Ας γράψω και γω την κριτική μου για την «Χορτοφάγο» για να φάμε τις σάρκες μας καλοκαιριάτικα, όλο χορτοφαγικές και άνοστες κριτικές, δεν μπορούν να θρέψουν το μίσος σας! Όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα χορτοφαγικά μενού, πληρώνεις πολλά, τρως λίγο, απολαμβάνεις λιγότερο· και ως προς αυτό, το βιβλίο της Χαν Γκανγκ τήρησε όλα τα προβλεπόμενα και αναμενόμενα (ημι)μέτρα. Φάγαμε πίκρα, δηλαδή. «Οι μόνες φορές που ο πόνος σταματάει σαν από θαύμα είναι οι στιγμές μετά από ένα γέλιο» – εφόσον οι στιγμές γέλιου είναι ανύπαρκτες στο βιβλίο, η ανάγνωσή του αποδείχθηκε ένα συνεχές μαρτύριο. Το αν πήρε βραβείο Μπούκερ ή αστέρι Μισελέν με αφήνει παντελώς αδιάφορο – σαν φαγητό χωρίς μουστάρδα!
Το βιβλίο διαφημίζεται ως μυθιστόρημα αλλά μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω. Πρόκειται για τρεις ξεχωριστές ιστορίες με ισχνή σύνδεση μεταξύ τους παρά τις αντιρρήσεις που κάποιοι ίσως να έχετε επ' αυτού – εξάλλου, κάθε ιστορία, ανακυκλώνει με βαρετό τρόπο όσα έγιναν στην προηγούμενη... μέγα λάθος που οι σχολές δημιουργικής γραφής σε μαθαίνουν πώς να αποφεύγεις ήδη από το πρώτο εξάμηνο! Το εύρημα της συγγραφέως να βάζει την ηρωίδα να γίνεται χορτοφάγος έπειτα από ένα αλλόκοτο και σκοτεινό όνειρο που είδε και η σύγκρουση που ακολουθεί με το συγγενικό της περιβάλλον, είναι πολύ καλό, αλλά ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα στα χέρια της, ήδη από τα μισά της ομώνυμης πρώτης ιστορίας. (...) «Δεν μπορούσε να της συγχωρήσει την ανευθυνότητά της, που ξεπέρασε τα όρια αφήνοντας την ίδια μόνη μέσα στο χάος». Όση απόλαυση άντλησα από την ανάγνωση του βιβλίου προερχόταν από εκεί, από την σκέψη ότι αν κάποτε ένας άνθρωπος αποφασίσει να διαθέσει τον εαυτό του όπως αυτός νομίζει, θα έρθει σε αμετάκλητη σύγκρουση με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και το εύρημα της χορτοφαγίας έμοιαζε ιδανικό για να ενισχύσει αυτόν τον συλλογισμό – επίσης, οι γκροτέσκες σκηνές με τους συγγενείς που προσπαθούν να μεταπείσουν την ηρωίδα, γραμμένες από ένα πιο σίγουρο χέρι, θα μπορούσαν να δώσουν μια ιδιαίτερη λάμψη σε αυτή την πολυδιαφημισμένη σκοτεινιά και βιαιότητα του συνόλου, που εγώ προσωπικά, αμυδρά ένιωσα να κρύβεται σε κάποια ελάχιστα σημεία. Παραείμαι φωτεινός άνθρωπος, γι' αυτό!
[...] «Το μόνο πράγμα που εμπιστεύομαι είναι το στήθος μου. Μου αρέσει το στήθος μου. Επειδή το στήθος μου δεν μπορεί να σκοτώσει τίποτα. Τα χέρια, τα πόδια, τα δόντια και η κοφτερή γλώσσα, ακόμα και το βλέμμα, είναι όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα. Αλλά το στήθος ποτέ. Όσο έχω το στρογγυλό στήθος μου θα είμαι εντάξει. Ναι, είμαι εντάξει μέχρι τώρα. Τότε γιατί το στήθος μου χάνει το σχήμα του και μαραίνεται; Δεν είναι στρογγυλό πια. Γιατί; Γιατί συνέχεια χάνω βάρος; Τι πράγμα θέλει να τρυπήσει κι ολόκληρο το σώμα μου γίνεται τόσο κοφτερό;»
Το βιβλίο διαφημίζεται ως μυθιστόρημα αλλά μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω. Πρόκειται για τρεις ξεχωριστές ιστορίες με ισχνή σύνδεση μεταξύ τους παρά τις αντιρρήσεις που κάποιοι ίσως να έχετε επ' αυτού – εξάλλου, κάθε ιστορία, ανακυκλώνει με βαρετό τρόπο όσα έγιναν στην προηγούμενη... μέγα λάθος που οι σχολές δημιουργικής γραφής σε μαθαίνουν πώς να αποφεύγεις ήδη από το πρώτο εξάμηνο! Το εύρημα της συγγραφέως να βάζει την ηρωίδα να γίνεται χορτοφάγος έπειτα από ένα αλλόκοτο και σκοτεινό όνειρο που είδε και η σύγκρουση που ακολουθεί με το συγγενικό της περιβάλλον, είναι πολύ καλό, αλλά ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα στα χέρια της, ήδη από τα μισά της ομώνυμης πρώτης ιστορίας. (...) «Δεν μπορούσε να της συγχωρήσει την ανευθυνότητά της, που ξεπέρασε τα όρια αφήνοντας την ίδια μόνη μέσα στο χάος». Όση απόλαυση άντλησα από την ανάγνωση του βιβλίου προερχόταν από εκεί, από την σκέψη ότι αν κάποτε ένας άνθρωπος αποφασίσει να διαθέσει τον εαυτό του όπως αυτός νομίζει, θα έρθει σε αμετάκλητη σύγκρουση με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και το εύρημα της χορτοφαγίας έμοιαζε ιδανικό για να ενισχύσει αυτόν τον συλλογισμό – επίσης, οι γκροτέσκες σκηνές με τους συγγενείς που προσπαθούν να μεταπείσουν την ηρωίδα, γραμμένες από ένα πιο σίγουρο χέρι, θα μπορούσαν να δώσουν μια ιδιαίτερη λάμψη σε αυτή την πολυδιαφημισμένη σκοτεινιά και βιαιότητα του συνόλου, που εγώ προσωπικά, αμυδρά ένιωσα να κρύβεται σε κάποια ελάχιστα σημεία. Παραείμαι φωτεινός άνθρωπος, γι' αυτό!
[...] «Το μόνο πράγμα που εμπιστεύομαι είναι το στήθος μου. Μου αρέσει το στήθος μου. Επειδή το στήθος μου δεν μπορεί να σκοτώσει τίποτα. Τα χέρια, τα πόδια, τα δόντια και η κοφτερή γλώσσα, ακόμα και το βλέμμα, είναι όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα. Αλλά το στήθος ποτέ. Όσο έχω το στρογγυλό στήθος μου θα είμαι εντάξει. Ναι, είμαι εντάξει μέχρι τώρα. Τότε γιατί το στήθος μου χάνει το σχήμα του και μαραίνεται; Δεν είναι στρογγυλό πια. Γιατί; Γιατί συνέχεια χάνω βάρος; Τι πράγμα θέλει να τρυπήσει κι ολόκληρο το σώμα μου γίνεται τόσο κοφτερό;»
Ενώ το ξεκινάει καλά... μετά γίνεται νιανιά... γιατί; Τα υπόλοιπα μέρη είναι κυρίως μια επίδειξη απιθανοτήτων και αδυνατοτήτων. Η συγγραφέας προσπαθεί να υπηρετήσει την weird λογοτεχνία αλλά κατά την γνώμη μου δεν τα καταφέρνει καλά. Ένιωθα διαρκώς ότι υπήρχαν αφηγηματικές ασυνέχειες που παρέσυραν και την σύνταξη και κάτα διαστήματα και την ίδια την μετάφραση. Στα επίσης weird σχόλια που ακολουθούν το βιβλίο, η συγγραφέας μεταξύ άλλων μας λέει ότι τις δύο πρώτες ιστορίες τις έγραψε με το χέρι επειδή πονούσαν οι αρθρώσεις της και την τρίτη μετά από καιρό με πληκτρολόγιο – λες και την ρωτήσαμε, ξέρω γω! – και διατείνεται ότι οι τρεις φαινομενικά ξέχωρες ιστορίες όταν διαβαστούν μαζί θα πουν αυτό που πραγματικά ήθελε να πει· το 'πες και ξελάφρωσες κοπελιά, αυτό μετράει, μην ακούς εμάς, δεν καταλαβαίνουμε! Το βιβλίο είναι από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο. Η μετάφραση από τα κορεάτικα είναι της Αμαλίας Τζιώτη και πιθανολογώ ότι είναι αρκετά καλή αν και ομολογώ ότι αυτή η ψευδαίσθηση της ασυνέχειας που ένιωθα, με ενόχλησε σε κάποια σημεία. Να πω και κάτι σημαντικό, το βιβλίο (έτυχε και) δεν το πλήρωσα από την τσέπη μου και έτσι η αρνητική κριτική μου αναχαιτίστηκε αρκετά από το γεμάτο πορτοφόλι μου. Ωστόσο, ένιωσα κάπως και εγώ αυτό που νιώθετε πολλοί κριτικοί και μπλόγκερ που σας στέλνουν σωρηδόν και δωρέαν τα βιβλία τους οι εκδοτικοί: πόσο ανακουφιστικό είναι να γράφεις για βιβλία – ειδικά γι' αυτά που δεν σου άρεσαν, φροντίζοντας πάντα να καμουφλάρεις εντέχνως την δυσαρέσκειά σου, επαγγελματίες είμαστε στην τελική! – ενώ δεν τα έχεις πληρώσει. Κάποια στιγμή στο μέλλον, εύχομαι να γίνω σαν και εσάς!
[...] «Τελικά δεν ήταν αυτό περίμενε. Ανοίγοντας δρόμο στο κατάμεστο φουαγέ και αποφεύγοντας τα εκθαμβωτικά και εξωστρεφή άτομα του χορευτικού κύκλου βγήκε προς την έξοδο που οδηγούσε στον σταθμό του μετρό. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε ούτε στην ηλεκτρονική μουσική που μέχρι πριν από λίγα λεπτά πλημμύριζε το θέατρο, ούτε στα φανταχτερά κοστούμια, ούτε στην υπερβολική έκθεση του γυμνού και τις σεξουαλικά τολμηρές κινήσεις του σώματος. Αυτό που έψαχνε ήταν πιο σιωπηλό, πιο κρυφό, πιο ελκυστικό, πιο βαθύ».
Δε ξέρω τι ήθελε να πετύχει η Κορεάτισα μέσα από αυτό το αλλόκοτο βιβλίο αλλά ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τα έχει πει πολύ καλύτερα εδώ και δεκαετίες. Να 'ναι καλά η γυναίκα, να φάει το βραβείο σε πιτόγυρα, αλλά εμένα δεν με κέρδισε.
Είσαι απαίσιος και κακός κτλ κτλ αλλά να ξέρεις ότι πολλούς δεν έπεισε η Χαν ,ούτε εμένα (σημ.την αγόρασα την "Χορτοφάγο").Ως ιδέα είναι καλή η όλη σύλληψη ,απ΄αυτές που προκαλούν συζητήσεις(αυτό κακό δεν είναι).
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Βιβή,
Διαγραφήναι το διάβασα ότι και σένα δεν σε ενθουσίασε (και δικαίως, αν θες την γνώμη μου!). Και εγώ κατά καιρούς έχω μερικές θαυμάσιες μαγειρικές ιδέες αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν τρώγεται ούτε καν από εμένα τον πεινασμένο. Μου έκανε εντύπωση που είδα σχόλιο για αυτό το βιβλίο, το είχα αφήσει πίσω στα βάθη των αιώνων :p
Καλά να 'μαστε Βιβή να δούμε ποια θα είναι η επόμενη πατάτα που θα μας τύχει -- χορτοφαγική ευχή, δεν έχεις παράπονο!
Εμένα ήταν πρόσφατη η (ελαφριά,ευτυχὠς) βαρυστομαχιά.Έβλεπα κριτικές για το "Καφενείο των Τρελών", που θέλω να το διαβάσω, και βλέποντας την κριτική σου γι΄αυτό έπεσα και στη "Χορτοφάγο" που την είχα φρέσκια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Καφενείο των Τρελών να το διαβάσεις με τα χίλια. Αυτό μάλιστα. Σε χορταίνει με κάθε μια λεκτική μπουκίτσα, όχι σαν κάτι άλλες άνοστες σαλάτες ;)
Διαγραφή