Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία νοσεί και μάλιστα πολύ άσχημα. Βρωμάει αποσύνθεση στις γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ναι ξέρω, θα μου πείτε και πού το ξέρεις εσύ αφού δεν διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν ποτέ βγάλεις δικό σου βιβλίο θα αναθεωρήσεις, γενικεύεις επικίνδυνα κάνοντας άλματα λογικής και ηλιθιότητας, πώς μπορείς να κρίνεις όταν μένεις κολλημένος στα ασφαλή κλασικά αναγνώσματα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Τα έχω ξανακούσει, ευχαριστώ. Τα κλασικά βιβλία δεν είναι ασφαλή αναγνώσματα, αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως επισφαλή καθότι διαλύουν τις αυταπάτες σου και πλέον σου είναι δύσκολο να εκτιμήσεις συγγραφείς που έμαθαν να ανταλλάσουν μεταξύ τους μόνο γλωσσικές χειραψίες.
Τα αξιόλογα ελληνικά βιβλία μετριούνται στα δάχτυλα ενός μονόχειρα. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Αυτή είναι η σύγχρονη λογοτεχνία μας. Και όσοι δεν το βλέπουν, απλώς εθελοτυφλούν. Ελάχιστη πρωτοτυπία, πολλές φθηνές ιδέες και ακατάσχετη σιελόρροια! Εξαιρέσεις υπάρχουν, το είπαμε, αλλά περισσότερο αποτελούν μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης. Για την ώρα, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δείxνουν πόσο αναθεματισμένα μεγάλο είναι το πρόβλημα της ελληνικής λογοτεχνίας. 9 στα 10 ελληνικά βιβλία αν δεν είχαν οπισθόφυλλο διανθισμένο με εγκωμιαστικές αρλούμπες, θα τα προσπερνούσε και η ίδια η Αδιαφορία! Μην χρησιμοποιήσετε εναντίον μου το σαθρό επιχείρημα, πώς κρίνω βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Ένας εκπαιδευμένος αναγνώστης χρειάζεται λιγότερο από ένα λεπτό για να καταλάβει αν ένα βιβλίο που έπιασε στα χέρια του αξίζει να το διαβάσει. Και λιγότερο από μισό, για να καταλάβει αν αξίζει να το πιάσει στα χέρια του. Το μενού της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας αδιάφορος μπουφές, κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον να σου προσφέρει ένα γευστικά απαιτητικό και πλήρες γεύμα.
Και αφού το έπαιξα επαναστάτης για δυο παραγράφους, ας ενταχθώ και γω στο σύστημα, απλώς πιέζοντας ηδονιστικά τους σιελογόνους αδένες μου! Το σημερινό άρθρο – Κλίκα με τον Γλύκα! – είναι μια προσφορά της συγγραφικής διαπλοκής και της εντεταλμένης κριτικογραφίας. Οι αθώοι ας περιμένουν έξω. Τον Σπύρο Γλύκα τον γνωρίζω διαδικτυακά και τον εκτιμώ πολύ. Έτσι όταν έμαθα ότι έχει γράψει βιβλία, μοιραία θέλησα να τα διαβάσω. Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος για να μάθεις αν αξίζει να συνεχίσεις να παρέχεις εκτίμηση σε έναν άνθρωπο ή να κλείσεις την στρόφιγγα. Δεδομένης της δυσανεξίας που έχω στα ηλίθια και βαρετά βιβλία, το γεγονός ότι μπόρεσε να με κρατήσει ως το τέλος, είναι από μόνο του ένα παράσημο! Γιατί το βιβλίο του δεν είναι ούτε ηλίθιο ούτε βαρετό. Διαβάζεις βιβλία άλλων και στις πρώτες σελίδες αντιλαμβάνεσαι όλα τα φθηνά κόλπα, αμέσως σκέφτεσαι, Your Writing Sounds Familiar!
Και αφού το έπαιξα επαναστάτης για δυο παραγράφους, ας ενταχθώ και γω στο σύστημα, απλώς πιέζοντας ηδονιστικά τους σιελογόνους αδένες μου! Το σημερινό άρθρο – Κλίκα με τον Γλύκα! – είναι μια προσφορά της συγγραφικής διαπλοκής και της εντεταλμένης κριτικογραφίας. Οι αθώοι ας περιμένουν έξω. Τον Σπύρο Γλύκα τον γνωρίζω διαδικτυακά και τον εκτιμώ πολύ. Έτσι όταν έμαθα ότι έχει γράψει βιβλία, μοιραία θέλησα να τα διαβάσω. Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος για να μάθεις αν αξίζει να συνεχίσεις να παρέχεις εκτίμηση σε έναν άνθρωπο ή να κλείσεις την στρόφιγγα. Δεδομένης της δυσανεξίας που έχω στα ηλίθια και βαρετά βιβλία, το γεγονός ότι μπόρεσε να με κρατήσει ως το τέλος, είναι από μόνο του ένα παράσημο! Γιατί το βιβλίο του δεν είναι ούτε ηλίθιο ούτε βαρετό. Διαβάζεις βιβλία άλλων και στις πρώτες σελίδες αντιλαμβάνεσαι όλα τα φθηνά κόλπα, αμέσως σκέφτεσαι, Your Writing Sounds Familiar!
Πηγή: http://www.chrisharnish.com/tag/couch/ |
Τα 13 διηγήματα της συλλογής “Ο καναπές” είναι δείγματα μοντέρνας γραφής, απαλλαγμένης από την ελληνοποιημένη καρικατούρα της ομφαλοσκόπησης και της ντεμέκ βαθύνοιας. Ο Σπύρος Γλύκας δίνει βάθος στους ήρωές μου κατά την πορεία της αφήγησης, δεν τους φορτώνει με σκέψεις που δεν μπορούν να σηκώσουν. Οι ήρωές του είναι κυρίως άνθρωποι της πόλης, μόνοι, ακόμα και όταν βρίσκονται εντός της οικογένειάς τους – κυρίως τότε – ,γεμάτοι μικροαδιέξοδα της καθημερινότητας που τους πνίγουν και τους παραμορφώνουν. Δε σε καταθλίβουν όμως γιατί η γραφή του πετυχαίνει ένα σπουδαίο κατόρθωμα, αισθάνεσαι ότι κάνεις μια ηλιόλουστη και απελευθερωτική βόλτα πάνω σε ένα ποδήλατο! Ο συγγραφέας θα επέλεγε τις μοτοσυκλέτες!! Κάτι που κάνει άλλωστε. Μπολιάζει τα διηγήματά του με τις δικές του αγάπες και εμμονές: τις μεγάλες μηχανές, τις βόλτες και τα ταξίδια, την μουσική, τον κινηματογράφο, την αγάπη για την συγγραφή.
Τα διηγήματά του είναι ιδιαιτέρως κινηματογραφικά, η εικονοποιητικη δύναμή τους είναι ασυγκράτητη – χαρακτηριστικό είναι το διήγημα “Χωρίς ανάσα”, μια ιστορία καταδίωξης. Δε ξέρω αν αυτό το στοιχείο είναι κατά της συγγραφής και της λογοτεχνίας αλλά εγώ το βρήκα συναρπαστικό. Κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τα διηγήματα του Γλύκα δεν έχουν προσωπικό ύφος – Αχ! Αυτό το ύφος των συγγραφέων! Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να πει τι είναι αυτό; Εγω πιστεύω ότι αυτή η φαινομενική “απουσία” ύφους είναι και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα. Η φωνή του είναι αναγνωρίσιμη και η δουλεμένη δομή κάθε διηγήματος την ξεχωρίζει και την εντυπώνει στην μνήμη του αναγνώστη. Δεν περιέχει γκραν γκινιόλ τεχνικές γραφής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία του είναι ελλιπής, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε απλή είναι, όμως.
Συνήθως βάζω ένα απόσπασμα με συμπυκνωμένη δραματοποιημένη μορφή, κάτι βαθυστόχαστο, μια πρέζα πανσοφίας. Τέτοια δείγματα δεν υπάρχουν απομονωμένα στα διηγήματα του Γλύκα, και αν υπάρχουν ένα-δυο, είναι κρίμα να τα βάλω ως αντιπροσωπευτικά της γραφής του. Κυρίως, γιατί η δραματοποιημένη μορφή των σκέψεων ενσταλάζεται διακριτικά μέσα στις ρωγμές της πλοκής χωρίς τυμπανοκρουσίες. Επέλεξα ένα απόσπασμα από το “Κεφάλαιο εννέα”, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής.
[...] Η νοητική περιπλάνηση στο παρελθόν έλαβε τέλος καθώς το βλέμμα του Τάκη άρχισε να παρατηρεί τις θολές σιλουέτες που πλησίαζαν προς το μέρος του απ' το αμμώδες άπειρο. «Μα θα' χουμε παρέα μου φαίνεται σήμερα» φάνηκε να λέει στην ταλαιπωρημένη θήκη του σαξοφώνου. «Τι ηλίθια ιδέα να το κουβαλήσω κι αυτό μαζί μου. Σάμπως θα μπορούσα να φυσήξω μ' αυτές τις καταραμένες αμμοθύελλες;»
Οι φιγούρες φάνηκαν να κινούνται πλέον ταχύτερα στην άμμο απ' ό,τι θα μπορούσε και ο πιο έμπειρος βεδουίνος και ο ξενιτεμένος μουσικός άρχισε να διακρίνει πια τα πρόσωπά τους.
«Α, τώρα μάλιστα. Λένε πως αυτοί που διψάνε “βλέπουν” λίμνες και τρεχούμενα νερά, φοίνικες, σκιά για να ξαποστάσουν. Εμένα μου' λαχε το σόι και ο Τσάρλυ Πάρκερ; Καλώς τη μαμά. Τι νέα;». Η μητέρα φορούσε το αγαπημένο της καφέ παλτό. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του μιλήσει. Έπειτα ακολούθησε ο πατέρας του με ένα πορτοκαλί σωλήνα στο στόμα κουνώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας για νοθεία στις τελευταίες εκλογές. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια λίγο πριν μπει στην εντατική και ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο. Ο Πάρκερ προσπέρασε γρήγορα τον πατέρα του και φώναξε σε άπταιστα ελληνικά «έχω αργήσει πάλι και ποιος ακούει τον Ντίζι». Στο τέλος φάνηκε ο γιος του ο οποίος όσο πλησίαζε μεγάλωνε και γινόταν γέρος με άσπρες τούφες ντυμένος σαν έφηβος.
Τα διηγήματά του είναι ιδιαιτέρως κινηματογραφικά, η εικονοποιητικη δύναμή τους είναι ασυγκράτητη – χαρακτηριστικό είναι το διήγημα “Χωρίς ανάσα”, μια ιστορία καταδίωξης. Δε ξέρω αν αυτό το στοιχείο είναι κατά της συγγραφής και της λογοτεχνίας αλλά εγώ το βρήκα συναρπαστικό. Κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τα διηγήματα του Γλύκα δεν έχουν προσωπικό ύφος – Αχ! Αυτό το ύφος των συγγραφέων! Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να πει τι είναι αυτό; Εγω πιστεύω ότι αυτή η φαινομενική “απουσία” ύφους είναι και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα. Η φωνή του είναι αναγνωρίσιμη και η δουλεμένη δομή κάθε διηγήματος την ξεχωρίζει και την εντυπώνει στην μνήμη του αναγνώστη. Δεν περιέχει γκραν γκινιόλ τεχνικές γραφής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία του είναι ελλιπής, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε απλή είναι, όμως.
Πηγή: http://edition.cnn.com/2013/08/12/travel/motorcycle-rides/ |
Συνήθως βάζω ένα απόσπασμα με συμπυκνωμένη δραματοποιημένη μορφή, κάτι βαθυστόχαστο, μια πρέζα πανσοφίας. Τέτοια δείγματα δεν υπάρχουν απομονωμένα στα διηγήματα του Γλύκα, και αν υπάρχουν ένα-δυο, είναι κρίμα να τα βάλω ως αντιπροσωπευτικά της γραφής του. Κυρίως, γιατί η δραματοποιημένη μορφή των σκέψεων ενσταλάζεται διακριτικά μέσα στις ρωγμές της πλοκής χωρίς τυμπανοκρουσίες. Επέλεξα ένα απόσπασμα από το “Κεφάλαιο εννέα”, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής.
[...] Η νοητική περιπλάνηση στο παρελθόν έλαβε τέλος καθώς το βλέμμα του Τάκη άρχισε να παρατηρεί τις θολές σιλουέτες που πλησίαζαν προς το μέρος του απ' το αμμώδες άπειρο. «Μα θα' χουμε παρέα μου φαίνεται σήμερα» φάνηκε να λέει στην ταλαιπωρημένη θήκη του σαξοφώνου. «Τι ηλίθια ιδέα να το κουβαλήσω κι αυτό μαζί μου. Σάμπως θα μπορούσα να φυσήξω μ' αυτές τις καταραμένες αμμοθύελλες;»
Οι φιγούρες φάνηκαν να κινούνται πλέον ταχύτερα στην άμμο απ' ό,τι θα μπορούσε και ο πιο έμπειρος βεδουίνος και ο ξενιτεμένος μουσικός άρχισε να διακρίνει πια τα πρόσωπά τους.
«Α, τώρα μάλιστα. Λένε πως αυτοί που διψάνε “βλέπουν” λίμνες και τρεχούμενα νερά, φοίνικες, σκιά για να ξαποστάσουν. Εμένα μου' λαχε το σόι και ο Τσάρλυ Πάρκερ; Καλώς τη μαμά. Τι νέα;». Η μητέρα φορούσε το αγαπημένο της καφέ παλτό. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του μιλήσει. Έπειτα ακολούθησε ο πατέρας του με ένα πορτοκαλί σωλήνα στο στόμα κουνώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας για νοθεία στις τελευταίες εκλογές. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια λίγο πριν μπει στην εντατική και ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο. Ο Πάρκερ προσπέρασε γρήγορα τον πατέρα του και φώναξε σε άπταιστα ελληνικά «έχω αργήσει πάλι και ποιος ακούει τον Ντίζι». Στο τέλος φάνηκε ο γιος του ο οποίος όσο πλησίαζε μεγάλωνε και γινόταν γέρος με άσπρες τούφες ντυμένος σαν έφηβος.
“Ο καναπές” είναι το πρωτόλειο έργο ενός συγγραφέα και σίγουρα έχει τις αδυναμίες του (επιπλέον, μια επιμέλεια θα το βοηθούσε πολύ). Όμως είναι μια λογοτεχνική φωνή που θα άξιζε, λόγω προσόντων, να πάρει την θέση από μια άλλη βραχνή και κουρασμένη. Αν οι εκδότες της χώρας έχουν μολυνθεί έστω και λίγο από τις αδηφάγες παθογένειες του δημοσίου τομέα, τότε αυτό θα πάρει πολλά χρόνια. Γι' αυτό και ο Σπύρος Γλύκας μετέρχεται άλλες μεθόδους ενδεχομένως πιο τίμιες και πιο πολλά υποσχόμενες. Ανέβασε το βιβλίο του σε ηλεκτρονικη μορφή στο Άμαζον (και σε ισπανική έκδοση!) και περιμένει... το σύμπαν να συνωμοτήσει... ωχ κάτσε, αυτά τα λέγαμε 10 χρόνια πριν, δεν πιάνουν πια! Μένει να φανεί λοιπόν. Και εύχομαι να φανεί. Ό, τι του φανεί!
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης δεν έχει καμία συνάφεια με όσα έγραφα στην δεύτερη παράγραφο για φτωχούς και άνοστους μπουφέδες. “Ο καναπές” είναι ένα πλήρες και απαιτητικό γεύμα και επειδή είναι σε μικρά κομματάκια σερβιρισμένος, σκέφτηκα να το μετέτρεψω σε... καναπεδάκια! Ήθελα να λογοπαίξω – τέλος πάντων, δεν φταίτε εσείς, η φαντασία μου τα φταίει. Ω ρε φίλε, πολύ έγλειψα, παπάριασε η γλώσσα μου!! Πώς το κάνουν κάθε μέρα οι επαγγελματίες “κριτικοί”;
Μα τι εξώφυλλο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι υπάρχουν και καλοί Έλληνες λογοτέχνες, ζουν ανάμεσά μας χωρίς να κάνουν πολύ θόρυβο. Περισσότερο εκπλήσσομαι που υπάρχουν αναγνώστες και τους εντοπίζουν.
Γεια σου librarian!
ΔιαγραφήΜου άρεσαν πολύ τα συγκεκριμένα διηγήματα, κυρίως γιατί ήταν διαφορετικά από πολλά που γράφονται και πλασάρονται ως κάτι φοβερό. Με όμορφη γραφή που ισορροπεί το "πικρό" τους περιεχόμενο. Για Έλληνα συγγραφέα, μού φάνηκαν πολύ εξωστρεφή (κυρίως χάρη στην γραφή, στην επιλογή των λέξεων, δεν ξέρω πώς ακριβώς να το εξηγήσω) και αυτό είναι το πιο θετικό σημείο για μένα. Υποψιάζομαι ότι θα τους ταιριάζει πολύ και η ισπανική μετάφραση!
Πολύ ωραίο το εξώφυλλο. Η απεικόνιση του ονόματος του συγγραφέα με χάλασε λίγο αλλά δεν θα το κάνουμε θέμα!
Όχι, το εξώφυλλο είναι πολύ κακόγουστο κι αυτό μαρτυρά εκδοτική αμέλεια (π.χ. έλλειψη επιμέλειας, όπως αναφέρεις κι εσύ).
ΔιαγραφήΚαλά, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς με τον όρο "εξωστρεφή" αλλά δεν πειράζει το θέμα είναι ότι τα απήλαυσες. Να δοκιμάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν συναντήσεις κάτι καλό είναι δύο φορές μεγαλύτερη η χαρά. Έχω εμπιστοσύνη σε ορισμένους εκδοτικούς οίκους, από την Εστία γνώρισα τον φοβερό Μακριδάκη (ερωτεύτηκα) από τις εκδόσεις Πόλις την Αναστασέα που μου έκανε καλή εντύπωση και βέβαια ο Χιόνης, δεν είναι τυχαίο που το πιο αγαπημένο είναι από τις εκδόσεις Κίχλη, νομίζω ότι απλά θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία που έχει βγάλει αυτός ο εκδοτικός οίκος.
Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκα αλλά η φράση "Μα τι εξώφυλλο!" δεν πίστεψα ότι θα έχει αρνητική χροιά. Λάθος μου! Εγώ το βρήκα καλό, προφανές αλλά καλό.
ΔιαγραφήΔεν ξέρω πώς να εξηγήσω τον όρο "εξωστρεφή γραφή", μπορεί να είναι και ιδέα μου :-) Σίγουρα όμως, τα χάρηκα. Παρακολουθώ την ελληνική λογοτεχνία (ξεφυλλίζοντας, διαβάζοντας αποσπάσματα) αλλά μέχρι στιγμής δύσκολα με κάνει να την πάω ως το ταμείο. Για το Γκιακ όμως του Παπαμάρκου, όλα συντείνουν (ύστερα και από την ανάρτησή σου) προς την αγορά του!
Ω το Γκιακ τείνει να γίνει ένα κλασικό ανάγνωσμα σαν να το έγραψε κάποιος που συμμετείχε στους μικρασιατικού πολέμους. Όλες οι ιστορίες είναι απολαυστικές.
Διαγραφή