Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου

 
Θα μιλήσω λίγο για ποίηση. Καλέ, μην σκυλιάζετε, ένα απλό γατάκι είμαι! Θεωρώ ότι η (καλή) ποίηση δεν γράφεται με την καρδιά, ούτε διαβάζεται με αυτόν τον τρόπο. Όποιος γράφει με την καρδιά, πολύ γρήγορα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα με βουλωμένες αρτηρίες και εκνευριστικές αρρυθμίες. Όποιος πάλι διαβάζει με την καρδιά, πεθαίνει από συγκινησιακό έμφραγμα πολύ πριν τελειώσει το βιβλίο.
 
Ο Ντύλαν Τόμας υπήρξε ένας ποιητής που έγραφε με το μυαλό – και την καρδιά την είχε μόνο για να τρέφει το μυαλό. Οι πυκνά εναλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά «πιέζει και πλάθει» τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων. Αυτά γράφει στην (μόλις) δισέλιδη εισαγωγή της η μεταφράστρια Μιράντα Σταυρινού και φαίνεται να επαληθεύονται μέχρι κεραίας από τα ποιητικά πεζά της συγκεκριμένης συλλογής. Τα διηγήματα της “Προοπτικής της θάλασσας”, ο ίδιος ο ποιητής ήθελε να τα ενσωματώσει στην συλλογή διηγημάτων του “Πορτραίτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου” (ένα βιβλίο που παραμένει εκνευριστικά αμετάφραστο στα ελληνικά, ευτύχως όμως σε λίγες μέρες θα ισοσκελιστεί η αδικία καθώς θα εκδοθούν τα ποιήματα του νομπελίστα Μπομπ Ντύλαν, που παρέμεναν στην αφάνεια δεκαετίες τώρα!!).
 
Τα οκτώ διηγήματα της συλλογής διατρέχουν σχεδόν μία περίοδο 20 χρόνων καλλιτεχνικής δημουργίας. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα με την πυκνή, λυρική τους υποκειμενικότητα, έφτασε σταδιακά στην δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράϊερ. Και τα μεν και τα δε είναι εξαιρετικά γραμμένα και σε καθηλώνουν με την γραφή τους. Αγάπησα πολύ “Το Ποντίκι και η Γυναίκα” [1936] και το “Αυτοί που έπαιρναν τους άλλους από πίσω” [1952], το οποίο μου θύμισε ελαφρώς το ύφος και τις μεταφορές του Τόμας Πύντσον – άραγε να ήταν ο Ντύλαν Τόμας επιρροή για τον Τόμας Πύντσον; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά έχει μια γοητεία να το πιστεύουμε.

Σταματήσαμε, μουσκεμένοι και μόνοι, να χαζέψουμε τις φωτογραφίες έξω απ' τον κινηματογράφο που τον λέγαμε η Τρύπα της φαγούρας. Για βδομάδες και χρόνια καθόμασταν εκεί στα σκληρά καθίσματά του, μες στο υγρό αλλά βολικό σκοτάδι που αναβόσβηνε, πρώτα με καραμέλες και φυστίκια που κροτάλιζαν αντί για τα βουβαμένα όπλα, και μετά με τσιγάρα: ένα ιδιαίτερα φτηνό είδος που θα έκανε τον άνθρωπο που καταπίνει φωτιές να ξεράσει τις στάχτες της καρδιάς του.

Ο Ντύλαν Τόμας επιλέγει με μέγιστη προσοχή τις λέξεις του, δημιουργώντας υπέροχες μεταφορές, παράδοξα γοητευτικές, που δίνουν όλη την ομορφιά στα διηγήματά του – και αν ζητάτε την γνώμη μου, οι μεταφορές είναι η πεμπτουσία της λογοτεχνίας. ...τσιρίζοντας καθώς πιτσίλαγαν τις κάλτσες τους στα λασπόνερα με τα ουράνια τόξα του πετρελαίου ανάμεσα στις γλιστερές γραμμές. Επίσης ο Ντύλαν Τόμας συχνά κάνει παιχνίδια με την σύνταξη πλάθοντας σχήματα σύγχυσης που συναρπάζουν τον αναγνώστη. Όπως με την αρχή του διηγήματος “Το φόρεμα” [1934], όπου ενώ αρχικά πιστεύεις ότι βλέπεις τα πράγματα από την οπτική γωνία των κυνηγών, τελικά διαπιστώνεις ότι στέκεσαι πλάι στον κυνηγημένο: 

Τον κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα.

Το διήγημα που ανοίγει την συλλογή, “Προοπτική της θάλασσας” [1937] είναι αρκετά αλλόκοτο και ενδεχομένως σας αποτρέψει να συνεχίσετε την ανάγνωση. Δεν πρέπει να επιτρέψετε να συμβεί αυτό! Θα πρότεινα να διαβάσετε τα διηγήματα ανάκατα, πότε ένα προγενέστερο “υποκειμενικό” και πότε ένα μεταγενέστερο “αντικειμενικό”, αφήνοντας ίσως την “Προοπτική της θάλασσας” για το τέλος. Η έκδοση είναι κομψή και όμορφη, με το κίτρινο και το μπλε του εξωφύλλου να ταιριάζουν υπέροχα. Μόνο ψεγάδι είναι το παλιακό οβάλ καδράκι με την φάτσα του ποιητή – θα μπορούσε να επιλεγεί μια μεγαλύτερη φωτογραφία που να καλύπτει περισσότερο χώρο, ή ακόμα και να λείπει εντελώς. Η μετάφραση της Μιράντας Σταυρινού είναι εξαιρετική και γενικά, το ασυγχώρητο ελάττωμα αυτής της έκδοσης είναι που περιέχει μόνο οκτώ διηγήματα!

Ο Ντύλαν Τόμας υπήρξε ένας δημοφιλής ποιητής που πέθανε μόλις στα 39 του χρόνια. Τον ακολουθεί πλέον και ο (αβάσιμος) λογοτεχνικός μύθος ότι έχασε την ζωή του ύστερα από την κατανάλωση 18 διπλών ουίσκι! Πέρα όμως από τις δημοφιλείς καταχρήσεις τους ή την καταχρηστική δημοφιλία του, υπήρξε και ένας καινοτόμος ποιητής, με χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος και απέραντη αγάπη για τα τερτίπια της γλώσσας. Ο Μπομπ Ντύλαν λέγεται ότι έχει επιλέξει το μισό του καλλιτεχνικού του ονόματος από τον Ντύλαν Τόμας. Αν πήρε και μισό από το ποιητικό του ταλέντο, τότε ίσως η Σουηδική Ακαδημία να μην έκανε τόσο μεγάλο λάθος όσο της χρεώνουμε!! 
 

«Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει ν' ακολουθεί κανείς τους ανθρώπους», είπε ο Λέσλυ, «είναι ένα είδος τρέλας. Δε σε βγάζει πουθενά. Το μόνο που κάνεις είναι να τους ακολουθείς ως το σπίτι τους και μετά να προσπαθείς να κοιτάξεις μέσ' απ' το παράθυρο για να δεις τι κάνουν και συνήθως υπάρχουν πάντα κουρτίνες. Στοιχηματίζω ότι κανένας δεν κάνει τέτοια πράγματα».

Σχόλια

  1. Ανώνυμος16.10.16

    Όταν τελείωσα το σχολείο φοίτησα σε μια Αμερικανική Σχολή η οποία ήταν τελείως αγγλόφωνη. Ένα από τα υποχρεωτικά μαθήματα που παίρναμε στο 3ο εξάμηνο ήταν Literature Η καθηγήτρια ΑΣΤΕΡΙ και ένα από τα ποιήματα που αναλύσαμε αυτό:
    Do not go gentle into that good night,
    Old age should burn and rave at close of day;
    Rage, rage against the dying of the light.

    Though wise men at their end know dark is right,
    Because their words had forked no lightning they
    Do not go gentle into that good night.

    Good men, the last wave by, crying how bright
    Their frail deeds might have danced in a green bay,
    Rage, rage against the dying of the light.

    Wild men who caught and sang the sun in flight,
    And learn, too late, they grieved it on its way,
    Do not go gentle into that good night.

    Grave men, near death, who see with blinding sight
    Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
    Rage, rage against the dying of the light.

    And you, my father, there on the sad height,
    Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
    Do not go gentle into that good night.
    Rage, rage against the dying of the light.

    20 χρόνια έχουν περάσει και το θυμάμαι σαν χθες........

    (Αυτό ήταν κάτι που θυμήθηκα εκτός από την Μισέλ όταν άκουσα για το Νόμπελ :P)
    Φαίη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τέλειο! Κρίμα που δεν υπάρχουν πολλά στα ελληνικά. Αυτή την συλλογή διηγημάτων την είχα πολύ καιρό στην βιβλιοθήκη. Είχα επιχειρήσει κάποτε να την διαβάσω αλλά ξεκινώντας από το ομώνυμο διήγημα μού είχε φανεί πολύ αλλόκοτο (γι' αυτό και κάνω την παρότρυνση στην ανάρτηση) και την άφησα. Στην πορεία διάβασα πολλά αλλόκοτα βιβλία και πλέον την βρήκα εξαιρετική!

      Από σπόντα, βγήκε και κάτι καλό από το φετινό Νόμπελ! Και νομίζω ότι ήρθε πια η ώρα να σταματήσω τις μπηχτές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Του χρόνου πάλι.

      Να'σαι καλά, Φαίη :)

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος16.10.16

    το 'portait of the artist as a young dog',έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μετάφραση:Βένια Δενδρινού-Γιώργος Ρωμανός, εκδ. Πρόσπερος,1980.. για την ακρίβεια, στο συγκεριμένο βιβλίο έχουν μεταφραστεί τα 4 από τα 10 διηγήματα της συλλογής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτή η πληροφορία αναγράφεται στο αυτί της συλλογής που παρουσιάζω, αλλά όσο και αν έψαξα στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία δεν βρήκα κάτι σχετικό. Γι' αυτό και έγραψα ότι δεν έχει εκδοθεί, στην ουσία μοιάζει σαν να μην έχει εκδοθεί καθόλου!

      Αν έχεις κάποιο λινκ σχετικό με αυτό το βιβλίο, σε παρακαλώ να μου το στείλεις.

      Ευχαριστώ για το σχόλιο!

      Διαγραφή
  3. Ανώνυμος16.10.16

    Το έχω το βιβλίο και το αγαπώ πολύ. Χάρη σε σένα το θυμήθηκα και τώρα το ξεφυλλίζω μετά από πάρα πολύ καιρό. Εγώ σ' ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τότε να το χαρείς γιατί πρόκειται για διαμάντι. Δεν μπορώ καν να βρω μια ρημαδοφωτογραφία της έκδοσης στο διαδίκτυο! Ωστόσο, θα το έχω στα υπ'όψιν μου μήπως το εντοπίσω ξεχασμένο σε κάποιο ράφι βιβλιοπωλείου. Ας ελπίσουμε σε μια πιο σύγχρονη έκδοσή του. Καλή συνέχεια :)

      Διαγραφή
  4. Αγαπάμε τον έξοχο ποιητή Ντίλαν Τόμας:

    http://docplayer.gr/692102-Tis-lalias-poiimata-1934-1953.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πάντα μου προσφέρετε τα πιο ενδιαφέροντα λινκς. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Αλήθεια, η μετάφραση του Μπλάνα πώς σας φάνηκε; Γιατί στην μετάφραση των ποιημάτων του Μπλέικ με είχε απογοητεύσει πολύ. Απ' ό,τι βλέπω υπάρχει και το πρωτότυπο, άρα θα κάνω και μόνος μου μια σχετική σύγκριση.

      Υ.Γ. Δεν μου σχολιάσατε καθόλου την βράβευση του Μπομπ Ντύλαν. Και περίμενα πώς και πώς μια μειλίχια γνώμη από μια θαυμάστρια της ποίησης όπως εσείς; Ματαιοπονώ άραγε; :)

      Διαγραφή
  5. Αυτές τις μέρες διάβασα πολλές απόψεις και διάφορες σκέψεις για το Νόμπελ. Ήθελα να αποστασιοποιηθώ λιγάκι. Είναι γεγονός ότι η μουσική και οι στίχοι του Ντίλαν μου αρέσουν πολύ. Η λογοτεχνία όμως, μέσα στην οποία ανήκει ΚΑΙ η ποίηση, είναι μάλλον για να διαβάζεται παρά να μελοποιείται.
    Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Όμηρος και η Σαπφώ απαγγέλλονταν με συνοδεία λύρας -εξού και λυρική ποίηση. Τότε όμως δεν υπήρχε χαρτί και βιβλίο με την έννοια που διαβάζουμε σήμερα. Εκτός αν βαίνουμε προς την παντελή ακύρωση των μη μελοποιημένων ποιητών, μιας και η ανάγνωση ποίησης (και γενικώς) δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους περισσότερους.

    Διάβασα για πρώτη φορά Ντίλαν Τόμας πριν πολλά-πολλά χρόνια από ένα δανεικό βιβλίο, που δεν θυμάμαι το μεταφραστή του. Τότε μου είχε αρέσει "Ο καμπούρης στο πάρκο" και "Το χέρι που υπέγραψε".
    Κατά τη γνώμη μου, η μετάφραση του Μπλάνα είναι άνιση. Άλλοτε ρέει στρωτά. Άλλοτε σα να μη βρίσκει τη σωστή λέξη. Μερικές φορές σα να χάνει το ρυθμό του ποιήματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η δική σας άποψη είναι όντως μειλίχια, όπως προέβλεψα. Η δική μου υπήρξε ιδιαιτέρως ακραία, το παραδέχομαι. Ατυχής η επιλογή της Ακαδημίας γιατί αφήνει απ'έξω, για ακόμα μια φορά, πολλούς σπουδαίους λογοτεχνές που δεν μπορούν δυστυχώς να "ανοίξουν" τα όρια της τέχνης τους για να βραβευθούν και από κάποιο άλλο βραβείο! Η μουσική του Μπομπ Ντύλαν ίσως είναι πιο χαρακτηριστική (ίσως και πιο σπουδαία;) από την ποίησή του, παρόλα αυτά, στο όνομα του εκσυγχρονισμού του βραβείου (της κατευθυνόμενης αυτοδιαφήμισης θα έλεγα εγώ!), τελικά πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας! Το αστείο είναι πως (μάλλον) δε θα πάει να το παραλάβει, όπως (σίγουρα) δε θα πήγαινε ούτε ο Τόμας Πύντσον, αν είχε το θάρρος η Ακαδημία να του το δώσει, που φυσικά το δικαιούται πολύ περισσότερο από τον Ντύλαν!! Η Ακαδημία την πάτησε.

      Ο Ντύλαν Τόμας μου άρεσε πάρα πολύ -- δώρο ενός φίλου από τον στρατό, δωρισμένο κατά την διάρκεια της θητείας, γιατί μετά η φιλία εξασθένισε αλλά μια νέα (λογοτεχνική) γεννήθηκε! Με μισή καρδιά θα διαβάσω την μετάφραση του Μπλάνα, με είχε χαλάσει πολύ εκείνη που είχε κάνει στον Μπλέικ. Τι να κάνω, από το ολότελα...

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!