Όχι πως ο δικός μας Δάντης έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους προγενέστερους συνονόματους, η πρώιμη αλλά και ύστερη ποιητική του δημιουργία, τον καθιστά άτρωτο σε φτηνιάρικες επιθέσεις συγκρίσεων, αλλά για να μην κατηγορηθούμε για καλλιτεχνικό σοβινισμό, ας ρίξουμε μια ματιά και στο περιβόλι του γείτονα, αυτάρεσκα σίγουροι, ότι οι μαϊντανοί εκεί δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάπτυξη όσο στο δικό μας μπαξέ.
Ο Ιταλός Αλιγκιέρι, που έγινε και αυτός γνωστός με το καλλιτεχνικό του, έγραψε τρία ομοούσια και αδιαίρετα βιβλία, από τα οποία όμως μνημονεύεται μόνο το ένα προς μεγάλη απογοήτευση των άλλων δύο, και τους έδωσε τον (θεϊκό!) τίτλο, Θεία Κωμωδία. Όλοι μιλούν για την Κόλαση του Δάντη, σημάδι ότι τόσο στη ζωή όσο και στην λογοτεχνία (όσοι ζητάτε σχετικές αποδείξεις, η Κόλαση βρίσκεται ήδη στην Γ΄ανατύπωση ενώ τα άλλα δύο, μόλις στην Α΄), ουδείς ενδιαφέρεται για τον Παράδεισο. Εννοείται ότι κανείς δεν αναφέρει ούτε για αστείο το Καθαρτήριο του Δάντη, το οποίο φέρνει αμηχανία στο μυαλό και εκτός των άλλων, αναπάντεχους συνειρμούς σχετικούς με τουαλέτες και καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης!
Το ποίημα ξαφνιάζει με την εντυπωσιακή συμμετρία του. Αποτελείται από τρεις Ωδές που περιέχουν σχεδόν ισάριθμα άσματα (Κόλαση 34, Καθαρτήριο 33, Παράδεισος 33) και καθένα απ' αυτά δεν ξεπερνά τους 160 στίχους αλλά ούτε και πέφτει κάτω από τους 110 (με την πλειονότητα των ασμάτων ωστόσο, σχεδόν να ταυτίζεται όσον αφορά το πλήθος των στίχων). Ήδη καταλαβαίνεις από αυτό ότι ο λόγος που κρύβεται μέσα τους είναι φροντισμένος στην εντέλεια και ανυπομονείς να πιαστείς στη σαγήνη του. Στην Κόλαση, ο ζωντανός Δάντης κατεβαίνει στον κόσμο των νεκρών καθοδηγούμενος από τον ποιητή Βιργίλιο. Νιώθουμε έντονα την απορία που νιώθει ο “παρείσακτος” Δάντης καθώς και τον τρόμο που του προκαλούν τα αποτροπιαστικά μαρτύρια αλλά και την συμπόνοια που του γεννά ο διάσπαρτος πόνος των ψυχών. Στο Καθαρτήριο, ο Δάντης, παρέα με τον Βιργίλιο που συνεχίζει να τον συντροφεύει, ανεβαίνει το βουνό του εξαγνισμού στο οποίο τιμωρούνται οι μετανοημένες ψυχές πριν μπορέσουν να γίνουν δεκτές στον ουράνιο Παράδεισο. Οι προσευχές που κάνουν οι ζωντανοί γι' αυτές τις μετανοημένες ψυχές, επισπεύδουν την άνοδό τους στο Καθαρτήριο και στον ολικό εξαγνισμό τους. Ο ζωντανός Δάντης ευχαρίστως δέχεται να μεταφέρει τις ιστορίες τους πίσω στη ζωή για να αποκατασταθεί έτσι η τραυματισμένη φήμη τους. Ο Βιργίλιος, το σύμβολο της διανόησης και της λογικής, εξαφανίζεται μόλις κάνει την εμφάνισή της η Βεατρίκη, η προσωποποίηση της Θεολογίας μέσα στο ποίημα, η οποία πλέον κατέχει όλες τις απαντήσεις. Στον Παράδεισο, ο Δάντης καθοδηγείται από την όμορφη κυρά, η οποία του φανερώνει όλα τα θεολογικά μυστικά και τον προετοιμάζει να αντικρίσει μόνος του τη Θεία Ουσία, μια μετάβαση που φανερώνεται στο ποίημα μέσω της ολοένα αυξανόμενης και δυνατότερης όρασης που αντιμάχεται το ολοένα εντονότερο και λαμπρότερο φως. Το ταξίδι του Δάντη είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ταξίδια στην παγκόσμια λογοτεχνία, όσοι όμως ετοιμάζεστε να το αντιμετωπίσετε ως μεσαιωνικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις θα απογοητευτείτε ολοκληρωτικά, οι υπόλοιποι, απλώς μην λησμονήσετε να συμπεριλάβετε φαντασία και συναίσθημα στις αποσκευές σας, θα χρειαστούν.
Είναι σαν να θαυμάζεις έναν καθεδρικό ναό. Εξαιρετική αρχιτεκτονική, επιβλητικότητα και μια αίσθηση ότι δεν θα δείξει ποτέ παράταιρος μέσα σε ένα σύγχρονο αστικό τοπίο. Τα θεμέλια της σύγχρονης δυτικής λογοτεχνίας φέρουν την υπογραφή ενός ικανότατου μάστορα, τόσο στέρεα, που πάνω τους οικοδομήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες παράτολμες δημιουργίες και ισορρόπησαν εντυπωσιακά. Χωρίς να ρίξεις ματιά στις σημειώσεις, χωρίς να γνωρίζεις το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, χωρίς να εντρυφήσεις σε κριτικά δοκίμια για το έργο του Δάντη, μόνο μία απλή ανάγνωση, και θα ενορχηστρώσει μια παλιγγενεσία αναγνωστικών αναμνήσεων που θα αφιερώσουν ολότελα συγκινημένες ευχαριστήριες ψαλμωδίες στον Δημιουργό τους!
Η πρωτοτυπία του Δάντη έγκειται (και) στο γεγονός ότι ήταν από τους πρώτους (αν όχι ο πρώτος) που έβαλε τον εαυτό του ανόθευτο, δίχως συγκαλύψεις, μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο – ανάλογης πρωτοτυπίας ήταν και η πράξη του Μονταίνιου, ο οποίος αποφάσισε να συσκεφτεί με τον εαυτό του πολύ προσεκτικά, δημιουργώντας συνειδητά την πρώιμη μορφή του σύγχρονου δοκιμίου. Τα διάφορα ποιοτικά ποιητικά χαρακτηριστικά του αφορούν περισσότερο τους μελετητές και τους λάτρεις της ποίησης. Εγώ αντιμετώπισα το βιβλίο, κάλλιστα, και ως μια μυθιστορηματική περιπέτεια γεμάτη βαθείς συμβολισμούς για τη ζωή και τον τρόπο που την αντιμετωπίζουμε, εξαιρετικά πρωτότυπη, άχρονη και διαχρονική. Συχνά σκέφτομαι πόσο αδημονούν οι αναγνώστες να διαβάσουν το τελευταίο βιβλίο που κέρδισε το βραβείο Μπούκερ και παράλληλα φανερώνουν μια παγερή αδιαφορία προς τα βιβλία που σέρνουν μια αιωνιότητα ξοπίσω τους – τα οποία όμως τους εκδικούνται παραμένοντας αιωνίως επίκαιρα. Ακούς σε συζητήσεις, “Θέλω να μάθω τι ήταν αυτό που έγραψε ο συγγραφέας και κέρδισε το βραβείο Μπούκερ ή Νόμπελ”, αλλά σπανίως λένε, “Θέλω να μάθω τι ήταν αυτό που έγραψε ο συγγραφέας και διήρκεσε 700 χρόνια”! Στα βιβλία, όπως αυτό του Δάντη, αναμετριέσαι με τη ζωή που πέρασε, ξανάρθε και ξαναπέρασε, ομόκεντροι κύκλοι των οποίων το κέντρο παραμένει ο άνθρωπος, έτσι καταλαβαίνεις ποια βιβλία είναι όντως επίκαιρα και ποια απλώς επικαιροποιημένα.
Η συγκεκριμένη έκδοση της Θείας Κωμωδίας είναι αναμφίβολα από τις πιο εντυπωσιακές που έχω ξεφυλλίσει και θαυμάσει. Η μισή απόλαυση κρύβεται στην έκδοση. Καθόλου πρωτόγνωρο όταν μιλάμε για τον Gutenberg (οι εκδόσεις είναι Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, όμως στην ουσία, νομίζω ότι, αποτελούν τον προπομπό του Gutenberg). Κατ' αρχήν, είναι πρακτικά και αισθητικά θετικό το γεγονός ότι οι Ωδές έχουν τυπωθεί ξεχωριστά. Έτσι προσδίδεται αυτονομία και αυθυπαρξία στην κάθε μια μέσω και της όμορφης επιλογής των εξωφύλλων και των χρωμάτων που ντύνουν τις εκδόσεις. Βαθύ κόκκινο για την Κόλαση, ουράνιο μπλε για Παράδεισο και ένα πιο μουντό, αμφίσημο, μεταβατικό χρώμα για το Καθαρτήριο. Όμορφα είναι και τα διακοσμητικά στοιχεία πέριξ των εξωφύλλων, που φέρνουν τον Μεσαίωνα λίγο πιο κοντά μας, πριν αναλάβει ο ίδιος ο Δάντης να μας τον φέρει με τον λόγο του. Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω και στις εικόνες των εξωφύλλων – για την Κόλαση και το Καθαρτήριο, οι πίνακες είναι του Heinrich Fussli (1774) και για τον Παράδεισο, του Salvator Dali (1960). Οι εικόνες αυτές περιγράφουν τα τεκταινόμενα συγκεκριμένων ασμάτων, όμως, αν και εφ' όσον, υπάρχουν και άλλοι πίνακές τους που περιγράφουν άλλα άσματα, θα μου άρεσε να μπορούσα να τους απολαύσω εμβόλιμους μέσα στην έκδοση, ακόμα και αν ανέβαινε λίγο η τιμή της. Σε κάθε οπισθόφυλλο υπάρχει η γνωστή γκραβούρα του Gustave Dore (1868) που απεικονίζει τον Δάντη. Το μέγεθος των βιβλίων είναι το ιδανικό για να απολαύσεις αυτήν την σπουδαία δίγλωσση έκδοση, με αρκετό περιθώριο γύρω από τους στίχους, για σημειώσεις και σχολιασμό. Όσοι πάλι, δεν αρέσκονται σε σημειώσεις, τους προσφέρει μια διεύρυνση του ορίζοντα του ματιού, αντίστοιχη με εκείνη του μυαλού. Μοναδικό αρνητικό σημείο της έκδοσης, είναι η απουσία παραπομπών προς τις σημειώσεις, αδιανόητο, ειδικά όταν οι σημειώσεις δεν είναι τόσο επουσιώδεις για την κατανόηση και απόλαυση του ποιήματος. Για τα μόνα βιβλία που δείχνω σχετική ανοχή για την απουσία παραπομπών, είναι της ιδιαίτερης σειράς “Orbis Literae” του Gutenberg, και αυτό λόγω της μοναδικότητάς τους και μόνο. Για όλα τα υπόλοιπα, ισχύει απαρεγκλίτως, η ακόλουθη οργισμένη σημείωση.
Μια σημείωση* για τις σημειώσεις. Όταν δεν υπάρχει παραπομπή προς τις σημειώσεις ενός βιβλίου εξοργίζομαι τόσο πολύ που θέλω να κοπανήσω το βιβλίο στον απέναντι τοίχο! Είναι το ίδιο σαν να βάζεις τους υπότιτλους μιας ταινίας να περάσουν κατεβατοί λίγο πριν τους τίτλους τέλους! Αν επιλέξεις να βάλεις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου πρέπει να σιγουρευτείς ότι ο αναγνώστης θα τις συναντά εγκαίρως αλλιώς μη βάζεις καθόλου σημειώσεις. Η δικαιολογία ότι οι παραπομπές στο κυρίως σώμα του βιβλίου αναχαιτίζουν την απόλαυση της ανάγνωσης, δεν αποκλείει καθόλου και το ενδεχόμενο, εξαιτίας μιας τόσο αφελούς κίνησης, να καταστρέψει ολοσχερώς μια ανάγνωση εν τη γενέσει της. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Για το βιβλίο του Σταντάλ, “Αναμνήσεις εγωτισμού”, όπου ουσιαστικά το κείμενο του Σταντάλ δεν ξεπερνά τις 150 σελίδες, υπάρχουν 80(!) σελίδες με σημειώσεις (συγκεκριμένα 373 σημειώσεις). Πώς θα νιώθατε αν δεν υπήρχε παραπομπή προς αυτές αλλά σας τις κοπανούσαν κατακέφαλα χωρίς προειδοποίηση; Είναι θεμιτό να αγνοείς τις σημειώσεις αλλά ανεπίτρεπτο να σε αγνοούν εκείνες. Μακάρι να μην ξαναχρειαστεί να σημειώσω ιδιοχείρως τις παραπομπές, δεν είναι δουλειά μου και επιπλέον δε με ευχαριστεί!
Η μετάφραση του Ανδρέα Ριζιώτη είναι αρκετά καλή, χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία όπου αυτό είναι εφικτό για να προσφέρει περισσότερο ρυθμό στην αφήγηση και κάπου κάπου προχωρά σε αντιμεταθέσεις των λέξεων (π.χ. “Και λέει μου ο δάσκαλος” αντί “Και μου λέει ο δάσκαλος”) με σκοπό να κάνει την γλώσσα να δείχνει πιο ποιητική. Αυτό το τελευταίο ίσως θα μπορούσε να αποφευχθεί αλλά παρόλα αυτά δεν ενοχλεί διόλου κατά την ανάγνωση. Η γλώσσα του Δάντη έτσι και αλλιώς είναι απλή στην χρήση της, χωρίς συντακτικές περικοκλάδες, αλλά ταυτόχρονα βαθυστόχαστη και συνταρακτική. Εξάλλου, υπάρχει το αντικαθρέφτισμα του πρωτοτύπου στην αριστερή σελίδα, για όποιον θέλει να “επιπλήξει” ή να “συγχαρεί” τον μεταφραστή. Η έκδοση εμπλουτίζεται με έναν σπουδαίο πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη που καταλαμβάνει επάξια τη θέση του κριτικού δοκιμίου και ολοκληρώνει θεαματικά αυτή την θαυμάσια έκδοση.
Προς θεού, μην επιχειρήσετε να διαβάσετε την Θεία Κωμωδία σε μετάφραση Καζαντζάκη! Ο Καζαντζάκης φαίνεται πως μεταφράζει ένα, δικής του επινόησης, ποίημα που το μόνο που καταφέρνει είναι να σας κάνει να βγάζετε σπυράκια στο άκουσμα και μόνο, του ονόματος, Δάντης! Η ιδιαίτερη γλώσσα του και το χαρακτηριστικό ύφος του οικειοποιούνται το ποίημα και το μετατρέπουν σε κάτι αλλότριο και ανοίκειο. Η λέξη “μετάφραση” καταντά ένας σαρκαστικός ευφημισμός, σχεδόν αισθάνεσαι ότι πιο πολλά θα καταλάβαινες στο πρωτότυπο. Στην σελίδα τίτλου της Θείας Κωμωδίας υπάρχει η φράση “Γραμμένη και στη γλώσσα που μιλάμε με το χέρι του Ανδρέα Ριζιώτη”. Αυτό το “στη γλώσσα που μιλάμε”, ύστερα και από την βραχύβια εμπειρία μου με την μετάφραση του Καζαντζάκη, μου προκάλεσε αισθήματα ανακούφισης και έντονης θυμηδίας. Πάνω κάτω, τα ίδια ισχύουν και με τον Νίτσε. Αν ο Νίτσε διάβαζε την μετάφραση του Καζαντζάκη θα πετούσε το βιβλίο στο τζάκι, φωνάζοντας οργισμένος “Τάδε έφη Καζαντζάκης”! Στα κείμενά του μπορεί να είναι ο εαυτός του όσο θέλει, στις μεταφράσεις όμως, θα ήταν πολύ καλύτερα αν ήταν λιγότερο ο εαυτός του. Να με συγχωρείτε, αλλά κάθε φορά που διαβάζω Καζαντζάκη, νιώθω ότι ο Υπεράνθρωπος που ενοικεί μέσα μου ροχαλίζει του καλού καιρού, όταν όμως διαβάζω μεταφράσεις του, ο Υπεράνθρωπος ξυπνάει έντρομος από εφιάλτη, και αυτό, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι καθόλου καλό για την φήμη του Υπερανθρώπου!
Η Θεία Κωμωδία έχει προκαλέσει μια σωρεία επιρροών σε όλες τις μορφές της τέχνης. Όπου και αν κοιτάξεις θα ανακαλύψεις μικροσυνδέσεις με τον Δαντικό κόσμο. Αποτελεί ένα λογοτεχνικό μεταίχμιο, ένα ορόσημο μεταξύ ενός παλιού και ενός νέου κόσμου. Η Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ είναι ένας φόρος τιμής προς την Θεία, το άλμπουμ “Η ζωή μετά” του Άρκά, μια χιουμοριστική και σπιρτόζα εκδοχή της και το Seven, μια κολασμένη αναπαράστασή της που μεταφέρει τον θεατή μέσω της κάθαρσης, στον παράδεισο της κινηματογραφικής μαγείας.
Μια σημείωση* για τις σημειώσεις. Όταν δεν υπάρχει παραπομπή προς τις σημειώσεις ενός βιβλίου εξοργίζομαι τόσο πολύ που θέλω να κοπανήσω το βιβλίο στον απέναντι τοίχο! Είναι το ίδιο σαν να βάζεις τους υπότιτλους μιας ταινίας να περάσουν κατεβατοί λίγο πριν τους τίτλους τέλους! Αν επιλέξεις να βάλεις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου πρέπει να σιγουρευτείς ότι ο αναγνώστης θα τις συναντά εγκαίρως αλλιώς μη βάζεις καθόλου σημειώσεις. Η δικαιολογία ότι οι παραπομπές στο κυρίως σώμα του βιβλίου αναχαιτίζουν την απόλαυση της ανάγνωσης, δεν αποκλείει καθόλου και το ενδεχόμενο, εξαιτίας μιας τόσο αφελούς κίνησης, να καταστρέψει ολοσχερώς μια ανάγνωση εν τη γενέσει της. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Για το βιβλίο του Σταντάλ, “Αναμνήσεις εγωτισμού”, όπου ουσιαστικά το κείμενο του Σταντάλ δεν ξεπερνά τις 150 σελίδες, υπάρχουν 80(!) σελίδες με σημειώσεις (συγκεκριμένα 373 σημειώσεις). Πώς θα νιώθατε αν δεν υπήρχε παραπομπή προς αυτές αλλά σας τις κοπανούσαν κατακέφαλα χωρίς προειδοποίηση; Είναι θεμιτό να αγνοείς τις σημειώσεις αλλά ανεπίτρεπτο να σε αγνοούν εκείνες. Μακάρι να μην ξαναχρειαστεί να σημειώσω ιδιοχείρως τις παραπομπές, δεν είναι δουλειά μου και επιπλέον δε με ευχαριστεί!
Η μετάφραση του Ανδρέα Ριζιώτη είναι αρκετά καλή, χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία όπου αυτό είναι εφικτό για να προσφέρει περισσότερο ρυθμό στην αφήγηση και κάπου κάπου προχωρά σε αντιμεταθέσεις των λέξεων (π.χ. “Και λέει μου ο δάσκαλος” αντί “Και μου λέει ο δάσκαλος”) με σκοπό να κάνει την γλώσσα να δείχνει πιο ποιητική. Αυτό το τελευταίο ίσως θα μπορούσε να αποφευχθεί αλλά παρόλα αυτά δεν ενοχλεί διόλου κατά την ανάγνωση. Η γλώσσα του Δάντη έτσι και αλλιώς είναι απλή στην χρήση της, χωρίς συντακτικές περικοκλάδες, αλλά ταυτόχρονα βαθυστόχαστη και συνταρακτική. Εξάλλου, υπάρχει το αντικαθρέφτισμα του πρωτοτύπου στην αριστερή σελίδα, για όποιον θέλει να “επιπλήξει” ή να “συγχαρεί” τον μεταφραστή. Η έκδοση εμπλουτίζεται με έναν σπουδαίο πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη που καταλαμβάνει επάξια τη θέση του κριτικού δοκιμίου και ολοκληρώνει θεαματικά αυτή την θαυμάσια έκδοση.
Προς θεού, μην επιχειρήσετε να διαβάσετε την Θεία Κωμωδία σε μετάφραση Καζαντζάκη! Ο Καζαντζάκης φαίνεται πως μεταφράζει ένα, δικής του επινόησης, ποίημα που το μόνο που καταφέρνει είναι να σας κάνει να βγάζετε σπυράκια στο άκουσμα και μόνο, του ονόματος, Δάντης! Η ιδιαίτερη γλώσσα του και το χαρακτηριστικό ύφος του οικειοποιούνται το ποίημα και το μετατρέπουν σε κάτι αλλότριο και ανοίκειο. Η λέξη “μετάφραση” καταντά ένας σαρκαστικός ευφημισμός, σχεδόν αισθάνεσαι ότι πιο πολλά θα καταλάβαινες στο πρωτότυπο. Στην σελίδα τίτλου της Θείας Κωμωδίας υπάρχει η φράση “Γραμμένη και στη γλώσσα που μιλάμε με το χέρι του Ανδρέα Ριζιώτη”. Αυτό το “στη γλώσσα που μιλάμε”, ύστερα και από την βραχύβια εμπειρία μου με την μετάφραση του Καζαντζάκη, μου προκάλεσε αισθήματα ανακούφισης και έντονης θυμηδίας. Πάνω κάτω, τα ίδια ισχύουν και με τον Νίτσε. Αν ο Νίτσε διάβαζε την μετάφραση του Καζαντζάκη θα πετούσε το βιβλίο στο τζάκι, φωνάζοντας οργισμένος “Τάδε έφη Καζαντζάκης”! Στα κείμενά του μπορεί να είναι ο εαυτός του όσο θέλει, στις μεταφράσεις όμως, θα ήταν πολύ καλύτερα αν ήταν λιγότερο ο εαυτός του. Να με συγχωρείτε, αλλά κάθε φορά που διαβάζω Καζαντζάκη, νιώθω ότι ο Υπεράνθρωπος που ενοικεί μέσα μου ροχαλίζει του καλού καιρού, όταν όμως διαβάζω μεταφράσεις του, ο Υπεράνθρωπος ξυπνάει έντρομος από εφιάλτη, και αυτό, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι καθόλου καλό για την φήμη του Υπερανθρώπου!
Η Θεία Κωμωδία έχει προκαλέσει μια σωρεία επιρροών σε όλες τις μορφές της τέχνης. Όπου και αν κοιτάξεις θα ανακαλύψεις μικροσυνδέσεις με τον Δαντικό κόσμο. Αποτελεί ένα λογοτεχνικό μεταίχμιο, ένα ορόσημο μεταξύ ενός παλιού και ενός νέου κόσμου. Η Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ είναι ένας φόρος τιμής προς την Θεία, το άλμπουμ “Η ζωή μετά” του Άρκά, μια χιουμοριστική και σπιρτόζα εκδοχή της και το Seven, μια κολασμένη αναπαράστασή της που μεταφέρει τον θεατή μέσω της κάθαρσης, στον παράδεισο της κινηματογραφικής μαγείας.
Η καλή λογοτεχνία σού προσφέρει ένα ανεκτίμητο δώρο – φιλτράρει τις δύσοσμες και βλαβερές ουσίες του ανθρώπου και σου δίνει μια πρόγευση του μέλλοντος, αφήνοντας παράλληλα και μια ξεχωριστή επίγευση παρελθόντος στο μυαλό. Ο Δάντης, ένας άνθρωπος βουτηγμένος στις πολιτικές και θρησκευτικές αναταραχές της εποχής του, συντηρητικός και οπισθοδρομικός, γράφει ένα βιβλίο εξευγενισμένο (παρ' όλη την σκληρότητά του) και έντιμο, δείγμα λογοτεχνικού πολιτισμού εν μέσω άγριων εποχών. Φτιάχνει με τους στίχους του, μια εικόνα του Θείου (πατώντας στην στερεότυπη θρησκευτική ρητορική, Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος) που δε θα αφήσει ασυγκίνητο κανέναν πιστό της λογοτεχνίας. Ο Θεός (ό, τι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα) μέσα στο έργο του παίρνει μορφή, χωρίς να παίζει ρόλο, πόσο πιστός ή όχι υπήρξε ο συγγραφέας του, πόσο πιστός ή όχι υπήρξε ο κάθε αναγνώστης του!
Είτε διαβάζεις...
Είτε διαβάζεις...
Αν όσα μέχρι εδώ γι' αυτήν σας έχω γράψει
μπορούσαν όλα σ' έναν μοναχά έπαινο να' χανε κλειστεί
δε θα' ταν αρκετός την τωρινή της όψη για να περιγράψει.
Η ομορφιά που αντίκρισα δε θα μπορούσε
μ' ανθρώπινες εκφράσεις να ζωγραφιστεί:
θαρρώ μονάχα ο δημιουργός της ολότελα μπορεί να τη χαρεί.
Γι' αυτό και στο σημείο ετούτο πιότερο νιώθω νικημένος
απ' όσο ο κωμικός ή τραγικός ο συγγραφέας
στο θέμα του ξεπερασμένος:
όπως στον ήλιο τ' αδύνατο το μάτι τρέμει,
έτσι σκοτίζεται κι ο νους μου
τ' ολόγλυκο το γέλιο σαν αναθυμάμαι.
Από την πρώτη μέρα που είδα τη μορφή της,
σε τούτη τη ζωή, μέχρι την όψη της την τωρινή,
ποτέ δεν εσταμάτησα, ακολουθώντας την, να την υμνώ˙
τώρα όμως να σταματήσω πρέπει
στην ομορφιά της στίχους να κεντώ,
όπως σα φτάνει ο καλλιτέχνης στο σημείο το πιο ψηλό.
είτε...
Μπαίνω
Μπαίνω σε δρόμους
σε διαδρόμους γεμάτους φωτιά
κι ατέλειωτους νόμους
Μπαίνω
στη γη που γυρίζει
και φέρνει βόλτες με χίλιες στροφές
κι ανθρώπους φοβίζει
Με σώζει μονάχα που ζεις και υπάρχεις
φωνάζω να 'ρθω να σε βρω
Σταματήστε να κατέβω
την αγάπη μου μόνο γυρεύω
Σταματήστε να κατέβω
δεν αντέχω άλλο σας ικετεύω
Σταματήστε
Θέλω
θέλω να αντέξω
και να παλέψω με χίλιες φωτιές
κοντά σου να τρέξω
Θέλω
να περιμένεις
δεν θέλω τίποτα μόνο αυτό
κοντά μου να μένεις
μπορούσαν όλα σ' έναν μοναχά έπαινο να' χανε κλειστεί
δε θα' ταν αρκετός την τωρινή της όψη για να περιγράψει.
Η ομορφιά που αντίκρισα δε θα μπορούσε
μ' ανθρώπινες εκφράσεις να ζωγραφιστεί:
θαρρώ μονάχα ο δημιουργός της ολότελα μπορεί να τη χαρεί.
Γι' αυτό και στο σημείο ετούτο πιότερο νιώθω νικημένος
απ' όσο ο κωμικός ή τραγικός ο συγγραφέας
στο θέμα του ξεπερασμένος:
όπως στον ήλιο τ' αδύνατο το μάτι τρέμει,
έτσι σκοτίζεται κι ο νους μου
τ' ολόγλυκο το γέλιο σαν αναθυμάμαι.
Από την πρώτη μέρα που είδα τη μορφή της,
σε τούτη τη ζωή, μέχρι την όψη της την τωρινή,
ποτέ δεν εσταμάτησα, ακολουθώντας την, να την υμνώ˙
τώρα όμως να σταματήσω πρέπει
στην ομορφιά της στίχους να κεντώ,
όπως σα φτάνει ο καλλιτέχνης στο σημείο το πιο ψηλό.
είτε...
Μπαίνω
Μπαίνω σε δρόμους
σε διαδρόμους γεμάτους φωτιά
κι ατέλειωτους νόμους
Μπαίνω
στη γη που γυρίζει
και φέρνει βόλτες με χίλιες στροφές
κι ανθρώπους φοβίζει
Με σώζει μονάχα που ζεις και υπάρχεις
φωνάζω να 'ρθω να σε βρω
Σταματήστε να κατέβω
την αγάπη μου μόνο γυρεύω
Σταματήστε να κατέβω
δεν αντέχω άλλο σας ικετεύω
Σταματήστε
Θέλω
θέλω να αντέξω
και να παλέψω με χίλιες φωτιές
κοντά σου να τρέξω
Θέλω
να περιμένεις
δεν θέλω τίποτα μόνο αυτό
κοντά μου να μένεις
Με σώζει μονάχα που ζεις και υπάρχεις
φωνάζω να 'ρθω να σε βρω
... νιώθεις ότι η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν πεθαίνει (αλλά αυτό το τελευταίο, είναι θέμα κάποιου άλλου, αιρετικού ποιήματος που δεν έχει ακόμη γραφτεί).
Τελικά, κάθε Δάντης και η Κόλασή του, ή πιο ορθά, κάθε Κόλαση και ο Δάντης της;;
*Να σημειωθεί ότι η σημείωσή μου για τις σημειώσεις, αποτελεί καίριο σημείο για να απολαύσει ένας αναγνώστης ολοκληρωτικά ένα βιβλίο και παρακαλώ θερμώς να μην αντιμετωπίζεται ως σημείο των (λογοτεχνικών) καιρών.
Υ.Γ. 666 (του απάλειψα το 2 για να συμβαδίζει με το θέμα της Κόλασης. Σατανικό;) Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Διαβάζοντας.
Αγαπητότατέ μου Μαραμπού
ΑπάντησηΔιαγραφήπροσυπογράφω με χαρά και ανακούφιση και για τα αίσχη του Καζαντζάκη (και πολλών άλλων Δημοτικιστών της εποχής του που αυθαίρετα προσπάθησαν να μας κληροδοτήσουν ως Δημοτική τη ντοπιολαλιά του χωριού και της γιαγιούλας τους)
και για τις Σημειώσεις
που σπάει και τα δικά μου νεύρα η άθλια τεμπελιά όσων εκδοτών ισχυρίζονται ότι τάχα για να μην ενοχλήσουν δεν κάνουν τον κόπο να διευκολύνουν τον αναγνώστη.
Τόσο μάλιστα συμφωνώ που πολύ θα ήθελα να έκανες petition το κείμενό σου και να το υπογράφαμε 'Προς το Σύλλογο Εκδοτών' ως άποψη, έκκληση και μανιφέστο του αναγνώστη.
Τη συγκεκριμένη έκδοση δεν την ξέρω, η παρουσίασή σου την κάνει ελκυστικότατη και, έχοντας διαβάσει το Ντάντε σε αγγλική μετάφραση μόνο, θα συστήσω να εφοδιαστεί ο αναγνώστης με μολύβια και σημειωματάρια διότι είναι πάμπολλες οι αναφορές σε ανθρώπους που από χιούμορ ή προσωπική κακία βαλθηκε να τους τοποθετήσει όπου τους τοποθέτησε και σχεδόν κανείς δε γίνεται να γνωρίζει και να θυμάται τόσα ιστορικά περιστατικά και γεγονότα.
Τη ζήλεψα την παρουσίασή σου παρά την ένσταση.
Τόσο επιθυμητό το κάνεις που αν ήμουν ο εκδότης ή ο μεταφραστής θα σου έστελνα κιβώτιο με κρασιά για ευχαριστίες.
Να' σαι καλά Δάφνη, μου έφτιαξες τη μέρα!
ΔιαγραφήΜε ενοχλεί αφάνταστα ο Καζαντζάκης ως μεταφραστής (έχει μεταφράσει και σπουδαία βιβλία, ρε γαμώτο!) οικειοποιείται το κείμενο και αλλοιώνει το ύφος του κάθε συγγραφέα. Γενικά, σιγά σιγά έχω απομυθοποιήσει τις μεταφράσεις των μεγάλων συγγραφέων (Σεφέρης, Πολίτης, Αλεξάνδρου), πρέπει να αποτινάξεις τον εγωισμό σου για να κάνεις μια ωραία μετάφραση και όσο να πεις αυτό είναι κάπως δύσκολο για συγγραφείς, πόσο μάλλον όταν διαθέτουν και μία μεγάλη αξία. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Κοσμάς Πολίτης καλός και χρυσός μεταφραστής αλλά νομίζω ότι ο Χένρι Τζέημς δεν του πέτυχε καθόλου! Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε 30 σελίδες και γι' αυτό σίγουρα δεν φταίει ο Αμερικανός συγγραφέας.
Είναι μερικά βιβλία που τις χρειάζονται τις σημειώσεις, δεν μπορώ εγώ ας πούμε διαβάζοντας Δάντη να γκουγκλάρω συνεχώς για τις αναφορές που διαβάζω στο βιβλίο - πρέπει να είμαι κάτι παραπάνω από αναγνώστης (π.χ φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας, ιστορίκος) για να μπω σε τέτοιον κόπο. Αν ένα βιβλίο έχει μόνο σύγχρονες ποπ αναφορές τότε ναι να γκουγκλάρω ό,τι με ενδιαφέρει, όμως όχι να διαβάζω Δάντη, Τζόυς ή Προυστ χωρίς σημειώσεις! Αυτό πάει πολύ!!
Το αστείο είναι ότι η συγκεκριμένη έκδοση του Γκουτενμπεργκ έχει στο τέλος εξαιρετικές σημειώσεις αλλά δεν μπήκε στον κόπο (τεμπελιά; λάθος;) να βάλει τους αριθμούς παραπομπής στο κυρίως σώμα του βιβλίου. Αυτό είναι και το μοναδικό ψεγάδι του βιβλίου (μεγάλο σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, μικρό αυτή τη φορά καθότι η έκδοση είναι χάρμα οφθαλμών).
Έχεις το ελεύθερο να κάνεις εσύ το petition ή ό,τι άλλο νομίζεις για να αναδειχθεί το μείζον πρόβλημα των σημειώσεων! Καλή συνέχεια. Σε ευχαριστώ για το σχόλιο.
Υ.Γ. Τα κρασία είναι σαν να τα έστειλες ήδη :-)
Εξαιρετική η ανάλυση/κείμενο σου. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο για τις μεταφράσεις του Καζαντζάκη, μη σου πω και γενικότερα... Ακόμη να βρω το βιβλίο του Καλβίνο... Όπως βλέπεις, επιστρέφω, όπως και όποτε μπορώ, έστω και με τις βαλίτσες άδειες... Καλημέρες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ aRTistokratissa!
ΔιαγραφήΤου Σαβίνιο το βιβλίο έψαχνες, αν θυμάμαι καλά! Αλλά και του Καλβίνο να βρεις θα είσαι μια χαρά :-)
Καλή συνέχεια.
Υ.Γ. Όποιο βιβλίο και αν βρεις, τουλάχιστον γράψε γι' αυτό!
... ευτυχώς εσύ με προσέχεις περισσότερο απ' ότι εγώ, το πληκτρολόγιο! Τώρα τί "τράμπα" τους έκανα αυτούς τους δυο μές το μυαλό μου... Νομίζω ότι θα γράψω ΚΑΙ γι αυτό! Καλό βράδυ.
ΑπάντησηΔιαγραφή