Οι πιο γνωστοί Lear παγκοσμίως είναι η Αμάντα Ληρ («Give a bit of mmh to me and i'll give a bit of mmh to you») και ο Βασιλιάς Ληρ («When we are born, we cry that we are come to this great stage of fools») – υπάρχει όμως και ένας τρίτος, ο Έντουαρντ Ληρ! Κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι σ' αυτό το μπλογκ δεν γράφονται μπούρδες, ελπίζω να μην έχετε πειστεί περί του αντιθέτου. Και για να επιβεβαιώσω τον κανόνα, σήμερα θα κάνω την εξαίρεση και θα μπουρδολογήσω με την καρδιά μου. Υπάρχουν βιβλία, μπούρδες και μπούρδες (ειδικά στα παιδικά), αλλά βιβλίο να στο λέει ήδη από τον τίτλο, πρώτη φορά συναντώ. Ένα φρεσκότατο βιβλίο σχεδόν 170 χρόνων που επιβεβαιώνει επίσης τον κανόνα (χωρίς εξαιρέσεις αυτή τη φορά) ότι οι απανταχού Lear του μάταιου τούτου κόσμου μένουν με κάποιον τρόπο διαχρονικοί.
Ποιος ήταν τελικά αυτός ο Έντουαρντ Ληρ; Λόγω εντοπιότητας παίρνω περισσότερα μόρια, σόρυ, οι υπόλοιποι δοκιμάστε την τύχη σας σε μια επόμενη προκήρυξη! Διάσημος ζωγράφος και εικονογράφος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, απέκτησε φήμη όταν άρχισε να ζωγραφίζει τα σπάνια είδη πουλιών που ανακάλυπταν οι ορνιθολόγοι, τόσο τέλεια που εντυπωσιάστηκε μέχρι και η βασίλισσα Βικτορία και τον προσέλαβε για δάσκαλο ζωγραφικής – αν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι που θεωρούσαν την Βικτορία «κλώσα», τότε αυτή η σύμπτωση αποκτά έναν εντελώς άλλο χρωματισμό! Μάλιστα, οι ορνιθολόγοι έχουν δώσει το όνομά του σε δυο είδη παπαγάλων: στους Lapochroa leari και Anodorhynchus leari, που θα πει «του Ληρ». Γύρω στο 1850 άρχισε να ταξιδεύει στην Μεσόγειο και να φτιάχνει τοπιογραφίες που έμειναν γνωστές στην ιστορία της ζωγραφικής (ή και της αρχαιολογίας!), μέρος αυτών εμπνευσμένο και από την Θεσπρωτία (όχι δεν θα βρείτε την Ηγουμενίτσα ανάμεσα, τότε δεν υπήρχε ούτε καν στην φαντασία του Ληρ).
Έτσι λοιπόν ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν αντίκρισα κάτω από τον ευφάνταστο τίτλο ενός παιδικού βιβλίου, το όνομα του Ληρ. Και οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί. Πριν καν διαβάσω το οτιδήποτε από το βιβλίο, στάθηκα στην ευρηματικότητα του τίτλου (έστω και αν ο πρωτότυπος είναι «Nonsense Omnibus») και πως ήδη έχει κερδίσει την μισή απόσταση από την αναγνωστική κούρσα. Στην εποχή του Ληρ (και του σύγχρονού του Κάρολ) τα παιδικά βιβλία ήταν στείρα από φαντασία και γόνιμα σε διδακτισμό. Απαγορεύονταν οι μπούρδες γιατί το παιδί θα έπρεπε σιγά σιγά να συνηθίζει την σοβαρότητα των μεγάλων. Μπούρδες!! Ποια σοβαρότητα ρε παιδιά; Ο Ληρ ήξερε καλά από μεγαλόστομες μπούρδες και αφού ήξερε και από μεγαλόπνοη ζωγραφική, αποφάσισε να φτιάξει μια συλλογή από λίμερικ με αστεία σκετσάκια. Όπως και με το έργο του Κάρολ έτσι και με αυτό του Ληρ, κριτικοί και αναγνώστες ψάχνουν να βρουν κρυφά σύμβολα, πονηρά νοήματα, ή ακόμα και συνωμοσιολογικές μπούρδες για την εκλογή Τραμπ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τέτοια βιβλία είναι ανοικτά σε ερμηνείες, και αυτό είναι το αποκορύφωμα που μπορεί να φτάσει ένα καλλιτεχνικό έργο – και δόξα τον Θεό, είμαστε ευγνώμονες γι' αυτό. [Λίμερικ έφτιαχνε και τα εκτιμούσε δεόντως και ο Τζόυς – η μπούρδα της ανάρτησης, συγχωρέστε με!] Στα λίμερικ ο πρώτος και ο τελευταίος στίχος είναι όμοιοι, έτσι ίσως κάποια από αυτά να ξαφνιάζουν τον σημερινό αναγνώστη που μπορεί να τα θεωρήσει άτεχνα ή γελοία (αυτό το τελευταίο δεν ενοχλεί όμως, εξυπηρετεί κάπως τον σκοπό μας). Επίσης, ο εναρκτήριος στίχος είναι της μορφής «ένας γέροντας...». Πριν τα απορρίψετε, δοκιμάστε τα όμως. Ο Γιώργος Σεφέρης (...) μετάφρασε στα ελληνικά τη λέξη «λίμερικ» ως ληρογράφημα, από το όνομα του Ληρ και την αρχαιοελληνική λέξη «λήρος» που θα πει «ανόητη κουβέντα».
Η απόδοση των ληρογραφημάτων από τον Αντώνη Παπαθεοδούλου (που μαθαίνω ότι είναι από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στην παιδική διασκευή/απόδοση) τροποποίησε κάποια από τα λίμερικ του Ληρ ώστε να ταιριάζουν με τόπους της Ελλάδας και να είναι πιο οικεία. Ωστόσο, μερικά λίμερικ αναφέρονταν ήδη στην (αρχαία) Ελλάδα και έτσι δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερη μετατροπή. Σίγουρα, τα πρωτότυπα ποιηματάκια θα προσφέρουν το απόλυτο της ευχαρίστησης και της χάρης του λόγου, όμως και η ελληνική απόδοσή τους διατήρησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δεν πρόδωσε την ουσία του βιβλίου, δηλαδή τις μπούρδες που κάνουν οι μεγάλοι και τις απολαμβάνουν τα παιδιά (και οι μεγάλοι). Το βιβλίο κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και οφείλει να γίνει ανάρπαστο αν θέλουμε να συμβαδίζουμε με την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων που πάντα βγάζουν ξεφούσκωτο ψωμί – κάπου χάλασε η μαγιά, δεν μπορεί!
Αντιγράφω μερικές από τις αγαπημένες μου μπούρδες του βιβλίου και εμπνέομαι για τις επόμενες (δικής μου ζυμώσεως) των μελλοντικών αναρτήσεων.
Ενός γεράκου από το Ντουμπάι
του άρεσε ψωμιά να μασουλάει,
μα, εξαιτίας μιας λαγάνας
που μπουκώθηκε ο φαγάνας,
του άρεσε ψωμιά να μασουλάει,
μα, εξαιτίας μιας λαγάνας
που μπουκώθηκε ο φαγάνας,
πνίγηκε, μελάνιασε και πάει.
Ένας κύριος με καρό παντελονάκι
καντρίλιες χόρευε με ένα γεράκι.
«Αίσχος» λέει το κοινό
«αυτός χορεύει με πτηνό»
και του έριξαν ένα μπερντάκι.
«Αίσχος» λέει το κοινό
«αυτός χορεύει με πτηνό»
και του έριξαν ένα μπερντάκι.
Ήταν ένας που είπε «Βρε Ούννοι,
θα τ' ακούσει κανείς το κουδούνι;
Από παιδί χτυπάω,
τώρα γέρασα, πάω,
και κανείς δεν ακούει το κουδούνι».
θα τ' ακούσει κανείς το κουδούνι;
Από παιδί χτυπάω,
τώρα γέρασα, πάω,
και κανείς δεν ακούει το κουδούνι».
Μια ιταλίδα απ' τη Ρώμη κινάει
με το τρένο στο Μπάρι να πάει,
μα, όταν φώναξαν «Μπάρι»,
δεν πήρε χαμπάρι
και τώρα στη Ρώμη γυρνάει.
με το τρένο στο Μπάρι να πάει,
μα, όταν φώναξαν «Μπάρι»,
δεν πήρε χαμπάρι
και τώρα στη Ρώμη γυρνάει.
Ενός γέρου που σφυρί-σφυρί-σφυρίζει
και με το σφύριγμά του όλους εκνευρίζει
του δίνουν μια μ' ένα σφυρί
να σταματήσει να σφυρί
του δίνουν μια μ' ένα σφυρί
να σταματήσει να σφυρί
σφυρί-σφυρί-σφυρίζει.
Ένας γεράκος από τα Σούσα
δε βλέπει ούτε τη δική του πατούσα.
Του λεν «Να το δάχτυλό σου».
Λέει «Πού; Μπα σε καλό σου!»
δε βλέπει ούτε τη δική του πατούσα.
Του λεν «Να το δάχτυλό σου».
Λέει «Πού; Μπα σε καλό σου!»
Ένας γέροντας από την Ελλάδα
στο ένα πόδι διαβάζει Ιλιάδα.
Σαν του μούδιασε η γάμπα,
έπεσε κι επνίγει τζάμπα
αυτός ο ομηρικός απ' την Ελλάδα.
στο ένα πόδι διαβάζει Ιλιάδα.
Σαν του μούδιασε η γάμπα,
έπεσε κι επνίγει τζάμπα
αυτός ο ομηρικός απ' την Ελλάδα.
Υ.Γ. 2666 Το βιβλίο αυτό ήταν ο πρώτος μου δανεισμός από δημοτική βιβλιοθήκη έπειτα από πολλά χρόνια και ανακάλυψα ξανά την ευχαρίστηση και την ανακούφιση που μου προσφέρει αυτή η ανιδιοτελής σχέση μεταξύ βιβλιοθηκών και αναγνωστών. Και αν κάποιοι σας πουν ότι οι βιβλιοθήκες είναι άχρηστες και τρόπον τινά μπούρδες, να τους τρίψετε στη μούρη τις 6(!) οργανωμένες και λειτουργικότατες βιβλιοθήκες του Δήμου Καλαμαριάς και την αγάπη και την εκτίμηση που τρέφουν οι δημότες προς αυτές.
Μαλλον ειναι το πρωτο παιδικο βιβλιο που μπαινει στο μπλογκ σου; καλως ηρθες στον κοσμο του! Κατι μου λεει οτι εισαι σε καλα χερια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, είναι το πρώτο. Αλλά έχω διαβάσει διάφορα παιδικά βιβλία κατά καιρούς. Τώρα όμως, θα ψάξω τα καλά καλά και ίσως παρουσιάσω και κανένα άλλο! Οι «Μπούρδες» όμως, είναι κάτι παραπάνω από απλό παιδικό βιβλίο.
ΔιαγραφήΑ, τι όμορφες μπούρδες! Ή μήπως όλες λίγο πολύ όμορφες είναι; Αλλά πάλι μπορεί να λέω και μπούρδες.Και, τέλος πάντων, ποιος αυστηρός κοινωνικός συλλογισμός μάς έχει πετάξει, εμάς τους μπουρδολόγους, μακράν του πεδίου της σοβαρότητας; Αλλά και πώς ορίζεται αυτή; Τι είδους μπούρδα κι αυτή η σοβαρότης;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς δηλώσω, λοιπόν, φανατικός ληρικός αναγνώστης
και, χάρη σε σας, και των μπουρδών του γνώστης
κι ας σας καλημερίσω θερμά.
Καλησπέρα Διονύση!
ΔιαγραφήΟι μπούρδες είναι λυτρωτικές αρκεί και αυτές να εκφέρονται με «σοβαρότητα» (βάζω την λέξη σε εισαγωγικά, για να την ξεχωρίσω κάπως από την άλλη σοβαρότητα που κάνει τις μπούρδες να φαίνονται άνοστες). Είναι ωραίο να μαθητεύεις στις μπούρδες, αλλά όπως κάθε μαθητεία, απαιτεί επίμονη δουλειά και ένστικτο. Εδώ, θα έχεις έναν πρόθυμο χώρο για να «μπουρδολογείς»! Σ' ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Ελπίζω να απολάυσεις και τις μπούρδες του Ληρ είτε διαβάσεις την παιδική έκδοση είτε την πρωτότυπη εκτενή εκδοχή τους.