Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αβεσσαλώμ αναφώνησε, καθώς ψυχορραγούσε, Αβεσσαλώμ, ο Γέρος!



And the Nobel goes... και εδώ είναι το πρόβλημα, ότι το Νόμπελ τα τελευταία χρόνια πηγαίνει κατά διαόλου! Τώρα πια θεωρείται η υπέρτατη διάκριση στην λογοτεχνία, εξασφαλίζει χρήμα και δόξα στους τιμώμενους, δημιουργεί εκατομμύρια νέους αναγνώστες και συγγραφείς ανά τον κόσμο. Πώς έφθασε όμως το Νόμπελ Λογοτεχνίας να τιμηθεί με τόση αναγνώριση; Πιάνεις στα χέρια σου την λίστα με τα ονόματα των βραβευμένων συγγραφέων και προχωράς αβίαστα σε έναν αυθόρμητο διαχωρισμό: σε εκείνους (τους πολλούς) που τιμήθηκαν από το βραβείο και σε εκείνους (τους λίγους) που τίμησαν το βραβείο. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας γιγαντώθηκε από τους λίγους και έφθασε να κάνει τώρα τον υπερφίαλο καμπόσο με τα πολλά λεφτά και τις οπορτουνιστικές διαθέσεις. Αυτή η αλλαγή ξεκίνησε, για μένα, το 1949 όταν κάποιος αναφώνησε με άγνοια κινδύνου... to Faulkner... και γνώρισε στις μελλοντικές γενιές τον Θεό της Λογοτεχνίας. Είναι βλασφημία να ισχυρίζεσαι ότι η Λογοτεχνία (μέσω μιας αμφιλεγόμενης επιτροπής) τίμησε τον Φώκνερ. Είναι φανερό ότι το αντίθετο συνέβη – ο Φώκνερ τίμησε την Λογοτεχνία!

Οι αναγνώστες πρέπει να δοκιμάζουν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη μόλις διαβάζουν πρώτη φορά Φώκνερ. Στον τίτλο της ανάρτησης προσπάθησα να προσομοιάσω (χρησιμοποιώντας τρεις τίτλους βιβλίων του), κατά το δυνατόν περισσότερο, την φωκνερική σύνταξη. Αυτή η σύνταξη είναι το πρώτο (παρά ταύτα όχι εύκολο να ξεπεραστεί) εμπόδιο που σου βάζει ο συγγραφέας. Πολλοί συγγραφείς γράφουν κάπως «περίεργα», έχουν το δικό τους ύφος, σκέφτονται αρκετοί αναγνώστες. Ωστόσο, αυτή η σύνταξη γίνεται σκοπίμως ή τουλάχιστον έτσι νιώθει ο αναγνώστης στο τέλος της ανάγνωσης – όμως τότε, δεν θα νοιάζεται και πολύ να μάθει ποια πραγματικά είναι η αλήθεια. Θυμάμαι ότι, όταν πρωτοσυνάντησα τον Φώκνερ, θεώρησα πως είναι ένας εύκολος συγγραφέας, να ήταν η απλή και σεμνή φιγούρα του που εξέπεμπε καθαρότητα από την φωτογραφία του βιβλίου, να ήταν ο Αμερικανικός Νότος και η γοητεία του Μισισιπή που μου έγιναν γνωστά μέσα από την εύκολη και συναρπαστική αφήγηση του σπουδαίου Μαρκ Τουαίην; Ό,τι κι αν ήταν, ήταν μεγάλη πλάνη! Ας ρίξουμε όμως πρώτα μια γρήγορη ματιά στα βιβλία.

Ο «Γέρος» είναι η μία από τις δύο ιστορίες που συμπλέκονται στο βιβλίο του  «Άγρια φοινικόδεντρα». Εκεί, ο Φώκνερ επέλεξε να βάλει δύο ιστορίες που έχουν αντίθετο θέμα, να διαδέχονται η μια την άλλη ανά κεφάλαιο, έτσι ώστε να μεγαλώσει η ένταση του κειμένου και να αυξηθεί η πολυπλοκότητα της αφήγησης, λες και χρειάζονταν επιπρόσθετη πολυπλοκότητα τα βιβλία του Φώκνερ! Όπως γράφει ο Malcolm Cowley «Στα Άγρια Φοινικόδεντρα ένας άντρας θυσιάζει τα πάντα για την ελευθερία και την αγάπη και χάνει και τα δυο˙ στο Γέρο ο κατάδικος θυσιάζει τα πάντα για να γλυτώσει από την ελευθερία και την αγάπη». Ο αναγνώστης χάνει αυτή την αντίστιξη και το αλληλοσυμπλήρωμα των ιστοριών αλλά δεν στερείται απόλαυσης αν διαβάσει τον «Γέρο» μόνο του. Πρωταγωνιστής σε αυτή τη νουβέλα είναι ο ποταμός Μισισιπής (ο «Γερός» όπως αποκαλείται χαϊδευτικά) ο οποίος τον Απρίλη του 1927 πλημμυρίζει οργισμένος και γίνεται η αιτία να εμφανιστεί ένα σκηνικό καταστροφής. Σε αυτό το σκηνικό, ο κατάδικος που εκτίει ποινή στις αγροτικές φυλακές για μια αποτυχημένη απόπειρα ληστείας τρένου που ενορχήστρωσαν τα φθηνά αστυνομικά βιβλία που διάβαζε κάποτε, ρίχνεται σε μια βάρκα με εντολή να κατεβάσει μια γυναίκα που βρήκε καταφύγιο από την πλημμύρα στη κορυφή ενός δέντρου και έναν άντρα που είναι καθηλωμένος στη στέγη μιας μπαμπακαποθήκης. Η γυναίκα είναι ετοιμόγεννη, γεννά στην βάρκα, και εκεί ξεκινά ένας αγώνας να βρεθεί ένα μέρος να αφήσει την γυναίκα με το μωρό και ύστερα να γυρίσει πίσω στην φυλακή που γνωρίζει και αποδέχεται. Ο ήρωας (όπως όλοι οι ήρωες του Φώκνερ) περνά από δαιδαλώδεις ψυχικές διαδρομές και αναπάντεχες φυσικές καταστάσεις, ώσπου να καταλήξει να απορρίψει την ελευθερία που τόσο απροσδόκητα του δόθηκε και την επίφαση αγάπης που μοιραζόταν πάνω στη βάρκα.

[...] «Σύντομα θα έπρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του, σκεφτόταν (ο κατάδικος). Όλες αυτές οι βλακείες θα σταματήσουν όπου να' ναι και τότε θα μπορώ να γυρίσω πίσω, και τότε ξαφνικά ανακάλυψε ότι σκεφτόταν θα πρέπει να γυρίσω πίσω, κι έμεινε ασάλευτος και κοίταζε γύρω την πλούσια παράξενη έρημο που τον περιέβαλλε, όπου είχε προσωρινά χαθεί μες στη γαλήνη και την ελπίδα και όπου τα τελευταία εφτά χρόνια είχαν βυθιστεί σαν ασήμαντα βότσαλα μες στο νερόλακκο, δίχως ν' αφήσουν την παραμικρή ρυτίδα, και σκέφτηκε ήσυχα, με κάτι σαν αποχαυνωμένη έκπληξη Ναι. Θαρρώ πως είχα ξεχάσει τι καλά που είναι να βγάζεις λεφτά. Να σ' αφήνουν να τα βγάζεις».
 
Το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» είναι το χαρακτηριστικά φωκνερικό έργο: ένα βιβλίο που χρονικά καταλαμβάνει τουλάχιστον τρεις γενιές ανθρώπων, συνδεδεμένων με δεσμούς αίματος και ένοχων μυστικών, και τοποθετημένων στην φανταστική περιοχή Γιοκναπατόφα (ή Γιοκναπατούφα ή Γιοκναπατάουφα, ανάλογα με τη μετάφραση και τη διάθεση) κάπου στον Αμερικανικό Νότο. Ένα απόσπασμα μόλις στη σελίδα 4, συμπυκνώνει όλο το μυθιστόρημα και δίνει μια πρόγευση του απαιτητικού και πυκνότατου λόγου του.

[...] «Φαίνεται πως αυτός ο δαίμονας – τον λέγανε Σάτπεν – (Συνταγματάρχη Σάτπεν) – Συνταγματάρχη Σάτπεν. Που ξεφύτρωσε ξαφνικά και απροειδοποίητα σ' αυτά τα μέρη με μια συμμορία παράξενους αράπηδες κι έφτιαξε μια φυτεία – (Ξάρπαξε βίαια μια φυτεία, λέει η μις Ρόζα Κολντφιλντ) – Ξάρπαξε βίαια. Και παντρεύτηκε την αδερφή της Έλλεν και γέννησε ένα γιο και μια κόρη που (Χωρίς τρυφεράδα γέννησε, λέει η μις Ρόζα Κολντφιλντ) – χωρίς τρυφεράδα. Που θα πρεπε να' ναι τ' ακριβά καμάρια του κι οι προστάτες κι η παρηγοριά των γερατειών του, μόνο που – (Μόνο που τον κατέστρεψαν ή κάπως έτσι ή τα κατάστρεψε εκείνος ή κάπως έτσι. Και πέθανε) – και πέθανε. Χωρίς κανένας να τον κλάψει, λέει η μις Ρόζα Κολντφιλντ – (Εκτός από την ίδια) Ναι, εκτός από την ίδια. (Κι απ' τον Κουέντιν Κόμπσον) Ναι. Κι απ' τον Κουέντιν Κόμπσον».

Προχωρώντας στο μυθιστόρημα βλέπουμε την παρακμή της οικογένειας (μόνιμο αγαπημένο θέμα του Φώκνερ) σε τέτοιο βάθος που δύσκολα θα πιστέψουμε στο τέλος ότι υπήρξε κάποτε και η ακμή της! Οι ήρωες είναι σταθερά βουτηγμένοι στην τραγικότητα καθ' όλη την διάρκεια του βιβλίου, καμιά σελίδα δεν εκπέμπει φως. Διαβάζοντας τα βιβλία του Φώκνερ παίρνεις μια έντονη γεύση αρχαίας τραγωδίας και βιβλικών παραστάσεων (στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο τίτλος είναι πρόδηλος) αναμεμειγμένη με εξαντλητική εσωτερική αναμόχλευση και συναισθηματική πυκνότητα.

Ο Φώκνερ χρησιμοποιεί την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, κατά τα πρότυπα του Τζόυς και της Γουλφ, με μια ειδοποιό διαφορά ωστόσο, που είναι κατά την γνώμη μου το πιο γοητευτικό σημείο των βιβλίων του. Οι ήρωές του είναι απλοί άνθρωποι, συνήθως αγρότες ή υπηρέτες, στερούμενοι μόρφωσης, κοινωνικής συμπεριφοράς ή πολιτισμικών αναφορών. Σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμα και νοητικά καθυστερημένοι (ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μπέντζι από την «Βουή και Μανία»;). Σε καθέναν από αυτούς όμως, ο Φώκνερ κατορθώνει να εμφυσήσει έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο σπάνιας δυναμικής και πολυπλοκότητας. Σε έναν αστικοποιημένο ήρωα (όπως του Τζόυς) είναι σχετικά εύκολο να γεμίσεις το άδειο καβούκι του με συναισθήματα και σκέψεις που να έχουν ανθρώπινες πολιτισμικές καταβολές. Έναν «αγροίκο» όμως με τι να τον γεμίσεις; Ο Φώκνερ μπορεί να γράψει χιλιάδες σελίδες για να σου αποδείξει την πολυπλοκότητα ενός «αγροίκου»! Με τα βιβλία του Φώκνερ, πάντοτε θυμάμαι ότι ένας απλός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα και απλοϊκός – αν τον απαλλάξεις από τα πολιτισμικά στεγανά, αν τον αποστραγγίξεις από την κοινωνική εξευγενισμένη συμπεριφορά, αν του βιάσεις την θρησκευτική φενάκη, μπορεί να παραμείνει ακόμα βαθιά πολύπλοκος, βαθιά ανθρώπινος. 


«Αν δεν υπήρχα εγώ θα υπήρχε κάποιος άλλος στη θέση μου. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε, στον Χέμινγουεϊ, στον Ντοστογιέφσκι, σ' όλο τον κόσμο. Απόδειξη, ότι υπάρχουν ήδη τρεις συγγραφείς που ερίζουν ότι έγραψαν τα έργα του Σαίξπηρ. Αυτό που μετράει δεν είναι το ποιος έγραψε τον Άμλετ ή το Όνειρο θερινής νύχτας αλλά το ότι υπήρξε κάποιος που τα έγραψε. Δεν μετράει ο συγγραφέας. Αυτό που μετράει είναι το έργο του, τα δημιουργήματά του. Ο Σαίξπηρ, ο Μπαλζάκ, ο Όμηρος, έγραψαν όλοι πάνω στα ίδια θέματα κι αν ήταν δυνατό να ζούσαν 1000 ή 2000 χρόνια ακόμη, οι εκδότες δε θα' χαν πια ανάγκη από άλλους συγγραφείς.»   
 
Αυτό διατείνεται στην συνέντευξη που έδωσε στο Paris Review (εγώ την έχω σε μια όμορφη μεταφρασμένη έκδοση) και το απέδειξε περίτρανα ζητώντας να σκαλιστεί στο τάφο του μόνο η λιτή φράση «Έγραψε βιβλία και πέθανε», δείχνοντας έτσι πως δεν έχει σημασία ποιος σαπίζει εκεί μέσα αλλά ότι αυτό που τελικά μετράει είναι αν το έργο θα καταφέρει να επιβιώσει εις βάρος του συγγραφέα του. Εμείς ξέρουμε ότι τα κατάφερε – και χαιρόμαστε πολύ γι' αυτό.

Άφησα για το τέλος το «Καθώς ψυχορραγώ» (ένας από τους πιο όμορφους τίτλους βιβλίου) γιατί είναι ένα βιβλίο σημείο αναφοράς στον φωκνερικό κόσμο. Κουβαλά τη φήμη ότι γράφτηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, στην βραδινή βάρδια 12-4, σ' ένα σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος – κυρίως όμως, είναι ένα βιβλίο που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού του σύμπαντος, σε διακριτή μορφή, και έτσι προϊδεάζει τον αναγνώστη και τον προετοιμάζει, πριν εκείνος προσπαθήσει κάποιο δυσκολότερο κείμενό του. Επίσης, πρόκειται για μια γοητευτική ιστορία, η αφηγηματική λιτότητα (για τα μέτρα του Φώκνερ) της οποίας δεν υπολείπεται σε
"Η μάνα μου είναι ψάρι" (σ. 100)
βάθος και ένταση (ακριβώς στα μέτρα του Φώκνερ). Μια οικογένεια (πάλι δεσμοί αίματος) με το κιβούρι της νεκρής μητέρας κάνει την διαδρομή προς το πατρικό τόπο της, για να την θάψει εκεί, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία της. Τα κεφάλαια είναι σχετικά σύντομα και φέρουν ως τίτλους τα ονόματα των μελών της οικογένειας ή των γειτόνων, έτσι ώστε να δίνεται με σαφήνεια η οπτική γωνία του αφηγητή. Παράλληλα ξετυλίγονται διάφορες συνειδησιακές ιστορίες των ηρώων, που σε μερικά σημεία μοιάζουν ασύνδετες και εκκρεμείς αλλά όσο προχωρά η ιστορία αποσαφηνίζονται. Στα άλλα μυθιστορήματα του Φώκνερ, η διάκριση ανάμεσα στις εσωτερικές φωνές των ηρώων, στα τεκταινόμενα της πλοκής και στις βίαιες μετακινήσεις στο παρελθόν και στο μέλλον, είναι περισσότερο ομιχλώδης και αυτό ίσως αποθαρρύνει τους επίδοξους αναγνώστες του.

Και οι τρεις διαφορετικές μεταφράσεις των συγκεκριμένων βιβλίων θεωρώ πως είναι αρκετά καλές, αν και όποιος πρωτοδιαβάζει Φώκνερ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παραπονεθεί για την κακή μετάφραση. Αυτή η δυσπιστία προκαλείται από την ιδιότυπη σύνταξη την οποία επισήμανα στην αρχή. Ωστόσο, το λογοτεχνικό σύνολο κάθε μεμονωμένου βιβλίου του είναι αρτιότατο και σε αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συμβάλλει και η εύστοχη κάθε φορά μετάφραση. Όσοι πάλι παραμένουν Άπιστοι Θωμάδες (μιας και είναι επίκαιρο) ας προσπαθήσουν να τον διαβάσουν στο πρωτότυπο. Δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.
 
Τα βιβλία του Φώκνερ είναι πολύ δύσκολα, έχουν μια γλώσσα που ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο απλό και το υψηλό, και προσπαθεί να περικλείσει εντός μια μικρής φράσης όλη την ρευστότητα του χρόνου – όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, «...δεν υπάρχει χρόνος. Υπάρχει η παρούσα στιγμή στην οποία εισάγω το παρελθόν και το μέλλον και αυτό είναι η αιωνιότητα. Ο χρόνος πλάθεται από τον καλλιτέχνη. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ σκλάβος του χρόνου». Οι τραγικοί ήρωες του Φώκνερ και η επιβλητική ατμόσφαιρα των βιβλίων του, παραμένουν ανεξίτηλα στο μυαλό σας για καιρό, τόσο που στο τέλος δεν μένει παρά να αναφωνήσετε απηυδισμένοι: «Ο Νότος. Χριστέ μου. Διόλου παράξενο που όλοι σας επιζείτε μετά τον θάνατό σας για χρόνια και χρόνια και χρόνια.»



Αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας αφήνει (για το τέλος της ανάρτησής μου) την πιο απλή και πιο σοφή λύση σε ένα πρόβλημα που θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν οι καλοί αναγνώστες εξίσου συχνά με τους καλούς συγγραφείς.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μερικοί από τους αναγνώστες σας παραπονιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν αυτό που γράφετε, ακόμα κι αν σας διαβάσουν δυο ή και τρεις φορές. Τι τους συμβουλεύετε;

ΦΩΚΝΕΡ: Να με διαβάσουν και μια τέταρτη!

Σχόλια

  1. Η ανάρτηση επιγραμματικά:
    Τρία (βιβλία) σε ένα, για τίτλο, (με το τέταρτο -"Η βουή και η μανία"- απλωμένο στη λιακάδα).

    Κλασικά, άρχισα από το "Καθώς ψυχορραγώ", συνέχισα με το "Φως τον Αύγουστο" και μετά ξετρελάθηκα με το "Η βουή και η μανία". Τελευταία διάβασα "Το ιερό" και "Το μαγικό δέντρο".
    (Τον εξαντλημένο Αβεσσαλώμ τον ψάχνω επίμονα τις τελευταίες 3 χρονιές. Να τον ψάξω και για τέταρτη.)

    ΥΓ. Μου αρέσει που, εκτός από την ανάγνωση, ασχολείστε με όλα τα συμπαρομαρτούντα της. Το κάνω κι εγώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχω διαβάσει και το Ιερό το οποίο δεν ανέφερα στην ανάρτηση.

    Φυσικά και να το αναζητήσετε, μέχρι να επανακυκλοφορήσει εκείνο ή να εξαντληθείτε εσείς!
    Επειδή δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας και δεν μπορώ να αναλύσω επαρκώς τα κείμενα, καμουφλάρω εντέχνως την άγνοιά μου με τα διάφορα (βολικά!) συμπαρομαρτούντα της.

    Υ.Γ. Μην το πείτε όμως παραέξω και αμαυρώσετε τη φήμη μου!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δε θα σας μαρτυρήσω, γιατί δεν συμπαθώ τις μακροσκελείς αναλύσεις, ειδικά τις φιλολογικού τύπου. Μου αρέσουν οι σύντομες και επί της ουσίας παρουσιάσεις, επικεντρωμένες στα βασικά. Αλλιώς, ξενερώνω. Μου διαλύουν όλη τη μαγεία.
    Επομένως, καμουφλάρω και τη δική μου άγνοια. Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω και δεν μ' ενδιαφέρει (πλέον) να αποδείξω τίποτα.

    ΥΓ. Η φήμη σας είναι σε καλό δρόμο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος25.9.16

    Καλημέρα,
    Φέτος τόλμησα να αγγίξω τον Φώκνερ και δεν το πιστέυω τι έχανα τόσα χρόνια. Διάβασα το Η Βουή και η Μανία και τώρα διαβάζω το Αβεσσαλώμ Αβεσσαλώμ. Ήμουν πολύ τυχερή μάλλον που πρόλαβα να το αγοράσω γιατί βλέπω ότι έχει εξαντληθεί. Επίσης περιμένει και ο Γέρος στη στοίβα με τα αδιάβαστα. Επειδή απ ότι κατάλαβα είστε γνώστης του έργου του, μια μικρή απορία. Προκύπτει κάπου από την βιογραφία του από που πηγάζει αυτό το κοινό σημείο που έχουν τα 2 βιβλία τον έρωτα μεταξύ 2 αδερφών ?
    Φαίη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Φαίη,

      δυστυχώς δεν μπορώ να σου λύσω την απορία. Δεν έχω διαβάσει τίποτα περισσότερο πέρα από τα ίδια του τα βιβλία. Ωστόσο, θα είχε ενδιέφερον να το μάθουμε. Αν εντοπίσεις κάτι σχετικό, σε παρακαλώ, άφησέ το σε σχόλιο.

      Ο Φώκνερ είναι γοητευτικότατος και πολύ δύσκολος επίσης. Χαίρομαι που τον ανακάλυψες και τον αντιμετώπισες με θάρρος! Καλή συνέχεια και στα υπόλοιπα. Ναι μερικά δικά του είναι εξαντλημένα (κακό αυτό για έναν τόσο σημαντικό συγγραφέα) αλλά για να σε παρηγορήσω, σου λέω ότι όπου και αν πηγαίνω, εντοπίζω με μεγάλή ευκολία και κάποιο δικό του βιβλίο (σε παλαιοβιβλιοπωλείο, σε κάποιο επαρχιακό βιβλιοπωλείο, σε πάγκο, κλπ). Γι' αυτό και αισθάνομαι μια σχετική άνεση να δωρίζω βιβλία του (χωρίς να τα έχω διπλά) παρότι είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς!

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος25.9.16

      Ναι έτσι βρήκα το Γέρο στα μεταχειρισμένα της Πρωτοπορίας :) Αν ανακαλύψω κάτι θα το γράψω.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .