Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ραδιενεργή λογοτεχνία


Κοντοζυγώνουν και τα Νόμπελ Λογοτεχνίας και όλοι κρατάμε την ανάσα μας. Θα ξέρουμε τον βραβευμένο; Θα προφέρεται το όνομά του με τον αγύμναστο μυ της μεσογειακής μας γλώσσας; Θα έχει μεταφραστεί κάποιο βιβλίο του στα ελληνικά; Πότε θα εμφανιστεί ο πρώτος που θα ανακοινώσει στα κοινωνικά δίκτυα ότι τον γνωρίζει και μάλιστα τον έχει διαβάσει, λαχτάρα ανάλογη με εκείνη της ανακοίνωσης του πρώτου μωρού κάθε νέου χρόνου; Τα πηγαδάκια στις παρέες δίνουν και παίρνουν – νισάφι πια με την πολιτική της Ελλάδας, ας μιλήσουμε και λίγο για την πολιτική της Σουηδίας!

Σχεδόν όλοι έχουμε μια ιδέα για το τι είναι λογοτεχνία και τι όχι, και  έχουμε επανηλειμμένως ονειρευτεί τον συγγραφέα με το άσπρο άλογο που την υπηρετεί καλύτερα από όλους τους άλλους! Ξεκαβαλάτε (δε ξέρω και πώς λέγεται στα σουηδικά)! Το κοντινότερο που έχουμε σε συγγραφέα με άσπρο άλογο να περιτριγυρίζει τα βασιλικά κάστρα, λέγεται πως είναι, ένας τύπος από την Ιαπωνία. Όσοι είστε μαζί του βάλτε ξυπνητήρι, οι υπόλοιποι συνεχίστε τα όνειρα – θα μας ξυπνήσει όλους, εξάλλου, ο εφιάλτης της ανακοίνωσης! Και όταν όλα τελειώσουν, θα μείνει μόνο η λογοτεχνία ή “σαν λογοτεχνία” ή “λογοτεχνία λέγεται αυτό;” ή “λογοτεχνία με πολιτικά κριτήρια” ή “γεωπολιτική λογοτεχνία” ή “λογοτεχνία στα μούτρα τους”. Λογοτεχνία, όμως. 



«Ταξιδιωτικό γραφείο του Κιέβου οργανώνει εκδρομές στο Τσέρνομπιλ. Περιλαμβάνεται ο γύρος των εγκαταλειμμένων πόλεων...
    Τιμές εξαιρετικά συμφέρουσες...
    Επισκεφθείτε τη Μέκκα της πυρηνικής ενέργειας...».

(Εφημερίδα Ναμπάτ, Φεβρουάριος 1996)

Αυτό είναι το τέλος του συνταρακτικότατου βιβλίου της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, ένα κάπως «ανώριμο» επιμύθιο για μια τραγωδία που μετά βίας μπορούμε να συλλάβουμε. Προηγήθηκαν οι εκατοντάδες μαρτυρίες των ανθρώπων που βίωσαν αυτή την καταστροφή. 26 Απριλίου 1986. Μια μέρα που τους βρήκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Άντρες που παραδίδονταν ανόητα πρόθυμοι σε ένα ηρωικό φαντασιακό. Γυναίκες που στέρευε ραγδαία μέσα τους η διάθεση για ζωή και η επιθυμία να γίνουν μητέρες. Πατρίδες που εξαερώνονταν ακτινοβολώντας. Σπίτια που εκκενώνονταν βιαίως, μόνο όμως για... τρεις μέρες. Αλλοπαρμένες γάτες και απορημένοι σκύλοι που φρουρούσαν με υπακοή το πεδίο της εγκατάλειψης. Ηλικιωμένοι που περιγελούσαν τον θάνατο απολαμβάνοντας με ηδονή λαμπυρίζουσες πατάτες στο δείπνο τους. Καθηγητές πανεπιστημίου που έχαναν τα γλαφυρά τους λόγια μπροστά στο ανείπωτο.

Ταχυδρόμησα το διήγημα σε ένα περιοδικό και μου απάντησαν πως αυτό δεν ήταν λογοτεχνία, αλλά η περιγραφή ενός εφιάλτη. Γνωρίζω πως, ούτως ή άλλως, δεν έχω συγγραφικό ταλέντο, αλλά νομίζω πως άλλος ήταν ο λόγος της απόρριψης. Αναρωτιέμαι γιατί γράφονται τόσο λίγα για το Τσέρνομπιλ. Γιατί οι συγγραφείς μας επιμένουν να ασχολούνται με τον πόλεμο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν ασχολούνται μ' αυτό. Νομίζετε πως είναι τυχαίο; Νομίζω πως αν είχαμε κερδίσει στο Τσέρνομπιλ, θα γράφονταν πολύ περισσότερα. Ή έστω, αν το είχαμε κατανοήσει στο ελάχιστο. Δεν ξέρουμε όμως πώς να χειριστούμε αυτόν τον τρόμο. Δεν έχουμε την ικανότητα... Γιατί απλούστατα, δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη εμπειρία ή με οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας...
Αναρωτιέμαι λοιπόν. Τι είναι προτιμότερο; Να θυμάται κανείς ή να ξεχνά;
(Εβγκένι Αλεξάντροβιτς Μπρόβκιν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκόμιελ)




Η συγγραφέας, σε όλο το βιβλίο “της” δεν γράφει παρά μόνο 4 σελίδες. Φτάνουν και περισσεύουν τόσες. Τα υπόλοιπα θα τα πουν οι μάρτυρες με λόγια μπερδεμένα, πνιχτά, αστεία, ίσως και χυδαία – όπως αυτά τα δίστιχα, που λες και ξεπήδησαν από τα αλλόκοτα μυθιστορήματα του Τόμας Πύντσον:

«Ραδιενέργεια παίρνουμε πολλή
κι όμως δεν πέφτει το ρώσικο καυλί...»

ή

«Αν θέλεις να γίνεις πατέρας,
κρύψ' τ' αρχίδια σου σε μολυβένιο δέρας»

Όλα όσα λέγονται όμως σ'αυτό το βιβλίο είναι εκφάνσεις της ίδιας ανθρώπινης τραγωδίας και έχουν κάθε λόγο να λέγονται. Υποψιάζεσαι ότι η συγγραφέας τα τροποποίησε ελαφρώς για να αποστάξουν όλα τα δυνατά τους συναισθήματα όταν πρέπει και στην μέγιστη ποσότητα ή για να γίνουν πιο καλοδουλεμένες οι “επαρχιώτικες” εκφράσεις των μαρτύρων. Από την άλλη, είσαι σχεδόν σίγουρος ότι τίποτα δεν πειράχτηκε, η βιωμένη οδύνη φρόντισε μόνη της να ακριβολογεί, συντονισμένη στην πιο ύψιστη συχνότητα πόνου!

Δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο μέχρι σήμερα που να με βοηθήσει να καταλάβω. Ούτε τα βιβλία, ούτε το θέατρο, ούτε ο κινηματογράφος με έχουν βοηθήσει να καταλάβω... Έτσι ψάχνω μόνη μου. Ζήσαμε το Τσέρνομπιλ και δεν ξέρουμε τώρα πώς να το χειριστούμε. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μας... Η μητέρα μου δεν ξέρει τι να κάνει. Διδάσκει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία και με έμαθε να ζω με τα βιβλία. Και ξαφνικά, τα βιβλια δεν χρησιμεύουν σε τίποτα! Η μητέρα μου νιώθει τόσο μπερδεμένη! Δεν μπορεί να ζει χωρίς να αναφέρεται σε βιβλία. Χωρίς να αναφέρεται στον Τσέχοφ ή στον Τολστόι.
(Κάτια Π.)

Ζητώ συγγνώμη για τις πολλές φωτογραφίες (νομίζω είναι απαραίτητες αν θες να συλλάβεις ένα μέρος της αλήθειας του) και τα αποσπάσματα που θα ακολουθήσουν, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω αλλιώς για ένα βιβλίο που μιλάει από μόνο του. Αυτό το βιβλίο θα δημιουργήσει “τερατογενέσεις” εντός σας, αυτά τα “τέρατα” της συμπόνιας, της μνήμης, της ανθρωπιάς που σπανίζουν πια και όταν τα αντικρίζουμε τρομάζουμε και αποστρέφουμε το βλέμμα. Έπρεπε να βρεθεί το θάρρος να γραφτεί αυτό το βιβλίο, και επίσης, πρέπει να βρεθεί και το θάρρος να διαβαστεί. Τα ανθρωπιστικά ισότοπα πρέπει οπωσδήποτε να καλύψουν την επιφάνεια του εγκεφάλου σας! Έκδοση, πρόλογος και μετάφραση ακτινοβολούν όλα τους (μια ερώτηση μόνο: εγκαταλειμμένος/η/ο ή εγκαταλελειμμένος/η/ο;; Αυτή η αναποφαστικότητα, πολύ γρήγορα εκνευρίζει τον αναγνώστη, τον αποπροσανατολίζει, και τελικά τον αφήνει εγκαταλειμμένο. Και εγκαταλελειμμένο.)

Ξέρετε τι είναι η σαρκοφάγος; Ένας τεράστιος τάφος για το νεκρό σώμα του αρχιχειριστή Βαλερί Χόντεμτσουκ – αυτού που χάθηκε κάτω από τα συντρίμμια αμέσως μετά την έκρηξη. Μια πυραμίδα του εικοστού αιώνα.
(Βλαντιμίρ Σβεντ, διοικητής)


Όταν επέστρεφα σπίτι μου, πηγα σ' ένα χορό και γνώρισα μια κοπέλα που μου άρεσε:
- Θες να βγούμε; τη ρώτησα
- Δεν υπάρχει λόγος, μου απάντησε. Έρχεσαι από το Τσέρνομπιλ και φοβάμαι πολύ να κάνω παιδιά μαζί σου!
(Όλεγκ Παβλόφ, πιλότος ελικοπτέρων)

Πρόσφατα με επισκέφτηκε ο αδερφός μου που μένει στην Ασιατική Ρωσία. Μου είπε πως είμαστε σαν τα μαύρα κουτιά που έχουν τα αεροπλάνα στο πιλοτήριό τους... Αυτά που καταγράφουν τι συμβαίνει σε κάθε πτήση... Εμείς νομίζουμε ότι ζούμε, ότι μιλάμε, περπατάμε, τρώμε... Νομίζουμε ότι κάνουμε έρωτα... Στην πραγματικότητα όμως, καταγράφουμε πληροφορίες για την ανθρωπότητα.
(Αντρέι Μπουρτύς, δημοσιογράφος) 

 
Τη χρονιά του ατυχήματος η σοδειά ήταν πολύ καλή! Πώς να πείσεις τους ανθρώπους ότι δεν μπορούν να τρώνε αγγουράκια και τομάτες από τον κήπο τους; Τι σημαίνει “δεν μπορούν”; Ειχαν κανονικότατη γεύση και δεν προκαλούσαν πόνους στο στομάχι. Και κανείς δεν “έλαμπε” στο σκοτάδι, όταν τα έτρωγε.
(Νίνα Κονσταντίνοβα, δασκάλα λογοτεχνίας)

Ο αντιδραστήρας έμοιαζε να εκπέμπει ένα παράξενο φως από το εσωτερικό του. Δεν ήταν πυρκαγιά – έμοιαζε να φωσφορίζει. Ήταν πολύ ωραία. Ποτέ δεν είχα δει κάτι παρόμοιο – ούτε καν στο σινεμά. Όταν σκοτείνιασε, όλη η πόλη βγήκε στα μπαλκόνια.
(Ναντέζντα Πέτροβνα Βιγκόβσκαγια, απομακρυνθείσα από την πόλη Πριπιάτ)

Γι' αυτό πιστεύω πως είναι μάταιο να γράφεις για το Τσέρνομπιλ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να κρατάς σημειώσεις. Δεν υπάρχει ούτε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που να στηρίζεται στα γεγονότα του Τσέρνομπιλ. Η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τη φαντασία!
(Ανατόλι Σιμάνσκι, δημοσιογράφος)

Περιμέναμε το πρώτο μας παιδί. Ο άντρας μου ήθελε αγόρι, εγώ πάλι προτιμούσα κοριτσάκι. Οι γιατροί προσπάθησαν να με πείσουν να κάνω έκτρωση. “Ο σύζυγός σας ήταν στο Τσέρνομπιλ”. Είναι οδηγός και τον στρατολόγησαν στη ζώνη από τις πρώτες μέρες. Μετέφερε άμμο. Δεν πίστεψα κανέναν τους.
Το μωρό γεννήθηκε νεκρό. Του έλειπαν δυο δάχτυλα. Κοριτσάκι. Έκλαψα πολύ. Να είχε, τουλάχιστον, όλα της τα δάχτυλα! Και ήταν και κοριτσάκι...
(Αντονίνα Μαξίμονβα Λαρίβοντσικ, εκκενωθείσα)


Όταν γεννήθηκε δεν ήταν ένα κανονικό νεογέννητο, αλλά ένας ζωντανός σάκος, κλειστός απ' όλες τις πλευρές, χωρίς ούτε ένα ράγισμα. Μόνον τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Στον ιατρικό φάκελο έγραψαν: “Σύνθετη παθολογία εκ γενετής: απλασία της έδρας, απλασία του κόλπου, απλασία του αριστερού νεφρού”. Κάπως έτσι λέγεται αυτό που έχει με επιστημονικούς όρους – με απλές λέξεις, λέγεται: “Δεν έχει ποπό, δεν έχει πιπί κι έχει ένα μόνο νεφρό”.
(Λαρίσα Ζ., μητέρα)
 
Ανασηκώναμε το επιφανειακό στρώμα του εδάφους και το τυλίγαμε όπως τα χαλιά... Μαζί με τα χόρτα, τα λουλούδια, τις ρίζες, τις αράχνες, τους σκαραβαίους και τα σκουλήκια. Μια δουλειά για τρελούς. Δεν μπορείς να γδέρνεις έτσι τη γη, να ξεριζώνεις καθετί ζωντανό. Αν δε μεθοκοπούσαμε κάθε βράδυ, δε νομίζω ν' αντέχαμε αυτή την παράνοια.
(Ιβάν Νικολάγιεβιτς Ζμίχοφ, χημικός)

Δε ξέρω αν μπορείτε να αντιληφθείτε την δύναμη της εξουσίας! Στην περίπτωση του Τσέρνομπιλ δεν επρόκειτο για μια απλή απάτη αλλά για έναν πόλεμο ενάντια στους αθώους!
(Βασίλι Μπορίσοβιτς Νεστερένκο, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής Ενέργειας της Ακαδημίας Επιστημών της Λευκορωσίας)

Ακόμη κι αυτοί που συμμετείχαν στην κατάσβεση της φωτιάς στον αντιδραστήρα συνειδητοποίησαν αργότερα ότι εκείνο τον καιρό ζούσαν μέσα σ' έναν απίστευτο κυκεώνα από φήμες. Φαίνεται πως ήταν επικίνδυνο να πιάνουν τον γραφίτη με γυμνά χέρια... Φαίνεται... Ίσως...
(Ζίγια Ντανίλοβνα Μπρουκ, ελεγκτής προστασίας του περιβάλλοντος)

Για να περάσει η ώρα, λέγαμε δεκάδες ανέκδοτα. Να σας πω ένα; Στέλνουν ένα αμερικάνικο ρομπότ στην οροφή του αντιδραστήρα. Μέσα σε πέντε λεπτά διαλύεται. Στέλνουν μετά ένα γιαπωνέζικο. Μέσα σε πέντε λεπτά διαλύεται κι αυτό. Τέλος, στέλνουν κι ένα ρώσικο. Αυτό δουλεύει ασταμάτητα για δυο ώρες. Ξέρετε γιατί; Γιατί του είχαν πει πως σε δυο ώρες μπορεί να κάνει τσιγάρο... Χα! Χα! Χα!
(Αλεξάντρ Κουντριάγκιν, εκκαθαριστής)


Ο γιος μου ήταν ο μόνος μαθητής από το Τσέρνομπιλ στην τάξη του. Όλοι τον φοβόντουσαν και τον αποκαλούσαν “πυγολαμπίδα”. Φοβήθηκα πως η παιδική του ηλικία θα τερματιζόταν πολύ γρήγορα...
(Ναντέζντα Πέτροβνα Βιγκόβσκαγια, απομακρυνθείσα από την πόλη Πριπιάτ)
  
Έχετε ξεχάσει μάλλον ότι πριν από το Τσέρνομπιλ ο κόσμος ονόμαζε την πυρηνική ενέργεια “ο ειρηνικός εργάτης”. Νιώθαμε πολύ περήφανοι που ζούσαμε στην εποχή του ατόμου. Δε θυμάμαι κανέναν να είχε φοβηθεί την πυρηνική ενέργεια.
(Βλαντιμίρ Μαντβέγιεβιτς Ιβάνοφ, πρώην Γενικός Γραμματέας της τοπικής επιτροπής του Κόμματος στο Σλάβγκοροντ)

Θα σας αφηγηθώ ένα περιστατικό. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή ψέμα. Ένας στρατιώτης παίρνει τηλέφωνο το κορίτσι του. Αυτή τον ρωτάει τι κάνει στο Τσέρνομπιλ. Αυτός αποφασίζει να της κάνει τον έξυπνο. “Μόλις βγήκα απ' τον αντιδραστήρα” της λέει “και πλένω τα χέρια μου”. Το τηλέφωνο νεκρώνει. Η συζύτηση είχε διακοπεί από την Κα Γκε Μπε.
(Ιβάν Νικολάγιεβιτς Ζμίχοφ, χημικός)

Τώρα που μιλάω, σκέφτομαι όλα αυτά τα “εμείς”. Σκέφτομαι πως είναι κι αυτό ένα είδος βαρβαρότητας. Πάντα λέμε “εμείς” και όχι “εγώ”. “Θα τους δείξουμε τι πάει να πει σοβιετικός ηρωισμός, θα τους δείξουμε ποιος είναι ο χαρακτήρας του Σοβιετικού”. Υπάρχει όμως και το “εγώ”. ΕΓΩ δε θέλω να πεθάνω, ΕΓΩ φοβάμαι...
(Ναταλία Αρσένιεβνα Ρόσλοβα, πρόεδρος της Επιτροπής Γυναικών του Μόλγκιεφ, «Παιδιά του Τσέρνομπιλ»)



Το Τσέρνομπιλ είναι μια μεταφορά, ένα σύμβολο.
(Ναντέζντα Αφανασίεβνα Μπουράκοβα, κάτοικος Χοϊνίκι)


Υ.Γ. 2666  Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας θα το πάρει ο Τόμας Πύντσον, ο καλύτερος συγγραφικός επιβήτορας που έχουμε ακόμα σ' αυτόν τον σκατόκοσμο!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !