Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24, γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή «Ιστορίες της μέρας και της νύχτας» – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνεται να μην μπορούν να σταθούν στο ύψος του τρόμου που υπόσχονται∙ ίσως γιατί τελικά η ζωή και όχι η απουσία αυτής, τρομάζει πάντα περισσότερο.
Οι υπερφυσικές ιστορίες έχουν ένα εκ γενετής ελάττωμα – φουσκώνουν, φουσκώνουν, και όταν φτάνει η αποκάλυψη προς το τέλος ξεφουσκώνουν απότομα. Η συνήθως νεκρική αποκάλυψη αποστεγνώνει όλη την κειμενική ζωτικότητα! Ο Μωπασάν είναι μάστορας όμως και καταφέρνει κάπως να σώσει την κατάσταση, αν και όχι εντελώς. Η συγκεκριμένη συλλογή περιέχει τρία διηγήματα, τον «Εξαποδώ», την «Κόμη» και το «Όραμα». Το πρώτο έχει έκταση (συμπεριλαμβανομένης της εικονογράφησης) περίπου 40 σελίδες, ενώ τα υπόλοιπα (επίσης μαζί με την εικονογράφηση) περίπου 10 σελίδες το καθένα. Κι όμως, τα δύο μικρότερα διηγήματα φαίνεται να λειτουργούν καλύτερα στο πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουν τοποθετηθεί, του παραδοσιακού υπερφυσικού τρόμου. Αντιθέτως το πρώτο, μοιάζει να ξεφεύγει του πλαισίου αυτού (εξού και Εξαποδώ!) και να κινείται σε πιο μοντέρνες γραμμές. Γραμμένο σαν ημερολόγιο καταγράφει την σταδιακή βύθιση του ήρωα στην παράνοια και στην αυτολύπηση. «Πόσο αδύναμο είναι το μυαλό μας. Πόσο γρήγορα τρομοκρατείται και παρεκκλίνει της λογικής αμέσως μόλις έρθει αντιμέτωπο μ’ ένα μικρό ανεξήγητο γεγονός. Αντί να το δαμάσουμε με τη σκέψη πως «δεν το κατανοούμε γιατί δεν βρίσκουμε την αιτία», φανταζόμαστε αμέσως τρομερά μυστήρια και υπερφυσικές δυνάμεις». Αν ποτέ δεν παρουσιαζόταν η λογική εμφάνιση ενός αλλότριου όντος τότε θα μιλούσαμε για ένα αριστουργηματικό διήγημα. Ξεκινώντας την κατάρρευση ως αποτέλεσμα κακού ύπνου – μου θύμισε απίστευτα το εκπληκτικό βιβλίο του Γκάι Λεζίνερ, εκεί να δείτε νυχτερινούς τρόμους, σας το έχω προτείνει ενθέρμως, μην το παίζετε κοιμισμένοι – ο ήρωας ψάχνει μέσα από την αυτοπαρατήρηση αλλά και την ιατρική βοήθεια να δει τι του συμβαίνει. Στην συνέχεια η αυτοπαρατήρηση παίρνει τα ηνία και τεντώνει τα νεύρα του αναγνώστη μέχρι το όριό τους, γιατί ο Μωπασάν αυτό το παιχνίδι ήξερε να το παίζει πολύ καλά.
[…] «Ποια να ’ναι άραγε η πηγή αυτών των μυστηριωδών αισθήσεων που μετουσιώνουν την ευτυχία μας σε αποθάρρυνση και την αυτοπεποίθησή μας σε δυσπιστία; Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει πως ο αέρας, ο αόρατος αέρας, βρίθει από άγνωστες Δυνάμεις, που τη μυστηριώδη τους παρουσία καλούμαστε ν’ αντέξουμε. Ξυπνώ με την καλύτερη διάθεση, με μια εγκάρδια επιθυμία να τραγουδήσω. Γιατί; Πηγαίνω στην όχθη του νερού και ξαφνικά, μετά από έναν μικρό περίπατο, επιστρέφω ράκος, θαρρείς και μια κακοτυχία με πρόσμενε εκεί. Γιατί; Να ’ναι ένα κρύο ρίγος που, διατρέχοντας το δέρμα μου, τάραξε τα νεύρα μου και μου έφερε κατήφεια; Να ’ναι τα σχήμα των σύννεφων, οι αποχρώσεις του ουρανού ή τα χρώματα του περιβάλλοντος που αλλάζουν γύρω μου και ταράζουν τις σκέψεις μου καθώς περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου; Ποιος ξέρει. Όλα όσα μας περιβάλλουν, όλα όσα κοιτάζουμε χωρίς να τα βλέπουμε, όλα όσα γνωρίζουμε χωρίς να το ξέρουμε, όλα όσα κρατάμε χωρίς να τα νιώθουμε, όλα όσα συναντάμε χωρίς να τα διακρίνουμε ξεκάθαρα, έχουν μια γρήγορη, ανέλπιστη και ανεξήγητη επιρροή πάνω μας και πάνω στα όργανά μας, και μέσω αυτών πάνω στις ιδέες μας και στην ίδια την ύπαρξή μας».
Το διήγημα μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και σαν αναγωγή για την κατάθλιψη, άλλες ψυχικές νόσους, τα πραγματικά βάσανα που πέρασε ο ίδιος συγγραφέας ή τα φανταστικά με τα οποία συνήθως έρχεται αντιμέτωπο ένα ανήσυχο μυαλό υπό το καθεστώς της δημιουργικής διεργασίας. Όπως και αν διαβαστεί, σίγουρα δεν απογοητεύει. Αν όμως εξέλειπε μια λογικοφανής εξήγηση στο τέλος τότε το διήγημα θα ήταν από άλλη διάσταση. Η εικονογράφηση είναι του Mauro Cascioli και αν εξαιρέσω το πολλά υποσχόμενο εξώφυλλο, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε ιδιαίτερα. Πολύ μπουκωτική και πλουραλιστική για τα γούστα μου και παρ ’όλη την προσπάθεια της έκδοσης να την αναδείξει κατά τον μέγιστο βαθμό, εμένα με άφησε ψιλοαδιάφορο – Ουίλλιαμ Μπλέικ δεν γίνεσαι, γεννιέσαι! Η μετάφραση του «Εξαποδώ» είναι της Ιλέην Ρήγα ενώ των άλλων δύο διηγημάτων της Χαράς Σκιαδέλλη. Μια χαρά μου φάνηκαν, όπως και όλη η προσεγμένη έκδοση του «Οξύ». Αξίζει να την έχετε στη συλλογή σας, γιατί με Μωπασάν ποτέ κανείς δεν έχασε – απλώς επιλέξτε με σοφία το περιβάλλον όπου θα την διαβάσετε, εδώ δε χωράει φυσικότητα!
«21 Ιουλίου
Δείπνησα στο Μπουζιβάλ και μετά πέρασα το απόγευμα σ’ έναν χορό ναυτικών. Έχω πειστεί πως όλα εξαρτώνται από το μέρος και το περιβάλλον. Θα ήταν ανεύθυνα αστείο να πιστεύεις στο υπερφυσικό στην Ιλ ντε λα Γκρενουιγέγ. Στην κορυφή του Μοντ Σεντ Μισέλ ή στην Ινδία, ωστόσο, είμαστε υπό την ασφυκτική επιρροή των όσων μας περιβάλλουν. Θα επιστρέψω σπίτι την επόμενη βδομάδα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.