Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του πολέμου / Στο άλογό μου


Τι γιορτάζουμε σήμερα; Το όχι, το ναι, το ίσως; Γιατί, ενώ όλοι ξέρουμε ότι το εθνικό φρόνημα σε ψηλώνει ως άνθρωπο, εξεγειρόμαστε τόσο πολύ όταν κάτι τέτοιο γίνεται και με τεχνητά μέσα, ας πούμε, με δεκάποντες γόβες; Γιατί μετά την παρέλαση όλοι πάμε και πίνουμε φρέντο εσπρέσσο, έναν τόσο χαρακτηριστικά ιταλικό καφέ; Τι θα συμβεί αν σε μία αντιπολιτευτική συνωμοσία όλοι συντονίσουν το... ένα στο δεξί; Το ένα στ' αριστερό αποκτά όντως βαρύνουσα σημασία όταν κυβερνά η Αριστερά, ή απλώς έχουμε συνηθίσει να το θεωρούμε ηθικό πλεονέκτημα της παρέλασης;
 
Μ' αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι, έπιασα να ξαναδιαβάσω τα δύο υπέροχα αφηγήματα που περιλαμβάνονται στην ομώνυμη συλλογή του Νίκου Καββαδία. Να μην ξεχνάμε ότι ο Νίκος Καββαδίας εκτός από σπουδαία ποιήματα, έγραψε και τρία υπέροχα αφηγήματα – το τρίτο, είναι το (εκτενέστερο) εκπληκτικό “Λι”, που το συγκεκριμένο το ξαναδιαβάζουμε με κάθε ιδιωτικοποίηση που παραχωρείται στους Κινέζους! 

Στο αφήγημα “Του πολέμου”, ο αφηγητής, ένας στρατιώτης που χάνει τον δρόμο του κατά την διάρκεια της πορείας προς το Δέλβινο, καταλήγει στην αυλή ενός σπιτιού όταν το εξουθενωμένο μουλάρι του που κουβαλάει υγιεινομικό υλικό, σωριάζεται εκεί πέρα. Ο οικοδεσπότης τον φιλοξενεί με επιφύλαξη και όταν ο αφηγητής βλέπει μια φωτογραφία του γιου του σταλμένη από την Αργεντινή, προφασίζεται ότι τον γνωρίζει για να κερδίσει την εύνοια του γέρου. Στηριζόμενος σε κάποιες πρότερες γνώσεις της ζωής στην Αργεντινή και στην τύχη, πετά κάποια χαρακτηριστικά του γιου, όπου ο γέρος από την ανάγκη του να πιστέψει, εν τέλει τα πιστεύει.

[...] Θυμόμουνα κάποιον πριν πολλά χρόνια σ' ένα σπίτι με πολύ κόσμο στην Αθήνα. Πριν προλάβουν να μας συστήσουν, μ' αγκάλιασε και με φίλησε. Μου θύμισε ένα γλέντι μας στην Νέα Υόρκη (ακόμη δεν έχω πάει σ' αυτή την πολιτεία), τα τραγούδια μου, που του' χα διαβάσει χειρόγραφα, τις γυναίκες που πήγαμε μαζί τους. Φύγαμε μαζί και συνεχίσαμε το γλέντι αλλού. Το πρωί φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Πρώτη φορά τον έβλεπα στη ζωή μου. Και τελευταία. Μόνο τους λογικούς δεν μπορείς να πείσεις – ούτε να σε πείσουν.

Όταν ο γέρος πείθεται για την καλοσύνη του αφηγητή, τον πηγαίνει στο μεσά δωμάτιο που κείτεται ο μεγάλος του γιος λαβωμένος, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό των Ιταλών (ο πατέρας του αργότερα δικαιολογεί την πράξη του γιου - «Οι Τόσκοι αγαπάμε την Ρωμιοσύνη. Οι βουνίσιοι, οι Γκέγκηδες, σας οχτρεύονται. Εκείνοι πήγαν με το θέλημά τους στους Ιταλούς. Εμείς με το ζόρι»). Ο αφηγητής περιποιείται με φροντίδα το τραύμα του γιου, απολαμβάνει την φιλοξενία του γέρου και την επόμενη μέρα, συνεχίζει μαζί με το ξεκούραστο μουλάρι, την μοναχική του πορεία.



Το “Στο άλογό μου” είναι ένα σπαρακτικό γράμμα ευγνωμοσύνης, πάλι ενός στρατιώτη, απέναντι στο πιστό του άλογο. Και τα δύο αυτά αφηγήματα είναι μοναδικά στο έργο του Καββαδία γιατί εκτυλίσσονται στην στεριά, με την θάλλασα απλώς να κάνει εμφανίσεις με διάφορες μικρές νύξεις, που συμπυκνώνουν ωστόσο θεαματικά την φιλοσοφία του Καββαδία που ανέπτυξε εκτενώς στα ποιήματα και στην Βάρδια:

[...] Οι κατεβασιές από τους χειμάρρους όλο και θέριευαν. Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν την φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό – στη στεριά είναι κάτι που' χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό, μέσα στη λάσπη.

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα μοτίβα της μυθολογίας του Καββαδία είναι η αιώνια απορία του αν εμείς οδηγούμε τη ζωή μας ή μας οδηγεί εκείνη, κάτι που εκφράστηκε πλέον αποφθεγματικά με την γνωστή φράση της Βάρδιας, «Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε». Αυτό το μοτίβο απαντάται και στα δύο αφηγήματα της συλλογής, όταν ο αφηγητής το απευθύνει εμμέσως στο μουλάρι («Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει») και απευθείας στο άλογό του («Θυμάσαι τη νύχτα με την βροχή; Ανελέητα και οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες;»).

Χαρακτηριστικό μοτίβο στο έργο του Καββαδία αποτελεί επίσης, η εμμονή του και η πίστη του στην τέχνη και μάλιστα σε εκείνη της απεικόνισης και της ζωγραφικής. Όσο βρίσκεται στο σπίτι του γέρου χαζεύει μία λιθογραφία του Gustave Dore που κρέμεται στον τοίχο. Όταν φτάνει η ώρα του αποχωρισμού...

...Έβγαλε κάτι από τον κόρφο του. Ήταν το κόνισμα. Μου το προτείνει χωρίς να μιλάει.

Αρνήθηκα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

- Για μένα, του' πα, η δύναμή της είναι η τέχνη της. Εσύ, με την πίστη σου, την κάνεις κι αποχτάει δύναμη.

- Κατάλαβα, μουρμούρισε. Θα' πρεπε να σου δώσω κείνη την παλιατσαρία, που' ταν κρεμασμένη στον τοίχο.

Δύο μικρές αφηγήσεις με φόντο εκείνον τον ιστορικό καμβά που γιορτάζουμε σήμερα – αφηγήσεις ωστόσο δοσμένες με λογοτεχνική μαεστρία που υπερβαίνει κατά πολύ το ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά δίνει και χώρο να αναστοχαστούμε με ήρεμη ματιά πάνω στην ιστορία και στα βασανισμένα θέματά/θύματά της. Όσοι πάλι θέλετε να μείνετε στο στειρωμένο πνεύμα της επετείου, μιας αλλόκοτης πατριωτικής λοβοτομής, τότε πείτε ΟΧΙ σε όλα και σταθείτε καυλωμένη προσοχή στον καθρέφτη σας! 


Ο Γιώργος Τράπαλης στο "Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία" αναφέρει ότι πρόκειται για λιθογραφία του G. Dore με τίτλο "Pumps in London", ωστόσο δεν κατάφερα να βρω κάτι με αυτό τον τίτλο. Η παραπάνω εικόνα προέρχεται από έργα του χαράκτη σχετικά με τον Λονδίνο. Αν βρείτε το αναφερόμενο έργο, παρακαλώ, ενημερώστε με.

Σχόλια

  1. Διάβαζα τις αρχικές σου ερωτήσεις και μου ήρθαν στο μυαλό οι απορίες ενός κοριτσιού, σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων που είδα πρόσφατα - όπως "Τα πρόβατα "μαζεύουν", όταν μείνουν στη βροχή;" και "αν ένας ταξιτζής οδηγήσει με την όπισθεν, τότε σου χρωστάει λεφτά;". ;-) (Ένα σχόλιο έχω μόνο για τις δικές σου ερωτήσεις, πως το εθνικό φρόνημα δεν ψηλώνει ντε και σώνει, μα μπορεί και να χαμηλώνει.)
    Σχετικά με τα διηγήματα του Καββαδία, δεν τα γνώριζα, αλλά μου φάνηκαν και τα δύο ενδιαφέροντα. Το πρώτο, λόγω της αντιπαράθεσης, κατά κάποιον τρόπο, του μακρόκοσμου των "αντιπάλων" με τον μικρόκοσμο της προσωπικής, ανθρώπινης επαφής. Και το δεύτερο, το πιο συγκινητικό (για μένα), λόγω της συναισθηματικής και ηθικής σύνδεσης ανθρώπου - ζώου. Δεν έχω συναντήσει συχνά στη λογοτεχνία την ιδέα ότι είναι δυνατόν να οφείλεις, να έχεις χρέος σε ένα ζωντανό. Αλλά, γιατί όχι;
    Μία τελευταία ερώτηση, δική μου, αυτή τη φορά: γιατί σήμερα λένε "χρόνια πολλά"; :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Tllfwii, φυσικά και η αναφορά στο εθνικό φρόνημα ήταν ειρωνική, εννοείται ότι μπορεί να σε χαμηλώσει ίσα με το δάπεδο, βασικά το θεωρώ ένα χαμερπές συναίσθημα και δεν το συμμερίζομαι διόλου!

      Το γράμμα "Στο άλογό μου" είναι πολύ μικρό σε έκταση αλλά προλαβαίνει να περιβάλλει τις σκέψεις που αναφέρεις στο σχόλιό σου. Φυσικά και να τα διαβασείς, επιπροσθέτως μπορείς να απαλαύσεις και το όμορφο "Λι". Οι εκδόσεις της Άγρας είναι κομψότατες.

      Η δική σου ερώτηση είναι πιο δύσκολο να απαντήθεί και από τις δικές μου, που εξ ορισμού είναι αναπάντητες!! Δεν αντέχω τις κλισέ εκφράσεις και δεν ξέρω γιατί λέγονται. Εκτός και αν η σημερινή ευχή κρύβει κάποιο δυσοίωνο μήνυμα, τύπου, Χρόνια πολλά... να' χουμε να κάνουμε πολέμους;; Στην τελική είναι και αυτή μια άποψη, προβοκατόρικη μεν υλοποιήσιμη δε.

      Σε ευχαριστώ για το σχόλιο. Και του χρόνου να γιορτάζουμε πάλι, γεροί να' μαστε :p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!