Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εύγευστα καναπεδάκια




 Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία νοσεί και μάλιστα πολύ άσχημα. Βρωμάει αποσύνθεση στις γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ναι ξέρω, θα μου πείτε και πού το ξέρεις εσύ αφού δεν διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν ποτέ βγάλεις δικό σου βιβλίο θα αναθεωρήσεις, γενικεύεις επικίνδυνα κάνοντας άλματα λογικής και ηλιθιότητας, πώς μπορείς να κρίνεις όταν μένεις κολλημένος στα ασφαλή κλασικά αναγνώσματα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Τα έχω ξανακούσει, ευχαριστώ. Τα κλασικά βιβλία δεν είναι ασφαλή αναγνώσματα, αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως επισφαλή καθότι διαλύουν τις αυταπάτες σου και πλέον σου είναι δύσκολο να εκτιμήσεις συγγραφείς που έμαθαν να ανταλλάσουν μεταξύ τους μόνο γλωσσικές χειραψίες.


Τα αξιόλογα ελληνικά βιβλία μετριούνται στα δάχτυλα ενός μονόχειρα. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Αυτή είναι η σύγχρονη λογοτεχνία μας. Και όσοι δεν το βλέπουν, απλώς εθελοτυφλούν. Ελάχιστη πρωτοτυπία, πολλές φθηνές ιδέες και ακατάσχετη σιελόρροια! Εξαιρέσεις υπάρχουν, το είπαμε, αλλά περισσότερο αποτελούν μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης. Για την ώρα, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δείxνουν πόσο αναθεματισμένα μεγάλο είναι το πρόβλημα της ελληνικής λογοτεχνίας. 9 στα 10 ελληνικά βιβλία αν δεν είχαν οπισθόφυλλο διανθισμένο με εγκωμιαστικές αρλούμπες, θα τα προσπερνούσε και η ίδια η Αδιαφορία! Μην χρησιμοποιήσετε εναντίον μου το σαθρό επιχείρημα, πώς κρίνω βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Ένας εκπαιδευμένος αναγνώστης χρειάζεται λιγότερο από ένα λεπτό για να καταλάβει αν ένα βιβλίο που έπιασε στα χέρια του αξίζει να το διαβάσει. Και λιγότερο από μισό, για να καταλάβει αν αξίζει να το πιάσει στα χέρια του. Το μενού της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας αδιάφορος μπουφές, κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον να σου προσφέρει ένα γευστικά απαιτητικό και πλήρες γεύμα.

Και αφού το έπαιξα επαναστάτης για δυο παραγράφους, ας ενταχθώ και γω στο σύστημα, απλώς πιέζοντας ηδονιστικά τους σιελογόνους αδένες μου! Το σημερινό άρθρο – Κλίκα με τον Γλύκα! – είναι μια προσφορά της συγγραφικής διαπλοκής και της εντεταλμένης κριτικογραφίας. Οι αθώοι ας περιμένουν έξω. Τον Σπύρο Γλύκα τον γνωρίζω διαδικτυακά και τον εκτιμώ πολύ. Έτσι όταν έμαθα ότι έχει γράψει βιβλία, μοιραία θέλησα να τα διαβάσω. Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος για να μάθεις αν αξίζει να συνεχίσεις να παρέχεις εκτίμηση σε έναν άνθρωπο ή να κλείσεις την στρόφιγγα. Δεδομένης της δυσανεξίας που έχω στα ηλίθια και βαρετά βιβλία, το γεγονός ότι μπόρεσε να με κρατήσει ως το τέλος, είναι από μόνο του ένα παράσημο! Γιατί το βιβλίο του δεν είναι ούτε ηλίθιο ούτε βαρετό. Διαβάζεις βιβλία άλλων και στις πρώτες σελίδες αντιλαμβάνεσαι όλα τα φθηνά κόλπα, αμέσως σκέφτεσαι, Your Writing Sounds Familiar!
 
Πηγή: http://www.chrisharnish.com/tag/couch/
Τα 13 διηγήματα της συλλογής “Ο καναπές” είναι δείγματα μοντέρνας γραφής, απαλλαγμένης από την ελληνοποιημένη καρικατούρα της ομφαλοσκόπησης και της ντεμέκ βαθύνοιας. Ο Σπύρος Γλύκας δίνει βάθος στους ήρωές μου κατά την πορεία της αφήγησης, δεν τους φορτώνει με σκέψεις που δεν μπορούν να σηκώσουν. Οι ήρωές του είναι κυρίως άνθρωποι της πόλης, μόνοι, ακόμα και όταν βρίσκονται εντός της οικογένειάς τους – κυρίως τότε – ,γεμάτοι μικροαδιέξοδα της καθημερινότητας που τους πνίγουν και τους παραμορφώνουν. Δε σε καταθλίβουν όμως γιατί η γραφή του πετυχαίνει ένα σπουδαίο κατόρθωμα, αισθάνεσαι ότι κάνεις μια ηλιόλουστη και απελευθερωτική βόλτα πάνω σε ένα ποδήλατο! Ο συγγραφέας θα επέλεγε τις μοτοσυκλέτες!! Κάτι που κάνει άλλωστε. Μπολιάζει τα διηγήματά του με τις δικές του αγάπες και εμμονές: τις μεγάλες μηχανές, τις βόλτες και τα ταξίδια, την μουσική, τον κινηματογράφο, την αγάπη για την συγγραφή.

Τα διηγήματά του είναι ιδιαιτέρως κινηματογραφικά, η εικονοποιητικη δύναμή τους είναι ασυγκράτητη – χαρακτηριστικό είναι το διήγημα “Χωρίς ανάσα”, μια ιστορία καταδίωξης. Δε ξέρω αν αυτό το στοιχείο είναι κατά της συγγραφής και της λογοτεχνίας αλλά εγώ το βρήκα συναρπαστικό. Κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τα διηγήματα του Γλύκα δεν έχουν προσωπικό ύφος – Αχ! Αυτό το ύφος των συγγραφέων! Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να πει τι είναι αυτό; Εγω πιστεύω ότι αυτή η φαινομενική “απουσία” ύφους είναι και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα. Η φωνή του είναι αναγνωρίσιμη και η δουλεμένη δομή κάθε διηγήματος την ξεχωρίζει και την εντυπώνει στην μνήμη του αναγνώστη. Δεν περιέχει γκραν γκινιόλ τεχνικές γραφής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία του είναι ελλιπής, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε απλή είναι, όμως.
Πηγή: http://edition.cnn.com/2013/08/12/travel/motorcycle-rides/


Συνήθως βάζω ένα απόσπασμα με συμπυκνωμένη δραματοποιημένη μορφή, κάτι βαθυστόχαστο, μια πρέζα πανσοφίας. Τέτοια δείγματα δεν υπάρχουν απομονωμένα στα διηγήματα του Γλύκα, και αν υπάρχουν ένα-δυο, είναι κρίμα να τα βάλω ως αντιπροσωπευτικά της γραφής του. Κυρίως, γιατί η δραματοποιημένη μορφή των σκέψεων ενσταλάζεται διακριτικά μέσα στις ρωγμές της πλοκής χωρίς τυμπανοκρουσίες. Επέλεξα ένα απόσπασμα από το “Κεφάλαιο εννέα”, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής.

[...] Η νοητική περιπλάνηση στο παρελθόν έλαβε τέλος καθώς το βλέμμα του Τάκη άρχισε να παρατηρεί τις θολές σιλουέτες που πλησίαζαν προς το μέρος του απ' το αμμώδες άπειρο. «Μα θα' χουμε παρέα μου φαίνεται σήμερα» φάνηκε να λέει στην ταλαιπωρημένη θήκη του σαξοφώνου. «Τι ηλίθια ιδέα να το κουβαλήσω κι αυτό μαζί μου. Σάμπως θα μπορούσα να φυσήξω μ' αυτές τις καταραμένες αμμοθύελλες;»
Οι φιγούρες φάνηκαν να κινούνται πλέον ταχύτερα στην άμμο απ' ό,τι θα μπορούσε και ο πιο έμπειρος βεδουίνος και ο ξενιτεμένος μουσικός άρχισε να διακρίνει πια τα πρόσωπά τους.
«Α, τώρα μάλιστα. Λένε πως αυτοί που διψάνε “βλέπουν” λίμνες και τρεχούμενα νερά, φοίνικες, σκιά για να ξαποστάσουν. Εμένα μου' λαχε το σόι και ο Τσάρλυ Πάρκερ; Καλώς τη μαμά. Τι νέα;». Η μητέρα φορούσε το αγαπημένο της καφέ παλτό. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του μιλήσει. Έπειτα ακολούθησε ο πατέρας του με ένα πορτοκαλί σωλήνα στο στόμα κουνώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας για νοθεία στις τελευταίες εκλογές. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια λίγο πριν μπει στην εντατική και ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο. Ο Πάρκερ προσπέρασε γρήγορα τον πατέρα του και φώναξε σε άπταιστα ελληνικά «έχω αργήσει πάλι και ποιος ακούει τον Ντίζι». Στο τέλος φάνηκε ο γιος του ο οποίος όσο πλησίαζε μεγάλωνε και γινόταν γέρος με άσπρες τούφες ντυμένος σαν έφηβος. 

“Ο καναπές” είναι το πρωτόλειο έργο ενός συγγραφέα και σίγουρα έχει τις αδυναμίες του (επιπλέον, μια επιμέλεια θα το βοηθούσε πολύ). Όμως είναι μια λογοτεχνική φωνή που θα άξιζε, λόγω προσόντων, να πάρει την θέση από μια άλλη βραχνή και κουρασμένη. Αν οι εκδότες της χώρας έχουν μολυνθεί έστω και λίγο από τις αδηφάγες παθογένειες του δημοσίου τομέα, τότε αυτό θα πάρει πολλά χρόνια. Γι' αυτό και ο Σπύρος Γλύκας μετέρχεται άλλες μεθόδους ενδεχομένως πιο τίμιες και πιο πολλά υποσχόμενες. Ανέβασε το βιβλίο του σε ηλεκτρονικη μορφή στο Άμαζον (και σε ισπανική έκδοση!) και περιμένει... το σύμπαν να συνωμοτήσει... ωχ κάτσε, αυτά τα λέγαμε 10 χρόνια πριν, δεν πιάνουν πια! Μένει να φανεί λοιπόν. Και εύχομαι να φανεί. Ό, τι του φανεί!

Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης δεν έχει καμία συνάφεια με όσα έγραφα στην δεύτερη παράγραφο για φτωχούς και άνοστους μπουφέδες. “Ο καναπές” είναι ένα πλήρες και απαιτητικό γεύμα και επειδή είναι σε μικρά κομματάκια σερβιρισμένος, σκέφτηκα να το μετέτρεψω σε... καναπεδάκια! Ήθελα να λογοπαίξω – τέλος πάντων, δεν φταίτε εσείς, η φαντασία μου τα φταίει. Ω ρε φίλε, πολύ έγλειψα, παπάριασε η γλώσσα μου!! Πώς το κάνουν κάθε μέρα οι επαγγελματίες “κριτικοί”;

Σχόλια

  1. Μα τι εξώφυλλο!
    Πράγματι υπάρχουν και καλοί Έλληνες λογοτέχνες, ζουν ανάμεσά μας χωρίς να κάνουν πολύ θόρυβο. Περισσότερο εκπλήσσομαι που υπάρχουν αναγνώστες και τους εντοπίζουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου librarian!

      Μου άρεσαν πολύ τα συγκεκριμένα διηγήματα, κυρίως γιατί ήταν διαφορετικά από πολλά που γράφονται και πλασάρονται ως κάτι φοβερό. Με όμορφη γραφή που ισορροπεί το "πικρό" τους περιεχόμενο. Για Έλληνα συγγραφέα, μού φάνηκαν πολύ εξωστρεφή (κυρίως χάρη στην γραφή, στην επιλογή των λέξεων, δεν ξέρω πώς ακριβώς να το εξηγήσω) και αυτό είναι το πιο θετικό σημείο για μένα. Υποψιάζομαι ότι θα τους ταιριάζει πολύ και η ισπανική μετάφραση!

      Πολύ ωραίο το εξώφυλλο. Η απεικόνιση του ονόματος του συγγραφέα με χάλασε λίγο αλλά δεν θα το κάνουμε θέμα!

      Διαγραφή
    2. Όχι, το εξώφυλλο είναι πολύ κακόγουστο κι αυτό μαρτυρά εκδοτική αμέλεια (π.χ. έλλειψη επιμέλειας, όπως αναφέρεις κι εσύ).
      Καλά, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς με τον όρο "εξωστρεφή" αλλά δεν πειράζει το θέμα είναι ότι τα απήλαυσες. Να δοκιμάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν συναντήσεις κάτι καλό είναι δύο φορές μεγαλύτερη η χαρά. Έχω εμπιστοσύνη σε ορισμένους εκδοτικούς οίκους, από την Εστία γνώρισα τον φοβερό Μακριδάκη (ερωτεύτηκα) από τις εκδόσεις Πόλις την Αναστασέα που μου έκανε καλή εντύπωση και βέβαια ο Χιόνης, δεν είναι τυχαίο που το πιο αγαπημένο είναι από τις εκδόσεις Κίχλη, νομίζω ότι απλά θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία που έχει βγάλει αυτός ο εκδοτικός οίκος.

      Διαγραφή
    3. Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκα αλλά η φράση "Μα τι εξώφυλλο!" δεν πίστεψα ότι θα έχει αρνητική χροιά. Λάθος μου! Εγώ το βρήκα καλό, προφανές αλλά καλό.

      Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω τον όρο "εξωστρεφή γραφή", μπορεί να είναι και ιδέα μου :-) Σίγουρα όμως, τα χάρηκα. Παρακολουθώ την ελληνική λογοτεχνία (ξεφυλλίζοντας, διαβάζοντας αποσπάσματα) αλλά μέχρι στιγμής δύσκολα με κάνει να την πάω ως το ταμείο. Για το Γκιακ όμως του Παπαμάρκου, όλα συντείνουν (ύστερα και από την ανάρτησή σου) προς την αγορά του!

      Διαγραφή
    4. Ω το Γκιακ τείνει να γίνει ένα κλασικό ανάγνωσμα σαν να το έγραψε κάποιος που συμμετείχε στους μικρασιατικού πολέμους. Όλες οι ιστορίες είναι απολαυστικές.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ...