Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του πολέμου / Στο άλογό μου


Τι γιορτάζουμε σήμερα; Το όχι, το ναι, το ίσως; Γιατί, ενώ όλοι ξέρουμε ότι το εθνικό φρόνημα σε ψηλώνει ως άνθρωπο, εξεγειρόμαστε τόσο πολύ όταν κάτι τέτοιο γίνεται και με τεχνητά μέσα, ας πούμε, με δεκάποντες γόβες; Γιατί μετά την παρέλαση όλοι πάμε και πίνουμε φρέντο εσπρέσσο, έναν τόσο χαρακτηριστικά ιταλικό καφέ; Τι θα συμβεί αν σε μία αντιπολιτευτική συνωμοσία όλοι συντονίσουν το... ένα στο δεξί; Το ένα στ' αριστερό αποκτά όντως βαρύνουσα σημασία όταν κυβερνά η Αριστερά, ή απλώς έχουμε συνηθίσει να το θεωρούμε ηθικό πλεονέκτημα της παρέλασης;
 
Μ' αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι, έπιασα να ξαναδιαβάσω τα δύο υπέροχα αφηγήματα που περιλαμβάνονται στην ομώνυμη συλλογή του Νίκου Καββαδία. Να μην ξεχνάμε ότι ο Νίκος Καββαδίας εκτός από σπουδαία ποιήματα, έγραψε και τρία υπέροχα αφηγήματα – το τρίτο, είναι το (εκτενέστερο) εκπληκτικό “Λι”, που το συγκεκριμένο το ξαναδιαβάζουμε με κάθε ιδιωτικοποίηση που παραχωρείται στους Κινέζους! 

Στο αφήγημα “Του πολέμου”, ο αφηγητής, ένας στρατιώτης που χάνει τον δρόμο του κατά την διάρκεια της πορείας προς το Δέλβινο, καταλήγει στην αυλή ενός σπιτιού όταν το εξουθενωμένο μουλάρι του που κουβαλάει υγιεινομικό υλικό, σωριάζεται εκεί πέρα. Ο οικοδεσπότης τον φιλοξενεί με επιφύλαξη και όταν ο αφηγητής βλέπει μια φωτογραφία του γιου του σταλμένη από την Αργεντινή, προφασίζεται ότι τον γνωρίζει για να κερδίσει την εύνοια του γέρου. Στηριζόμενος σε κάποιες πρότερες γνώσεις της ζωής στην Αργεντινή και στην τύχη, πετά κάποια χαρακτηριστικά του γιου, όπου ο γέρος από την ανάγκη του να πιστέψει, εν τέλει τα πιστεύει.

[...] Θυμόμουνα κάποιον πριν πολλά χρόνια σ' ένα σπίτι με πολύ κόσμο στην Αθήνα. Πριν προλάβουν να μας συστήσουν, μ' αγκάλιασε και με φίλησε. Μου θύμισε ένα γλέντι μας στην Νέα Υόρκη (ακόμη δεν έχω πάει σ' αυτή την πολιτεία), τα τραγούδια μου, που του' χα διαβάσει χειρόγραφα, τις γυναίκες που πήγαμε μαζί τους. Φύγαμε μαζί και συνεχίσαμε το γλέντι αλλού. Το πρωί φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Πρώτη φορά τον έβλεπα στη ζωή μου. Και τελευταία. Μόνο τους λογικούς δεν μπορείς να πείσεις – ούτε να σε πείσουν.

Όταν ο γέρος πείθεται για την καλοσύνη του αφηγητή, τον πηγαίνει στο μεσά δωμάτιο που κείτεται ο μεγάλος του γιος λαβωμένος, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό των Ιταλών (ο πατέρας του αργότερα δικαιολογεί την πράξη του γιου - «Οι Τόσκοι αγαπάμε την Ρωμιοσύνη. Οι βουνίσιοι, οι Γκέγκηδες, σας οχτρεύονται. Εκείνοι πήγαν με το θέλημά τους στους Ιταλούς. Εμείς με το ζόρι»). Ο αφηγητής περιποιείται με φροντίδα το τραύμα του γιου, απολαμβάνει την φιλοξενία του γέρου και την επόμενη μέρα, συνεχίζει μαζί με το ξεκούραστο μουλάρι, την μοναχική του πορεία.



Το “Στο άλογό μου” είναι ένα σπαρακτικό γράμμα ευγνωμοσύνης, πάλι ενός στρατιώτη, απέναντι στο πιστό του άλογο. Και τα δύο αυτά αφηγήματα είναι μοναδικά στο έργο του Καββαδία γιατί εκτυλίσσονται στην στεριά, με την θάλλασα απλώς να κάνει εμφανίσεις με διάφορες μικρές νύξεις, που συμπυκνώνουν ωστόσο θεαματικά την φιλοσοφία του Καββαδία που ανέπτυξε εκτενώς στα ποιήματα και στην Βάρδια:

[...] Οι κατεβασιές από τους χειμάρρους όλο και θέριευαν. Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν την φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό – στη στεριά είναι κάτι που' χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό, μέσα στη λάσπη.

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα μοτίβα της μυθολογίας του Καββαδία είναι η αιώνια απορία του αν εμείς οδηγούμε τη ζωή μας ή μας οδηγεί εκείνη, κάτι που εκφράστηκε πλέον αποφθεγματικά με την γνωστή φράση της Βάρδιας, «Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε». Αυτό το μοτίβο απαντάται και στα δύο αφηγήματα της συλλογής, όταν ο αφηγητής το απευθύνει εμμέσως στο μουλάρι («Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει») και απευθείας στο άλογό του («Θυμάσαι τη νύχτα με την βροχή; Ανελέητα και οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες;»).

Χαρακτηριστικό μοτίβο στο έργο του Καββαδία αποτελεί επίσης, η εμμονή του και η πίστη του στην τέχνη και μάλιστα σε εκείνη της απεικόνισης και της ζωγραφικής. Όσο βρίσκεται στο σπίτι του γέρου χαζεύει μία λιθογραφία του Gustave Dore που κρέμεται στον τοίχο. Όταν φτάνει η ώρα του αποχωρισμού...

...Έβγαλε κάτι από τον κόρφο του. Ήταν το κόνισμα. Μου το προτείνει χωρίς να μιλάει.

Αρνήθηκα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

- Για μένα, του' πα, η δύναμή της είναι η τέχνη της. Εσύ, με την πίστη σου, την κάνεις κι αποχτάει δύναμη.

- Κατάλαβα, μουρμούρισε. Θα' πρεπε να σου δώσω κείνη την παλιατσαρία, που' ταν κρεμασμένη στον τοίχο.

Δύο μικρές αφηγήσεις με φόντο εκείνον τον ιστορικό καμβά που γιορτάζουμε σήμερα – αφηγήσεις ωστόσο δοσμένες με λογοτεχνική μαεστρία που υπερβαίνει κατά πολύ το ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά δίνει και χώρο να αναστοχαστούμε με ήρεμη ματιά πάνω στην ιστορία και στα βασανισμένα θέματά/θύματά της. Όσοι πάλι θέλετε να μείνετε στο στειρωμένο πνεύμα της επετείου, μιας αλλόκοτης πατριωτικής λοβοτομής, τότε πείτε ΟΧΙ σε όλα και σταθείτε καυλωμένη προσοχή στον καθρέφτη σας! 


Ο Γιώργος Τράπαλης στο "Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία" αναφέρει ότι πρόκειται για λιθογραφία του G. Dore με τίτλο "Pumps in London", ωστόσο δεν κατάφερα να βρω κάτι με αυτό τον τίτλο. Η παραπάνω εικόνα προέρχεται από έργα του χαράκτη σχετικά με τον Λονδίνο. Αν βρείτε το αναφερόμενο έργο, παρακαλώ, ενημερώστε με.

Σχόλια

  1. Διάβαζα τις αρχικές σου ερωτήσεις και μου ήρθαν στο μυαλό οι απορίες ενός κοριτσιού, σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων που είδα πρόσφατα - όπως "Τα πρόβατα "μαζεύουν", όταν μείνουν στη βροχή;" και "αν ένας ταξιτζής οδηγήσει με την όπισθεν, τότε σου χρωστάει λεφτά;". ;-) (Ένα σχόλιο έχω μόνο για τις δικές σου ερωτήσεις, πως το εθνικό φρόνημα δεν ψηλώνει ντε και σώνει, μα μπορεί και να χαμηλώνει.)
    Σχετικά με τα διηγήματα του Καββαδία, δεν τα γνώριζα, αλλά μου φάνηκαν και τα δύο ενδιαφέροντα. Το πρώτο, λόγω της αντιπαράθεσης, κατά κάποιον τρόπο, του μακρόκοσμου των "αντιπάλων" με τον μικρόκοσμο της προσωπικής, ανθρώπινης επαφής. Και το δεύτερο, το πιο συγκινητικό (για μένα), λόγω της συναισθηματικής και ηθικής σύνδεσης ανθρώπου - ζώου. Δεν έχω συναντήσει συχνά στη λογοτεχνία την ιδέα ότι είναι δυνατόν να οφείλεις, να έχεις χρέος σε ένα ζωντανό. Αλλά, γιατί όχι;
    Μία τελευταία ερώτηση, δική μου, αυτή τη φορά: γιατί σήμερα λένε "χρόνια πολλά"; :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Tllfwii, φυσικά και η αναφορά στο εθνικό φρόνημα ήταν ειρωνική, εννοείται ότι μπορεί να σε χαμηλώσει ίσα με το δάπεδο, βασικά το θεωρώ ένα χαμερπές συναίσθημα και δεν το συμμερίζομαι διόλου!

      Το γράμμα "Στο άλογό μου" είναι πολύ μικρό σε έκταση αλλά προλαβαίνει να περιβάλλει τις σκέψεις που αναφέρεις στο σχόλιό σου. Φυσικά και να τα διαβασείς, επιπροσθέτως μπορείς να απαλαύσεις και το όμορφο "Λι". Οι εκδόσεις της Άγρας είναι κομψότατες.

      Η δική σου ερώτηση είναι πιο δύσκολο να απαντήθεί και από τις δικές μου, που εξ ορισμού είναι αναπάντητες!! Δεν αντέχω τις κλισέ εκφράσεις και δεν ξέρω γιατί λέγονται. Εκτός και αν η σημερινή ευχή κρύβει κάποιο δυσοίωνο μήνυμα, τύπου, Χρόνια πολλά... να' χουμε να κάνουμε πολέμους;; Στην τελική είναι και αυτή μια άποψη, προβοκατόρικη μεν υλοποιήσιμη δε.

      Σε ευχαριστώ για το σχόλιο. Και του χρόνου να γιορτάζουμε πάλι, γεροί να' μαστε :p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!