Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εγώ σε λέω αγάπη



 
Οι πιο συνηθισμένοι απατεώνες στην Ελλάδα συνήθως ενδύονται τους υδραυλικούς που ζητάνε 55 ευρώ για μια τρόμπα στο καζανάκι και δεν μπορείς και να τους πεις «Χέσε με ρε μάστορα» γιατί μετά πώς θα τραβήξεις καζανάκι; Στη λογοτεχνία από την άλλη, το να χαρακτηρίσεις για οποιονδήποτε λόγο τον Χέρμαν Μέλβιλ απάτη, το κάνεις μόνο αν εξυπηρετεί την πλοκή! «Γιατί οι πιο τερατώδεις απ’ όλους τους υποκριτές είναι αυτοί ακριβώς οι κερδοσκόποι: υποκριτές δι’ αντιστροφής της πραγματικότητας· υποκριτές στην παρουσίαση των πραγμάτων ως σκοτεινών αντί φωτεινών· ψυχές που ευημερούν χρησιμοποιώντας όχι τη δυστυχία, αλλά το μύθευμα της δυστυχίας· δάσκαλοι της αισχρής τέχνης τού να κατασκευάζεις δυστυχία· κίβδηλοι Ιερεμίες· νόθοι Ηράκλειτοι που, μόλις η πένθιμη μέρα περάσει, επιστρέφουν, σαν απατηλοί Λάζαροι ανάμεσα στους επαίτες, για να ευφρανθούν με τα κέρδη που απέκτησαν από τα προσποιητά έλκη της κεφαλής τους – φαύλοι κερδοσκόποι!». Θα με αναγκάσετε να κατέβω πορεία στον Λευκό Πύργο όλοι εσείς που δηλώνετε αντιμελβιλιστές – σοβαρευτείτε!
 
Ανακάλυψα την επικείμενη έκδοση του «Μεγάλου απατεώνα» στο αυτί του βιβλίου με το οποίο εγκαινίασα την σειρά «sub rosa» και έκτοτε έπαθα εμμονή περιμένοντάς την. Όπως ίσως κάποιοι να γνωρίζετε, από εκείνη την στιγμή καθόμουν οκλαδόν στο πατάκι του «Πατάκη» κραδαίνοντας μονίμως ένα πανό διαδικτυακής διαμαρτυρίας μέχρι να εκδοθεί. Οι ημερομηνίες διαδέχονταν η μία την άλλη, σαν τις μεταλλάξεις ενός ιού, και ο καιρός περνούσε βασανιστικά αργά. Εδώ να πω ότι αν κούρασα ή ενόχλησα με την επιμονή μου, ζητώ συγγνώμη· ειλικρινά, πίστευα και πιστεύω, ότι οι διαμαρτυρίες ενός αναγνώστη προς τους εκδότες δεν επισπεύδουν κανένα εκδοτικό αποτέλεσμα, εμένα μόνο η χαρά μου για την επικείμενη έκδοση με κινητοποιούσε, όποτε και αν ερχόταν αυτή. Σαφώς και θέλω να βγαίνουν καλά βιβλία και εκείνα που συμπαθώ – ει δυνατόν, πριν πεθάνω. Αλλά και αν δεν βγουν, δεν πειράζει. Δεν θέλω να το παίξω εκδότης στην θέση του εκδότη, δεν είμαι ειδικός, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι από τις ελάχιστες ειδικότητες στις οποίες δεν έχουν μεταμφιεστεί οι Έλληνες τα τελευταία δύο χρόνια, έτσι ώστε η συλλεκτικότητα και σπανιότητά της να με ερεθίζουν απροκάλυπτα.
 
Κοιτάξτε όμως ποιο είναι το παράδοξο· από τον Μάρτιο του 2020 που πάγωσε η έκδοση του βιβλίου μέχρι τον Ιούλιο του 2021 που ξεπάγωσε, ήταν τόσα τα fake news σε εύρος και επικινδυνότητα που κατέστησαν το βιβλίο του θαυματουργή θεραπεία της ψυχής. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Μέλβιλ ήταν πάντοτε πολύ μπροστά από την εποχή του, και θα είναι για πολύ καιρό ακόμα, κανείς δεν γνωρίζει πότε θα εμφανιστούν και οι τελευταίες παρενέργειές του στο ταλαιπωρημένο πνεύμα του καιρού μας («… γιατί το μυαλό του, που ποτέ δεν είχε σηκωθεί από την μούχλα, ήταν τώρα πια ολότελα σαπισμένο»). Αν εξαιρέσουμε τις πρώτες κανιβαλικές του περιπέτειες, όλα τα επόμενα βιβλία του αξιώνουν τουλάχιστον μία δεύτερη ανάγνωση, όχι τόσο με την πληκτική απαίτηση ενός Τόμας Μαν, όσο με την αξία ενός μοναδικά πρωτότυπου συγγραφέα. Δεν έχω ξαναδιαβάσει ακόμα κανένα βιβλίο του και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα, γιατί επιβεβαιώνει μέσα μου ό,τι είχα νιώσει με την πρώτη δοκιμή· σαν ένα από τα καλύτερα κρασιά που κυκλοφόρησαν ποτέ, έχει την πιο μακρά επίγευση από όσους συγγραφείς έχω δοκιμάσει. Ουδέποτε πρόδωσε στο ελάχιστο την εμπιστοσύνη που ανεπιφύλακτα του έδειξα εξαρχής!
 
«Αυτό που σε ρωτάω τώρα είναι το εξής: Θεωρείς λογικό, για έναν λογικό άνθρωπο, να στέκεται με το ένα του πόδι στην εμπιστοσύνη και με το άλλο στην καχυποψία; Δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να επιλέξεις;». Αν αυτή η φράση που συνοψίζει πολύ καλά το μυθιστόρημα, δεν μπόρεσε να γίνει αρκετά κατανοητή στους ανθρώπους του 19ου αιώνα (καταδικάζοντας στην αφάνεια το βιβλίο), οι άνθρωποι του 20ου και του 21ου την τρώμε για πρωινό – χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του βιβλίου με αυτό που γράφω, κάθε άλλο, η αξία ενός καλού πρωινού παραμένει διαχρονική και απολύτως σημαντική· μανούλες του φβ, είστε μαζί μου; Το θέμα των πολλαπλών ταυτοτήτων με απασχολεί όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια και ο Μέλβιλ στο βιβλίο του το απέδωσε με τον πλέον αρεστό τρόπο για μένα: με χιούμορ, ανελέητη σάτιρα και ακραίες αντιφάσεις – όπως ακριβώς δηλαδή πρέπει να αντιμετωπίζεται. Αν αφήσουμε στην άκρη τα ατμόπλοια που δεν υπάρχουν πια, τον – κατά Φώκνερ, Γέρο – Μισισιπή που υπάρχει μεν αλλά πολύ μακριά μας, και όλες αυτές τις μικροαπατεωνιές που πια έχουν επικαιροποιηθεί με απανωτά updates στα app τους (#cancel_efood, έτσι μου ήρθε στο άσχετο, προχωράμε!), τίποτα δεν είναι πιο σύγχρονο από μια καλή και αξιόπιστη απατεωνιά. Το βιβλίο του Μέλβιλ μού ξαναθύμισε ότι πρέπει να αγοράσω το βιβλίο του Γκόφμαν (αν και την πρώτη φορά με φρέναρε η μέτρια έκδοση, θα άξιζε μια καλύτερη, μην κάνετε απατεωνιές) «Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή», βιβλίο που θα σας το θυμίσει και εσάς, μαζί με τόσα άλλα. Η πλοκή είναι απλή, 45 κεφάλαια… συνιστούν ένα αριστούργημα, με έναν ή περισσότερους χαρακτήρες να προσπαθούν να κλονίσουν την πίστη σας σε όσα διαβάζετε – μην φοβάστε, αφεθείτε, η καλή λογοτεχνία πάντα αναζητά τα θύματά της, τους προσεκτικούς αναγνώστες. Για του λόγου το αληθές, ο ίδιος ο Μέλβιλ παρεμβάλει μερικά κεφάλαια (σημείωσα το 14, 33, 44) για την ίδια την αξία της λογοτεχνίας και την επινόησή της.
 
Σε πολλά κεφάλαια, ο απατεώνας μέσω της τέχνης του προσπαθεί να αποκομίσει κάποιο όφελος, στα αρχικά κεφάλαια φτηνό και σχετικά σύντομα, αργότερα βαθύ και ουσιαστικό, όπως μόνο οι φιλοσοφικές γεμάτες ανατροπές και αντιφάσεις συζητήσεις μπορούν να προσφέρουν. Εγώ θα σταθώ στο πρώτο είδος, και συγκεκριμένα σε ένα κεφάλαιο όπου ο απατεώνας μας ξοδεύει πολύ χρόνο μέχρι να καταλήξει στο θέμα των χρημάτων. Αυτό μου θύμισε μια βιωματική ιστορία που αν ήμουν λαοπρόβλητος συγγραφέας στο φβ (και εν τω μεταξύ, δεν ήμουν απασχολημένος να σώζω γριούλες στα ταμεία του σουπερμάρκετ) θα την ανέβαζα εκεί και θα έπαιρνα 3000 λάικς. Αλλά σκέφτηκα να την ανεβάσω εδώ και να πάρω τα 3 μου, όσα αξίζει και η ιστορία μου δηλαδή, δεν είμαι δα και Μέλβιλ. 
 
Πέρσι το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, είμαι μόνος τα μεσημέρια στο μαγαζί και περιμένω να αλλάξει η βάρδια ή να μπει κανένας σοβαρός πελάτης (χαχα, σόρι μου φάνηκε κάπως αστείο) να περάσει η ώρα. Σκάει τύπος και μαζί και το παραμύθι, Τι κάνεις φίλε, ωπ δεν είναι ο άλλος εδώ σήμερα, ρεπό, ο πρωινός, πώς τον λένε μωρέ όλο τον ξεχνάω, ο ψηλός, είμαι φίλος του, αστυνομικός, πέρασα να πω ένα γεια, ήμουν εδώ κοντά στο κτίριο που μένει ο Mr Μασούτης, εδώ κοντά μένει δεν το ξέρεις, μιλούσα με τον σεκιούριτι, είμαι ο Θανάσης, χάρηκα. Πού ’σαι Θανάση, σκέφτηκα εγώ, εσένα περίμενα τώρα, αναμφιβόλως. Δεν μπορούσα να προφασιστώ δουλειά, το να βαράς μύγες δεν μετράει και επειδή ήταν ευχάριστος τύπος είπα να κάτσω να δω τι θα μου πει. Βεβαιότητες καχυποψίας φώλιαζαν ήδη μέσα μου αλλά είμαι μανούλα στην προσποίηση εμπιστοσύνης και έτσι άκουσα την ενδιαφέρουσα ιστορία του! 10 χρόνια στα ΜΑΤ στην Αθήνα (ούτε 50 κιλά δεν ήταν, ίσως είναι γυμνασμένος, δεν κρίνω) μου είπε διάφορα για την ζωή εκεί, πόσο δύσκολα είναι, και ότι αποφάσισε να έρθει με την γυναίκα και τα δυο παιδιά του εδώ στη Θεσσαλονίκη με μετάθεση, πιο χαλλλαρά, ο μισθός καλύτερος και όλα καλά και ρόδινα. Αλλά φίλε, τώρα που σε συμπάθησα θα σου πω κάτι, θα με πεις ήρωα το ξέρω (όχι δεν είχα σκοπό) αλλά η ζωή είναι σκληρή. Έχασα την γυναίκα μου και μεγαλώνω τα παιδιά μόνος μου, κλπ, και η μάνα μου έπαθε εγκεφαλικό πριν έναν χρόνο και ζορίζομαι πολύ. Η συζήτηση βάρυνε και είχαν περάσει ήδη 45 λεπτά και δεν υπήρχε κάτι άλλο να ειπωθεί. Πάει να φύγει και μου ξεφουρνίζει το άσχημο κλείσιμο: θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, πήγα να πάρω τις εξετάσεις της μάνας μου εδώ στην κλινική πιο κάτω και έκαναν 290 ευρώ και εγώ είχα μόνο 280(!) και δεν μου τις δίνουν. Ω ρε συ, εγώ, είναι δυνατόν, πες τους να τους τα πας αύριο, δεν γίνεται να μην δεχτούν, αστυνομικός είσαι, δείξε και την ταυτότητα αν είναι (ψιλοδούλεμα, το παραδέχομαι). Δεν δέχονται, και τώρα πρέπει να ξανάρθω άλλη μέρα και με τα προβλήματα που έχω είναι δύσκολο καταλαβαίνεις, γι’ αυτό έλεγα μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις εσύ τα 10 ευρώ και θα σου τα φέρω αύριο το πρωί, υπόσχομαι (α αύριο πρωί μπορείς να περάσεις, ε; Δεν το είπα αυτό). Τέλος πάντων, δεν είχα πάνω μου 10 ευρώ (είχα 20!) και έτσι έφυγε άπραγος ο Θανάσης. Πόσο σκατόψυχος είμαι μερικές φορές, ώρες ώρες δεν μου έχω καθόλου εμπιστοσύνη!
 
Την ιστορία αυτή έφερε στην επιφάνεια η ανάγνωση του «Μεγάλου απατεώνα» και την αναφέρω γιατί θυμίζει πολύ όσα αναφέρει μέσα στο βιβλίο και ο Μέλβιλ με πολύ καλύτερο τρόπο, εννοείται, και σαφέστατα λιγότερη επίκληση στο συναίσθημα όσον αφορά τις ιστορίες του απατεώνα, ο οποίος παρουσιάζεται πιο εγκεφαλικός. Ωστόσο, μου έκανε εντύπωση ότι αυτός ο Θανάσης αφιέρωσε κοντά μία ώρα προσπαθώντας να πετύχει τον σκοπό του όταν άλλοι συνάδελφοί του θα σε ρωτούσαν με την μία αν μπορείς να τους δώσεις λίγα ευρώ. Αυτή η παραδοσιακή μορφή εξαπάτησης έχει εκλείψει πια (υπάρχουν πιο γρήγοροι και σίγουροι τρόποι εξαπάτησης μέσω διαδικτύου) και σκέφτηκα να την γράψω εδώ γιατί κάπως με συγκίνησε η φιλότιμη προσπάθεια – ασχέτως αν έμεινα ασυγκίνητος στο «δράμα» του.
 
Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο για τον Μέλβιλ γιατί είμαι τόσο θετικά προδιατεθειμένος απέναντί του που ό,τι πω στο τέλος θα χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Δεν μπορεί κανείς να μείνει απογοητευμένος όταν διαβάζει βιβλία του. «Σε κάθε περίπτωση, το ύφος και η γλώσσα του Μέλβιλ στον Μεγάλο απατεώνα έχουν επαινεθεί ομόφωνα από τη σύγχρονη κριτική. Η δομή της πρότασης είναι σύνθετη, διαθέτει ωστόσο νοηματική καθαρότητα, αλλά και αμφισημία, που δηλώνει πως η γλώσσα δεν αποκαλύπτει πάντα το ποιόν του προσώπου που τη χρησιμοποιεί – αντιθέτως, μπορεί κατεξοχήν να συμβάλει στη δημιουργία μιας πειστικής, πλην όμως ψευδούς, περσόνας» όπως σημειώνει εύστοχα στο επίμετρό της η Ελένη Κεχαγιόγλου. Και αυτή την σπουδαία γλώσσα την απολαμβάνει στο μέγιστο ο Έλληνας αναγνώστης, πράγμα που αποτελεί και τα εύσημα για την μετάφραση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου. Το εξώφυλλο είναι του Πάρι Μέξη, ενώ μνεία αξίζει και η Μαριάνθη Κιουρτσόγλου που έκανε τις διορθώσεις σε ένα αναμφισβήτητα απαιτητικό και δύστροπο κείμενο. Η συνολική έκδοση του «Πατάκη» είναι σούπερ. Πάντως, δεν θα πάψω να περιμένω κάποτε ότι κάποιος εκδότης θα βγάλει βιβλία του Μέλβιλ και σε πολυτελή σκληρόδετη έκδοση, το αξίζει περισσότερο από κάθε άλλο συγγραφέα, δεν αστειεύομαι τώρα. 
 
[…] «Όπως και να ’χει, το ίδιο το χιούμορ έχει κάτι, δεν ξέρω πώς να το πω, ευεργετικό, μαγεύει και γιατρεύει τα πάντα – σχεδόν όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν για το πόσο απολαυστικό είναι, κι ας μη συμφωνούν σε τίποτε άλλο οι ίδιοι –, και με τον τρόπο του φέρνει αναμφισβήτητα τόση καλοσύνη στον κόσμο, ώστε δεν είναι να απορεί κανείς που έχει γίνει σχεδόν παροιμία ότι ένας άνθρωπος με χιούμορ, ένας άνθρωπος ικανός για ένα καλό δυνατό γέλιο – ό,τι και να ’ναι κατά τ’ άλλα – δεν μπορεί να είναι παλιάνθρωπος».
 
Υ.Γ. 49 Ξέρω ξέρω, γράφω υπέροχα, γιατί δεν σκέφτομαι να τα στείλω κάπου μπας και εκδοθούν. Θα σας ειδοποιήσω!
 
Υ.Γ. 2666 Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Κεχαγιόγλου για το δώρο που μου έκανε. Ένα από τα πιο όμορφα και ουσιαστικά. 
 
 
 
Στην μνήμη του Γιάννη που σκόπευα να τον πειράξω λίγο γιατί έβαλε μόνο 4 αστέρια στο βιβλίο του Μέλβιλ. Αλλά μπροστά στη τελεσίδικη μεταμφίεση του ανθρώπου δεν έχει καμία σημασία. «Και πολύ πιθανόν αυτή η Μεταμφίεση να έχει και συνέχεια».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .