Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Don’t let me down


 
Ακυρώθηκε και το «1ο Συνέδριο Γονιμότητας», γιατί τους πήγατε γαμιώντας, και σας είπα, να είστε λίγο ανεκτικοί, τους τρομάξατε, και χάθηκε όλη η διασκέδαση – η ουσία λίγο πολύ ήταν ήδη διατυπωμένη εδώ και χρόνια από τον George Carlin. Δεν έχεις ακόμα παιδί; Δεν πειράζει, μπορείς πάντα να διαβάσεις ένα καλό παιδικό βιβλίο χαϊδεύοντας τη γάτα σου, και αν κάποιοι σε κακοχαρακτιρίσουν για αυτό, πίεσέ την λίγο να βάλει τα κλάματα, τι πιο απλό! Η διαφορετικότητα τείνει να γίνει μια έννοια όμοια, άχρωμη και αδιάφορη μέσα από την βλακώδη πολυχρησία της, όπως γίνεται και με την λέξη «αριστούργημα» στα βιβλία· και εκεί, το μόνο που χρειάζεται είναι βαθιά κατανόηση. Δεν σου φταίει το βιβλίο για την έλλειψή της – το κατανοείς αυτό, έτσι; «Άρχιζα να βγάζω τις ετικέτες από τα κάδρα και να κοιτάζω μόνο τον πίνακα». Η διαφορετικότητα είναι τόσο συνυφασμένη με την ύπαρξή μας που δεν χρειάζεται καν να μνημονεύεται. Απλώς είναι μια διαδικασία εσωτερικής καύσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ψυχρό τρόπο.
 
Το βιβλίο «Ο αδερφός μου κυνηγάει δεινόσαυρους», στην αρχή μου έφερε στο μυαλό το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» (τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει περάσει ούτε ώρα που αποκαλύφθηκε ποιος ήταν ο δολοφόνος της ανθρωποκτονίας στα Γλυκά Νερά – μια υπόθεση τόσο διαφορετικά όμοια όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος), από το οποίο βιβλίο όμως, δεν θυμάμαι πολλά καθώς έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από την ανάγνωση. Θυμάμαι μόνο πόσο πολύ μου είχε αρέσει. Μιλούσε για τον αυτισμό, ενδεχομένως με τρόπο ελκυστικό γιατί δύσκολα αποδεχόμαστε κάτι αν δεν μας παρουσιάζεται ελκυστικά. Το βιβλίο του Τζάκομο Ματσαριόλ μιλάει για το σύνδρομο Down, με τρόπο ιδιαζόντως ελκυστικό, όπως μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να μιλήσει για την σχέση με τον αδερφό του: στην αρχή ενθουσιαζόμαστε, κάπου στα μισά μας σπάνε τα νεύρα και αργότερα τα ξαναβρίσκουμε κάπως – με δυο λόγια, έχουμε τα up και τα down μας! 
 

 
Κάπου θα έχετε δει και εσείς άτομα με σύνδρομο Down, δεν μπορεί. Ίσως εκείνες τις σπάνιες φορές που τα βγάζουν από τα κρησφύγετα τους στα χωριά για να δώσουν μια σύντομη παράσταση… κατωτερότητας απέναντι σε υποθετικά ανώτερους θεατές, που δεν πλήρωσαν και εισιτήριο, οι φτηνιάρηδες! «Εκείνη τη χρονιά θα ανέβαζαν τον Θησέα και τον Μινώταυρο. Κι ήταν ένας τρόπος να προβληματιστεί κανείς σχετικά με τους λαβυρίνθους της κοινωνίας, κυρίως εκείνους στους οποίους περιορίζονται τα άτομα που στιγματίζουμε ως διαφορετικά». Ο Τζάκομο Ματσαριόλ, ο συγγραφέας, όταν ήταν πέντε είχε ήδη δυο αδερφές και περίμενε έναν αδερφό για να ισοφαρίσει το ματσάκι και να πάνε στα πέναλντι. Η μπάλα βρήκε δοκάρι και έξω· αδερφός μεν, διαφορετικός δε. Ατυχία; Από εκείνη την στιγμή, η ιστορία της οικογένειας άλλαξε οριστικά αλλά όταν είσαι πιτσιρικάς φέρεσαι τόσο εγωιστικά που δεν σε νοιάζει τίποτα παρά μόνο ο εαυτός σου. Και ένας αδερφός με σύνδρομο Down χαλάει ακόμα περισσότερο τις ισορροπίες που υποτίθεται ότι θα έφτιαχνε ο ερχομός του. Τι α κανς; Α κατς να μαλως; Φυσικά και θα μαλώσεις· άγρια και αδυσώπητα· με τον εαυτό σου· γιατί θέλει εσωτερική πάλη για να αποδεχθείς το οτιδήποτε.
 
[…] «Ο Τζοβάννι ήταν χορός.

Ο Τζοβάννι είναι χορός. 

Το πρόβλημα είναι να ακούσεις τη μουσική του. Σαν εκείνη τη φράση που αποδίδουν στον Νίτσε, αν έχετε υπόψη σας, που λέει: Και εκείνους που τους είδαν να χορεύουν, τους πέρασαν για τρελούς εκείνοι που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη μουσική. Να, εκείνη την εποχή η μουσική του δεν έφτανε καθόλου στα δικά μου αυτιά».  

 


Το βιβλίο είναι εφηβικό και περικλείει αρκετές από τις ανησυχίες των εφήβων. Αλλά το κάνει με τρόπο θαυμαστό. Κουλ, αστείο, σαρκαστικό, συγκινητικό και όχι μελό λες και το γράφει 50άρης που προσπαθεί να θυμηθεί πώς ήταν τα μαθητικά τα χρόνια, που και καλά δε θα τα άλλαζε με τίποτα, ενώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα έχει ξεχάσει οριστικά, αν δεν τα έχει ολότελα χαμένα. Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα και ένα έργο μαθητείας που βάζει κάτω πολλά ανάλογα βιβλία γνωστών συγγραφέων. Ήρωας του βιβλίου δεν είναι ο Τζοβάννι με το σύνδρομο Down (παραβλέποντας το κλισέ, αυτός μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ήρωας της ζωής) αλλά ο Τζάκομο που πρέπει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του μέσα από μια επώδυνη διαδικασία συνειδητοποίησης. Και εκτός των άλλων, το κάνει με πολύ όμορφο λογοτεχνικά τρόπο. Αν και αυτή η ιστορία είναι πολύ προσωπική και ίσως για αυτό της δίνουμε περισσότερα κρέντιτς συμπάθειας, ευχαρίστως θα διάβαζα κάποιο άλλο βιβλίο του στο μέλλον, αν δηλαδή άφηνε τα βίντεο στο youtube και στρωνόταν να γράψει κανένα άλλο. Πολύ καλή επιλογή των εκδόσεων «Πατάκη». Θα άξιζε την προσοχή σας. Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση για ακόμα μία φορά ήταν στο ύψος των περιστάσεων. Μόλις αντίκρισα το όνομά της, απλώς χαμογέλασα. Να ξέρει ότι συμπάσχω μαζί της γιατί φαίνεται από την μετάφραση ότι έχει παιδιά στην εφηβεία και ελπίζω να τα καταφέρνει τόσο εξαιρετικά μαζί τους όπως και εδώ. 

[…] «Όπως και να’ χει πάντως, αυτό που μου έμεινε στο μυαλό από εκείνη τη συνάντηση ήταν η εκπληκτική, σωτήρια δύναμη της ειρωνείας. Αυτό θα κρατούσα στο μυαλό μου αν έπαιρνα κάποτε την απόφαση να φτιάξω το βιντεάκι μου: να χρησιμοποιήσω ειρωνεία. Με τρυφερότητα. Αποδομώντας την προσβολή, δίνοντας στον κόσμο να καταλάβει ότι η διαφορετικότητα είναι μέρος της ζωής και ότι όλοι έχουμε κάποιο σύνδρομο (…)». 

 


«Αυτό που κάνει συχνά ξεχωριστή μια ταινία είναι τα λάθη και η συγκυρία».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!

Θα φάτε τα μούτρα σας

  Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη , πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ» . Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.

Η Αλίκη στις πόλεις

  Καλύτερα Αλίκη στις πόλεις των θαυμάτων παρά Ωραία Κοιμωμένη στο χωριό. Αυτή είναι η τελεσίδικη γνώμη μου. Αλλά τώρα που καλοκαίριασε δύσκολα να σας πείσω, το ξέρω. Τα ξαναλέμε when September ends. «Οι πόλεις δεν προσφέρουν μόνο υλικά οφέλη αλλά και ενθουσιασμό και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει κάποιος τον εαυτό του. Για πολλούς πολίτες του Μάντσεστερ και του Σικάγου, η πόλη σήμαινε μια μορφή ελευθερίας. Αυτό ήταν κάτι που οι επικριτές της βικτοριανής πόλης δεν μπόρεσαν ποτέ να συλλάβουν: με τόσο σκότος και βρομιά δεν μπόρεσαν ποτέ να διακρίνουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινότητα επαναπροσδιοριζόταν μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική μητρόπολη». Όσοι πάλι επι-μένετε στις πόλεις πρέπει να προμηθευτείτε αμέσως το καταπληκτικό βιβλίο του Ben Wilson – γιατί αν εξαντληθεί θα το ψάχνετε στα επαρχιακά βιβλιοπωλεία!

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Η μέθοδος του Κούντερα

  Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθν

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Μας κούφανε

  Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ» . Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει ένα

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια