Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας».
Το δοκίμιο του Βιθέντε Ορντόνιεθ Ρόιγκ με τον κάπως σοβαρό τίτλο του «Το γελοίο ως πολιτικό εργαλείο» με έκανε να το σκεφτώ αρκετές φορές αν θα με ενδιέφερε να το διαβάσω. Τελικά λύγισα και δεν το μετάνιωσα παρά τις αδυναμίες που εντόπισα. Επειδή εστιάζει στο γελοίο, θεώρησα ότι διαφοροποιείται από άλλα βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά με το γέλιο, το χιούμορ, την ειρωνεία, κλπ. Παρόλο που στα αρχικά κεφάλαια δεν αποφεύγει κάποιες παρόμοιες αναφορές, το κύριο βάρος όντως πέφτει στο γελοίο, εκείνο το γέλιο που καταστρέφει. «Δύο τάξεις γελοίου γέλιου, επομένως: μία κεντρομόλος που, από τους πολλούς, έλκει ή ωθεί τα άτομα με διαφορετική φύση προς την κατεύθυνση ενός κοινού κέντρου∙ και μια άλλη, φυγόκεντρη, καταφύγιο των λίγων στην αποσταθεροποιητική τους λαχτάρα, που σημαδεύει την εξουσία και απομακρύνεται από το κέντρο. Αν, στην πρώτη περίπτωση, το ηχόχρωμα του γέλιου που ευθυγραμμίζεται με το γελοίο είναι βίαιο, στη δεύτερη, παρά τη μοναξιά του (εφαπτόμενη της απελπισίας), είναι αναστοχαστικό». Το δοκίμιο ξεκινάει (και τελειώνει) αναστοχαστικά εκτός από την μέση που αποφασίζει (εις βάρος της συνολικής του ποιότητας) να κινηθεί αναχρονιστικά μηρυκάζοντας κομμάτια από Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Νίτσε («Εξάλλου, κι ο Νίτσε γελάει και κοροϊδεύει, αν και το βάθος του σατιρικού του γέλιου γίνεται αντιληπτό μονάχα από τις επόμενες γενιές») και Φρόιντ. Κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να λείπει το μεσαίο κομμάτι – εκεί που παραδοσιακά κάνει κοιλιά κάθε βιβλίο! – αλλά εγώ είμαι και γελοίος, δεν μπορώ να διαβάσω σοβαρά. Ωστόσο το βιβλίο αξίζει πολύ γιατί όντως περιέχει ωραίες και δυνατές σκέψεις που αναλύονται και με μια γερή δόση λυρικότητας που εκτός των άλλων θα ευφράνουν και αισθητικά τους αναγνώστες.
[…] «Αυτός που κάνει τον γελοίο είναι επομένως κάποιος αινιγματικός λόγω της παραδοξότητάς του. Γιατί με την παράφωνη συμπεριφορά του επιτρέπει σε εκείνους που αυτοαναγορεύονται υπέρτατοι υπερασπιστές των ηθικών και νομικών απαιτήσεων μιας ομάδας, μιας κοινότητας ή ενός κράτους να παραβιάζουν αυτές ακριβώς τις έξωθεν επιβεβλημένες απαιτήσεις μέσω του τραύματος του γέλιου που γελοιοποιεί. Περιδεής απέναντι σ’ έναν νόμο που τιμωρεί αυστηρά τον παραβάτη (εξωτερικά, με τη μορφή του δικαίου, αλλά και εσωτερικά, ως αίσθημα ενοχής), όποιος γελά εις βάρος κάποιου άλλου περιγελά αυτόν τον άλλον, πράγματι, αλλά κυρίως περιγελά την αυστηρότητα ενός νόμου που δεν αντέχεται. Όπως συμβαίνει με το θύμα που καταδιώκεται από τη μάζα στον Κανέττι, ο γελοιοποιούμενος συγκεντρώνει πάνω του τις μοχθηρές ενέργειες όλων. Αυτό το διπλό, κατευθυνόμενο μίσος καθιστά τον γελοιοποιούμενο ιδιαίτερα πολύτιμο για μια κοινωνία η οποία σε τακτά χρονικά διαστήματα έχει ανάγκη την εκφόρτιση».
Το δοκίμιο του Βιθέντε Ορντόνιεθ Ρόιγκ κυκλοφορεί σε μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης». Δεν έχω ρέντα αυτή την εποχή, στο μέλλον υπόσχομαι να αυτογελοιοποιηθώ καλύτερα. Αλλά και εσείς μην γίνεστε γελοίοι, ρίξτε του μια ματιά, δεν κοστίζει (πάνω από δέκα ευρώ), η δυναμική του γέλιου θα μας κρατήσει στον αφρό των ημερών∙ τα έχει πει και ο Νίτσε – ενδεχομένως και η Νίτσα, μια random desperate housewife.
[…] «Ενάντια στον Χέγκελ, ο Νίτσε αντιλαμβάνεται πως «μόνο ως αισθητικό φαινόμενο δικαιολογείται αιώνια η ύπαρξη και ο κόσμος» (Η γέννηση της τραγωδίας). Αν η ύπαρξη δικαιολογείται ως αισθητικό-μεταφυσικό φαινόμενο, το ανθρώπινο ον πρέπει να υπομένει όχι μόνο τον πόνο και τον θάνατο, την αγωνία και την απελπισία, την άβυσσο της απουσίας νοήματος και την αηδία: οφείλει να είναι ικανό να μετασχηματίσει την αγωνία μιας άσκοπης ζωής με τη δημιουργική δυναμική του γέλιου».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.