "Μα τι εξώφυλλο!" δεν πίστεψα ότι θα έχει αρνητική χροιά. Λάθος μου! Εγώ το βρήκα καλό, προφανές αλλά καλό.

      Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω τον όρο "εξωστρεφή γραφή", μπορεί να είναι και ιδέα μου :-) Σίγουρα όμως, τα χάρηκα. Παρακολουθώ την ελληνική λογοτεχνία (ξεφυλλίζοντας, διαβάζοντας αποσπάσματα) αλλά μέχρι στιγμής δύσκολα με κάνει να την πάω ως το ταμείο. Για το Γκιακ όμως του Παπαμάρκου, όλα συντείνουν (ύστερα και από την ανάρτησή σου) προς την αγορά του!

      Διαγραφή
    4. Ω το Γκιακ τείνει να γίνει ένα κλασικό ανάγνωσμα σαν να το έγραψε κάποιος που συμμετείχε στους μικρασιατικού πολέμους. Όλες οι ιστορίες είναι απολαυστικές.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!