Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ομπρέλες, προκαταλήψεις και κροκόδειλοι


 
Έχω προκατάληψη με την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και συνήθως κρατάω ομπρέλα γιατί τις περισσότερες φορές που έπιασα βιβλία τους μετά από λίγο έριχνα κάτι χασμουρητά ωσάν να είχα στόμα κροκόδειλου. Μετρημένες οι εξαιρέσεις. Ετούτο το βιβλιαράκι εδώ μου το πρότεινε η βιβλιοπώλισσά μου και επειδή είχε μόνο φράγκα εφτά (με την ισοτιμία βγαίνει περίπου έντεκα ευρώ) είπα να το αγοράσω. Και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Σπανίως παρασύρομαι από τις προτάσεις των άλλων. Ξέρω καλά πια ότι αρκεί μια ματιά για να επιλέξω ή να απορρίψω ένα βιβλίο ό,τι και αν μου πουν οι άλλοι. Αλίμονο σε αυτούς που διαλέγουν βιβλία μέσα από τα αλλήθωρα μάτια τρίτων. Από την άλλη, ενίοτε χρειάζεται να θρέφεις και τις προκαταλήψεις των άλλων, Αστείος φαίνεται αυτός, ειρωνικός και αλλόκοτος, ας του πλασάρουμε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο – το μεροκάματο να βγαίνει, παιδιά. «Βιοπορίζομαι από τις προκαταλήψεις των άλλων. Δεν βγάζω πολλά κι η δουλειά είναι αρκετά σκληρή».
 
Τα διηγήματα του Φερνάντο Σορεντίνο ήταν μια ακραία αποκάλυψη. Μου θύμισαν εντονότατα τα εξαίσια βιβλία του Αχιλλέα ΙΙΙ και πολύ χάρηκα για αυτό. Θα ήταν ωραίο κάποτε στο μέλλον ο ένας συγγραφέας να διάβαζε τα βιβλία του άλλου και εύχομαι ολόψυχα να γίνει. Σε αυτή την μοναδική συλλογή που κυκλοφορεί στα ελληνικά (δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε θα βγουν άλλες, κανονίστε την πορεία σας) συγκεντρώνονται τα πιο μικρά διηγήματα του Σορεντίνο από διάφορες συλλογές του – τίτλος μιας εξ αυτών είναι και ο τίτλος που έδωσα στην ανάρτηση – και μοναδικό σκοπό έχουν να διασκεδάσουν τους αναγνώστες. Σοκαριστήκατε και εσείς έτσι; Με το δίκιο σας, η λογοτεχνία τείνει να γίνει το ίδιο σκατά με τις ζωές μας, σπάνια βρίσκεις κάτι διασκεδαστικό πια. «Η αγαπημένη μου διασκέδαση είναι να αφήνω την σκέψη μου να περιπλανιέται ελεύθερα. Δεν έχω κανέναν φόβο, ούτε φιλοδοξίες. Με δυο λόγια, είμαι σχετικά ευτυχισμένος».
 
Γραμμένα απλά έως και απλοϊκά, χωρίς ίχνος διδακτισμού (με εξαίρεση το διήγημα «Διδακτικό παραμύθι»!!) και με πλήθος ενοχλητικών και αντιδημοφιλών ζώων (φίδια, σκορπιοί, κατσαρίδες, αράχνες, τζιτζίκια, κροκόδειλοι, αλλόκοτα κουνέλια, κλπ) να παρελαύνουν από τις σελίδες τους, συνθέτουν ένα άκρως ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε απόλυτα ένα παιδί και ένα μη παιδί. Με ελάχιστες τροποποιήσεις άνετα θα μπορούσαν να διαβαστούν σε ένα παιδί και πιστεύω ότι η φαντασία του Σορεντίνο θα το έκανε να νιώσει πολύ όμορφα. Από την άλλη, και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις αντιρρήσεις του συγγραφέα ότι το μόνο που πασχίζει να πετύχει με τις ιστορίες του είναι να διασκεδάζει, η υπόρρητη ειρωνεία και οι λεπτοδουλεμένοι υπαινιγμοί του, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο. Όπως τα εξηγεί ο μεταφραστής Λευτέρης Μακεδόνας στο εξαιρετικό επίμετρο, ο Σορεντίνο μέσα από αυτές τις ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, με πολλές φορές αδιόρατο το μεταξύ τους σύνορο, στηλιτεύει και χλευάζει τον άνθρωπο ο οποίος μέσα από ματαιοδοξίες και πηχτή βλακεία, είναι ανίκανος να αποδεχθεί τον Άλλο (με κεφαλαίο Α, είναι πιο κουλτουρέ έτσι, όπως λέει και ένας φίλος) αν πρώτα εκείνος δεν τον υποτάξει με διάφορα τεχνάσματα, τα οποία εξάλλου δεν σχεδίαζε εξ αρχής να θέσει σε εφαρμογή.  
 
[…] «Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο Άλλος στον Σορεντίνο δεν είναι ένας άνθρωπος, αλλά το ζώο-προέκταση του εαυτού μας. Μια οντότητα, η οποία αρχικά μας παρουσιάζεται ως εντελώς ανοίκεια και ξένη προς ό,τι γνωρίζουμε, όμως σταδιακά, μας αποκαλύπτεται ως απολύτως οικεία κι αναπόσπαστη από αυτό που είμαστε, βιολογικά και ψυχολογικά. Η εξοικείωσή μας μ’ αυτήν κι η πλήρης αποδοχή της ως συστατικού μέρους του (ανθρώπινου) εαυτού μας θα επιτευχθεί μόνο στο τέλος μίας μακράς και επώδυνης διαδικασίας γνωριμίας, συμφιλίωσης και τελικά εθισμού σ’ αυτήν. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται συνήθως για μια ζωική υπόσταση μεταλλαγμένη, παραμορφωμένη, η οποία διατηρεί μεν κάποια από τα γνωστά σε εμάς μορφολογικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά υπαρκτών ζώων, αποκλίνει ωστόσο σημαντικά από την όποια «κανονικότητα» του ζωικού βασιλείου, τουλάχιστον όπως μας την περιγράφουν τα επίσημα εγχειρίδια ζωολογίας που διαθέτουμε». 
 
Η αλήθεια είναι ότι τα διηγήματα του Σορεντίνο λειτουργούν πολύ ύπουλα και παρόλο που δεν ξεπερνούν τις 100 σελίδες, μου πήρε αρκετό χρόνο να τα διαβάσω και να τα αφομοιώσω. Αυτό σίγουρα έρχεται σε σύγκρουση με την απλότητα της γραφής του και με την αρχικά αμφίθυμη διάθεση του αναγνώστη που δεν ξέρει αν διαβάζει όντως κάτι αξιόλογο ή όχι. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για έναν καταπληκτικό συγγραφέα που χάρηκα που γνώρισα με μια ιδιάζουσα μεν αλλά κοινωνικά πολύ εύστοχη λογοτεχνία που όσο λιγότερα λέει τόσο περισσότερα εννοεί, και ας μην το παραδέχεται. Δεν θα κερδίσει ποτέ μεγάλα βραβεία και γι’ αυτό και μόνο θα άξιζε την προσοχή σας. Η πολύ καλή μετάφραση και το επίμετρο ανήκουν στον Λευτέρη Μακεδόνα, που δεν μπορεί να κρύψει και καλά κάνει, την αγάπη του για τον Σορεντίνο. Το σκίτσο στο εξώφυλλο είναι του Huadi. Η συνολική έκδοση του «Βακχικόν» είναι κομψή με μοναδικό ελάττωμα ότι λειτουργεί σαν ορεκτικό όταν εμείς πεινάμε για τέτοια λογοτεχνία. Τι είμαστε γαμώτο, πολυθρύλητοι τουρίστες να φάμε μια χωριάτικη στα τέσσερα; Πέτα εκεί χάμω τα φαγητά στο τραπέζι και ας μείνουν στο τέλος (ούτε καν). Αναμένουμε με χαρά τις επόμενες εκδόσεις. Το υποσχεθήκατε τώρα!
 
[…] «Τα διηγήματα αυτά δεν αντιστοιχούν σε μία βασανισμένη ή/και σπαρακτική συνείδηση. Δεν έχουν γραφτεί με αίμα, αλλά – ανάλογα με την περίπτωση και τις συνθήκες – με στυλό, στυλογράφο, γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Δεν ανήκει στις προθέσεις μου το να κάνω κάποιου είδους συμβολισμό ή αλληγορία για το οτιδήποτε, δεν φιλοδοξώ να σου μεταδώσω κανένα διδακτικό μήνυμα, δεν επιδιώκω να σε μετατρέψω σε έναν καλύτερο άνθρωπο, ούτε επιχειρώ να ταρακουνήσω το πνεύμα σου ούτε, ακόμη λιγότερο, να σε επηρεάσω υπέρ κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής, κοινωνικής ή φιλοσοφικής άποψης.
Αντιθέτως, θα με θεωρούσα ιδιαίτερα ικανοποιημένο, εάν έβρισκες σ’ αυτές τις σελίδες μια ευχαρίστηση, ανάλογη αυτής που εγώ έχω βιώσει διαβάζοντας τις ιστορίες συγκεκριμένων αγαπημένων συγγραφέων».  
 
Καημένε Σορεντίνο, δεν έχεις μπει ποτέ φαίνεται σε βιβλιοφιλικές ομάδες να δεις πώς μιλάνε οι περισσότεροι για τις συγγραφικές κενοδοξίες τους! 
 

Σχόλια

  1. Χαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε το βιβλίο! Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!
    Λ. Μακεδόνας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ για την ωραία μετάφραση. Ναι, μου άρεσε πολύ το βιβλίο του. Ελπίζω να εκδοθούν και άλλα δικά του.

      Διαγραφή
  2. Αν και είμαι ψεκασμένος από πραγματικά φυτοφάρμακα -καθώς γεννήθηκα κοντά στα θερμοκήπια στο Τυμπάκι- θα σας ζητούσα να μην με απομακρύνετε παρακαλώ... Βρίσκομαι εδώ να σχολιάσω καθώς είμαι λάτρης της ομπρέλας. Όπου βρεις ιστολόγιο που έχει τίτλο την ομπρέλα κάπου μέσα θα με συναντήσεις... Στην περίπτωσή μας κύριε Μακεδόνα έχετε κάνει μια εξαιρετική μετάφραση που αναδεικνύει πλήρως το νόημα του κειμένου. Σας ευχαριστώ θερμά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .