Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες


Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές. Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Οι διασκευές τέτοιων βιβλίων για μένα είναι θεμιτές, υπό έναν όρο όμως: ότι θα υπάρχουν σε ευρεία κυκλοφορία οι πλήρεις εκδόσεις τους. Ο λόγος που δεν έχω διαβάσει τον «Ροβινσώνα Κρούσο» και «Το νησί του θησαυρού» ήταν γιατί ποτέ δεν βρήκα τις πλήρεις εκδόσεις τους, ει δυνατόν σε αξιοπρεπείς μεταφράσεις, και σε ενήλικο περιτύλιγμα – κάνεις που κάνεις τις διασκεύες (μικρές ή μεγαλύτερες), τις ντύνεις κιόλας με χαζοχαρούμενες ζωγραφιές για να είσαι σίγουρος ότι το αναγνωστικό κοινό θα μισήσει ακόμα περισσότερο αυτούς τους συγγραφείς. Πολλοί ανανγώστες, υποψιάζομαι ότι θεωρούν αδιανόητο να διαβάσουν σε διασκευή τον «Δον Κιχώτη», πάντοτε θα αναζητούν μία καλή έκδοση να την διαβάσουν και να την καμαρώνουν στη βιβλιοθήκη τους. Πώς γίνεται όμως να περιφρονούνται και να απαξιώνονται βιβλία όπως ο «Ροβινσώνας Κρούσος», «Το νησί του θησαυρού» και «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», είναι σε μένα αδιανόητο, τώρα. Τα βιβλία και τα γιαούρτια (ακόμα και αν μου τα πετάτε στον δρόμο) προτιμώ να είναι πλήρη! 

Τα εντόπισα εντελώς τυχαία σε ένα μπαζάρ βιβλίων. Μου τράβηξαν την προσοχή τα χρωματικά έντονα εξώφυλλα με τις καλαίσθητες ζωγραφικές συνθέσεις στο κέντρο τους – όλες της Πόλυ(ς) Κάνιστρα. Πρόκειται για εκδόσεις πολυτελείας· αυτό που θα ονόμαζα εγώ τουλάχιστον πολυτελείας – ένας αναγνώστης που δεν είναι συλλέκτης, και επιπλέον φτωχός πλην τίμιος. Είναι καλοδεμένα βιβλία, με όμορφο χαρτί, ενδιαφέρουσα γραμματοσειρά και με μία αίσθηση ιδιαιτερότητας που την αντιλαμβάνεσαι αμέσως μόλις τα πιάσεις, και λείπει ακόμα και από τις πιο καλαίσθητες εκδόσεις των γνωστών εκδοτών που όλοι ξέρουμε. Σαν να έγιναν μόνο και μόνο για να τιμήσουν το πολύτιμο περιεχόμενό τους! Αφού ξεπέρασα αυτό το αρχικό σοκ και δέος, τα άνοιξα για να τσεκάρω τις μεταφράσεις. Και άγνωστοι να μου ήταν οι μεταφραστές, θα αγόραζα ένα δυο από αυτά τα βιβλία όπως και να ’χε. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα ονόματα όπως Άρης Μαραγκόπουλος, Αγορίτσα Μπακοδήμου, Βανέσσα Α. Λάππα, Σοφία Ανδρεοπούλου, κα. Αγόρασα μεμιάς για μένα τις «Περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου» του Ντιφόου, «Το νησί του θησαυρού» και «Το μαύρο βέλος» του Στήβενσον, τον «Λόρδο Τζιμ» του Κόνραντ, αγόρασα ένα ακόμα «Νησί του θησαυρού» και έναν «Γκιούλιβερ» για δώρα, και έβαλα ενέχυρο και ένα νεφρό μου για να βγάλω τον μήνα. 

Ψάχνοντας στο διαδίκτυο πληροφορίες για τις εκδόσεις ώστε να βρω μια φωτογραφία των βιβλίων για να βάλω στις αναρτήσεις, δεν έβρισκα τίποτα. Ούτε φωτογραφίες, ούτε αναφορές. Πληκτρολογώντας «Εκδόσεις Ντέτσικα» βρήκα μόνο μερικές πληροφορίες για την τότε διεύθυνση και τα τηλέφωνα της εταιρείας, ό,τι δηλαδή αναφέρεται και στα βιβλία. Το μόνο στοιχείο που μπορείς να εξαγάγεις είναι ότι τα βιβλία αυτά, εκδόθηκαν μεταξύ 1996-1999 περίπου. Το πιο κουλό απ’ όλα είναι ότι όταν πληκτρολογείς το ISBN σε βάσεις δεδομένων όπως η Βιβλιονέτ ή και γενικότερα, δεν επιστρέφει κανένα αποτέλεσμα – μοναδικός αριθμός σού λένε μετά! Πραγματικές εκδόσεις-φάντασμα, who ya gonna call? Ο βιβλιοθηκονόμος μέσα μου απορεί, ο αναγνώστης αδιαφορεί, και ο συλλέκτης (μια ιδιότητα που σπανιότατα εμφανίζεται στο προσκήνιο) καμαρώνει. Εννοείται ότι θα ασχοληθούμε και με τα άλλα βιβλία των συγκεκριμένων εκδόσεων και φυσικά, οι «Εκδόσεις Ντέτσικα» θα λάβουν τιμητική ετικέτα στο μπλογκ μου. Να ζηλεύετε εσείς οι υπόλοιποι εκδότες! Ας περάσουμε όμως και λίγο στο βιβλίο, πριν ναυαγήσει το ενδιαφέρον σας. 

[…] «Νεαρέ», πρόσθεσε, «πίστεψέ με, αν δεν επιστρέψεις, όπου κι αν πας, παντού θα αντιμετωπίζεις μονάχα καταστροφές και απογοητεύσεις, ώσπου να εκπληρωθούν τα λόγια του πατέρα σου.» 

Ο «Ναυαγός» με τον Τομ Χανκς και οι ψυχαναλυτικές δηλώσεις μπροστά στην κάμερα των παικτών του «Survivor» και του «Nomads» αποτελούν δύο σύγχρονες εκδοχές που πατάνε στον αρχετυπικό μύθο του Ντιφόου. Και ο ίδιος ο Ντιφόου ενδεχομένως να πατάει σε… αρχετυπικότερους μύθους αλλά με το συγκεκριμένο βιβλίο του έθεσε ένα ορόσημο στην λογοτεχνία που αξίζει να εκτιμηθεί και από ενήλικες αναγνώστες. 

[…] «Η αρχετυπική ιστορία ξεθάβει μια παγκόσμια ανθρώπινη εμπειρία που στη συνέχεια λαμβάνει την μορφή μίας μοναδικής έκφρασης με συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Η στερεότυπη ιστορία αντιστρέφει αυτό το μοτίβο: παρουσιάζει ένδεια τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή. Αρκείται σε μια περιορισμένη εμπειρία με συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά την οποία επενδύει με ξεπερασμένες, αφηρημένες γενικολογίες.» 



Έπεσα στο παραπάνω απόσπασμα καθώς φυλλομετρούσα το «Σενάριο» του Robert McKee που απέκτησα πρόσφατα, και νομίζω ότι είναι το πλέον ταιριαστό για το βιβλίο του Ντιφόου. Ο Ροβινσώνας Κρούσος είναι ο κάθε νέος άνθρωπος που επιθύμησε κάποια στιγμή να διεκδικήσει την ανεξάρτησία του απέναντι στα δεσμά της οικογένειας αρχικά, και της κοινωνίας στην συνέχεια. Η εξερεύνηση, οι μικροκακουχίες, τα ταξίδια, το ναυάγιο, η επιβίωση, η ανεξαρτησία, τα βάσανα, οι χαρές, όλα τους είναι φανερότατες αληγορίες μιας πανανθρώπινης ψυχικής και συναισθηματικής ανάγκης που αργά ή γρήγορα εκδηλώνεται εντός όλων μας. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση διαπίστωνα εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στο βιβλίο του Ντιφόου και στο έργο του Τζέημς Τζόυς, κυρίως στο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία». Η διάθεση του Ροβινσώνα να ξεφύγει από το μέλλον που του ετοιμάζει ο πατέρας του και η κοινωνία που εκείνος ζει· η πεποίθηση ότι κάθε κακό που του συνέβη ήταν λόγω της βαθύτατης «αμαρτίας» να εναντιωθεί στον πατέρα του και στην κοινωνία· η εν πολλοίς ανεπιτυχής προσπάθεια να προσεγγίσει τον Θεό και να ζητήσει συγχώρεση· η σταδιακή αποδοχή της ιδιαίτερης προσωπικότητας του και η ολοκλήρωση του εαυτού του· όλα αυτά είναι στοιχεία που συναντάμε συχνά στον Τζόυς, κυρίως στο Πορτραίτο αλλά και σε όλη την έκταση του έργου του, και σκέφτηκα, δεν μπορεί, σίγουρα ο Ντιφόου θα υπήρξε ισχυρή επιρροή για αυτόν. Μια πρόχειρη αναζήτηση εμφάνισε μια διάλεξη που έκανε ο Τζόυς το Μάρτιο του 1912 στο πανεπιστήμιο της Τεργέστης και συμπεριλαμβάνεται στα κριτικά δοκίμιά του, τα οποία πότε στα κομμάτια επιτέλους θα εκδοθούν στα ελληνικά; Παραθέτω το απόσπασμα όπως ακριβώς το εντόπισα

[…] «The true symbol of the British conquest is Robinson Crusoe, who, cast away on a desert island, in his pocket a knife and a pipe, becomes an architect, a carpenter, a knife grinder, an astronomer, a backer, a shipwright, a potter, a saddler, a farmer, a tailor, an umbrella-maker, and a clergyman. He is the true prototype of the British colonist, as Friday (the trusty savage who arrives on an unlucky day) is the symbol of the subject races. The whole Anglo-Saxon spirit is in Crusoe: the manly independence; the unconscious cruelty; the persistence; the slow yet efficient intelligence… the practical, well-balanced religiousness; the calculating taciturnity. Whoever rereads this simple, moving book in the light of subsequent history cannot help but fall under its prophetic spell.» 


Την μετάφραση διεκπεραίωσε με πολύ ωραίο τρόπο ο Άρης Μαραγκόπουλους – αν δεν πρόκειται για κάποιον συνονόματο αρχαίο ρωμαίο μεταφραστή, τότε πρόκειται απλώς για ένα μικρό παρόραμα, από τα ελάχιστα της έκδοσης. Αυτό που παρατήρησα και μου έκανε εντύπωση, συγκρίνοντας εντελώς τυχαία με μία ψηφιακή έκδοση του Ροβινσώνα που κατέβασα από το Amazon, είναι ότι στην πρωτότυπη έκδοση υπάρχουν κεφάλαια ενώ στην έντυπη δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός των κεφαλαίων, το ένα από το άλλο χωρίζεται μόνο με μία απλή αλλαγή παραγράφου. Δεν είναι δα και ασυγχώρητο αυτό αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε. Ας πούμε ότι «παραπλανά» κάπως, αν δεν είχα ιδέα του πρωτοτύπου θα νόμιζα ότι ο Ντιφόου το έγραψε ως ένα μονοκόμματο βιβλίο. Στο «Νησί του θησαυρού» για παράδειγμα, διατηρείται ο διαχωρίσμος σε πολλά μικρά κεφάλαια, όπως ακριβώς και στο πρωτότυπο. Τέλος πάντων, για μένα αυτό είναι ψιλά γράμματα από την στιγμή που η μετάφραση είναι σωστή, το κείμενο πλήρες και η έκδοση θαυμάσια. Σε άλλη περίπτωση ίσως να με εκνεύριζε αυτή η αλλοίωση, το ’χουν αυτοί οι συγγραφείς φαίνεται να αλλοιώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο! 

Μοιάζει εκ πρώτης όψεως με μια απλή θαλασσινή ιστορία, μα είναι κάτι πιο βαθύ που σε αποζημιώνει. Αν εξαιρέσει κανείς μερικές ημερολογιακές καταγραφές που στα μάτια ενός σύγχρονου αναγνώστη μπορεί να φαντάζουν έως και βαρετές, το υπόλοιπο κείμενο εντυπωσιάζει με την απύθμενη εσωτερική ενδοσκόπηση του ήρωα, που συνήθως συναντούμε σε πιο σύγχρονα και μοντέρνα, από άποψη ύφους, βιβλία. One man show είναι το βιβλίο του Ντιφόου και χρειάζεται πολύ ταλέντο εκ μέρους του συγγραφέα για να παρουσιάσει με βάθος και ενδιαφέρον έναν ουσιαστικά παντέρημο χαρακτήρα που βολοδέρνει σε ένα ξεχασμένο ερημονήσι – όλη αυτή η πρακτικότητα της επιβίωσης και οι ημερολογιακές καταγραφές, συνδυάζονται εξαιρετικά με την εσωτερίκευση του ατόμου δημιουργώντας ένα ασύλληπτο σύνολο. Μεταθέστε νοερά αυτή την συγγραφική συνθήκη οπουδήποτε έξω από το συγκείμενό της και θα πάρετε τα ίδια εκπληκτικά αποτελέσματα – οι ναυτικές περιπλανήσεις και τα ναυάγια ήταν απλώς ένα συνηθισμένο θέμα της εποχής, μην ξεγελιέστε από αυτό. Επίσης, δεν είναι καθόλου σκληρό βιβλίο, τουλάχιστον όχι παραπάνω από όσο είναι η ίδια η ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να πω περισσότερα για την πλοκή, ήδη οι πιο πολλοί γνωρίζετε την ιστορία – όχι όμως στις αληθινές της διαστάσεις, αν την έχετε διαβάσει σε διασκευή. Μια ακόμα συγγένεια με τον Τζόυς, αλλά για διαφορετικούς λόγους, ας είναι και τούτη: πολλοί ισχυρίζονται ότι τον έχουν διαβάσει αλλά λίγοι το έχουν κάνει πραγματικά! «Οι στερεότυπες ιστορίες περιορίζονται στην πατρίδα τους, ενώ οι αρχετυπικές ταξιδεύουν», αποφαίνεται σε κάποιο άλλο σημείο του βιβλίου του ο Robert McKee και ένας γνήσιος ταξιδευτής όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος δεν θα είχε απολύτως καμία αντίρρηση πάνω σ’ αυτό. 

[…] «Όσοι μάλιστα διαβάζουν την ιστορία μου, να προσέξουν ιδιαίτερα το εξής, πόσο δηλαδή συχνά, στη διάρκεια της ζωής μας, εκείνο ακριβώς το κακό που θέλουμε να αποφύγουμε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο και που, όταν πέσουμε μέσα του, είναι ό,τι χειρότερο μάς έχει τύχει, μερικές φορές αποτελεί αυτό το ίδιο, τον μοναδικό δρόμο ή πόρτα για τη λύτρωσή μας, απ’ όπου και μόνο μπορούμε να ανυψωθούμε πάλι από τη δυστυχία στην οποία είχαμε πέσει.»

Σχόλια

  1. Εξαιρετική η εκδοχή του Μισέλ Τουρνιέ στο βιβλίο "Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού".
    https://www.politeianet.gr/books/9789602560631-tournier-michel-exantas-paraskeuas-i-stis-mones-tou-eirinikou-172919


    Φλασιά:

    Ο Ροβινσών στη Μύκονο, Γιώργος Ρωμανός
    https://www.youtube.com/watch?v=05JO21EIpHI

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ε λοιπόν αυτό το βιβλίο του Τουρνιέ αναφέρθηκε και χθες από κάποιον φίλο στο φβ. Το είχα δει παλιότερα αλλά το είχα ξεχάσει. Αφ' ενός γιατί δεν είχα διαβάσει ακόμα τον Ροβινσώνα, αφ'ετέρου είχε κάτι ακατανόητο η περιγραφή του οπισθόφυλλου, όπως διαπιστώνω ξανά. Έχοντας όμως διαβάσει τον Ροβινσώνα, δεν πτοούμαι από αυτά. Καταλαβαίνω πού περίπου θα το πηγαίνει ο Τουρνιέ. Ο Ροβινσώνας με εντυπωσίασε βαθύτατα, είχε μια εξαιρετική αυτοανάλυση που δεν περίμενα να την συναντήσω στο βιβλίο. Θαυμάσιο! Στο καπάκι διαβάζω «Το νησί του θησαυρού» του Στήβενσον, και ενώ είναι τέλεια η ιστορία και η γραφή, του λείπει αυτή η βαθύτητα που είχε ο Ροβινσώνας. Ίσως αδικώ τον Στήβενσον που τον διαβάζω αμέσως μετά τον Ντιφόου. θα δείξει.

      Υ.Γ. Τον Χατζιδάκι τον ψιλοβαριέμαι και τον Γκάτσο το ίδιο (αν και λιγότερο), παρόλα αυτά το άκουσα το τραγουδάκι σας γιατί σκέφτηκα, αν τύχει και ναυαγήσω σε ένα ερημονήσι και έχω μόνο αυτό το cd για να ακούω μέχρι να τελειώσουν οι μπαταρίες; :p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!