Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ομπρέλες, προκαταλήψεις και κροκόδειλοι


 
Έχω προκατάληψη με την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και συνήθως κρατάω ομπρέλα γιατί τις περισσότερες φορές που έπιασα βιβλία τους μετά από λίγο έριχνα κάτι χασμουρητά ωσάν να είχα στόμα κροκόδειλου. Μετρημένες οι εξαιρέσεις. Ετούτο το βιβλιαράκι εδώ μου το πρότεινε η βιβλιοπώλισσά μου και επειδή είχε μόνο φράγκα εφτά (με την ισοτιμία βγαίνει περίπου έντεκα ευρώ) είπα να το αγοράσω. Και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Σπανίως παρασύρομαι από τις προτάσεις των άλλων. Ξέρω καλά πια ότι αρκεί μια ματιά για να επιλέξω ή να απορρίψω ένα βιβλίο ό,τι και αν μου πουν οι άλλοι. Αλίμονο σε αυτούς που διαλέγουν βιβλία μέσα από τα αλλήθωρα μάτια τρίτων. Από την άλλη, ενίοτε χρειάζεται να θρέφεις και τις προκαταλήψεις των άλλων, Αστείος φαίνεται αυτός, ειρωνικός και αλλόκοτος, ας του πλασάρουμε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο – το μεροκάματο να βγαίνει, παιδιά. «Βιοπορίζομαι από τις προκαταλήψεις των άλλων. Δεν βγάζω πολλά κι η δουλειά είναι αρκετά σκληρή».
 
Τα διηγήματα του Φερνάντο Σορεντίνο ήταν μια ακραία αποκάλυψη. Μου θύμισαν εντονότατα τα εξαίσια βιβλία του Αχιλλέα ΙΙΙ και πολύ χάρηκα για αυτό. Θα ήταν ωραίο κάποτε στο μέλλον ο ένας συγγραφέας να διάβαζε τα βιβλία του άλλου και εύχομαι ολόψυχα να γίνει. Σε αυτή την μοναδική συλλογή που κυκλοφορεί στα ελληνικά (δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε θα βγουν άλλες, κανονίστε την πορεία σας) συγκεντρώνονται τα πιο μικρά διηγήματα του Σορεντίνο από διάφορες συλλογές του – τίτλος μιας εξ αυτών είναι και ο τίτλος που έδωσα στην ανάρτηση – και μοναδικό σκοπό έχουν να διασκεδάσουν τους αναγνώστες. Σοκαριστήκατε και εσείς έτσι; Με το δίκιο σας, η λογοτεχνία τείνει να γίνει το ίδιο σκατά με τις ζωές μας, σπάνια βρίσκεις κάτι διασκεδαστικό πια. «Η αγαπημένη μου διασκέδαση είναι να αφήνω την σκέψη μου να περιπλανιέται ελεύθερα. Δεν έχω κανέναν φόβο, ούτε φιλοδοξίες. Με δυο λόγια, είμαι σχετικά ευτυχισμένος».
 
Γραμμένα απλά έως και απλοϊκά, χωρίς ίχνος διδακτισμού (με εξαίρεση το διήγημα «Διδακτικό παραμύθι»!!) και με πλήθος ενοχλητικών και αντιδημοφιλών ζώων (φίδια, σκορπιοί, κατσαρίδες, αράχνες, τζιτζίκια, κροκόδειλοι, αλλόκοτα κουνέλια, κλπ) να παρελαύνουν από τις σελίδες τους, συνθέτουν ένα άκρως ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε απόλυτα ένα παιδί και ένα μη παιδί. Με ελάχιστες τροποποιήσεις άνετα θα μπορούσαν να διαβαστούν σε ένα παιδί και πιστεύω ότι η φαντασία του Σορεντίνο θα το έκανε να νιώσει πολύ όμορφα. Από την άλλη, και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις αντιρρήσεις του συγγραφέα ότι το μόνο που πασχίζει να πετύχει με τις ιστορίες του είναι να διασκεδάζει, η υπόρρητη ειρωνεία και οι λεπτοδουλεμένοι υπαινιγμοί του, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο. Όπως τα εξηγεί ο μεταφραστής Λευτέρης Μακεδόνας στο εξαιρετικό επίμετρο, ο Σορεντίνο μέσα από αυτές τις ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, με πολλές φορές αδιόρατο το μεταξύ τους σύνορο, στηλιτεύει και χλευάζει τον άνθρωπο ο οποίος μέσα από ματαιοδοξίες και πηχτή βλακεία, είναι ανίκανος να αποδεχθεί τον Άλλο (με κεφαλαίο Α, είναι πιο κουλτουρέ έτσι, όπως λέει και ένας φίλος) αν πρώτα εκείνος δεν τον υποτάξει με διάφορα τεχνάσματα, τα οποία εξάλλου δεν σχεδίαζε εξ αρχής να θέσει σε εφαρμογή.  
 
[…] «Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο Άλλος στον Σορεντίνο δεν είναι ένας άνθρωπος, αλλά το ζώο-προέκταση του εαυτού μας. Μια οντότητα, η οποία αρχικά μας παρουσιάζεται ως εντελώς ανοίκεια και ξένη προς ό,τι γνωρίζουμε, όμως σταδιακά, μας αποκαλύπτεται ως απολύτως οικεία κι αναπόσπαστη από αυτό που είμαστε, βιολογικά και ψυχολογικά. Η εξοικείωσή μας μ’ αυτήν κι η πλήρης αποδοχή της ως συστατικού μέρους του (ανθρώπινου) εαυτού μας θα επιτευχθεί μόνο στο τέλος μίας μακράς και επώδυνης διαδικασίας γνωριμίας, συμφιλίωσης και τελικά εθισμού σ’ αυτήν. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται συνήθως για μια ζωική υπόσταση μεταλλαγμένη, παραμορφωμένη, η οποία διατηρεί μεν κάποια από τα γνωστά σε εμάς μορφολογικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά υπαρκτών ζώων, αποκλίνει ωστόσο σημαντικά από την όποια «κανονικότητα» του ζωικού βασιλείου, τουλάχιστον όπως μας την περιγράφουν τα επίσημα εγχειρίδια ζωολογίας που διαθέτουμε». 
 
Η αλήθεια είναι ότι τα διηγήματα του Σορεντίνο λειτουργούν πολύ ύπουλα και παρόλο που δεν ξεπερνούν τις 100 σελίδες, μου πήρε αρκετό χρόνο να τα διαβάσω και να τα αφομοιώσω. Αυτό σίγουρα έρχεται σε σύγκρουση με την απλότητα της γραφής του και με την αρχικά αμφίθυμη διάθεση του αναγνώστη που δεν ξέρει αν διαβάζει όντως κάτι αξιόλογο ή όχι. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για έναν καταπληκτικό συγγραφέα που χάρηκα που γνώρισα με μια ιδιάζουσα μεν αλλά κοινωνικά πολύ εύστοχη λογοτεχνία που όσο λιγότερα λέει τόσο περισσότερα εννοεί, και ας μην το παραδέχεται. Δεν θα κερδίσει ποτέ μεγάλα βραβεία και γι’ αυτό και μόνο θα άξιζε την προσοχή σας. Η πολύ καλή μετάφραση και το επίμετρο ανήκουν στον Λευτέρη Μακεδόνα, που δεν μπορεί να κρύψει και καλά κάνει, την αγάπη του για τον Σορεντίνο. Το σκίτσο στο εξώφυλλο είναι του Huadi. Η συνολική έκδοση του «Βακχικόν» είναι κομψή με μοναδικό ελάττωμα ότι λειτουργεί σαν ορεκτικό όταν εμείς πεινάμε για τέτοια λογοτεχνία. Τι είμαστε γαμώτο, πολυθρύλητοι τουρίστες να φάμε μια χωριάτικη στα τέσσερα; Πέτα εκεί χάμω τα φαγητά στο τραπέζι και ας μείνουν στο τέλος (ούτε καν). Αναμένουμε με χαρά τις επόμενες εκδόσεις. Το υποσχεθήκατε τώρα!
 
[…] «Τα διηγήματα αυτά δεν αντιστοιχούν σε μία βασανισμένη ή/και σπαρακτική συνείδηση. Δεν έχουν γραφτεί με αίμα, αλλά – ανάλογα με την περίπτωση και τις συνθήκες – με στυλό, στυλογράφο, γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Δεν ανήκει στις προθέσεις μου το να κάνω κάποιου είδους συμβολισμό ή αλληγορία για το οτιδήποτε, δεν φιλοδοξώ να σου μεταδώσω κανένα διδακτικό μήνυμα, δεν επιδιώκω να σε μετατρέψω σε έναν καλύτερο άνθρωπο, ούτε επιχειρώ να ταρακουνήσω το πνεύμα σου ούτε, ακόμη λιγότερο, να σε επηρεάσω υπέρ κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής, κοινωνικής ή φιλοσοφικής άποψης.
Αντιθέτως, θα με θεωρούσα ιδιαίτερα ικανοποιημένο, εάν έβρισκες σ’ αυτές τις σελίδες μια ευχαρίστηση, ανάλογη αυτής που εγώ έχω βιώσει διαβάζοντας τις ιστορίες συγκεκριμένων αγαπημένων συγγραφέων».  
 
Καημένε Σορεντίνο, δεν έχεις μπει ποτέ φαίνεται σε βιβλιοφιλικές ομάδες να δεις πώς μιλάνε οι περισσότεροι για τις συγγραφικές κενοδοξίες τους! 
 

Σχόλια

  1. Χαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε το βιβλίο! Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!
    Λ. Μακεδόνας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ για την ωραία μετάφραση. Ναι, μου άρεσε πολύ το βιβλίο του. Ελπίζω να εκδοθούν και άλλα δικά του.

      Διαγραφή
  2. Αν και είμαι ψεκασμένος από πραγματικά φυτοφάρμακα -καθώς γεννήθηκα κοντά στα θερμοκήπια στο Τυμπάκι- θα σας ζητούσα να μην με απομακρύνετε παρακαλώ... Βρίσκομαι εδώ να σχολιάσω καθώς είμαι λάτρης της ομπρέλας. Όπου βρεις ιστολόγιο που έχει τίτλο την ομπρέλα κάπου μέσα θα με συναντήσεις... Στην περίπτωσή μας κύριε Μακεδόνα έχετε κάνει μια εξαιρετική μετάφραση που αναδεικνύει πλήρως το νόημα του κειμένου. Σας ευχαριστώ θερμά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!