Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οικογενειακές ιστορίες


 
Τώρα που το νέο λοκντάουν είναι προ των πυλών του σπιτιού σας και θα ξαναγίνετε μία Αγία (αφού τα αλληλογλειψίματα στις εκκλησίες παραμένουν θεμιτά) Ελληνική Οικογένεια γύρω από το ψητό της Κυριακής, όπως θα μοιάζουν εφεξής όλες οι μέρες, να θυμάστε δύο πράγματα: πρώτον, να μην πλένει τα πιάτα πάντα το ίδιο άτομο και δεύτερον, να τροχίσετε καλά τους κυνόδοντές σας για να δούμε ποιος θα φαγωθεί! Αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ ζούσε τώρα δεν θα ήταν αρνητής της μάσκας· μόνο. Είναι γνωστό αυτό αλλά ταυτόχρονα είναι και το όμορφο παράδοξο της γραφής του και της φιλοσοφίας του. Απέναντι σε μια (μικρο ή μακρο) κοινωνία που διαρκώς λοιδορεί, είναι μαζί και υποστηρικτής της, ένθερμος – και όχι θερμοκέφαλος, Γρηγόρη Πετράκο. «Πάντα στο όριο της τρέλας / μην ξεπερνώντας ποτέ αυτό το όριο / όμως πάντα στο όριο της τρέλας / αν εγκαταλείψουμε αυτή την οριακή ζώνη / είμαστε νεκροί».
 
Όσοι παρακολουθείτε το μπλογκ μου και τα διαγγέλματα του Πρωθυπουργού θα έχετε καταλάβει ότι αντιπαθώ το θέατρο αντιστρόφως ανάλογα με το πόσο εκείνος το λατρεύει. Δεν διαβάζω θεατρικά παρά μόνο πολύ επιλεγμένα, όπως ας πούμε αυτά του Μπέρνχαρντ. Και εδώ ακόμα με πείραξε κάπως η λιτή θεατρική φόρμα του κειμένου, πού είναι το υπόλοιπο, αναρωτιόμουν διαρκώς. Ακόμα και σε ένα μπερνχαρντικό θεατρικό όμως δεν νιώθεις έλλειψη, κάθε άλλο. Απλώς θα λέγαμε ότι σε αυτή την περίπτωση «μιλάει μόνο με αφορισμούς». Και μιλάει αριστουργηματικά, γιατί τους αφορίζει όλους! Και ποιο είναι το θεμέλιο που πρέπει να γκρεμίσει πρώτο κάθε σοβαρή κοινωνία; Σωστά μαντέψατε· «οι συγγενείς σημαίνουν θάνατο»
 
http://rolfalme.net/scenographer/ritter-dene-voss-process/


Ο Μπέρνχαρντ συνθέτει ένα εκπληκτικό σκηνικό, διοργανώνοντας ένα αριστοκρατικό τσάι κυριών, ανάμεσα σε πορσελάνινα σερβίτσια της γιαγιάς και σειρές δύσθυμων προγονικών πορτραίτων στους τοίχους, δυο αδερφές που περιμένουν τον τρελό αδερφό τους να γυρίσει από το ίδρυμα που ζούσε τα τελευταία χρόνια. Μια τρελή τρελή οικογένεια, δηλαδή. Γιατί όπως θα συνηγορούσε και ο Τολστόι αν ζούσε, «Όλες οι τρελές οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες»!
 
[...] «Από τους αδύναμους να φυλάγεστε

έλεγε ο πατέρας μας 

διότι αυτοί είναι οι πραγματικοί δυνατοί 

οι αδύναμοι μας εξουσιάζουν 

όχι οι δυνατοί 

το υποτιθέμενο μας εξουσιάζει 

όχι το ουσιώδες το πραγματικό το υπαρκτό». 

 

Όπως συμβαίνει με τον Μπέρνχαρντ σε κάθε βιβλίο του, ανασυνθέτει τις σταθερές της ανθρωπότητας με αποτέλεσμα να σε ξεβολεύει· «Ολόκληρη η ανθρωπότητα μένει ενωμένη χάρη στα συμβόλαια / και πνίγεται από αυτά τα συμβόλαια». Έτσι πολλά αποσπάσματα, αν δεν είσαι τρολ του facebook, θα τα βρεις έως και ενοχλητικά. Αν πάλι έκανες share το βίντεο Πετράκου, παίζει και να τα λατρέψεις. «Από αυτόν τον Φρέγκε πρέπει να φυλάγεστε / απ’ αυτούς τους δόκτορες και τους καθηγητές / ειδικά από τους ειδικούς». Αυτή είναι για μένα η μαγεία του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε πείθει για τον μισανθρωπισμό του και την παραδοξολογία του («Είμαστε δέσμιοι της παραδοξολογίας / και πνιγόμαστε στην μονοτονία»), μέσα από τα γραπτά του, άσχετα αν κάποιοι ηδονοθήρες από σας ψάχνετε συγκρίσεις και με τη ζωή του. Τα πράγματα κάτω από την επιφάνεια είναι και έτσι· ή αν αρχίσουν να γίνονται έτσι φρόντισε να τα αναγνωρίσεις εγκαίρως. Το 2020 το τερματίσαμε με την προνοητικότητα, δεν έχω παράπονο!

https://www.pinterest.ru/ifatnesherCAM/

Η έκδοση της «Κριτικής» είναι πολύ όμορφη, η έλλειψη κάποιας εισαγωγής όμως της στερεί μια κάποια ενότητα. Ναι μεν ο Μπέρνχαρντ δεν θέλει προλόγους αλλά στο συγκεκριμένο μια σημείωση για τον τίτλο θα την άξιζε. «Ρίττερ, Ντένε, Φος», όπως έμαθα από έναν φίλο, ήταν υπαρκτοί ηθοποιοί που εκτιμούσε ο Μπέρνχαρντ και ήθελε αυτούς να παίξουν το έργο του, το έγραψε γι’ αυτούς. Είπαμε, δεν ξέρω πολλά από θέατρο, και από αυστριακό θέατρο ακόμα λιγότερα! Επίσης, δεν ξόδεψαν μια ακόμα υποσημείωση να μας πουν τι είναι ο ινφαντιλισμός γιατί ίσως υπέθεσαν ότι ο αριθμός 8 που είναι το σύνολο των υπόλοιπων υποσημειώσεων είναι γούρικο για το νέο έτος που πλησιάζει με τον Αρμαγεδδώνα; Τέλος πάντων, μικρολεπτομέρειες, μιας και η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα είναι υπέροχη, ακριβώς όπως και το εξώφυλλο με έργο του Egon Shiele. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Μπέρνχαρντ το αγάπησα με την μία γιατί συμπύκνωσε διάφορες σκέψεις μου για τους οικογενειακούς δεσμούς («Τι πιο αποκρουστικό / από το να πεθάνεις στο πατρικό σου»), που άλλοτε εμφανίζονταν διάσπαρτοι στα μυθιστορήματα. Και γιατί, η θεατρική φόρμα εντέλει, με την απουσία σημείων στίξης, τον διαμοιρασμό των παύσεων κατά την ανάσα (με μάσκα) του κάθε αναγνώστη, και το νοσηρό περιβάλλον που περιγράφει, λειτούργησε αρμονικά και ψυχαγωγικά. Πέρα από αυτό, κάθε βιβλίο του διαβάζεται σε κάθε εποχή, όσο δύσκολη και αν είναι, και ο καθένας σας θα βρει να ξεκλέψει μια όμορφη σκέψη για τις μέρες της καραντίνας που καταφτάνουν τρομακτικές, σαν απροειδοποίητη επίσκεψη συγγενών! 

 

[…] «Η απογευματινή παράσταση 

που ως παιδιά πάντα μας έσωζε 

το απογευματινό τσάι στη θεία Μαργκαρέτε 

πάει τελείωσε 

πόσο εύκολο ήταν τότε 

να ξεφύγεις από την απελπισία 

ένα φλιτζάνι κακάο 

και ο χάρτης απλωμένος στο πάτωμα 

αυτό πια δεν είναι αρκετό 

Σε λίγο δεν θα είναι αρκετό  

ούτε να διαβάζεις μια βιογραφία στο κρεβάτι σου».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .