Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ομπρέλες, προκαταλήψεις και κροκόδειλοι


 
Έχω προκατάληψη με την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και συνήθως κρατάω ομπρέλα γιατί τις περισσότερες φορές που έπιασα βιβλία τους μετά από λίγο έριχνα κάτι χασμουρητά ωσάν να είχα στόμα κροκόδειλου. Μετρημένες οι εξαιρέσεις. Ετούτο το βιβλιαράκι εδώ μου το πρότεινε η βιβλιοπώλισσά μου και επειδή είχε μόνο φράγκα εφτά (με την ισοτιμία βγαίνει περίπου έντεκα ευρώ) είπα να το αγοράσω. Και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Σπανίως παρασύρομαι από τις προτάσεις των άλλων. Ξέρω καλά πια ότι αρκεί μια ματιά για να επιλέξω ή να απορρίψω ένα βιβλίο ό,τι και αν μου πουν οι άλλοι. Αλίμονο σε αυτούς που διαλέγουν βιβλία μέσα από τα αλλήθωρα μάτια τρίτων. Από την άλλη, ενίοτε χρειάζεται να θρέφεις και τις προκαταλήψεις των άλλων, Αστείος φαίνεται αυτός, ειρωνικός και αλλόκοτος, ας του πλασάρουμε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο – το μεροκάματο να βγαίνει, παιδιά. «Βιοπορίζομαι από τις προκαταλήψεις των άλλων. Δεν βγάζω πολλά κι η δουλειά είναι αρκετά σκληρή».
 
Τα διηγήματα του Φερνάντο Σορεντίνο ήταν μια ακραία αποκάλυψη. Μου θύμισαν εντονότατα τα εξαίσια βιβλία του Αχιλλέα ΙΙΙ και πολύ χάρηκα για αυτό. Θα ήταν ωραίο κάποτε στο μέλλον ο ένας συγγραφέας να διάβαζε τα βιβλία του άλλου και εύχομαι ολόψυχα να γίνει. Σε αυτή την μοναδική συλλογή που κυκλοφορεί στα ελληνικά (δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε θα βγουν άλλες, κανονίστε την πορεία σας) συγκεντρώνονται τα πιο μικρά διηγήματα του Σορεντίνο από διάφορες συλλογές του – τίτλος μιας εξ αυτών είναι και ο τίτλος που έδωσα στην ανάρτηση – και μοναδικό σκοπό έχουν να διασκεδάσουν τους αναγνώστες. Σοκαριστήκατε και εσείς έτσι; Με το δίκιο σας, η λογοτεχνία τείνει να γίνει το ίδιο σκατά με τις ζωές μας, σπάνια βρίσκεις κάτι διασκεδαστικό πια. «Η αγαπημένη μου διασκέδαση είναι να αφήνω την σκέψη μου να περιπλανιέται ελεύθερα. Δεν έχω κανέναν φόβο, ούτε φιλοδοξίες. Με δυο λόγια, είμαι σχετικά ευτυχισμένος».
 
Γραμμένα απλά έως και απλοϊκά, χωρίς ίχνος διδακτισμού (με εξαίρεση το διήγημα «Διδακτικό παραμύθι»!!) και με πλήθος ενοχλητικών και αντιδημοφιλών ζώων (φίδια, σκορπιοί, κατσαρίδες, αράχνες, τζιτζίκια, κροκόδειλοι, αλλόκοτα κουνέλια, κλπ) να παρελαύνουν από τις σελίδες τους, συνθέτουν ένα άκρως ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε απόλυτα ένα παιδί και ένα μη παιδί. Με ελάχιστες τροποποιήσεις άνετα θα μπορούσαν να διαβαστούν σε ένα παιδί και πιστεύω ότι η φαντασία του Σορεντίνο θα το έκανε να νιώσει πολύ όμορφα. Από την άλλη, και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις αντιρρήσεις του συγγραφέα ότι το μόνο που πασχίζει να πετύχει με τις ιστορίες του είναι να διασκεδάζει, η υπόρρητη ειρωνεία και οι λεπτοδουλεμένοι υπαινιγμοί του, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο. Όπως τα εξηγεί ο μεταφραστής Λευτέρης Μακεδόνας στο εξαιρετικό επίμετρο, ο Σορεντίνο μέσα από αυτές τις ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, με πολλές φορές αδιόρατο το μεταξύ τους σύνορο, στηλιτεύει και χλευάζει τον άνθρωπο ο οποίος μέσα από ματαιοδοξίες και πηχτή βλακεία, είναι ανίκανος να αποδεχθεί τον Άλλο (με κεφαλαίο Α, είναι πιο κουλτουρέ έτσι, όπως λέει και ένας φίλος) αν πρώτα εκείνος δεν τον υποτάξει με διάφορα τεχνάσματα, τα οποία εξάλλου δεν σχεδίαζε εξ αρχής να θέσει σε εφαρμογή.  
 
[…] «Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο Άλλος στον Σορεντίνο δεν είναι ένας άνθρωπος, αλλά το ζώο-προέκταση του εαυτού μας. Μια οντότητα, η οποία αρχικά μας παρουσιάζεται ως εντελώς ανοίκεια και ξένη προς ό,τι γνωρίζουμε, όμως σταδιακά, μας αποκαλύπτεται ως απολύτως οικεία κι αναπόσπαστη από αυτό που είμαστε, βιολογικά και ψυχολογικά. Η εξοικείωσή μας μ’ αυτήν κι η πλήρης αποδοχή της ως συστατικού μέρους του (ανθρώπινου) εαυτού μας θα επιτευχθεί μόνο στο τέλος μίας μακράς και επώδυνης διαδικασίας γνωριμίας, συμφιλίωσης και τελικά εθισμού σ’ αυτήν. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται συνήθως για μια ζωική υπόσταση μεταλλαγμένη, παραμορφωμένη, η οποία διατηρεί μεν κάποια από τα γνωστά σε εμάς μορφολογικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά υπαρκτών ζώων, αποκλίνει ωστόσο σημαντικά από την όποια «κανονικότητα» του ζωικού βασιλείου, τουλάχιστον όπως μας την περιγράφουν τα επίσημα εγχειρίδια ζωολογίας που διαθέτουμε». 
 
Η αλήθεια είναι ότι τα διηγήματα του Σορεντίνο λειτουργούν πολύ ύπουλα και παρόλο που δεν ξεπερνούν τις 100 σελίδες, μου πήρε αρκετό χρόνο να τα διαβάσω και να τα αφομοιώσω. Αυτό σίγουρα έρχεται σε σύγκρουση με την απλότητα της γραφής του και με την αρχικά αμφίθυμη διάθεση του αναγνώστη που δεν ξέρει αν διαβάζει όντως κάτι αξιόλογο ή όχι. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για έναν καταπληκτικό συγγραφέα που χάρηκα που γνώρισα με μια ιδιάζουσα μεν αλλά κοινωνικά πολύ εύστοχη λογοτεχνία που όσο λιγότερα λέει τόσο περισσότερα εννοεί, και ας μην το παραδέχεται. Δεν θα κερδίσει ποτέ μεγάλα βραβεία και γι’ αυτό και μόνο θα άξιζε την προσοχή σας. Η πολύ καλή μετάφραση και το επίμετρο ανήκουν στον Λευτέρη Μακεδόνα, που δεν μπορεί να κρύψει και καλά κάνει, την αγάπη του για τον Σορεντίνο. Το σκίτσο στο εξώφυλλο είναι του Huadi. Η συνολική έκδοση του «Βακχικόν» είναι κομψή με μοναδικό ελάττωμα ότι λειτουργεί σαν ορεκτικό όταν εμείς πεινάμε για τέτοια λογοτεχνία. Τι είμαστε γαμώτο, πολυθρύλητοι τουρίστες να φάμε μια χωριάτικη στα τέσσερα; Πέτα εκεί χάμω τα φαγητά στο τραπέζι και ας μείνουν στο τέλος (ούτε καν). Αναμένουμε με χαρά τις επόμενες εκδόσεις. Το υποσχεθήκατε τώρα!
 
[…] «Τα διηγήματα αυτά δεν αντιστοιχούν σε μία βασανισμένη ή/και σπαρακτική συνείδηση. Δεν έχουν γραφτεί με αίμα, αλλά – ανάλογα με την περίπτωση και τις συνθήκες – με στυλό, στυλογράφο, γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Δεν ανήκει στις προθέσεις μου το να κάνω κάποιου είδους συμβολισμό ή αλληγορία για το οτιδήποτε, δεν φιλοδοξώ να σου μεταδώσω κανένα διδακτικό μήνυμα, δεν επιδιώκω να σε μετατρέψω σε έναν καλύτερο άνθρωπο, ούτε επιχειρώ να ταρακουνήσω το πνεύμα σου ούτε, ακόμη λιγότερο, να σε επηρεάσω υπέρ κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής, κοινωνικής ή φιλοσοφικής άποψης.
Αντιθέτως, θα με θεωρούσα ιδιαίτερα ικανοποιημένο, εάν έβρισκες σ’ αυτές τις σελίδες μια ευχαρίστηση, ανάλογη αυτής που εγώ έχω βιώσει διαβάζοντας τις ιστορίες συγκεκριμένων αγαπημένων συγγραφέων».  
 
Καημένε Σορεντίνο, δεν έχεις μπει ποτέ φαίνεται σε βιβλιοφιλικές ομάδες να δεις πώς μιλάνε οι περισσότεροι για τις συγγραφικές κενοδοξίες τους! 
 

Σχόλια

  1. Χαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε το βιβλίο! Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!
    Λ. Μακεδόνας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ για την ωραία μετάφραση. Ναι, μου άρεσε πολύ το βιβλίο του. Ελπίζω να εκδοθούν και άλλα δικά του.

      Διαγραφή
  2. Αν και είμαι ψεκασμένος από πραγματικά φυτοφάρμακα -καθώς γεννήθηκα κοντά στα θερμοκήπια στο Τυμπάκι- θα σας ζητούσα να μην με απομακρύνετε παρακαλώ... Βρίσκομαι εδώ να σχολιάσω καθώς είμαι λάτρης της ομπρέλας. Όπου βρεις ιστολόγιο που έχει τίτλο την ομπρέλα κάπου μέσα θα με συναντήσεις... Στην περίπτωσή μας κύριε Μακεδόνα έχετε κάνει μια εξαιρετική μετάφραση που αναδεικνύει πλήρως το νόημα του κειμένου. Σας ευχαριστώ θερμά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Αγαπάτε αλλήλους

Σε πολλούς φαίνεται αχώνευτος ο Σοπενάουερ αλλά ειδικά αυτή την μέρα μοιάζει να λειτουργεί σαν το καλύτερο χωνευτικό. Με φάτσα καλικάντζαρου (όπως έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο) έρχεται να μας φέρει πιο κοντά και να καταλήξουμε όλοι μια μεγάλη αγκαλιά. Ξεχνάμε μεμιάς τις σκοτούρες και καθόμαστε στη θέση μας στο γιορτινό τραπέζι. «Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μην μπορεί κανείς να ξεχάσει, εκτός από τον εαυτό του και τον χαρακτήρα του» . Θα τα… σπάσουμε κι απόψε!